Το μάζεμα της ελιάς (του Πανταζή Κοντομίχη) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Το μάζεμα της ελιάς (του Πανταζή Κοντομίχη)

«Το μάζεμα του καρπού άρχιζε από νωρίς, το Φθινόπωρο. Ακόμα και από το Σεπτέμβρη, από τότε που αρχίζουν να πέφτουν ανάρια-ανάρια οι πρώτες ελιές. Βιάζονταν να κάμουν το πρώτο λάδι, γιατί τα αποθέματά τους, τότε, εξανλούνταν από την Άνοιξη, αφού λίγοι σε κάθε χωριό είχαν λάδι από χρόνο σε χρόνο. Σ΄ όλο αυτό το διάστημα της έλλειψης δανείζονταν λάδι από τα λιτρουβειά ή από τους εμπόρους και σπανιότερα από συγχωριανούς. Αυτό όμως είχε δεσμεύσεις, γιατί ήταν π.χ. υποχρεωμένοι να στίψουν τις ελιές τους στο λιτρουβειό που τους δάνεισε ή να πουλήσουν τη σοδειά τους στον έμπορο που τους «ευκόλυνε»». Άλλωστε από τον ίδιο έμπορο (στη Χώρα π.χ.) πιστωνόταν, παίρνοντας βερεσέ αλεύρι, όσπρια, τειάφι, και άλλα χρειαζούμενα του σπιτιού. Έτσι το προπούλημα της σοδειάς ήταν σχεδόν κανόνας παλιότερα, Και είναι ν΄ απορεί κανείς, πως οι Λευκαδίτες γεωργοί, που είχαν το λάδι σαν ένα από τα κυριότερα προϊόντα τους, δεν τα κατάφερναν να το ΄χουν ολοχρονίς από δικό τους, αλλά αντίθετα το στερούνταν και «γύριζαν με το μπουκάλι στη γειτονιά για δανεικό»: Απλούστατα η παραγωγή ήταν μικρή για πολλούς. Τα μεγάλα λιοστάσια -χιλιάδες ελαιόδεντρα- τα ΄χαν οι λίγοι. […]

μαζεμα_ελιας_1

»Το κανονικό μάζεμα άρχιζε από το Νοέμβρη, και ήταν κυρίως δουλειά των γυναικών, εκτός από το τίναγμα, που ήταν και είναι κοπιώδες προνόμιο των αντρών. Το μάζεμα γινόταν περπατητά και σκυφτά και πάντα από κάτω. Κουραστική εργασία, που υποχρέωνε τις μαζώχτρες να ψάχνουν με τα χέρια τους ανάμεσα από αγκαθωτές πέτρες και λογής-λογής θάμνους, όταν το λιοστάσι δεν ήταν καθαρισμένο. Ο καρπός ριχνόταν σε ποδοσάκκουλα και μικρά καλάθια, που τα ΄δειαζαν ύστερα σε σακκιά λιναρίσια, τα λεγόμενα λιοσάκκια. Σε περιπτώσεις σοδειάς και σε μεγάλα λιοστάσια, έβαναν και αργάτισσες και μάλιστα μόνιμες για όλη την περίοδο. Γιατί έπρεπε να προκάμουν τον τιναχτή, που κατέβαζε με το λούρο του σωρό τον καρπό. Η δουλειά του τιναχτή και κουραστική είναι και επικίνδυνη. Πολλοί πέφτουν και χτυπούν άσχημα, σακατεύονται κυριολεκτικά. Μερικοί χάνουν και τη ζωή τους. Πάντως οι καλοί τιναχτάδες είναι λίγοι και πληρώνονταν ακριβά. Οι αργάτισσες αναλάμβαναν τη δουλειά σε δύο στάδια: Απ΄ το Σεπτέμβρη μέχρι το τέλος του Οκτώβρη έπαιρναν τις ελιές μισακές, δηλ. το λάδι ήταν μισό δικό τους και μισό του νοικοκύρη. Κι αυτό, γιατί δεν συνέφερε τους ιδιοκτήτες να πληρώνουν μεροκάματα για σκόρπια και λιγοστά, εδώ κι εκεί, πετάματα. Έπειτα κι ο πρώιμος καρπός δεν βγάζει πολύ λάδι. Απ΄ το Νοέμβρη, όμως, και πέρα δούλευαν με το μεροκάματο.

4_elies 6_elies

»Πολλοί μεγαλοκτηματίες έδιναν τη σοδειά τους αφτάντζα (Από το Ιταλ. affittanza = μίσθωση, ενοικίαση), δηλ. με κατ΄ αποκοπή κανονική μίσθωση πάνω στο σύνολο της απόδοσης. Το ποσόν της μισθώσεως καθόριζαν οι εκτιμητές γύρω στα μέσα του Οκτώβρη, κι ανάλογα με τη θέση του κτήματος. Π.χ. σε λαδότοπους έδιναν για 15 κοιλά ελιές (=30 τενεκέδες) μια βαρέλλα (52 οκ.) λάδι. Σε μέρη που δε λάδιζαν οι ελιές έδιναν μια βαρέλλα για κάθε 20 κοιλά (=40 λάτες). Η μίσθωση γινόταν με ιδιωτικό έγγραφο συμφωνητικό. Άλλος τρόπος μισθώσεως ήταν να προσφέρουν τις ελιές μισακές για όλη τη σοδειά και για κάμποσα χρόνια: Μισές του νοικοκύρη και μισές του μισθωτή. Αυτό όμως γινόταν πολύ σπάνια και με τον απαράβατο όρο ο μισθωτής να καλλιεργεί το κτήμα (όργωμα, κλάδο κλπ.) όσο διαρκούσε η μίσθωση. […]

1_elies 2_elies

»Όταν η ελιά ήταν ανέσοδη οι ελιές στα λιόδεντρα ήταν λίγες και σκόρπιες και τις λέγανε αριολόγια. Τα αριολόγια τα μάζευαν πρώιμα -Οκτώβρη, Νοέμβρη- κι έτσι έμεναν απερίσπαστοι να μαζέψουν τις πολλές ελιές, που τυχόν είχαν στα καλά λιοστάσια. Γιατί και στην ανέσοδη χρονιά πολλές τοποθεσίες βαστούσαν πολύν καρπό. Γενικά τα αριολόγια ή πετάματα ταλαιπωρούσαν πολύ τις μαζώχτρες. Κι Έλεγαν: «ένα κλωνί στην Ανατολή κι ένα στη Δύση». Τις γιομάτες, τις σοδειασμένες ελιές τις παρομοίαζαν, στην ανθοφορία τους, με τα ολάνθιστα βάγια. Μια τέτοια ελιά μπορούσε να κατεβάσει 10 λάτες ελιές (μια λάτα χωράει 11 οκ.) κι έλεγαν: «βάγια είναι φέτος οι ελιές».

10_elies 9_elies

»Σε πολλά λιοστάσια υπήρχαν καλύβες, κι εκεί καταφεύγανε για να προφυλακτούν από την κακοκαιρία. Άναβαν και φωτιά να ζεστάνουν τα κοκαλιασμένα τους (=ξυλιασμένα) δάκτυλα και να στεγνώσουν τα ρούχα τους. Αν δεν υπήρχε καλύβα τότε «σπλήλωναν» κάτω από καμιά πυκνόφυλλη ελιά. Το φαγητό τους ήταν λιτό πάντα, ξινόλαδο, αρμυροσαρδέλλες κι ελιές κολυμπάδες. Σπάνια και λίγο τυρί. Αυτό βέβαια γινόταν όταν το φαγητό το ΄παιρναν οι αργάτισσες από το σπίτι τους. Αν όμως τα έξοδα τα ΄βανε ο νοικοκύρης, το φαγητό ήταν μαγειρεμένο. Κι αυτό το συμφωνούσαν απ΄ την αρχή: Έλεγαν π.χ. «θα μου δίνεις τόσο την ημέρα και τα έξοδα». Πάντως κι εκείνοι που μάζευαν δικές τους ελιές, το ίδιο λιτό φαγητό έπαιρναν μαζί τους. […]

8a_elies 8b_elies

»Σημειώνομε πως το κανονικό μάζεμα, που άρχιζε το Νοέμβρη, τελείωνε το Μάη. Και σαν τέλειωνε η συγκομιδή έβλεπε κανείς για αρκετόν καιρό κάτω απ΄ τα τιναγμένα λιόδεντρα σκόρπιες ξένες γυναίκες να μαζεύουν τα απομεινάρια της σοδειάς. Ήταν οι σπρολογήστρες, όπως τις έλεγαν, που σπυρολογούσαν, μάζευαν δηλ. τα αποξεχασμένα σπυριά. Οι σπρολογήστρες ήταν οι πιο φτωχές γυναίκες του χωριού, που δεν είχαν παρά ελάχιστη περιουσία, σχεδόν τίποτε. Τέτοιες οικογένειες παλιότερα υπήρχαν αρκετές σε κάθε περιοχή, με δυο τρία άγονα χωραφάκια, ένα παλιάμπελο και λίγες ρίζες ελιές»…

12_elies 14_elies

Πηγή: Πανταζή Κοντομίχη, Τα Γεωργικά της Λευκάδας, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1985.

[Gallery not found]


Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>