«Ένας παπάς από τ΄ Αθάνι φόρεσε το γιαταγάνι…» (Ο παπαφλίππος) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

«Ένας παπάς από τ΄ Αθάνι φόρεσε το γιαταγάνι…» (Ο παπαφλίππος)

papa_filippos_athani_lefkadasΟ παπά-Φίλιππος (Παπαφλέσσας) από το Αθάνι. Μια μορφή του αγώνα.

Του Πολυχρόνη Ν. Σίδερη

Από την ημέρα που αποφυλακίστηκε ο παπάς και στη συνέχεια με την επιδείνωση της υγείας του, το σπίτι του είχε κάθε μέρα κόσμο. Ιδιαίτερα σήμερα που είναι Κυριακή στο πόρτιγο1 δεν χωράει να πέσει -που λέει ο ο λόγος- ούτε βελόνι. Για να δει κανείς τον παπά πρέπει να περάσει από αυτό το μεγάλο πόρτιγο που οδηγεί και σε άλλα τρία υπνοδωμάτια. Εκεί στο πόρτιγο είναι μια μεγάλη τραπεζαρία, δυο καναπέδες με υφαντές πάντες στον τοίχο και αρκετά καθίσματα. Μια μακρόστενη κασέλα και μια σερβάντα με πολλά γυαλικά και την απαραίτητη μπομπίλια. Στους γύρω τοίχους πολλά κάδρα με φωτογραφίες.

Ανάμεσα στους επισκέπτες κυκλοφορούν κάθε τόσο γυναίκες που προσφέρουν καφέ και άλλα τραταμέντα. Οι γυναίκες πηγαινοέρχονται και στο διάδρομο που από το πόρτιγο οδηγεί στο πίσω μέρος του σπιτιού που είναι μια μεγάλο κουζίνα με τζάκι. Εκεί ετοιμάζεται και ο καφές. Βγαίνοντας από το πόρτιγο στο μπροστινό μέρος υπάρχει ένας μεγάλος πόντζος2 που μπροστά στηρίζεται πάνω σε τρεις πέτρινες καμάρες.

Αν κατέβη κανείς τη σκάλα του πόντζου θα δει πίσω από τις καμάρες ένα μεγάλο τοίχο με δύο παράθυρα και μια πόρτα που οδηγεί στο κατώι. Εκεί είναι τα βαγένια για το κρασί, οι καπάσες3 με το λάδι και αποθήκες για τρόφιμα και γεωργικά εργαλεία. Το σπίτι του παπά είναι δηλαδή «παλάτι». Έτσι λένε στο χωριό τα σπίτια που είναι διώροφα τα οποία είναι και πολύ λίγα. Εκεί στο πόντζο μόλις ανέβηκε ο δάσκαλος που κρατούσε μία εφημερίδα. Ένα τσούρμο τον σταμάτησε ζητώντας του να την διαβάσει. Ο δάσκαλος που ήρθε να δει τον παπά σταμάτησε για λίγο και άρχισε το διάβασμα.

Ο παπάς από χθες έδειχνε ότι πήρε μια καλυτέρευση, ο γιατρός όμως που φέρανε από τον Αϊ Πέτρο δεν έδωκε και πολλές ελπίδες. Μπορεί να είναι αναλαμπή που λένε πως παρουσιάζει συνήθως ο ετοιμοθάνατος λίγο πριν πεθάνει. Γιατί έχει μια παράξενη ζωηράδα. Ρωτάει για όλους και θέλει να μάθει για τους συμμάχους, για την κυβέρνηση της Αθήνα, για το δημοψήφισμα που έφερε πίσω το βασιλιά Γεώργιο, για τις εκλογές και την αποχή του ΚΚΕ. Ρωτάει να μάθει για πολλούς συντρόφους που λόγω της φυλάκισής του δεν είχε καμία επικοινωνία.

Σταμάτησε να μιλά όταν η κόρη του η Σταθούλα του έφερε μια σκουτέλα ζεστή αλιφασκιά. Εκείνη την ώρα ο δάσκαλος είχε τελειώσει το διάβασμα της εφημερίδας στο πόντζο και μπήκε και αυτός στην κάμαρη. Βρήκε τον παπά ανασηκωμένο στην κουκέτα να ρουφά τη ζεστή αλιφασκιά4. Όταν τον είδε ο παπάς ξανάρχισε:

– Δάσκαλε άκουα έξω πολλές κουβέντες και φασαρία. Φαίνεται οι διαφωνίες δεν πρόκειται να λείψουν. Αυτά θα μας φάνε. Δεν υπάρχει ομόνοια. Φταίνε βέβαια πρώτα-πρώτα οι μεγάλοι της γης γιατί το ψάρι από το κεφάλι αρχίζει να βρωμάει. Φταίνε όμως και οι δικοί μας ηγέτες. Που όλο αντιθέσεις είχαν από την πρώτη εθνική κυβέρνηση και η αμνηστία που θα δίνανε ήταν μια απάτη γιατί δεν εφαρμόστηκε. Εκείνοι που δε φταίνε ή φταίνε το λιγότερο είναι οι απλοί άνθρωποι του λαού, που καλούνται να πληρώσουν. Γι΄ αυτό με όλα αυτά που βλέπουν, αναγκάστηκαν να πάρουν ξανά τα όπλα και να βγούνε στα βουνά, και καλά κάνανε.

Και την πρώτη φορά ο εχθρός ήταν ο κατακτητής. Τώρα ποιος είναι; Τα αδέρφια μας; Γιατί έτσι μας λένε οι ξένοι που ανακατεύονται στα δικά μας. Μήπως σκόπιμα μας βάζουν σε διχόνοια; Και εμείς με τη σειρά μας γιατί δεχόμαστε αυτό το διχασμό με το πλιάτσικο, τους ξυλοδαρμούς και τους σκοτωμούς; Δοκίμασε μαι γουλιά από το ρόφημα και ο δάσκαλος βρήκε την ευκαιρία να τον διακόψει:

– Οι μεγάλοι δυστυχώς έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν αυτό που θέλουν, συμφώνησε ο δάσκαλος και συνέχισε: Μήπως και μετά τον αγώνα του 21, οι ξένοι δεν αποφάσισαν για τον κυβερνήτη; Οι ξένοι δεν μας έφεραν το βασιλιά; Οι ξένοι δεν έκαναν από το στρατό πέρα τους αγωνιστές και καπεταναίους και βάλανε Βαυαρούς; Μπορεί να φταίνε βέβαια -όπως είπες και συ- και οι δικοί μας ηγέτες που δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους και ζητούν να μας διαφεντεύουν οι ξένοι. Οι τάχα προστάτες.

– Έτσι είναι δάσκαλε. Φταίνε και οι δικοί μας που δεν μπορεί να μπει μια τάξη. Γιατί ξεχνάνε όλοι πως είμαστε παιδιά ενός Θεού; Όλοι μαζί δεν πολεμήσαμε τον κατακτητή; Γιατί τώρα άλλοι είναι καλοί και άλλοι κακοί; Γιατί ο Δεσπότης με έβαλε σε αργία επειδή μπήκα στο μέτωπο; Εκτός και τι να πω; Μήπως είναι με τους φασίστες; Ήμαρτον Θεέ μου… ήμαρτον.

– Σώπα και ηρέμησε του λέει ο λαλάς του ο Θεολόγος. Πιες το ζεστό θα σου κάνει καλό. Δίκιο έχεις σε πολλά αλλά με το να τα λες σε μας δεν φέρνεις κανένα αποτέλεσμα. Ταράζεσαι μόνο και υποφέρεις.

– Δεν μπορώ Θεολόγο να τα βλέπω. Πες πως κάποιοι φταίξανε. Τότε καθήκον μας είναι να τους φέρουμε στον ίσιο δρόμο όπως ο καλός πατέρας της παραβολής δέχτηκε και τον άσωτο. Είμαστε Θεολόγο Φαρισαίοι. Πως γίνεται από την ωραία Πύλη να κηρύσσουμε το «αγαπάτε αλλήλους…» και το «ειρήνη πάσι…», και από τον άμβωνα το κήρυγμα του Ποιμενάρχη μας να είναι κήρυγμα μίσους; Καθώς ανέβαζε τον τόνο της φωνής του για να τον ηρεμήσει το λόγο πήρε ο Καλαμαριώτης.

– Εσύ αυτό που έπρεπε να κάνεις το έκανες. Μόνο που έπρεπε να σκεφτείς ότι το βουνό και το αντάρτικο δεν ήταν για σένα. Εκτός που είσαι παπάς, έχεις και πέντε κοπέλες.

– Άκου Σπύρο είμαι ποιμένας όλου του λαού και όχι μόνο του σπιτιού μου και ήταν καθήκον μου να μπω μπροστά. Ο Μωυσής δεν οδήγησε το λαό του; Ο Αθανάσιος Διάκος δεν μπήκε μπροστά; Ο Παπαφλέσσας δεν θυσιάστηκε για την ανάσταση του έθνους; Ο Χρυσόστομος Σμύρνης όταν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι του πρότειναν να φύγει και να γλυτώσει το τομάρι του μήπως δεν αρνήθηκε και έμεινε στη μεγάλη σφαγή; Για ότι κάνω και δεν κάνω ο λαός και ο Θεός θα με κρίνουν. Κουράστηκε από τόσα που είπε και αλλάζοντας θέση στο κρεβάτι έδειξε ότι θέλει να ηρεμήσει.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν χαχανητά και γέλια στο πόρτιγο. Κάποιος που στέκονταν στην πόρτα είπε πως είναι ο Σιμωνίδης με τις ιστορίες του. Τούτη την ώτα στο λητρουβιό που είναι πάνω από το σπίτι του παπά και είναι λιοτριβιάρης φαίνεται γεμίζουν τα τσόλια για τη στύψη. Βρήκε την ευκαιρία και κατέβηκε να πιεί τη βολά του. Το κάνει πάντα πριν αρχίσει η επόμενη στύψη. Με τα χοντρά του δάχτυλα που μοιάζουν με παραγινωμένα χλωροκούκια άδραξε την κούπα που του πρόσφερε η παπαδιά και την κατέβασε μονορούφι. Ξερόγλειψε τα χείλη του και άρχισε:

– Και που λέτε… Ναι… Ναι… ο Γέρο Πόβερος ένα βράδυ εκεί που κάθονταν με τη φαμελιά του στη γωνιά με τη φωτιά και είχαν στρώσει για το δείπνο λέει: Ήρθε ο Φασούλης και μου χάλεψε τη Σταμάτα για το γιο του το Φλίππο. Θα τον κάνει λέει και παπά. Και θέλω τη γνώμη σας γιατί περιμένει απάντηση… Πετιέται τότε η Σταμάτα πριν προλάβει να μιλήσει κανένας και του λέει: «Ωρέ δεν πας να κάνεις τη δουλειά σου, παρά κάθεσαι και ρωτάς!» Όλοι γελάσανε. Μόνο η παπαδιά φεύγοντας κάτι μουρμούρισε μέσα της.

Ο Σιμωνίδης κοίταξε ποιόν θα πειράξει, αλλά εκείνη τη στιγμή τον φώναξαν ότι είναι έτοιμοι για την στύψη. Ωστόσο πριν φύγει βλέποντας τον Μπαλή που φορούσε ένα καμηλό παλτό από την Ούντρα, πέταξε το καρφί του:

– Ωρέ από Γενάρη μήνα ήρθαν οι απόκριες; Για να πάρει την απάντηση από τον Μπαλή ότι οι Αμερικάνοι με τα ρούχα που έστειλαν δείχνουν ότι αναγνωρίζουν τον πατριωτισμό των εθνικοφρόνων Ελλήνων. Είχε φύγει όμως ο Συμωνίδης και πετάχτηκε τότε να απαντήσει στον Μπαλή ο γιος του παπά ο Νίκος που ήταν στο ΕΑΜ.

– Εσείς μωρέ μιλάτε που με την είσοδο των Γερμανών στη Μακεδονία που έσπασε και το μέτωπο της Αλβανίας πετάξατε τα όπλα και φτάσατε στο χωριό πριν τα μαντάτα; Όταν πρόκειται όμως να πάρετε κάτι είστε στη πρώτη γραμμή. Έτσι προχθές που μοίραζαν κονσέρβες πρώτοι και καλλίτεροι στη σειρά. Αυτοί είναι οι πατριώτες που κοιτάνε πρώτα τη μουσούδα;

– Δηλαδή πατριώτες είσαστε εσείς οι κομμουνιστές; Παλούκι που σας χρειάζεται… Λέω εγώ. Να έχεις χάρη μωρέ Πασανέτη στο συγγενή σου τον Ταμπούρια που έφερε τον Μπελώνια και σε γλύτωσε από τους Αχειμασταίους και τον Μπουρδάρα που θα σε σαλακιάζανε στο ξύλο. Όπως κάνανε και τον Σπυρογιάννη το Δρακάτο. Είχες σειρά. Αλλά πριν ξεντριγάρουνε με αυτόν που τον είχαν κρεμασμένο μες το μαγαζί της Βαγγέλως και τον κοπανάγανε, τους πρόλαβε ο Μπελώνιας και τη γλύτωσες. Εκείνη τη στιγμή περνούσε η παπαδιά που έφερνε καφέδες και ακούγοντας τον καυγά, έσπρωξε το Νίκο στο διάδρομο, λέγοντάς του ξεκουμπήσου και στράφηκε μετά στον Μπαλή:

– Νισάφι,,, Τσωπάστε κιόλας. Να πάτε απάς στο χοροστάσι να τσακωθείτε. Δεν θέλω άλλη φωτιά στο σπίτι μου. Αρκετά πληρώσαμε. Ο παπάς φυγόδικος άρπαξε το πρώτο κρυολόγημα μαζί με τη στέρηση. Έπειτα τόσους μήνες φυλακή, βάλε και το μαράζι τον απόκαμαν.

Η μέρα πέρασε με πολύ κόσμο γιατί ήταν και Κυριακή και έκλεισε με κάποιους βραδινούς επισκέπτες. Οι περισσότεροι ήταν συγγενείς και είχαν σκοπό να μείνουν αργά. Μερικοί είχαν μαζευτεί στην κουζίνα γύρω από τη φωτιά. Την άλλη μέρα Δευτέρα ο παπάς χειροτέρεψε. Έγινε ένα μικρό συμβούλιο να κατέβη κάποιος στην χώρα με το άλογο να φέρει το γιατρό το Γληγόρη. Όμως το θεώρησαν ανώφελο. Ήδη ο παπάς είχε αρχίσει να παραμιλά. Μιλούσε γαι γεγονότα άσχετα και χωρίς συνειρμό. Ρωτούσε πως αντιδρούν οι δικοί μας για την ανάμειξη των Αμερικανών. Έλεγε ότι ο Ζαχαριάδης ζήτησε από τον Βαφειάδη να οργανώσει το στρατό στο βουνό. Για την Βάρκιζα, για τις διαφωνίες των στελεχών του ΚΚΕ. Για την κυβέρνηση του Βουνού. Για την Ούντρα και άλλα πολλά. Πολλές φορές μιλούσε για το ΕΑΜ, χωρίς να τελειώνει αυτό που ήθελε να πει. Κανείς δεν του απαντούσε. και αυτοί που ήταν έξω είχαν περιορίσει τις κουβέντες.

Καθώς βράδιαζε ο κόσμος άρχισε να αραιώνει. Έμειναν οι στενοί συγγενείς. Η Κυριάκω του έφερε λίγο ζουμί από κότα και η Ζώγκενα του έστυψε δύο πορτοκάλια που είχε φέρει από τη Βασιλική. Αλλά ο παπάς αρνιόνταν να τα φάει και να πιει. Η Παολίνα έλεγε να του βάλουν ένα κατάπλασμα με συνασπισμό που απέρριψε ο λαλάς του ο Γεράσιμος. Πέρασε δύσκολα η βραδιά και πολλοί ξενύχτησαν πλάι του.

Ξημερώνοντας Τρίτη φαίνονταν αδύναμος, δεν μιλούσε και μόνος του, που μόλις και ακούγονταν, ζήτησε παπά για να κοινωνήσει. Ήρθε ο Παπαντώνης με όλα τα απαραίτητα και κλείστηκαν οι δυο τους στο δωμάτιο και η εξομολόγηση κράτησε πολύ ώρα.

Κανείς δεν ξέρει τι εξομολογήθηκε. Μπορεί να ζήτησε συγχώρηση για το μίσος που είχε στο Δεσπότη που τον είχε πάψει για ένα διάστημα να ιερουργεί στην ενορία του. Μπορεί επίσης να ζήτησε συγχώρηση που δεν τον χώνευε όταν τον έβλεπε στα ολόχρυσα ντυμένο μπροστά στον ξυπόλητο και σταυρωμένο Χριστό. Ακόμη μπορεί να ζήτησε συγχώρηση για το μίσος που του είχε γιατί ξεχώριζε αυτούς που έκαναν αντίσταση στους κατακτητές σε πατριώτες και προδότες. Μπορεί να ομολογούσε ενώπιον του εξομολογητή του στο Θεό ότι προσπάθησε να πείσει το ποίμνιό του να εφαρμόσει αυτά που είπε ο Χριστός: Ότι σ΄ αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο δεν υπάρχει αφέντης και δούλος. Και ότι πρέπει ο καθένας να κάνει αυτό που δίδαξε ο Απόστολος Παύλος: Δόσε το υμών περίσσευμα.

Όταν τέλειωσε η εξομολόγηση έπεσε σε λήθαργο και αργά το βράδυ έσβησε. Την άλλη μέρα από το πρωί η καμπάνα κτυπούσε λυπητερά και το μαντάτο διαδόθηκε παντού. Ήταν μια Γεναριάτικη μέρα ηλιόλουστη αλλά με πολύ τσουχτερό κρύο όταν κάτοικοι των γύρω χωριών και όλοι οι χωριανοί του, τον συνόδεψαν στην εκκλησία. Τότε είχα ακούσει πως τους παπάδες τους βάζουν στον τάφο πίσω από το ιερό και καθιστούς.

Πράγματι εκεί τον βάλανε, πίσω από το ιερό της Παναγίας. Όχι καθιστό αλλά όπως όλοι αναπαύονται. Άλλωστε δεν έχει καμία σημασία για το φθαρτό του σώμα. Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι σε όλη του τη ζωή έμεινε όρθιος. Και ότι στο χωριό αλλά και σε όλο το νησί για πολλά χρόνια έμεινε ο απόηχος από ένα επαναστατικό τραγούδι: «Ένας παπάς από τ΄ Αθάνι φόρεσε το γιαταγάνι…».

Πηγή: Πολυχρόνης Ν. Σίδερης, «Εξ Αθανίου…», Λευκάδα 2018 (αυτοέκδοση)

(Ευχαριστούμε και δημόσια τον κ. Πολυχρόνη Σίδερη για την ευγενική παραχώρηση του βιβλίου του «Εξ Αθανίου», που ο συγγραφέας αφιερώνει στους απανταχού Αθανίτες. «Οι έντονες αναμνήσεις (από το χωριό του το Αθάνι που έφυγε όταν ήταν 18 χρονών) ήταν για μένα ένας μεγάλος πειρασμός που με έκανε να τις εκφράσω μέσα από τα διηγήματα και αφηγήματα που ακολουθούν. Επηρεασμένα από την τότε ζωή πιστεύω δίνουν μια εικόνα έστω και αμυδρή εκείνης της εποχής. Ελπίζω έτσι να μοιραστώ με τους συνόσκαλούς μου αναγνώστες αλλά και νεώτερους κάποιες από τις παιδικές αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων. Ίσως και να νοσταλγήσουμε εκείνη την εποχή», σημειώνει στα προλεγόμενα του βιβλίου του ο συγγραφέας.

polychronis_sideris* Ο Πολυχρόνης Ν. Σίδερης γεννήθηκε στο Αθάνι Λευκάδας το 1938 και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Λευκάδας το 1955. Είναι κάτοχος πτυχίου μαθηματικού του Πανεπιστημίου Αθηνών, πτυχίου οικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιά και πτυχίου επιμόρφωσης διετούς φοίτησης του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης.

Διορίστηκε το 1962 στην Μέση Εκπαίδευση όπου και υπηρέτησε ως καθηγητής μέχρι το 1985. Από το 1985 μέχρι το 1988 που συνταξιοδοτήθηκε υπηρέτησε ως Σχολικός Σύμβουλος. Είναι μέλος της συγγραφικής ομάδας της Ευκλείδειας γεωμετρίας που διδάσκεται στα Λύκεια. Το 2017 κυκλοφόρησε το σύγγραμμα «Μαθηματικά Στιγμιότυπα» και το 2018 το βιβλίο «Εξ Αθανίου».
______________________________________

1 πόρτιγο = χώρος υποδοχής
2 καπάσα = πήλινο πιθάρι
3 πόντζος = εξώστης
4 αλιφασκιά = φασκόμηλο



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>