Αναμνήσεις… Ξούλτο στον Λαμπριγιά΄τικο φούρνο
Του Μίμη Κούρτη
– Καλ΄μέρα Θοδώρα μ΄. Κ΄στός Ανέστ΄.
– Καλό Πάσκα Δ΄μήτρω μ. Μπονόρα ήρτες.
– Ήρτα να σ΄ αειτάρω, αλλά γλέπω τον εκόλισες το φούρνο.
– Ήτανε τσότσο νωπά τα φρύγανα και τ΄ αποκλάδια κι είπα να ξεκινήσω απ΄ τα τώρα.
– Γιατί δεν ήρτες εχτέ στ΄ν Ανάταση;
– Ήμ΄να πολύ αποσταμένη. Άργησε ο χαραμοφάης,ο κλέρος να σφάξ΄ το κατσίκι, κι όσο να καθαρίσω το πατσαλίκι και να φκιάσω το κρέας στο τεψί, με πήρε η ώρα. Άσε π΄ δε με δίκησε ο αμάραθος και πή΄α στ΄ συν΄φάδα να χαλέψω, αλλά μέσα γενότανε πόλεμος με τ΄ν τσούπρα τ΄ς και δε μπήκα.
– Ξοθιός τ΄ς,κάθε μέρα λ΄σσάνε. Δε τ΄ς π΄ρώνει ένας γήλιος. Τί πάθανε οι βλοημένες γιορτιάτ΄κα;
– Δε ξέρω, αλλά σα ν΄ άκ΄σα πως με κάποιονε τα ΄χει. Π΄τάνα τ΄ν ανέβαζε, π΄τάνα τ΄ν κατέβαζε. Τ΄ς έλε΄ε με εφτήνη τ΄ μ΄σορξά ήβρες να τα φκιάσεις, π΄ δεν έχει βρακί στο κώλο. Κι εκείνη τ΄ διολόστελνε. Με τόσα π΄ άκ΄σα αλησμόνησα να πάω στο κήπο για μάραθο.
– Δε π΄ράζ΄, ο πολύς αμάραθος κάνει πρικό το κρέας. Εγώ το σ΄γύρ΄σα μπονόρα, αλλά δεν ηύρισκα το μαγκούφ΄ τ΄ αδράχτι να γερίσω τ΄ άντερα. Ήτανε και λεπτά και δ΄νοπάθ΄σα να τα πλύνω.
– Είχε κόσμο στ΄ν εκκλησά;
– Είχε καμπόσους, αλλά δεν έχει γούστο μαρή, έτσ΄ π΄ ντιώνται οι κούρβες. Μπίτ΄ ζόρκες. Άσε με τ΄ς στρακαστρούκες εκάψανε το ράσο τ΄ παπά, κι επροσ΄βλήθ΄κε η κερά παπαδιά. Δε τήραε το σκίσ΄μο που ΄χε στο φ΄στάνι που κόντευε να τ΄ς φανεί το πράμα. Τσόπα κι έρχεται η Βαγγελούλα και φέρνει το κατσίκι.
– Καλ΄μέρα μαρές. Χρόνια πολλά. Ελάτε να μ΄ αειτάρ΄ μίνια να κατεβάσω το τεψί. Μο΄ πεσε η ποδολόγα και μ΄πονεί το κεφάλι.
– Πως κι άργησες; Αλλά αλησ΄μόνησα είχες και τα παιδιά.
– Είπε η νυφαδιά πως θέλει να γιδεί πως το ψέν΄με στο φούρνο, γιατί στο τόπο τ΄ς το σουβλίζ΄νε. Αλλά που να ταραχτεί. Λυσσάξανε όλη νύχτα.
– Τα παραλές μαρή. Νιά παιδιά είναι.
– Τσώπα χ΄στιανή μ. Άκ΄σα φασαρία κι άνοιξα τσότσο τ΄κάμαρη κι τ΄σ είγιδα που κυνηγιόντανε με τα βρακιά. Ο θέος μαθές να το κάμ΄ βρακί, νια στενή λωρίδα. Κι όπως εσκόνταψε, έρ΄ξε τ΄ν πιατέλα με τα κόκκινα αυγά και τα ΄καμε ζιζά.
– Να σ΄ δώκω ΄γω μαρή να τσουγκρίστε το γιόμα.
– Όχι κερά μ. Να γδειδώ τι θα απλοηθούνε. Τ΄ συνυφάδα σ΄ δεν τ΄ν είδα π΄θενα. Μην είναι αλικοτισμένη;
– Νια χαρά είναι η γελαδιά. Επήε στ΄ν τσούπρα τ΄ς κι αναστάτωσε όλη τη χώρα. Επήε στ΄ς Αγιά Αναργύρους να προσκυνήσ΄ το Μενιτάφιο, κι ήθελε η χοντροκώλω να διαβει απ΄κάτ΄. Που να χωρέσ΄ το παλιοβαένι και πάρε ανάποδα το μενιτάφιο… Και δε τ΄ν εδίκαε εφτό, ήθελε το Μέ΄α Σάββα να ρίξ΄ το κομμάτ΄ ετλόους τ΄ς και σπασοκεφάλιασε ένα μπρανέλο. Εθάφτ΄κε η κοπέλα τ΄ς.
– Μαρές θα μας κάψ΄ ο θεός με τόσα πού ΄παμε.
– Προσώρας αρπάξανε τα κατσίκια διάλε μπαμέσα μας…
(Κοινοποιήθηκε στην ομάδα που διατηρεί η σελίδα μας στο fb. Όπως γράφει ο συντάκτης για τις άγνωστες λέξεις της λευκαδίτικης ντοπιολαλιάς στο lexikolefkadas.gr).
Ξούλτο ! Μπράβο. Ηχητικό θα ήταν ποίημα!!