Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Καλώς μας όρισες, Φθινοπωράκι!» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Καλώς μας όρισες, Φθινοπωράκι!»

1_fthinoporo

«ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ»
του Χρήστου Σκιαδαρέση, Φιλολόγου, Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

Και ναι! Μπήκαμε στο φθινόπωρο! Μπήκαμε στο Σεπτέμβρη!

Την εποχή κατά την οποία «φθίνουν οι οπώρες». Λιγοστεύουν, δηλαδή, οι εδώδιμοι νωποί καρποί των δέντρων.

Τα κιτρινοπράσινα φύλλα τους θα στρώσουν ξανά το πάπλωμά τους στο χώμα ή στο πλακόστρωτο και θα τριζοκοπούν κριτσανιστά, καθώς θα πατιούνται από τα ομόηχα βήματά μας…

Τι περίεργη, τι ακαθόριστα όμορφη εποχή!

Τα συναισθήματά μας μοιάζουν ολίγον συγκεχυμένα μέρες που είναι, σαν δυο σκέψεις που δεν έχουν ανάμεσά τους τίποτα κοινό.

Η καρδιά μας μερικώς αποκαμωμένη από τις καλοκαιρινές της αποδράσεις, τώρα κουλουριάζεται στο λαγούμι της, μαζεύεται στον πάγκο της, μην τυχόν στάξει πάνω της το πρωτοβρόχι και τη μουλιάσει, την ξεθωριάσει…

Ένας ήλιος θνησιγενής μάς φωτίζει.

Που κλαυθμηρίζει διαρκώς.

Ψιχαλίζοντας φως στο διψασμένο χώμα.

Το θρόισμα στις φυλλωσιές παράγει μια εξίσου απροσδιόριστη μελωδία.

Σαν τη μουρμούρα της βροχής, τα ζεστά της δάκρυα ένα πράγμα.

Παντού τριγύρω φευγαλέες σκιές, περιγράμματα μορφών, θολές εγκοπές.

Απ’ τις συνεχόμενες βροχοπτώσεις, μια παχύρευστη, απροσπέλαστη ομίχλη θα δυσχεράνει την όραση, και οι όψεις θα μαρμαρώσουν με μιας, θα πήξουν, θα γίνουν αγάλματα!

Αλλά και οι νύχτες μας προβλέπονται πιο απέραντες, πιο μεγάλες, πιο αστρόφωτες!

Σα μανουάλι γιγάντιο, γεμάτο πέρα ως πέρα με αγιοκέρια!

Και εγώ μόνος, ανάμεσα σε στοίβες από βιβλία, κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του γραφείου μου, να ονειρεύομαι τον απόπλου μου προς τα κόκκινα ηλιοβασιλέματα των παιδικών μου χρόνων…

Που με τύλιγαν πάντα με ένα πέπλο άφατης γλυκύτητας!

Αχ, τι ωραίοι οι αντίλαλοι της σιωπής!

Μυρώνουν μύρο τα σωθικά μου!

Έχουν μια γεύση χαμομηλιού, θυμαριού και μέντας.

Και πικραμύγδαλου μαζί.

Αυλακώνουν τον ουρανίσκο μου σα λάβα ακράτητη!

Τα αρώματα του Φθινοπώρου ξεγελούν τις μνήμες μου σπέρνοντας θύμησες από τα λευκά μεσημέρια μου…

Τότε που οι ανάσες μου ήταν πιο καυτές και η νιότη μου έμπλεη από ελπίδες και όνειρα!

Τότε που το σώμα ήταν αγγελόπλαστο και τα στήθη αντρειωμένα και αγέρωχα!

Τότε που εκλάμβανα όλα τα αδύνατα σα δυνατά και δεν αναζητούσα ποτέ την ευτυχία έξω από την ευτυχία!

Αχ, Φθινοπωράκι!

Δεν ακούγεσαι σχεδόν από το θόρυβο της πόλης!

Κι ας μας σκεπάζεις τρυφερά τις καρδιές με το μενεξεδί σου πανωσέντονο…

Κι ας περνάς τόσο κοντά μας, ακουμπώντας -επιδερμικά έστω- το σακάκι μας, τα γυμνά μας μέλη, το διάφανό μας βλέμμα.!

Εγώ, εποχές σαν αυτή, αρέσκομαι να κλείνομαι στον εαυτό μου, να συνομιλώ μαζί του, να βρίσκω παρηγοριά και ησυχία στις αντιχήσεις της μνήμης και στις προσφιλείς μου διαδρομές τους.

Δεν επιθυμώ να διακόψει κανείς τη μακάρια μοναξιά μου!

Θέλω να χάνομαι σε μακρινά ταξίδια, στη χαμένη μου αθωότητα, στις λυγερές παιδικές μου ημέρες…

Όπως το πουλί το ξεριζωμένο, που μοχθεί να προφυλαχθεί πάνω σε γνώριμα γυμνά κλαδιά, από το ρίπισμα του αγέρα…

Αναπαύομαι, λοιπόν, γερμένος προς τα πίσω, σε στάση ονειροπόλησης, λες και βρίσκομαι στην εξοχή, στην αγροικία, σε κάποιο κρησφύγετο που δεν το ξέρει κανείς, ξαπλωμένος στο ντιβάνι της ψυχοθεραπείας μου, μόνος κατάμονος, όπως ο βασιλιάς που ξέμεινε από αυλικούς.

Μόνη μου αφοσιωμένη σύντροφος -ο κόσμος να χαλάσει- η ξεχασμένη πένα μου, που περιμένει καρτερικά να την ξαναπιάσω στα χέρια μου, να την στραγγίξω, να τη «θωπεύσω», για να αναπέμψει τη μελωδία της την αγγελική, να ζωντανέψει, μ’ άλλα λόγια, στο λευκό χαρτί όλα εκείνα τα στοργικά πρόσωπα, τις λαμπερές, χαρμόσυνες ελπίδες που συντηρώ χρόνια τώρα βαθιά στον κόρφο μου και που περιμένουν πώς και πώς να εκκολαφθούν, να αναδυθούν στην επιφάνεια και να σκορπίσουν πινελιές από εύθυμα χρώματα στον καμβά της καρδιάς μου…

Ξεγυμνώθηκα ως την ψυχή το καλοκαίρι αυτό…

Λες και πλημμύρισε τις στείρες ώρες μου μια βαριεστημένη θλίψη…

Η συνείδηση του ανώφελου…

Πώς να ζωγραφίσω όταν δεν έχω μουσαμά;

Πώς να σμιλέψω την πέτρα όταν δεν έχω σμίλη;

Καλώς μας όρισες, Φθινοπωράκι! Και καλώς μας βρήκες!

Λίμνασα απ’ τη νάρκη και την πλήξη την πεσιμιστική!

Έλα και σβήσε τις ασχημοσύνες της θερινής ραστώνης και τις όποιες ανορθογραφίες της!

Θέλω να ασκητέψω στην κρύα σου γη, στα ακανόνιστα αστραποβολήματά σου!

Πού θα βρω καλύτερα αλλού από τον δροσερό σου αέρα;

Το μεγαλειώδες σου γκρενά;

Και το θαμπό σου βιολετί;

(Φωτό: Φθινοπωρινή εικόνα της πόλης της Λευκάδας)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>