«Αυτοί οι Λευκαδίτες ή θα βγούνε τέλεια στραβόξυλα ή θα ΄ναι οι καλύτεροι στρατιώτες…» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τρ, Απρ 10th, 2018

«Αυτοί οι Λευκαδίτες ή θα βγούνε τέλεια στραβόξυλα ή θα ΄ναι οι καλύτεροι στρατιώτες…»

Μια μαρτυρία για τον Λευκαδίτη Λοχία Πυροβολικού Λάμπρο Γ. Ασπρογέρακα που σκοτώθηκε στις 8 Ιουλίου του 1921 στα υψώματα του ποταμού Πουρσάκ στο Εσκί Σεχήρ

7_pyrovoliko

«…Πιο πέρα από τα ανακατωμένα κορμιά ο Ασπρογέρακας ήταν αδελφωμένος στο θάνατο με έναν Τούρκο. Αυτοί, που χωρίς να γνωρίζονται, τόσο εμισούντο στη ζωή, αγκαλιαστήκαν στο θάνατο που έδωσε ο ένας στον άλλον…»

Ασπρογέρακας Γ. Λάμπρος, βαθμός Λοχίας, περίοδος: Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922, είναι τα στοιχεία που δίνει η βάση δεδομένων της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού για την αναζήτηση πεσόντων.

asimakisΟ Ταγματάρχης Πυροβολικού Ασημάκης Σ. Βασίλειος στο βιβλίο του με τίτλο «Για την αγάπη της πατρίδος (Αναμνήσεις και διηγήματα από τους πολέμους μας)» που κυκλοφόρησε το 1931 στην Αθήνα, με πρόλογο του Παύλου Νιρβάνα, περιγράφει επακριβώς τις συνθήκες του θανάτου του Λάμπρου Ασπρογέρακα, στις 8 Ιουνίου του 1921 στην περιοχή του ποταμού Πουρσάκ (παραπόταμος του Σαγγάριου), στο Εσκί Σεχήρ της Μικράς Ασίας.

Ο Λάμπρος Ασπρογέρακας υπηρετούσε στη Μικρασιατική εκστρατεία ως Δεκανέας βολής στην 1η Μοίρα του Συντάγματος της Χης Μεραρχίας. Είχε προαχθεί επ΄ ανδραγαθία στο βαθμό του Λοχία μετά τη μάχη στην περιοχή Γκιρεσούν. Όταν σκοτώθηκε, σε ηλικία 22 ετών, υπηρετούσε ως σύνδεσμος της Μεραρχίας με τη Μοίρα του Πυροβολικού.

Αντιγράφουμε, τα όσα περιγράφει ο Βασίλειος Ασημάκης στο βιβλίο του (έχουν γίνει κάποιες διορθώσεις στην ορθογραφία):

«Είχαν τελειώσει τα γυμνάσια και ο σταύλος. Δυο τρεις αξιωματικοί πέρναν το ούζο τους κάτω από την καλαμένια σκιάδα του σπιτιού του λοχαγού. Άλλοι δύο, τρεις επισκέπται επερίμεναν ανυπόμονοι τα άλογά τους, για να γυρίσουν πίσω στις πυροβολαρχίες τους, γιατί ακόμα ήσαν έλη στο δρόμο τους, δίπλα στον Προυσάκ, μ΄ όλον ότι ευρισκόμεθα στα τέλη Μαΐου. Ο ήλιος βιαζόντανε κι΄ αυτός να κρυφτεί μια ώρα αρχύτερα προς το Αβγίν, κάτω ΄κει στο βάθος, στα κυανά ξηροβούνια που τώρα ήσαν ολόχρυσα.

6_pyrovoliko

Μερικά βουβάλια του γειτονικού βαρέως ουλαμού ωδηγούντο από τους στρατιώτες στο στάβλο του καταυλισμού και σαν διαμαρτυρόμενα, γιατί τα ανάγκασαν ν΄ αφήσουν το νερό του Προυσάκ, εβάδιζαν αργά και λυπηρά. Τι κρίμα! Τα δυνατότερα ζώα και να ΄ναι τόσο κουτά και τεμπέλικα και άσχημα…

Όλοι εθαύμαζαν το θαυμάσιο αυτό ηλιοβασίλεμα· απορροφημένοι από τις σκέψεις των αφήκαν την κουβέντα και ξεψύχησε· τα ποτηράκια έμειναν γιομάτα και δείχναν όλοι τους πως ήσαν κωφοί στο τραγούδι των κορυδαλλών, που πετούσαν ολόγυρά τους και άξαφνα εσηκώνοντο προς το όμορφο στερέωμα ευχαριστημένοι για τη βραδινή δροσιά.

4_pyrovoliko

Ήταν όλοι τους παλιοί φίλοι και συμπολεμισταί. Πέντε χρόνια τώρα μαζί όλοι τους εγλέντησαν, υπέφεραν και εκιντύνεψαν. Μαζί μοιραστήκαν τους κόπους, την πείνα και την δίψα, την ηδονή και αγαλλίαση του θριάμβου της νίκης. Πόσες φορές δεν μοιρασθήκαν τρεις και τέσσερις μαζί ένα κύπελλο καφέ και δεν εδρόσισαν όλοι τους τα ξηραμένα λαρύγγια τους με το ίδιο παγούρι νερό. Φίλοι πάντα, αγαπημένοι, με κοινό πορτοφόλι ούτε δυσαρεστηθήκαν ποτέ. Μα και να ΄θελαν να μαλώσουν μήπως μπορούσανε; Αι αναμνήσεις των καλυτέρων χρόνων της ζωής των, τα νιάτα των που τα πέρασαν μαζί, μακρυά από τον κόσμο, τα χιόνια και τα λιοπύρια ήσαν μια γλυκιά αλυσίδα που τους έδενε όλους μαζί.

Για όλα αυτά συνενοούντο χωρίς να μιλήσουν, άφηναν τις καρδιές τους να κανονίζουν μεταξύ τους τους παλμούς των και οι ψυχές των αδελφωμένες δεν είχαν ανάγκη από κουβέντες για να εννοηθούν.

5_pyrovoliko

Μέσα στην ιερή αυτή σιγή, στη μυσταγωγία, στη θεία αυτή ένωση των ψυχών όλα ήσαν όμορφα και γλυκά σαν όνειρο. Έξαφνα ο φιλοξενών λοχαγός κατέβασε με μια το ποτηράκι του σαν κανένας μπεκρής, το ξαναγέμισε και με το βλέμμα προσηλωμένο στα πέραν του Προυσάκ υψώματα ρώτησε με βία έναν από τους επισκέπτες.

Δεν μου λες Πελοπίδα ποιον έχεις τώρα δεκανέα βολής;

Ο Πελοπίδας ο Κιτσικόπουλος παλιός φίλος, αλλά σ΄ άλλη παλιότερα υπηρετώντας πυροβολαρχία, δεν κατάλαβε γιατί η ερώτηση. Οι άλλοι όμως λοχαγοί και οι «μικροί» (υπολοχαγοί και ανθυπολοχαγοί) γέννημα και θρέμμα της ίδιας πρώτης μοίρας του Συντάγματος, παρηκολούθησαν το λυπημένο βλέμμα του λοχαγού και εκατάλαβαν. Μια φωτιά ανέβηκε στα μάτια όλων, για να σβήσει αμέσως και για να τη διαδεχθεί μια λυπημένη έκφραση στα πρόσωπά των.

Και ενώ ο Πελοπίδας δεν θυμούμαι ποιον ονόμαζε, αυτοί εσκέπτοντο την περυσινή ογδόη Ιουλίου. Βλέπαμε τα ίδια μέρη, που έγραψαν τις καλύτερες σελίδες της ζωής των, που ησθάνθησαν το μεγαλύτερο σφίξιμο στην καρδιά και εξέσπασαν στο θορυβοδέστερο αλαλαγμό της Νίκης.

1_pyrovoliko

Τον Ασπρογέρακα θυμήθηκες, ρώτησε ένας ανθυπολοχαγός. Δε βαριέσαι! Ένας στους τόσους · και στα δικά μας με καλό, προσέθεσε θέλοντας υπό τη φαινομενική αυτή στωική απάθεια να κρύψει τη συγκίνησή του που δύσκολα κρυβότανε.

Μα ο λοχαγός με βουρκωμένα μάτια τον αγριοκύταξε και δεν απήντησε. Το βλέμμα έμεινε καρφωμένο πολλή ώρα προς το Σουλτανιέ. Το χαλασμένο χωριό με το μισογκρεμισμένο μιναρέ που τον τραβούσε σα μαγνήτης. Το στήθος του φούσκωνε με πάθος και μερικοί βαθείς ανασασμοί, κρυμμένοι λυγμοί, ήσαν περιττοί για να προδώσουν τη συγκίνησή του, η οποία ήτο ολοφάνερη.

Αΐπ, βρε, (ντροπή) φώναξε τότε ο Κοσμόπουλος ο ανθυπολοχαγός· ήταν ιδιαίτερός του φίλος αυτός. Φίλος επίσης από 7ετίαν, παιδί λεβέντικο· αχώριστοι οι δύο τους στην ορμή της μάχης μα σε ζωή και σε θάνατο. Όταν η διαφορά αντιλήψεων εχώριζε οικογένειες, αυτοί καίτοι ο ένας από εξορία κι΄ άλλος από την «Άμυνα» αχώριστοι σαν ξαναανταμωθήκαν ημιλλώντο μόνον ποιος θα δουλέψει περισσότερο για την Πατρίδα, ποιος θα κινδυνέψει πιο πολύ και παρακουρασθεί για να ξεκουρασθεί ο άλλος. Γι΄ αυτό εμίλησε στο λοχαγό τόσο οικεία και σε λίγο: Έλα ντε, μη κάνεις σα μικρό παιδί, προσέθεσε, μεταχειριζόμενος προσφιλή έκφραση του λοχαγού.

2_pyrovoliko

Μα τι έπαθες απόψε; εφώναξαν όλοι μαζί αι επισκέπται. Έχεις, μωρέ μάτια μου, κάτι μούτρα, όλο για γλέντι είσαι…

-Λέτε; απήντησε ο λοχαγός. Δεν μπορείτε σεις να καταλάβετε τίποτα από αυτά. Λοιπόν, ναι θυμήθηκα τον Ασπρογέρακα. Τι τα θέλετε· είμαι λίγο αλλιώς πλασμένος εγώ από σας. Μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο αλλά και να πεθάνω από τη λύπη μου για ένα καλό στρατιώτη, σαν αυτόν που θα σας πω. Κατέβασε άλλη μια ποτηριά και εξακολούθησε.

Τον είχα στα χέρια μου από τα ΄17. Ασθενικός, ψηλός λίγο, καλός σκοπευτής και ήσυχος στρατιώτης με είχε κατακτήσει με τα μάτια του. Κάτι μεγάλα βελουδένια μάτια, που μόνο αυτά έδιναν όλη την έκφραση της λεβεντιάς και σεμνότητας από όλο το πρόσωπό του. Στη διαγωγή του καλύτερος από κορίτσι. Αυτοί οι Λευκαδίτες ή θα βγούνε τέλεια στραβόξυλα ή θα ΄ναι οι καλύτεροι στρατιώτες. Αυτός ήταν, όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες του, από τους δευτέρους.

3_pyrovoliko

Σιγά, σιγά, με το χρόνο ζωήρεψε· τα τριαντάφυλλα άρχιζαν ν΄ ανθίζουν στο πρόσωπό του το ισχνό, τα μάτια του πήραν μια ζωηρότατη έκφραση και το όλο του έδειχνε πια όχι ένα παιδί, μα ένα τέλειο αποφασισμένο έφηβο. Μόλις στο 19, απολύθηκε το 11, 12 και 13 τον έμαθα καβάλα και τον έκανα δεκανέα βολής. Ήταν αστείο σαν μου ΄λεγε σοβαρά «Τώρα εμείς γέρο-έφεδροι κ. υπολοχαγέ, να καθαρίζομε τα πυροβόλα ως σκοπευταί· είναι τόσοι άλλοι νέοι ημείς εγεράσαμε». Κι΄ ήταν τότε 22 ετών παιδί…

Το μάτι του αξεκόλλητο πάντα από τη «διόπτρα». Ανεβασμένος στο μιναρέ του Τατάρ, στον κάμπο της Μαγνησίας έμοιαζε σαν άγαλμα. Κρύο, βροχή, αέρας, ζέστη δεν υπήρχαν γι΄ αυτόν. Θυμούμαι μάλιστα ένα βράδυ, νύχτα είχε ανεβεί χωρίς τη διόπτρα μόνο για να δει σε ποιο ακριβώς μέρος εγίνετο ένας αιφνιδιασμός. Δεν έχω εμπιστοσύνη, κ. υπολοχαγέ μου ΄λεγε γελώντας, στους τηλεφωνητές του τάγματος.

Μα καλά εσένα τη νύχτα δεν σε ενδιαφέρει. Ναι, αλλά αν η Πυροβολαρχία έβαλε αλλού, στα κουτουρού, κατά πως θα τηλεφωνούσαν αυτοί θα μας εκορόιδευαν αύριο το πρωί οι ίδιοι κ. υπολοχαγέ…

Είχε το λεβεντόπαιδο αυτό των 22 χρονών, το αγράμματο, το φιλότιμο για την τιμή της πυροβολαρχίας, βλέπετε, τόσο αναπτυγμένο, ώστε εριψοκινδύνευε από περιέργεια και ευσυνείδητο εκτέλεση του καθήκοντος καλύτερα από παλαίμαχος «γκρινιάρης» του Ναπολέοντα. Μα αυτό παρ΄ ολίγο να του στοιχίσει τη ζωή.

Γιατί μια άλλη νύχτα, σε άλλον αιφνιδιασμό ανέβηκε πάλι στο μιναρέ να δει τι γίνεται και εκεί, που, αψηφώντας τις σφαίρες (γιατί οι Τουρκαλάδες ξέρανε ότι ήτανε παρατηρητήριο και πάντα ένα πολυβόλο ήταν στοχευμένο επάνω στο μιναρέ) ήταν προσηλωμένος να παρατηρεί, μια δική μας οβίδα, παραστράτησε και τίναξε κάτω όλη την κορυφή του μιναρέ δύο παλάμες πάνω από το κεφάλι του. Δυστυχισμένο παιδί! Ήταν γραφτό να γλυτώσει τότε για να βρει αργότερα ενδοξότερο θάνατο όπως τον επιθυμούσε η νεανική του ψυχή. Η ψυχή, που αν εζούσε εκατό χρόνια νωρίτερα θάδινε αφορμή στο Βαλαωρίτη τον πατριώτη του να γράψει άλλον έναν Διάκον χωρίς άλλο.

Στη μάχη του Κυρεσσούν θυμούμαι ακόμη και γελώ πως αλάλαζε από χαρά και ενθουσιασμό σαν ερίχναμε βροχή «ανά τρεις» τις εκρηκτικές μέσα στο σωρό ενός τμήματος πούχε παρουσιασθεί. Χτυπούσε τα πόδια του σαν μανιακός και ενώ δεν έχανε ούτε δευτερόλεπτο από την όψη το διαμέλισμα των εχθρών εμονολογούσε μόνος του «Ακόμα, βαράτε τους κ……».

Για μια στιγμή, που διεκόπη η βολή, για αναχορηγία πυρομαχικών, για να ξαναρχίσει έπειτα δραστικότερη, αφήκε τη διόπτρα και ήρθε εκεί που έστεκα για να μου αναγγείλει τα αποτελέσματα. Θαυμάσια τους τη σκάσαμε κ. υπολοχαγέ, μου λέει, ήταν μεγαλείο να τους βλέπατε. Αν δεν βλέπετε καλά με τα γυαλιά σας ελάτε μια στιγμή στη διόπτρα να δείτε πως εγέμισε ο τόπος παλιοτόμαρα… χωρίς άλλο αυτοί θα πιαστούν αιχμάλωτοι…

Έκτοτε ξεχωρίσαμε, αφού πρόφτασα να τον κάνω λοχία επ΄ ανδραγαθία. Εξετέλει όμως ακόμα τα καθήκοντα δεκανέα βολής, γιατί είχε γίνει αναντικατάστατος.

Αργότερα μετετέθη κι΄ αυτός σε άλλη πυροβολαρχία και τελευταία, μετά ένα χρόνο σχεδόν, λίγο προτού δοξαστεί, τον συνήντησα στο Γενίκιοϊ στο δρόμο για την Κιουτάχεια. Αϊ, Λάμπρο, του φώναξα, τι διάβολο δεν βρήκαν άλλο άλογο να σου δώσουν αφού σε στείλαν σύνδεσμο; Κι΄ αυτός θορυβημένος και συγκινημένος, που του μίλησα με το μικρό του όνομα για πρώτη φορά, απαντά.

Ας λέτε σεις, κ. λοχαγέ, είναι φίνος ο Λιονταρής, και ας μη το δείχνει. και σαν εγώ προσπέρασα και πήγαινα δίπλα στο διοικητή της Μοίρας κουβεντιάζοντας, αυτός εξακολούθησε το τραγούδι του, που είχε διακόψει πρωτύτερα

Εμένα τώχ΄ η τύχη μου, τώχει το ριζικό μου,
να περπατώ στην ξενιτειά σαν έρημο πουλάκι…

και τα λοιπά, όπως τα ξέρετε όλοι σας· είναι τόσο λυπητερό το τραγούδι αυτό, ώστε αδύνατο να μη συγκινηθεί όποιος το ακούει. Τώρα φανταστείτε πόσο με επηρέασε εμένα, που έχω ανατραφεί με αυτά τα τραγούδια και που το καθένα μου θυμίζει την ξέγνοιαστη παιδική μου ζωή στο χωριό.

Αφαιρέθηκα λοιπόν, αφήκα τον ταγματάρχη να πάει μόνος στον αρχηγό του πυροβολικού, που λίγο πιο πέρα στεκόνταν καβάλα και απολάμβανα το τραγούδι. Τώλεγε ο κακομοίρης: γλυκά και καθαρά παθητικότατα. Μα όταν έφτασε στους στίχους

Τώρα είδα και κατάλαβα τους ξένους πως τους θάφτουν,
Δίχως λιβάνι και κερί, δίχως παπά και διάκο,
Δίχως μανούλας κλάματα και φίλων μοιρολόγια…

δεν εκρατήθηκα. Σκάσε του λέω, Ασπρογέρακα, γιατί είναι κι άλλοι που σ΄ ακούνε και δεν πάνε στο γάμο βέβαια.

Με κύτταξε καλά (θυμάμαι ακόμα το γεμάτο νοσταλγία βλέμμα του) και μου αποκρίθηκε:

Δε βαριέσαι, κ. Λοχαγέ, «κισμέτ» αυτό. Βέβαια καλύτερα είμαστε στην Προύσσα και ακόμα καλύτερα είμαστε τώρα στο Τατάρ να βλέπαμε με τη διόπτρα τις Τουρκάλες, που πλέναν στη βρύση, αλλά «κι αυτό θα περάσει».

Εδώ άρχισε η φωνή του λοχαγού και διεκόπτετο αραιά αραιά. Εφαίνετο πως επίεζε τον εαυτό του να κρατηθεί να μη δείξει τη συγκίνησή του. Ημείς οι άλλοι που ξέραμε το υπόλοιπο της διηγήσεως ούτε άχνα… Κι ο ήλιος κατέβαινε ακόμη και οι λόφοι προς το Σουλτανιέ εχρυσώνοντο. Ώρα νοσταλγίας· ώρα που σε κυριεύουν οι θύμισες και τα περασμένα έρχονται να σε κάνουν να κλάψεις· ώρα που σφίγγεται η καρδιά και η αναπνοή βαραίνει όσο ποτέ σαν κάτι να σε πνίγει.

Σε λίγο ο λοχαγός, αφού ξερόβηξε, ξανάρχισε.

Χμ! «κι αυτό θα περάσει». Αλλά σε λίγες μέρες δεν πέρασε για τον παλικαρά αυτόν. Γιατί η τελευταία φορά που τον είδα ήτο το βράδυ της 7ης Ιουλίου. Ήρθε να με ειδοποιήσει να τάξω την πυροβολαρχία μου εκεί πέρα που βλέπετε. Εκπλήρωσα αυτή την κουτή (γιατί κουτή ήτο, αφού μ΄ έστελλαν κατακαμπίς) διαταγή με το ξεκοίλιασμα του σαλπιγκτού μου, το κομμάτιασμα δύο άλλων και με τέσσερα κτήνη εκτός μάχης με τα άντερα χυμένα έξω. Ευτυχώς που μας πήρε η νύχτα ειδάλλως εκεί θα μέναμε όλοι. Την νύχτα της ίδιας ημέρας, ενώ οι άλλοι πέσανε κατάκοποι να κοιμηθούνε, ο Ασπρογέρακας γύρισε αργά από τη μοίρα και ενώ ξεσέλωνε το άλογό του σιγοτραγουδούσε:

Και πυρομαχικά
Φέρτε μας πολλά
Να τα βάλω στο κανόνι
Να τα κάνω όλα σκόνη.

Βρε θα σκάσεις, του λέγω, ν΄ αφήσεις και τους άλλους να κοιμηθούν ή όχι; Αντί άλλης απαντήσεως μου επρότεινε τον φάκελλο των επιχειρήσεων δια την επομένη και ενώ το πρόσωπό του έλαμπε πιο πολύ από το φεγγάρι, που τον έλουζε μου είπε: Άσε με λοχαγέ γιατί θα σκοτωθώ· το είδα στον ύπνο μου. Αύριο έχομε πανηγύρι, άκουγα πούλεγε ο κ. μέραρχος.

Τον άφησα χωρίς απάντηση, άναψα ένα κηρί και άνοιξα τη διαταγή. Άει στο διάβολο! Έμενα άεργος στη διάθεση της μεραρχίας. Δε θα λάβαινα ίσως μέρος κι΄ εγώ στο χορό. Που να ξέρω τότε ότι θα έσωνα τα βλήματά μου την άλλη μέρα με πέντε «αλλαγάς θέσεων». Θυμάστε ότι σεις πιαστήκατε με τους αγάδες από το πρωί. Εγώ μπήκα στο γλέντι κατά το μεσημέρι κατά του από την αριστερή όχθη του Προυσάκ ιππικού.

Για μια στιγμή κατά τις 5 το απόγευμα, έως ότου μου φέρουν βλήματα τα μεταγωγικά σας είδα δεξιά μου ν΄ αλλάζετε θέση τροχάδην προς τα οπίσω. Τα χρειάστηκα, αλλά φοβόμουνα να το δείξω και δεν έπρεπε και να το δείξω. Ύστερα πάλι είδα ότι ξανάρχισαν τα κανόνια να κελαηδούν. Μεθυσμένος από τους κρότους, πεινασμένος, ηλιοκαμένος με τ΄ αυτιά βοΐζοντα, αλλά περήφανος για την ευτυχή έκβαση γύρισα αργά τη νύχτα στο καταυλισμό και έμαθα το λεβέντικο θάνατο του Ασπρογέρακα από το στόμα του ίδιου του διοικητή μας. Θα τον πω για σας, που δεν τον ξέρετε, γιατί ήταν ο ωραιότερος θάνατος, που δέχτηκε οπλίτης της μοίρας μας.

Την ώρα που τραβήχτηκε λίγο προς τα οπίσω ένα τάγμα του 30ου Συντάγματος1, οι Τουρκαλάδες βρήκαν άδειο το μέρος και άρχισαν να κατεβαίνουν προς τις πυροβολαρχίες. Πεντακόσια μέτρα τους εχώριζαν από αυτές. Δεν θα μπορούσαν σε 2 λεπτά ούτε να ζεύσουν και να φύγουν. Ο Αρχηγός πυροβολικού, το γνωστό σας ξανθό παληκάρι, ο Διοικητής του Συντάγματος, οι αξιωματικοί του Επιτελείου ατάραχοι στην εσχάτη αυτή στιγμή, αποφασισμένοι για το θάνατο, που πετούσε επάνω από τα κεφάλια τους, στάθηκαν για να γράψουν άλλη μια φορά το επίγραμμα των Θερμοπυλών.

Μια διμοιρία πεζικού βρέθηκε εκεί κοντά. Παρά πέρα ήρχετο τροχάδην ένας λόχος του Μηχανικού της Μεραρχίας. Εφ΄ όπλου λόγχη η διμοιρία και «στο κρέας», καβάλα όλοι αυτοί και συγκεντρώνοντες και μερικούς άλλους, όλοι οι σύνδεσμοι με τα σπαθιά και τα πιστόλια, ένα πείσμα ποιος θα κερδίσει τη νίκη, «αέρας» από ΄δω «Αλλάχ» από ΄κει, λογχοκτυπήματα, πιστολιές, μαστιγιές (οι αξιωματικοί δεν είχαν τίποτε άλλο από πιστόλι, που δεν πρόκανες να το ξαναγεμίσεις και το μαστίγιό τους καθένας), φωνές, κακό αντάρα. Δεν ήσαν άνθρωποι αυτοί εκείνη τη στιγμή…

Πάνω στο μεγαλείο αυτό, στη βράση, στο ηφαίστειο, στις βρισιές και στις φωνές ο Ασπρογέρακας έδρασε, μα και τα κατάφερε ώστε να στέρξει το όνειρό του. Στο μικρόσωμό του «Λιονταρή» καβάλα μάθαινε για πρώτη φορά σπαθασκία στα κεφάλια των Τούρκων. Και αυτό τον εμέθυσε. Τον εξαγρίωσε η μυρωδιά της μπαρούτης, τον παρέσυρε η νεανική του ορμή και τη στιγμή που έκπληκτοι οι Τούρκοι, από την ορμή των λίγων αυτών γενναίων, εσταμάτησαν για να γυρίσουν τις πλάτες τους ευθύς αμέσως, αυτός βρέθηκε 100 μέτρα μπρος στους άλλους γελώντας για το φευγιό τους και σπαθίζοντας. Πάνω στην ώρα ήρθε ένα τάγμα του 23ου για ενίσχυση και κατέλαβε τους λόφους από τους οποίους όρμησαν προ ολίγου οι Τούρκοι…

Πιο πέρα από τα ανακατωμένα κορμιά ο Ασπρογέρακας ήταν αδελφωμένος στο θάνατο με έναν Τούρκο. Αυτοί, που χωρίς να γνωρίζονται, τόσο εμισούντο στη ζωή, αγκαλιαστήκαν στο θάνατο που έδωσε ο ένας στον άλλον…

Εγλύτωσε τόσα χρόνια απ΄ όλες τις μάχες και επιχειρήσεις. Εσώθηκε στο Τατάρ, στο Αξάρι, στο Κιουπρού Χισάρ, ακόμα και στο Αβγίν, όπου 2 Αξιωματικοί και ένας ουλαμός ολόκληρος της πυροβολαρχίας του επότισαν με το αίμα τους τη δάφνη της δόξας για να φουντώσει. Του ήταν γραφτό του γενναίου παιδιού να πεθάνει πιο όμορφα μέσα στη βουή και την κίνηση, μεσ΄ στη δράση που τόσο τον παρέσυραν η νεανική ορμή και τα νεύρα του…

Γι΄ αυτό και κάθε βράδυ που βλέπω τους λόφους εκείνους απέναντι δεν μπορώ να μη θυμηθώ το σεμνό παλικάρι. Δεν μπορώ να μη συλλογισθώ ότι την ίδια ίσως ώρα, στη Λευκάδα εκεί πέρα, που είναι σχεδόν Ρούμελη, ένα Ρουμελιώτικο τραγούδι θα σχίζει τα σπλάγχνα μιας μάνας, ερωμένης ή φίλου.

Εσείς παιδιά κλεφτόπουλα, παιδιά απ΄ τη Πατρίδα
Αν πάτε κατ΄ τον τόπο μας και την παλιά πατρίδα
Πέστε να μη με καρτερούν, να μη μ΄ απαντυχαίνουν
Μην πείτε πως σκοτώθηκα, πως είμαι λαβωμένος
Να πείτε πως παντρεύτηκα στον ξένο τούτον κόσμο
Πήρα την πέτρα πεθερά τη μαύρη γη γυναίκα.

Δεν κατόρθωσε ο λοχαγός να τελειώσει το τραγούδι, γιατί τον έπνιγε η συγκίνηση. Και σε λίγο.

-Τι τα θέλετε όμως προσέθηκε, αυτός είναι ο καλύτερος θάνατος! Άντε εβίβα και στα δικά μας, ξανάπε γελώντας. Μαύρο γέλιο όμως, γιατί ένα χοντρό δάκρυ έσταξε στο χέρι του καθώς ητοιμάζετο να αδειάσει το ποτήρι του…

Τερκέζ-κιόϊ (παρά Προυσάκ) 28-6-1922»

(Οι φωτογραφίες είναι γενικές, ιδιαίτερα από τη δράση του Πυροβολικού κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας).

______________________________________________
1 H υποχώρηση του 30ού Συντάγματος Πεζικού της 10ης Μεραρχίας άφησε ακάλυπτο το πυροβολικό. Τότε οι πυροβολητές άρπαξαν τα όπλα και άρχισαν μάχη εκ του συστάδην με τους Τούρκους. Η 10η Μεραρχία είχε στη μάχη του Εσκή Σεχίρ (Δορύλαιο) που κορυφώθηκε στις 8 Ιουλίου 1921 21 νεκρούς και 229 τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Λευκάδιος Λάμπρος Γ. Ασπρογέρακας.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>