Λευκάδα: Η σταχτοπούτα του Ιονίου (Μέρος 1ο) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τε, Ιαν 11th, 2017

Λευκάδα: Η σταχτοπούτα του Ιονίου (Μέρος 1ο)

126

«…Της Γύρας που μοιάζει σαν άπιαστη όαση στο πρωϊνό φως, σαν φοινικές, οι ανεμόδαρτες ψηλές ελιές της. Και γέρνει πάνω από τα ακίνητα νερά της λίμνης πλάϊ στα πριάρια, ενώ την λούζει από τη βόρεια μεριά το κρυστάλλινο νερό του Ιόνιου. Τούτη η λιμνοθάλασσα ρουφάει εκθαμβωτικά αντιφεγγίζοντάς το, το φως ενός ήλιου λαμπρού από την Ανατολή έως τη Δύση. Από το γεφύρι, αποχαιρετάει κανείς βασιλικό ηλιοβασίλεμμα, μονόπετρο ρουμπίνι ανάμεσα στους ξεχασμένους ανεμόμυλους…»

Της κ. Ντιάνας ΑΝΤΩΝΑΚΑΤΟΥ*

ntiana_antonakatouΠουθενά σε καμιά άλλη θάλασσα δεν αρμενίζει πιο αμέριμνα το καλοκαίρι! Κανένα πέλαγο δεν χαϊδεύουν οι άνεμοι πιο τρυφερά από το Ιόνιο: προφυλαγμένο καθώς είναι από τον στεριανό κορμό της χώρας μας δεν το φοβερίζουν τα μελτέμια του Αιγαίου. Είναι άγνωστα ακόμη και σαν λέξη εκεί. Μαΐστρος είναι ο βορειοδυτικός άνεμος για την Επτάνησο: αγέρι δροσερό, το «φρέσκο», όπως τον ξέρουν για την καθαρή υγιεινή ανάσα του το καλοκαίρι. Σπάνια στους τρεις θερινούς μήνες αγριεύει, με εκοσιτετράωρη ή σαρανταοκτάωρη μανία αφροκοπώντας. Πιο σπάνια, μια δυο φορές, ο Γραίγος, η Όστρια ή το Πουνεντογάρμπις, σπάζουν τούτον τον καθρέφτη της γαλήνης. Να γιατί στο Ιόνιο χαίρεται κανείς όλα τα παιγνίδια της θάλασσας και το εξαίσιο χρώμα της, από τους άσπρους βυθούς του ασβεστόλιθου, αναδομένο.

Αναρωτιέσαι, αν δεν είναι από τις γοητείες της Λευκάδα, η εύνοια των ανέμων που στο νησί τούτο κορυφώνεται. Αν δεν είναι η αιτία να νοιώθης τόσο φιλικά, τόσο καλοδεχούμενος στη γη της. Και σίγουρα – μόνο πως δεν είναι η μόνη.

«Ουδαμού της Ελλάδος οι θερινοί άνεμοι επαμείβονται τόσον κανονικώς όσον εις Λευκάδα…». Κι αλήθεια τούτο το νησί, ανάμεσα στ΄ αδέλφια του είναι το σταυροδρόμι όπου οι άνεμοι, κατεβαίνοντας από τα ψηλά στεριανά βουνά, σμίγουν με τους δυτικούς, να ξαποστάσουν, να κοιμηθούν ώρες που δεν τους χρειάζεται η μέρα, να φλυαρήσουν σιγανά στο προχώρημά της – από τις 11 το πρωί ως τις 7 το βράδυ, για να δροσίσουν έπειτα την πυρωμένη νύχτα απ΄ τα μεσάνυχτα και πέρα.

%ce%bb%ce%b5%cf%85%ce%ba%ce%b1%ce%b4%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%bf_%cf%84%ce%bf%cf%80%ce%b9%ce%bf_%ce%b1%ce%bd%cf%84%cf%89%ce%bd%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%85Λευκαδίτικο τοπίο, έργο της Ντ. Αντωνακάτου

Καθώς αναμετρούσαμε τις προτιμήσεις μας στο Ιόνιο, η Λευκάδα έμενε πάντα στη θύμηση πολύ δικιά μας, με το πρόσωπό της -κάτι περισσότερο από το όμορφο- κοντινό μας, προσφιλές, ξεχωριστό όπως μένουν τ΄ αγαπημένα μας πρόσωπα, έξω απ΄ τη σύγκριση όποιας ομορφιάς, ασυναγώνιστα ανάμεσα στα πρόσκαιρα δοσίματά μας, με πανίσχυρα τα πρωτεία της αγάπης. Οι τόποι μοιάζουν με τα πρόσωπα: κάποτε μας συγκινούν πέρα από το θαυμασμό.

Έτσι ακουμπήσαμε την καρδιά μας στη Λευκάδα. Χωρίς δεσμό καταγωγής, δίχως έλξη παιδικής μνήμης. Κι΄ η πρώτη εντύπωση, μια αντίδραση, μια δυσκολία προσαρμογής με το σύνθετο πολιτισμό της – Στερεοελλαδίτικο, Επτανησιώτικο. Με τη δίμορφη φύση της, κομμάτι της Στεριάς – αποχωρίστηκε από κει στη νεογενή εποχή του καινοζωϊκού αιώνα, μένοντας κρεμασμένη από ένα μικρό Ισθμό ως τους ιστορικούς ελληνικούς χρόνους, όταν οι Κορίνθιοι αποκόπτοντάς τον, την μεταμόρφωσαν από χερσόνησο σε νησί. (Ο Θουκιδίδης την χαρακτηρίζει χερσόνησο ακόμη και τον έκτο χρόνο του πελοποννησιακού πολέμου). Ανήκοντας με τη δυτική της πλευρά στην Ανδριατικοϊόνιο γαιοτεκτονική ζώνη της Δυτικής Ελλάδας. Με όλα τα χωριά της, ως και τα πιο απομακρυσμένα, να τρέφωνται με ρίζες της απέναντι στερηάς: ντοπιολαλιά ρουμελιώτικη, οικοτεχνίες, χοροί, έθιμα, ψυχολογία. Μια γέφυρα αόρατη που χτίσθηκε από τα εργατικά λευκαδίτικα χέρια περνώντας στην αντίπερα στερηά, για μεροδούλι, για ψωμί. Ενώ η πόλη της Λευκάδας, κάτω ακριβώς από τον ίσκιο των Ρουμελιώτικων βουνών, ανόθευτα επτανησιακή, λεπταίσθητη στις τέχνες, γλυκομίλητη στο επτανησιακό της τσάκισμα, ευλύγιστη με τους ξένους, είναι μια αντίθεση με τα χωριά και το γνήσιο, αυθόρμητο πρωτογονισμό τους.

Η φύση πρώτη μας συμφιλίωσε με τη διμορφία τούτη. Η ίδια, συμφιλιωμένη στην πολυσύνθετη διαμόρφωσή της, ξεχώρισε από το μητρικό σώμα της Στεριάς. Οι ακτές και οι λόφοι της γλυκάναν σε μια εξαίσια τρυφεράδα, σε μια ευγένεια γραμμής και σ΄ ένα πασίχαρο φούντωμα του πράσινου, καθαρά επτανησιακό. Έτσι που σαν αποχαιρετώντας την Αγία Μαύρα ακολουθήσης την ανατολική όχθη της Ρούμελης με το ξερό αλύγιστο τοπίο, να αισθάνεσαι ότι απέναντι σε περιμένει ένα νησί, από τα ομορφότερα του Ιονίου.

Αρχίζει τούτη η τρυφερότητα της φύσης από την ίδια την πόλη της Λευκάδας, στο βορειότερο άκρο του νησιού, απ΄ αυτό το λιμάνι πέρασμα που διώχνει έξω κατά τ΄ ανοιχτά της Πρέβεζας τα μεγάλα καράβια μέσα από τον επικίνδυνα ανάβαθο δίαυλό του. Αριστερά απ΄ τη γέφυρα η λιμνοθάλασσά του, γύρω της σαν ασημένιος αρραβώνας, του Ιόνιου υπόσχεση, το αμμουδερό καμπύλωμα της Γύρας -συνέχεια της ακρογιαλιάς- επτά χιλιόμετρα του Άη Γιάννη. Της Γύρας που μοιάζει σαν άπιαστη όαση στο πρωϊνό φως, σαν φοινικές, οι ανεμόδαρτες ψηλές ελιές της. Και γέρνει πάνω από τα ακίνητα νερά της λίμνης πλάϊ στα πριάρια, ενώ την λούζει από τη βόρεια μεριά το κρυστάλλινο νερό του Ιόνιου. Τούτη η λιμνοθάλασσα ρουφάει εκθαμβωτικά αντιφεγγίζοντάς το, το φως ενός ήλιου λαμπρού από την Ανατολή έως τη Δύση. Από το γεφύρι, αποχαιρετάει κανείς βασιλικό ηλιοβασίλεμμα, μονόπετρο ρουμπίνι ανάμεσα στους ξεχασμένους ανεμόμυλους. (Η Λευκάδα είναι η μόνη πολιτεία που χαίρεται ανατολή και δύση ήλιου).

Πίσω στ΄ ανατολικά και νότια το μικρό λαϊκό λιμανάκι της Αγίας Κάρας, όπως λέγεται η συνοικία, δέχεται στ΄ απάνεμα νερά του τα χρώματα του δειλινού και των σπιτιών -η πολιτεία και τα λιμανάκια της Λευκάδας είναι τα πιο χρωματιστά ανάμεσα στα εφτανησιώτικα- αιτία η θάλασσα και το ευτελές των υλικών, τα ξύλα, οι τσίγκοι, που έχουν ανάγκη χρωματισμού σε αντίθεση με τα πέτρινα σπίτια των ορεινών χωριών με τη μονόχρωμη μονοτονία τους – από απέναντι φερμένη αυτή η απώθηση προς το χρώμα· σπίτια άχρωμα, απουσία λουλουδιών, ενδυμασίες λιτόχρωμες. Μόνο στα υφαντά τους το αναζητούν.

Πέρα απ΄ τα ακίνητα νερά της Άγιας Κάρας, με τους πάσσαλους, που θυμίζουν Μεσολόγγι, τεντώνονται οι Αλυκιές -3,5 εκατομμύρια οκάδες εκλεκτό αλάτι ετήσια- με τους πλαισιωμένους από λουρίδες γης καθρέφτες των χωρισμένων σε γεωμετρικά σχήματα νερών της: εκεί καθρεφτίζονται θεαματικά περάσματα βουκολικής ζωής, πράσινα λιβάδια, κοπάδια καλοταϊσμένα κι ακόμη καρπερά περιβόλια πνιγμένα σε πλούσια χλόη – σαν της Κέρκυρας. Πάνω τους όμως οι φόρμες των βουνών η μια πιο στέρεη από την άλλη. Ως την περήφανη γυμνή ραχοκοκκαλιά των Σταυρωτών (1.146 μ. ύψος), που δίνει τις δυο μορφές του νησιού: το ιδεώδες της γαλήνης με το ιδανικό της μεγαλοπρέπειας. Την ανατολή και τη δύση του.

(Συνεχίζεται)

Σημείωση:
Το άρθρο μας στάλθηκε από την γνωστή εικονογράφο πολλών παιδικών βιβλίων (Δες εδώ), μέλους της ΕΔΣΤΕ-FIJET, και μεταφράστρια του Λευκάδιου Χερν κα Τέτη Σώλου, η οποία διατηρεί, μεταξύ άλλων, στο διαδίκτυο το αξιόλογο site «Hellas Special». Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», του Πάνου Κόκκα, στο φύλλο της Τρίτης 23 Σεπτεμβρίου του 1964. Το χρονογράφημα είναι ένας διθύραμβος για το νησί μας, τη Λευκάδα, αν και κάποιες πτυχές που περιγράφονται έχουν χαθεί πια ανεπίστρεφτα.

Ντιάνα Αντωνακάτου γεννήθηκε στην Κεφαλονιά. Σπούδασε στην Αθήνα, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική και χαρακτική. Είχε δασκάλους τον Παρθένη, τον Κεφαλληνό, τον Πρεβελάκη. Πήρε δίπλωμα ζωγραφικής και θεωρητικών μαθημάτων το 1949. Έγραψε χρονογραφήματα καθημερινά στον ανεξάρτητο Τύπο, ρεπορτάζ καλλιτεχνικό και κριτικά σημειώματα, καθώς και στις εφημερίδες «Νίκη» και αλλού. Όπως επίσης επί σειρά ετών στα περιοδικά «Ηώς», «Ελληνικά Θέματα», «Αρχιτεκτονική», «Πολιτικά Θέματα», παρακολουθώντας από κοντά το εικαστικό γίγνεσθαι, μέσα στο φαινόμενο των κοινωνικών εξελίξεων. Απεβίωσε σε ηλικία 92 ετών, την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011. (Ένα αναλυτικό βιογραφικό της ζωγράφου και συγγραφέως μπορείτε να δείτε εδώ).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>