Γιατί πρέπει να θυμόμαστε: Μνήμη 21ης Απρίλη 1967
Πορεία Ειρήνης το 1965 από τους Σφακιώτες στη Λευκάδα
(Μια παλιά ανάρτηση του «Αιθεροβάμονα» με αφορμή την σημερινή αποφράδα επέτειο…)
Γράφει ο Αιθεροβάμων…
Προσοχή μ ι ά σ μ α τ α !
«Είναι ακατάλληλος καθότι συμπαθεί τον Κομμουνισμόν …έλαβε μέρος εις την οργανωθείσαν υπό της ΕΔΑ πορεία ειρήνης από Φρυά Λαζαράτων εις Λευκάδα»!
Μνήμη 21ης Απριλίου 1967
Σκόπιμα άφησα να περάσουν μερικές μέρες από την επέτειο εκείνης της αποφράδας μέρας που εμείς ζήσαμε και θυμόμαστε με μια σημαδιακή ημερομηνία: 21η Απριλίου 1967.
Εξάλλου λιγοστεύουν όλοι εκείνοι που έζησαν στο πετσί τους εκείνες τις μέρες «της Εθνοσωτηρίου Επανάστασης».
Σήμερα οι νεώτεροι νομίζω πως ελάχιστα γνωρίζουν και μάλλον δεν ενδιαφέρονται καθόλου για μια περίοδο που στιγμάτισε την ιστορία της χώρας μας.
Το Πολυτεχνείο από καιρό έχει καταντήσει απλά μια πασαρέλα πολιτικών εμφανίσεων!
Όσο πάει και λιγοστεύουν οι θύμησες εκείνης της οδυνηρής εφταετίας.
Πιστεύω όμως πως είναι υποχρέωση όλων μας να θυμόμαστε γιατί πρέπει να θυμόμαστε!
Θυμάμαι ακόμη αρκετά καλά τον μπάρμπα-Νίκο τον Κουτσάφτη τον Μανιόρο από τους πρώτους οδοκαθαριστές, μ’ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο αυτί να γυρίζει με μια σκούπα καμωμένη από σπάρτα για να καθαρίσει τα σοκάκια της Λευκάδας. Θυμάμαι εκείνα τα τίμια, ροζιασμένα χέρια που για χρόνια δούλευαν να κρατήσουν την πόλη μας καθαρή.
Καλοκάγαθος, ταπεινός, λιγομίλητος, ήταν ένας από κείνους που έβαζε σε κίνδυνο το καθεστώς «της επανάστασης» και τη συμμορία που είχε αποφασίσει από καιρό να βάλλει νάρθηκα και γύψο σε ένα ολόκληρο Λαό!
Ένας «σκουπιδιάρης» απειλούσε τα τανκς του Παττακού, τα «πιστεύω» του Παπαδόπουλου τα οικονομικά σχέδια του Μακαρέζου και έπρεπε να τιμωρηθεί, να πατηθεί σα σκουλήκι, σα μίασμα. Να μη μπορεί να ξανασηκώσει κεφάλι!
Αυτός ο «επικίνδυνος» δεν είχε κανένα δικαίωμα να μαζεύει τα σκουπίδια της βρώμικης πόλης μας, γιατί ακόμη και τα σκουπίδια κινδύνευαν να μολυνθούν από τις σκουριασμένες ιδέες που κουβάλαγε στο μυαλό του!
Ήταν ένα δημόσιος κίνδυνος!
Ακριβώς γι’ αυτό, χρόνια πριν η Ασφάλεια του Κράτους η Ασφάλεια Λευκάδας τον παρακολουθούσε σε καθημερινή βάση, φακελώνοντάς τον με κάθε λεπτομέρεια, που θα ήταν χρήσιμη στην διαφύλαξη της καθεστηκυίας τάξης στο προσεχές μέλλον από αυτόν τον «αδίστακτο τρομοκράτη»!
Στο φάκελό του υπήρχαν «πλήρη και αδιάσειστα στοιχεία» ότι μεταξύ των άλλων:
«… ανεγίγνωσκεν κομμουνιστικόν τύπον και επεσκέπτετο το γραφείο της ΕΔΑ… παρέστη εις διαφόρους κομμουνιστικάς συγκεντρώσεις …»!
Για την «επανάσταση» αυτό το άτομο αν ήθελε να δουλέψει στα σκουπίδια έπρεπε να συνθλιβεί, να αποκηρύξει την ιδεολογία του να σκύψει το κεφάλι και να δηλώσει υποταγή. Να αποκηρύξει δημόσια ό,τι πίστευε και δεν πίστευε!
Στην τοπική εφημερίδα ΕΡΕΥΝΑ εκείνη την περίοδο δημοσιεύτηκαν δεκάδες δηλώσεις φτωχών ανθρώπων που επιζητούσαν μόνο ένα κομμάτι ψωμί για να ζήσουν την οικογένειά τους!
Αυτό απαίτησαν και από το μπάρμπα Νίκο για να τον αφήσουν να μαζεύει τα σκατά της πόλης μας!
Και επειδή κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν ότι αυτά βγαίνουν από το μυαλό φαντασιόπληκτου Αιθεροβάμονα, σας παρουσιάζω ένα μοναδικό ντοκουμέντο, που δημοσιεύεται για πρώτη φορά με την παράκληση να το διαβάσετε με απόλυτη προσοχή και μετά να βγάλετε τα συμπεράσματά σας.
Αυτά τα λίγα για τον μπάρμπα-Νίκο τον Κουτσάφτη και «θέος σχωρέστον» εκεί που βρίσκεται.
……………………………………………………………….
Τους γνώριζα και τους τρεις. Ήταν από τους πρώτους κοινοτικούς γραμματείς.
Οι δυο πρώτοι έχουν φύγει για πάντα και μόνο ο Λευτέρης έχει απομείνει και ζει στους Πηγαδησάνους.
Και οι τρεις άνθρωποι φιλήσυχοι, πράοι, τίμιοι οικογενειάρχες, αγωνίζονταν μια ζωή με μια μόνο έγνοια ν” αναστήσουν τα παιδιά τους.
Από τα στοιχεία που επιμελώς είχε συλλέξει η Ασφάλεια τα άτομα αυτά, «συμπαθούσαν τον κομμουνισμό» και ήταν τόσο επικίνδυνοι που μπορούσαν να υπονομεύσουν το Αμερικανικής έμπνευσης καθεστώς που οι χειρούργοι του «έραβαν και γύψωναν την άρρωστη» χώρα μας.
Και τα τρία «μιάσματα» έπρεπε να ελεγχθούν με πλήρη λεπτομέρεια πριν τους επιτραπεί η επαφή τους με τον κόσμο του χωριού τους. Η ασθένεια που οι «γιατροί του καθεστώτος» είχαν διαγνώσει ήταν τόσο μεταδοτική ώστε χρειάζονταν ειδική απολύμανση για το καλό της πατρίδας, για να μη κινδυνεύσει η «Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών»!
Η Διοίκησις Χωροφυλακής Λευκάδας γνώριζε πολύ καλά με κάθε λεπτομέρεια το ποιόν τους, δεν της ξέφευγε τίποτε και φρόντισε έγκαιρα να ειδοποιήσει το αρμόδιο Συμβούλιο Νομιμοφροσύνης της πόλης μας. Ιδιαίτερα που ο πρώτος «αν και είχε αποχαρακτηρισθεί εμμένει στον κομμουνισμόν»!
Μυαλό αδιόρθωτο!
Θα καταλάβετε καλύτερα τον κίνδυνο «της κομμουνιστικής πανούκλας» που είχαν κολλήσει και οι τρεις, διαβάζοντας το δεύτερο ντοκουμέντο που κι’ αυτό δημοσιεύεται για πρώτη φορά.
Από στοιχεία που υπάρχουν ο δεύτερος της «επικίνδυνης ομάδας» δεινοπάθησε πολλούς μήνες μετά για να αποδείξει πως δεν ήταν ελέφαντας δεν ήταν τρομοκράτης αλλά ένας έντιμος και φιλήσυχος πολίτης.
Γιατί εκείνη την περίοδο η ηθική και ο πατριωτισμός του καθενός ήταν κάτι που έπρεπε να αποδεικνύεται συνέχεια και έμπρακτα παράλληλα φυσικά με ό,τι πολύτιμα στοιχεία περιείχε ο ατομικός του φάκελος, που επιμελώς κρατούσε η Ασφάλεια με «ντοκουμέντα» από πληρωμένους τοπικούς πληροφοριοδότες. Γιατί ασφαλώς ήταν συγκλονιστική η πληροφορία, ακλόνητο ενοχοποιητικό στοιχείο ότι κάποιος «έλαβε μέρος στην οργανωθείσα υπό της ΕΔΑ πορεία ειρήνης από Φρυά Λαζαράτων εις Λευκάδα»!
Ο χαρακτηρισμός κάθε ατόμου με ένα γράμμα του αλφαβήτου τα έλεγε όλα.
Ε1: ακραιφνής εθνικόφρων.
Ε2: Εθνικόφρων αλλά με κάποιες μικρές υποψίες για το οικογενειακό περιβάλλον του.
Α: Αριστερός αυτός και η οικογένεια του αλλά χωρίς ενεργό δράση τον τελευταίο καιρό.
Β: Αριστερός με ενεργό δράση, επικίνδυνος.
Γ: Αριστερός με πλήρη ενεργό δράση. Βομβιστής,τρομοκράτης, λίαν επικίνδυνος.
Χ: Αγνώστων στοιχείων ιδεολογίας.
Αυτά τα γράμματα εκείνη την περίοδο ήταν η πυρωμένη σφραγίδα του καθενός μας, που καθόριζε τα πάντα ιδιαίτερα στον τομέα κάθε μορφής εργασίας.
Η συμπεριφορά του καθεστώτος ήταν ανάλογη του χαρακτηρισμού σου.
Π.χ. στη κατάταξη στον στρατό ο χαρακτηρισμός Α, Β, ή Γ είχε σίγουρη τοποθέτηση στη προνομιακή θέση του τυφεκιοφόρου ή του μουλαρά ειδικότητες που απόλαυσαν πολλοί Λευκαδίτες μόνο και μόνο λόγω καταγωγής!
Αλλά οι πιο επικίνδυνοι δεν έπρεπε να μείνουν στο τόπο τους. Η ασθένεια τους είναι μεταδοτική! Τα μιάσματα απομονώνονται από τα υγειά άτομα!
Το πρωί Στις 5 Ο ξηρός Μεταλλικός ήχος Ύστερα από τα φορτωμένα καμιόνια Που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου. Και το τελευταίο «αντίο» της παραμονής Και οι τελευταίοι βηματισμοί στις υγρές πλάκες.1 |
Τσουβαλιάστηκαν σε στρατιωτικά καμιόνια, στριμώχτηκαν σε φερυμπότ, αδειάστηκαν στα ξερονήσια του Αιγαίου για μια ακόμη φορά.
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή, Σφίγγει στο κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια ….. Δεν υπάρχει νερό μονάχα μονάχα φως. Ο δρόμος χάνεται στο φως και ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.2 |
Η Γυάρος και όλοι οι τόποι εξορίας πρέπει να μας θυμίζουν ότι η αντίσταση είναι η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η διατήρηση όμως αυτής της αξιοπρέπειας είχε ακριβό τίμημα, πληρώθηκε πολύ ακριβά.
……………………………………………..
Τον βλέπω συχνά να κάθεται σιωπηλός στο ψαράδικο του Άη Μηνά.
Οι κρατούντες τον επέλεγαν πάντα σε κάθε εκτόπιση.
Έχει χάσει σχεδόν όλη την όρασή του.
Αυτός όμως βλέπει, οραματίζεται ακόμη, μαζεύει με στοργή τις φωτογραφίες των χαμένων συντρόφων του.
Ευτυχώς Αυτοί έφυγαν νωρίς!
Κι’ εγώ άπραγος θεατής θυμάμαι σκόρπιους στίχους:
Αν – λέω αν… Αν όλα δε συνέβαιναν τόσο νωρίς Η αποβολή σου απ’ το Γυμνάσιο στην Ε΄ τάξη, Μετά Χαϊδάρι, Αι-Στράτης, Μακρονήσι, Ιτζεδίν, Αν στα 42 σου δεν ήσουν με σπονδυλαρθρίτιδα Ύστερα από τα είκοσι χρόνια της φυλακής Με δύο διαγραφές στην πλάτη σου, μια δήλωση Αποκηρύξεως όταν σ’ απομονώσαν στο Ψυχιατρείο Αν – σήμερα λογιστής σ’ ένα κατάστημα εδωδίμων – Άχρηστος πια για όλους, στιμένο λεμόνι, Ξοφλημένη περίπτωση, με ιδέες από καιρό ξεπερασμένες, Αν – λέω αν… Με λίγη καλή θέληση ερχόνταν όλα κάπως διαφορετικά Ή από μια τυχαία σύμπτωση, όπως σε τόσους και τόσους Συμμαθητές, φίλους, συντρόφους – δε λέω αβρόχοις ποσί Αλλά αν…1 |
Πόσα «αν» μπορεί κανείς να προσθέσει σ’ αυτή τη τραγική ιστορία!
Τι θέλεις τώρα και τ’ ανασκαλεύεις! ακούω μια φωνή δίπλα μου.
Και Αιθεροβάμων όπως πάντα κοιτάζοντας βαθειά στο πέλαγος προσεύχομαι «τω αγνώστω Θεώ»:
Θεέ μου βόηθα να θυμόμαστε γιατί πρέπει να θυμόμαστε!
Αιθεροβάμων
Σημειώσεις:
1. Ποίηση Μ. Αναγνωστάκη
2. Ποίηση Γ. Ρίτσου
Ο Νίκος Μουζέλης εντοπίζει στο έργο του, ότι: η επέμβαση του στρατού το 1967 αποτέλεσμα της ως τότε παρέμβασης του
στην πολιτική και κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, έμπαινε και μπήκε στην υπηρεσία της απαξίωσης του παρεμβατικού ρόλου του στρατού από κεί και πέρα στην πολιτικόκοινωνική ζωή της χώρας.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 ( μετέωρο και και σκιά ταυτόχρονα για το στράτευμα ) είναι το σημείο κατάληξης – αυτό που ήταν προ-ορισμένο να καταλήξει , η μεταπολεμική πολιτική εξέλιξη της χώρας, όταν η ολιγαρχία ( μέσα σε αυτή και οι παρεμβατικοί στρατιωτικοί ως τότε) κατανόησε ότι η βελτίωση των οικονομικών μεγεθών της χώρας τα χρόνια 1950-1965 και η προοδευτική φιλελευθεροποίηση , λειτουργούσε απειλητικά για τα συμφέροντά της.
Μια πρώτη ένδειξη της πίεσης που ασκούσαν οι στρατιωτικοί – μέσω ΙΔΕΑ- ήταν το πραξικόπημα που έλαβε χώρα τον Μάιο του 1951 και κατεστάλη με την παρέμβαση του Παπάγου που έστειλε στους » στρατωνισμούς τους » κατεβαίνοντας στον χώρο της εκδήλωσης του πραξικοπήματος (σημερινής βουλή στην πλατεία Συντάγματος) , μετά από ειδοποίηση κατ άλλους από τον Σοφοκλή Βενιζέλου και κατ άλλους από τον Σπύρο Μαρκεζίνη.
Για το ποίος ειδοποίησε τον Αλέξανδρο
Παπάγο ( μεγάλο πλάτανο τον λέγανε τότε) υπάρχουν ακόμη αντικρουόμενες και όχι οριστικές απόψεις.
Το σκηνικό τότε της σύγκρουσης Παπάγου και άνακτα Παύλου , για την κάθοδο του Παπάγου στην πολιτική ζωή που δεν ήθελε ο Άνακτας Παύλος και η Φρειδερίκη Χοετζόλερν, είναι εξόχως ενδιαφέρον της ίντριγκας και της υποκρισίας και της υπονόμευσης αλλήλων η οποία είχε επενδυθεί στα ανώτατα επίπεδα της πολιτικής και κοινωνικής διαχείρησης της χώρας. Μέχρι που το παλάτι ο άνακτας Παύλος και με σύμφωνη γνώμη της Φειδερίκης κάλεσε νύχτα στα ανάκτορα τον στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο και του ζήτησε να συλλάβει τον Αλέξανδρο Παπάγο , στρατάρχης ο Παπάγος στην ιστορία του Ελληνικού στρατού, πράγμα που αρνήθηκε ο Τσακαλώτος , λέγοντας :» με μένα αυτό δεν γίνεται».
Ο Παπάγος γέλασε τον άνακτα ( υπόδειξη απ ότι αναφέρεται του Σπύρου ΜΑρκεζίνη) και ενώ ο ΠΑπάγος διαβεβαίωνε τον άνακτα , ότι δεν θα κατέλθει στην πολιτική κονίστρα , εν τούτοις αιφνιδιαστικά ανακοίνωση την πρόθεσίν του να κατέβει στις εκλογές με ίδρυση πολιτικού κόμματος ( Συναγερμός).
Η ίντριγκα, η προδιάθεση γελάσματος — Ααα κατεργάρη σε γέλασα και έκαμα την δουλειά μου— η υποκρισία τα Εθνικοφρονικά μαχαιρώματα μεταξύ αλλήλων , οι επίδοξοι από τότε πραξικοπηματίες, οι σπαραζόμενοι για την πολιτική καρέκλα και το χερούλι της εξουσίας πολιτικοί και στρατιωτικοί , το παλάτι που επ ουδενί τρόπο δεν ήθελε να παραχωρήσει έστω και ψήγματα φιλελευθεροποίησεως της πολιτικής ζώής ( ο άνακτας τότε διατυμπανιζόνταν ότι μπορούσε να διορίζει πρωθυπουργό ακόμα και τον κηπουρό του ), η εμφανιζόμενη μεταπολεμική – βάσει κατοχικών και μετακατοχικών χρυσών λιρών της αρπαχτής- ολιγαρχία, και κάτι ψιλόψήγματα δήθεν κοσμικής διασκέδασης και συμπεριφοράς που σκόπιμα όλο το παραπάνω συνοθύλευμα τα ταύτιζε με την αστική τάξη, ( τότε γίνανε και πολλές επιγαμίες μεταξύ οικογενειών της στρατιωτικοπολιτικόοικονομικής ολιγαρχίας), όλο αυτό ήταν το σκηνικό της πολιτειακής οργάνωσης της χώρας, τα χρόνια με τα οποία άρχισε να τρέχει και διήλθε κύρια η δεκαετία του 1950.
Ο στρατός όλα αυτά τα χρόνια λειτουργώντας ως πόλος πολιτειακής εξουσίας μέσα σε αυτό το συνοθύλευμα θεσμών και θεσμικοτήτων, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να οργανώνεται για να υπερασπίσει το μερίδιο ή και να κατακτήσει παραπάνω μερίδιο στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας τα χρόνια αυτά και τα επόμενα.
Και όταν του δόθηκε η ευκαιρεία χτύπησε για μια νύχτα με σχέδιο οργανωμένο συνωμοτικά ( βάσει επιτελικών σχεδίων που μόνο ο στρατός μπορούσε να κατέχει και να λειτουργήσουν τόσο εύστοχα) και έπιασε το χερούλι του κουβέρνου.
Ο Φώντας Κατωπόδης Κοτάς ( αφήγηση του ίδιου ) συνελήφθει στον άγιο Μηνά στην Λευκάδα και όταν τον έβαζαν οι αστυνομικοί στο αυτοκίνητο, πάτησε στο κάτω μέρος της πόρτας του αυτοκινήτου και σηκώθηκε και φώναξε … » Ζήτω η ελευθερία».
Και κάποιοι αστυνομικοί – χωροφύλακες τότε- σε κάποια χωριά της ορεινής Λευκάδας ζητούσαν επ απειλή και εκβιαστικά να αγοράζουν κρασί τσάμπα ή σε μισές τιμές, από τους πολίτες ή και από τότε παντοπωλεία να πληρώνουν μισοτιμής ή καθόλου τα ψώνια.
Το σύμπτωμα – πρόβλεψη επαληθευόμενη προφητεία στο ακέραιο μάλιστα όλο του παραπάνω συνοθυλεύματος, είχε κωδικοποιηθεί από το 1962 από του συμβούλους του τότε άνακτα Χοιδά και Ποταμιάνο , ότι : » οι στρατιωτικοί θα φάνε τον Καραμανλή » όπως και έγινε με την δολοφονία Λαμπράκη το 1963 και την αποχώρηση του Καραμανλή στο εξωτερικό ( όσο ποιο μακρυά μπορούσε), τα Ιουλιανά του 1965, και την στρατιωτικά άρτια οργανωμένη μπούκα της 02:00 ώρας πρωινής της 21/04/1967 Παρασκευή Παραμονή του Λαζάρου.
Ο Κων/νος Καραμανλής επιστρέψας το 1974 απ το Παρίσι και με στόχο του ίδιου την ομαλοποίηση της πολιτειακής και πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα , ακολούθησε το δόγμα του ΝτεΓκώλ. Ο ΝτεΓκώλ αμέσως μεταπολεμικά και προκειμένου να ισορροπήσει τα κατοχικά Γαλλικά πάθη , όπου οι μισοί Γάλλοι και το κύριο μέρος της αστικής Γαλλικής τάξης συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές, προσπάθησε και επεδίωξε την λήθη. Καίτποι ο ίδιος ο Ντε Γκώλ σε συνομιλίες με τους συμβούλους του και κάποτε ποιο δημόσια, είπε ότι δεν αγνοούσε την συνεργασία των μισών Γάλλων με τους κατακτητές Γερμανούς, αλλά είπε
-»δεν είναι δυνατόν όλα αυτά να τα φέρουμε στην επιφάνεια πλέον αν θέλουμε να πάμε μπροστά και να ομονοήσει η χώρα».
Στην επιτροπή αποχουντοποιήσεως των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων αμέσως μετά το 1974 ,
εζητήθη απ τον Κων/νο Καραμανλή να του πούν πόσοι τελικά ήταν οι συνεργασθέντες με το στρατιωτικό καθεστώς 1967-1974 καθηγητές των πανεπιστημίων και του απάντησαν, σε κάποια φάση των εργασιών της επιτροπής , κοντά στους 400 τότε. Τότε ο Καραμανλής τους είπε : » κάντε τους τώρα διακόσιους». – Αφήγηση δημόσια μέλους ίσως και επικεφαλής της επιτροπής τα χρόνια εκείνα-.
Αυτό το πνεύμα της μεταπολιτευτικής προσπάθειας της πολιτικής ομαλοποίησης της χώρας και ίσως δεν μπορούσε να γίνει και αλλοιώς, αν σκεφτεί κάποιος τα προβλήματα που είχε η χώρα με το κυπριακό το 1974 την κατάρευση προοδευτικά της οικονομίας από την πετρελαική κρίση του 1973 και την νομισματική αστάθεια με τις κινήσεις του Δολαρίου από το 1971 , αλλά ταυτόχρονα και τα πάθη που είχαν αναπτυχθεί μετά από 7 χρόνια ανελευθερίας και δημόσιου και ιδιωτικού χωροφυλακίστικου χαφιεδισμού , που κυοφορούνταν αντεκδικήσεις και βιαιότητες ίσως μεταξύ των πολιτών.
Σε καποιο ορεινό χωρίο της Λευκάδος, άμα τη κατάρευση της δικτατορίας αμέσως αρχίσαν και βγαίναν στην επιφάνεια μέσα στον επόμενο χρόνο , αρχίσαν να βγαίνουν στην επιφάνεια και πολλά ευτράπελα από αγανακτισμένους πολίτες ( χωριάτες τους λέγανε τότε), για το πόσο κρασί τους πήραν τσάμπα ή μισοτιμής κάποιοι της χωροφυλακής, άλλος ανέφερε για τις πατάτες ( ξερικές εξαίρετης ποιότητας που του αποσπούσαν κοψοχρονιά οι κάποιοι της χωροφυλακής), άλλοι αυτοκινητιστές για το πόσες φορές του την είχαν στήσει οι χωροφύλακες τροχονόμοι, κάποιοι καταστηματάρχες για το μισοτιμής που τους έπαιρναν το μπουκάλι ρετσίνα και άλλα είδη παντωπολείου οι κάποιοι της χωροφυλακής, ακόμα και πόσα κιλά φακής τους έπαιρναν , ή τυρί μέσα σε καλάθια
σκεπασμένο και ραμμένο με πετσέτες από πάνω, κλπ ηχηρά ευτράπελα ως αφηγήσεις των παθόντα αλλά ωφέλημα για τους κάποιους που τους τα αποσπούσαν.
Υπάρχοντος και του καταπιεσμένου πολιτικού και ιδεολογικού στοιχείου χρόνια , μαζί με αποκλεισμούς, καρφώματα στην αστυνομία, απόλυση σχετικά από κάποιες δημόσιες υπηρεσίες, στρατοδικεία για το παραμικρό – γιατί τα πρώτα χρόνια απ το 1967 του υπήρξαν και αυτά μαζί με εξορίες φυλακίσεις και συλλήψεις, και πολλά άλλα δικτατορικά και χωροφυλακίστικα κόλπα και χαφιεδίστικα κόλπα πληροφοριοδοτώντης αστυνομίας πολιτών σε βάρος άλλων πολιτών, και όλα αυτά θα συνέβαιναν σε όλη την χώρα και στις επαρχίες περισσότερο ως αντίκτυπος, καταλαβαίνει κάποιος ότι η Ελληνική κοινωνία ήτανε μπαρούτι το 1974 και μπορεί να υπήρχαν και διαστάσεις μίσους και εκδικήσεων, την αμέσως μεταπολιτευτική εποχή.
Η όποια ηρεμία της χώρας από κεί και πέρα δεν μπορούσε να προχωρήσει παρά με πολιτική κατευνασμού των κάθε λογής παθών των πολιτών.
Και αυτών των πολιτών που ήταν χουνταίοι και χουντικοί αναφανδόν και χάσανε το φαί και τις κοινωνικές εξυπηρετήσεις ( και ήταν πολλές αυτές οι εξυπηρετήσεις που λάβαιναν οι εκδηλωθέντες με την χούντα πολίτες και οι οικογένειές των), αλλά και αυτών των πολιτών που ταλαιπωρήθηκαν φυλακισμένοι, εξόριστοι, κυνηγημένοι, αποκλεισμένοι, χαφιεδιζόμενοι, και που τους άρπαζαν κοψοχρονιά το κάθε λογής προιόν όσο και μικρή ποσότητα να ήταν γιατί αυτός ήταν ο κόπος των.
Η μικρή κοινωνική ιστορία, σε κάθε εποχή ,η καθημερινότητα των πολιτών γενικά και ως ιστορική μανιέρα και τάση της ιστοριογραφόας, υστερεί κάθε φορά και μελετητικά μπροστά στις ερμηνευτικές απαιτήσεις και προσεγγίσεις – και εξηγείται ως αναγκαιότητα αυτό- της μεγάλης ιστορίας ( που απαιτεί περίπου την κατηγορία της διαδικασίας χωρίς υποκείμενο).
Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί και στην ιστοριογραφία ( ως μεταστρουκτουραλιστική ροπή) και η τάση σε πανεπιστημιακές μελέτες ώς διδακτορίες αλλά και μελέτες ανεξάρτητων ερευνητών – και πολλές φορές αυτές είναι πληρέστερες-, μια κατευθυνση μελέτης της κοινωνικής καθημερινής ιστορίας εντοπισμένη σε μικρότερα χρονικά διαστήματα της ιστορικής διαδρομής.