Το Ύψωμο!!
Του Μίμη Κούρτη
Την παραμονή κάθε γιορτής, οι νοικοκυρές που γιόρταζαν οι άντρες τους ή τα παιδιά (αγόρια) τους, ζύμωναν το ύψωμο (οι γυναίκες και οι κοπέλες δεν γιόρταζαν).
Το ύψωμο δεν είχε καμία διαφορά από το ψωμί, στα υλικά και στο ζύμωμα.
Σε ένα μικρό νταβά, έβαζαν το ζυμάρι, και το σφράγιζαν με μια σφραγίδα, που πάνω της ήταν σκαλισμένος ο σταυρός και στο πάνω μέρος είχε τα αρχικά ΙΣ-ΧΡ, ενώ στο κάτω μέρος διακεκομμένη τη λέξη ΝΙ-ΚΑ.
Το πρωί της γιορτής τύλιγαν το ύψωμο σε μπόλια με κεντίδια (πετσέτα με κέντημα) και το πήγαιναν στην εκκλησία.
Ο νεωκόρος χάραζε στο κέντρο της σφραγίδας ένα μικρό τρίγωνο, έβγαζε το κομμάτι, έριχνε στο κενό που σχηματιζόταν λίγο ανάμα και το κάλυπτε ξανά.
Ο παπάς, λίγο πριν το τέλος της λειτουργίας, διάβαζε την ευχή και ευλογούσε τα υψώματα.
Ύστερα οι νοικοκυρές το έπαιρναν στο σπίτι και το σέρβιραν στο μεσημεριανό, γιορτινό τραπέζι.
ΥΓ. Είχαμε και ευτράπελα στην υπόθεση ύψωμα. Πολλές φορές ο νεωκόρος έριχνε απρόσεκτα το ανάμα και λέρωνε τη λευκή συνήθως μπόλια. Και άκουγες την νοικοκυρά, μετά τους σταυρούς και τις προσευχές, να λέει: «μπα το κακοθάνατο, μόκαμε τ΄ μπόλια άγιατρ΄».
Στο σπίτι πάλι, γινόταν μάχη για το ποιός θα φάει τη μπουκιά που ήταν ποτισμένη με το ανάμα.
(Κοινοποιήθηκε από τον Μίμη Κούρτη στη δημόσια ομάδα «Λευκαδίτικα Νέα» που διατηρεί η σελίδα μας στο fb).