Το φως της άγονης γραμμής… – της Νόνης Σταματέλου | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Σα, Σεπ 22nd, 2018

Το φως της άγονης γραμμής… – της Νόνης Σταματέλου

meer

Είχα αρχίσει να ανησυχώ μήπως πάσχω από αγοραφοβία ή κάποιου άλλου είδους διαταραχή. Δεν ήθελα να μιλάω. Πέρα από ένα οργανικό πρόβλημα που είχε σχέση με κουρασμένες φωνητικές χορδές, η μερική άρνησή μου να συμμετέχω σε συζητήσεις ήταν εμφανής.

Δύσκολος ο χειμώνας που πέρασε, κρύο πολύ στην πόλη μου, έγνοιες καθημερινές, απώλειες αρκετές, φόβος, κούραση και ένταση στη δουλειά. Αναζητούσα τη γαλήνη και δεν την έβρισκα πουθενά. Λαχταρούσα τη σιωπή και λόγω δουλειάς, ήταν αδύνατη. Σε μια τάξη με εφήβους πρέπει να έχεις το πνεύμα σου σε απόλυτη εγρήγορση, να ελέγχεις τη σκέψη σου, να μετράς τα λόγια σου, ν’ ακούγεσαι στην ψηλοτάβανη αίθουσα, να μην κάνεις λάθος, να μην πληγώσεις, να μην ξεχάσεις, να μην απογοητεύσεις. Κι όταν πας στο γραφείο να εργαστείς στο κενό σου, να μην κάνεις λάθος στο άθροισμα των απουσιών, να μην παραλείψεις να ενημερωθείς για νόμους και διατάγματα, για αύξηση ωραρίου, για περικοπή μισθού, να έχεις άποψη αλλά να μην τη λες πάντα γιατί είναι επικίνδυνο… αλλά ν’ ακούς απόψεις, μεγάλα λόγια, λόγια και λόγια κι άλλα λόγια… Να ξέρεις ότι έχεις κληθεί να μιλήσεις για την αλήθεια, σε μια υπηρεσία στην οποία το ενδιαφέρον της Πολιτείας για το ανθρώπινο δυναμικό είναι ένα ψέμα. Και στα διαλείμματα να κάνεις εφημερία, να είσαι πανταχού παρών, να είσαι ήρεμος, ευγενικός και γελαστός, γιατί τα παιδάκια του κόσμου δεν έχουν ανάγκη από σκυθρωπούς δασκάλους. Στο σπίτι τα βραδάκια αν δεν ενημερωθείς κι αν δεν ανανεώνεις σχεδόν καθημερινά τις γνώσεις σου, δεν μπορείς να ανταποκριθείς στοιχειωδώς στις απαιτήσεις των παιδιών που διψάνε για νόημα.

Κι η ανάγκη για σιωπή να μεγαλώνει κι η ψυχή σου ν’ απομακρύνεται από σένα, να νιώθεις συχνά σαν ξυλαράκι σε έναν ορμητικό χείμαρρο, που ποθεί να σκαλώσει σε μιά όχθη και ν’ αναπαυθεί απ’ το ρεύμα. Και επίσης, επειδή η υπηρεσία είναι σοβαρή και δεν ασχολείται με τέτοιου είδους ιδιοτροπίες, να μη ζητάς άδεια εκτός κι αν ένα νοσοκομείο βεβαιώσει πως δεν μπορείς να περπατήσεις, να μιλήσεις ή είσαι πολύ διαταραγμένος κι ανίκανος για διδασκαλία… Αλλιώς, άδεια για άλλον λόγο, ίσον ενοχή που προδίδεις την υπηρεσία σου έστω κι αν αυτή σε έχει ξεζουμίσει και διψάει να πιει το τελευταίο αίμα σου μέχρι τον πάτο.

Ακολούθησε το καλοκαίρι που περίμενα να με λυτρώσει. Το νησί μου αγνώριστο, παντού rooms to let, θόρυβος, στη θάλασσα ομπρέλες και ξαπλώστρες, δυνατή μουσική, χωρίς έλεγχο, γόπες από τσιγάρα στην άμμο… Βιασύνη, ζέστη, πρόβλημα πάρκινγκ, δύσκολη η εξυπηρέτηση σε κάθε είδους μαγαζί, εμπορικό, καφέ ή εστιατόριο. Τρελή υστερία. Πολιτιστικές εκδηλώσεις πολλές, χαμένες οι ποιοτικές μέσα στο θόρυβο. Στα όρια της θλίψης…

Το όνειρο ζωής για έναν Σεπτέμβρη σε νησάκι της άγονης γραμμής έφεγγε μέσα μου χρόνια και με τη συνταξιοδότηση το φως δυνάμωσε. Βρέθηκα σε έναν επίγειο παράδεισο, όπου ακόμα δεν έχει αλλοτριωθεί και αυτή τη φορά τον είχαν εγκαταλείψει και οι τελευταίοι λιγοστοί τουρίστες.

Δίπλα στο ήρεμο λιμανάκι, μια ταβερνούλα και από πάνω τρία δωμάτια. Το μεσαίο δικό μας, τα άλλα δύο άδεια. Για να φτάσουμε στην ερημική παραλία με το αρμυρίκι, καθημερινά περπατούσαμε αρκετά μέσα από ένα δύσκολο μονοπάτι αλλά το αποτέλεσμα μας αποζημίωνε. Θάλασσα γυαλί. Πού και πού κανένα ιστιοφόρο που γρήγορα απομακρυνόταν. Στην επιστροφή το απόγευμα, το ίδιο περπάτημα στον ήλιο μέχρι την ταβέρνα όπου τα σπιτικά φαγητά μοσχοβολούσαν όπως τον παλιό καιρό. Στο διπλανό τραπέζι ντόπιοι καπεταναίοι έπιναν μπύρες κάπου κάπου, αλλά έφευγαν νωρίς. Στην ταβερνούλα εργαζόταν ο κυρ Αργύρης, παλιός καπετάνιος με την οικογένειά του.

Τις δύο τελευταίες μέρες φυσούσε δυνατό μελτεμάκι, ο καιρός ήταν “φρέσκος”, σύμφωνα με τους ντόπιους. Βγήκα το προτελευταίο βράδυ κατά τις 9.30 στη βεράντα, με σκοπό να αλλάξω δυο κουβέντες με κάποιον της οικογένειας. Κοιτάζω κάτω στην αυλή, κανείς. Απέναντι η θάλασσα παραδομένη στο μελτέμι, με τα καΐκια να χορεύουν και τα αρμυρίκια της αμμουδιάς να γέρνουν με δέος σε κάτι άγνωστο. Σιωπή. Από μακριά φαίνονταν τα λίγα φώτα του μικρού οικισμού, αχνά, ξελιγωμένα θαρρείς απ’ το μυστήριο. Γύρω σκοτάδι. Αρχές Σεπτέμβρη, καλοκαίρι σχεδόν.

Έφερα στο νου μου τι μπορεί να συμβαίνει εκείνη την ώρα, 9.30 το βράδυ στη Λευκάδα, στα Γιάννενα, την Αθήνα ή αλλού.

Ήταν μια ώρα για καλοκαιρινή έξοδο, η θερμοκρασία σε όλη τη χώρα ήταν πάνω από 30 βαθμούς Κελσίου. Βρισκόμουν μπροστά σε κάτι πρωτόγνωρο.

Η οικογένεια είχε πέσει για ύπνο, όλα σώπαιναν, άκουγα μόνο τον ήχο της θάλασσας και του αέρα. Αγρίεψα λίγο, δεν το κρύβω, ώσπου κατάλαβα πως αυτή τη γαλήνη γύρευα χρόνια τώρα. Η ψυχή μου γελούσε. Η αναπνοή μου γινόταν πιο οικεία.

Αν και θεολόγος, δεν ξέρω απέξω ψαλμούς, όμως αυτός μου ήρθε ως δια μαγείας στα χείλη. «Εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω, αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον… Ο τιθείς νέφη την επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων…». Η μόνη συντροφιά που ένιωσα μέσα στη σιωπή μου ήταν του Θεού. Ένα φως δυνάμωνε μέσα μου και φωτίστηκε και το μυαλό μου. Έφυγε η κούραση, ο φόβος κι όλα μετουσιώθηκαν σε μια σιωπηλή κι αόριστη λαχτάρα.

Ένιωσα εκείνη τη νύχτα πως τα τριάντα τρία χρόνια που μιλούσα για τον Θεό στα παιδιά ήταν ένας αληθινός Γολγοθάς. Γιατί η σχολική αίθουσα για όποιον σοβαρολογεί με τον εαυτό του είναι ένας Σταυρός. Χωρίς αυτόν, το φως δεν θα μου χαριζόταν. Τριαντατρία χρόνια… Τόσο μου πήρε για να τον ανέβω. Μια σταυροαναστάσιμη εμπειρία η διδασκαλία, βαθιά, πολύ βαθιά, δεν χωράει σε λέξεις. Γι’ αυτό, όταν με ρωτάνε κάποιοι: «γιατί φεύγεις νωρίτερα» ή «τι θα κάνεις τώρα που παίρνεις σύνταξη»; δεν μπορώ να τους δώσω μια σύντομη απάντηση και συνήθως σωπαίνω.

Τελικά στο μακρύ ταξίδι σου δεν αποκλείεται να Τον συναντήσεις ακόμα κι αν δεν τον αναγνωρίσεις. Γιατί δεν κατοικεί σε μεγαλοστομίες θρησκευτικές, ούτε σε κυμβάλων αλαλαγμούς. Έρχεται κάποτε να σ’ επισκεφτεί σαν δροσερό αεράκι ή σαν ήχος παρηγορητικής σιωπής.

Το φως ήταν εσωτερικό, ερχόταν από μακριά κι΄ από μέσα μου. Δεν μ’ άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα, από μια χαρά απερίγραπτη. Πρώτη φορά έβλεπα τον ουρανό τόσο κοντά μου κι είχα την έκπληξη του μαθητή που επισκέπτεται πρώτη φορά ένα σύγχρονο Πλανητάριο. Τ΄ αστέρια ήταν όλα δικά μου!

Δεν έμεινα πολλή ώρα στη βεράντα, ήταν όμως αρκετή για να βεβαιωθώ πως ανακάλυψα έναν μαγικό διακόπτη, που ίσως είχα όταν ήμουν παιδί στο χωριό και τον είχα χάσει. Μπήκα στο δωμάτιο. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ τη χαρά μου, ξεχείλιζε. Κι ο αέρας ακουγόταν τώρα και μέσα. Και η θάλασσα.

Ο άγγελός μου είχε διπλώσει τις φτερούγες του και αναπαυόταν πάνω σ’ ένα μεγάλο όστρακο.. Ένα λευκό ήρεμο φως υπήρχε στο δωμάτιο.

Ολ’ αυτά έρχονται πια στον ύπνο μου τα βράδια. Τώρα ξέρω καλά το μυστικό μονοπάτι. Βρήκα ξανά την άκρη του νήματος.

Πηγή: frear.gr
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>