«Τα σώσατε μαρή;» (Του Μίμη Κούρτη)
ΤΑ ΣΩΣΑΤΕ ΜΑΡΗ;
– Ε, μαρή τα σώσατε;
– Ναι γιεμ τα σώσαμε.
– Η ώρα η Καλή και καλά στέφανα.
– Φχαρσ΄τω και στ΄ αγγονιώνε σ΄. Κάτσε να σε τρατάρω. Εφτό το γλυκό τόφκιασε η σ΄μπεθέρα και το λένε πετράτο, όνομα και πράμα μαθές.
– Τι λες μαρή, πράμα είναι, λιώνει στο στόμα. Δε ματάφαα καλύτερο.
– Καλό χ΄στιανή μ΄, σ΄ αρέσει εφτό το πράμα. Η λαδόπ΄τα που πή΄α ΄γώ λιώνει στο στόμα
– Δε σε γλέπω φ΄χαρ΄στημένη.
– Ε, δε λέω, αλλά μαρή τι τ΄ς εζήλεψε ο κανακάρς μ΄. Δύο μέτρα λεβέντης, κι εκείνη μ΄σή πήχα. Έμοιασε τς μάνας τ΄ς που ΄ναι σα ρομποβούλωμα. Κι ο τάτας της σα μπότης μ΄ αρβάλια.
– Όχι και δύο μέτρα εδώ π΄ τα λέμε. Αλλά τι να το κάμ΄ς το μπόι, καλή γνώμη να ΄χει κι όλα γενονται.
– Ποιός τα ξέρ΄ εφτούνα. Φ΄λόξενοι είναι. Εσφαξανε κι ένα αρνί, αλλά δε δεκίμασα μπιτ.
– Γιατί μαρή άψ΄το ήτανε;
– Όχι κερά μ΄, εκεί το διαλ΄πιάζονται κρύο και το ξύγκι ήτανε σα το παπάρωσες με χαλάζ΄.
Που να φάω, θα μ΄ έκοβε. Ο ν΄κοκύρ΄ς έφα΄ε τον περίδρομο, κι επή΄ε να μη ξ΄μερώσει.
Είχε, όμως,ωραίες πίτες. Το φύλλο ήτανε λιανό, όχι σα το δ΄κό, αλλά καλό.
– Τίποτα σκρούμπα δε σε φχαρ΄στάει. Με το σ΄μπαθιο κιόλα από προίκα;
– Σα και κατάλαβα; Έτσι π΄ κρέν΄νε δε ξέρ΄ς τι τσαμπ΄νανε. Μπιτ βλάχικα.
– Γιατί η δ΄κή μας είναι καλύτερη.
– Τι προίκα μαρή. Δύο στρέμματα καπνοχώραφα, αχ΄στα αφού δε βάν΄νε καπνό, νια κοσαριά ρίζες ελιές, ποιος ξέρ΄ τι ξεράδια θα να΄ναι κι ένα γοίκο σκ΄τιά, παλιο φλοκατες και βελέτζες.
– Κι από λεπτά τίποτς;
– Τ΄ς έχει ένα βιβλιάργιο στ΄ τράπεζα με ένα κατομμύργιο,αλλά αν δε το γιδώ, δε το π΄στεύω.
– Μια χαρά προίκα είναι, αυχαρίστητη είσαι ωρή φλονάδα.
– Άλλα σκέδια είχα ΄γώ για το παιδί μ΄, αλλά τον έβαλε μεσ΄ το βρακί της η βλάχα.
– Να κάνεις το σταυρό σ΄ να περάνε καλά τα παιδιά και να βγάλεις το περίδρομο. Να μην ανακατωθείς π΄θενά.
– Κι εσύ π΄ δεν ανακατώθκες, τι κατάλαβες; Όλο μ΄τέρα και μ΄τερα η πρωτευ΄σανα και δε πατει εδώ το ποδάρ΄ τ΄ς.
– Ναι, αλλά έχω τ΄ σ΄νείδηση μ΄ αναπαμένη, κι αφού περάει καλά το παιδί μ΄ δε π΄ράζ΄ π΄ δεν έρχεται.
– Α, δε σου ΄πα. Από τσότσο ν΄ αρπαχτώ με τ΄ σ΄μπεθερα. Μου ΄πε να φάω ένα κόθρο απ΄ τ΄ν πίτα, κι εγώ άκ΄σα βόθρο. Το κατάλαβε ο κλέρος και μου ΄πε πως κόθρο λένε τον αγκαθό.
– Αφορμή χαλεύεις για γρίνα διαόλισσα. Δε βάλατε κάνα σ΄μάδι;
– Είχα κατά νου να της δώκω το δαχτ΄λίδι μ΄, αλλά ματάνοιωσα. Κι άμα δε γένει προκοπή και το χάσω; Άμα έρτει εδώ, θα πω τ΄ γιού να τ΄ς πάρ΄ ένα να της βάλ΄με.
– Όλο το κακό στο νου σ΄ περίδρομε κακέ.
Τήρα κα βγάλεις το σκασμό. Φεύγω και να καλοστεριώσ΄νε παιδιά.
– Στο καλό. Κι όποτε κοπιάσ΄νε νάρτης να φκιασ΄με πεντεπίσι να γιδούνε τι θα πει γλυκό οι βλάχοι…
Φωτογραφία: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΤΩΠΟΔΗΣ.
Μίμης Κούρτης – Εγκλουβη 24 Οκτώβρη 2020.
(Kοινοποιήθηκε από το Μίμη Κούρτη στη δημόσια ομάδα «Λευκαδίτικα Νέα» που διατηρεί η σελίδα μας στο facebook).
Αν η προξενιά έφτανε πρός τον νεαρό απ το κορίτσι, η μάννα του νεαρού ρώταγε την προξενήτρα αν η κοπέλα είναι αφράτη.