Ιμάμ μπαϊλντί και ο «μπαϊλντισμένος» ιμάμης…
«Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην τραπεζαρία ο Ταρνανάς, και ακούμπησε μπροστά στη Λωξάντρα τη μεγάλη πιατέλα με τις μελιτζάνες. Λαδερές μελιτζάνες, παραγεμιστές και μέσα μπόλικα κουκουνάρια και σταφίδες…» (Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα).
Θα αφηγηθώ ένα μύθο για την ονομασία του φαγητού:
Ήταν κάποτε περίοδος του Ραμαζανιού. Τότε οι μουσουλμάνοι δεν τρώνε τίποτα μέχρι να δύσει ο ήλιος. Ένας ιμάμης (ιερέας στη μουσουλμανική θρησκεία) μύρισε τις ευωδιές που έβγαιναν από την κουζίνα μιας χριστιανής, η οποία μαγείρευε μελιτζάνες και καθώς ήταν νηστικός, δεν άντεξε ο άνθρωπος, λιποθύμησε και έπεσε από τον μιναρέ! Όταν οι άνθρωποι κατάλαβαν το γεγονός πανικόβλητοι φώναζαν: «Ιμάμ μπαϊλντί!», που σημαίνει ο ιμάμης λιποθύμησε! Από τότε, σύμφωνα με το μύθο, το φαγητό πήρε την ονομασία του από το περιστατικό αυτό.
Υπάρχει και άλλη εκδοχή: Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας ιμάμης που παντρεύτηκε την κόρη ενός λαδέμπορου. Η κόρη είχε προίκα δώδεκα μπουκάλια ακριβό ελαιόλαδο. Για δώδεκα βράδια η γυναίκα μαγείρευε μελιτζάνες με το λάδι αυτό. Την δέκατη τρίτη ημέρα, όταν τέλειωσαν όλα τα μπουκάλια με το λάδι, ο ιμάμης κατάλαβε πόσο λάδι χρειάζεται για να μαγειρευτεί αυτό το φαγητό και τότε από την έκπληξή του, ίσως και από την τσιγκουνιά του, του ήρθε ταμπλάς και έπεσε λιπόθυμος!
Και η μία και η άλλη εκδοχή του μύθου αναφέρονται στη λιποθυμία του ιμάμη. Και οι δύο κρύβουν κάποια αλήθεια…
Επηρεασμένη από τους μύθους περί ιμάμη, νομίζω ότι οι μελιτζάνες μοιάζουν με ιμάμηδες ξαπλωμένους, ίσως λιπόθυμους…
Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα απλό λαδερό φαγητό που αρέσει στους περισσότερους σερβιρισμένο ζεστό ή κρύο…
Το ιμάμ μπαϊλντί είναι μάλλον το πιο καλοκαιρινό λαδερό της παραδοσιακής κουζίνας μας. Παρασκευάζεται με βάση τη γλυκόπικρη νοστιμιά της μελιτζάνας, που δένει με το μελωμένο κρεμμύδι και την ντομάτα και τον μαϊντανό, σε μια σύνθεση με καταλύτη το ελαιόλαδο. Συνοδεύεται με τυρί φέτα από πάνω. Πιο μεσογειακό πιάτο απ’ τις μελιτζάνες ιμάμ, δεν γίνεται!
Παραθέτω μια εύκολη συνταγή (από: Στοΐλη Μ., Και διηγώντας τα… να τρως, Κίχλη, 2015).
Υλικά για το ιμάμ μπαϊλντί (για 6 άτομα περίπου)
8 μελιτζάνες
8 μέτρια ξερά κρεμμύδια, ψιλοκομμένα
4 σκελίδες σκόρδου, ψιλοκομμένες
500 γραμ. ώριμες ντομάτες, χωρίς τη φλούδα και τα σπόρια, τριμμένες στον τρίφτη
1 κ. σούπας πελτέ ντομάτας
1 κ.γλ. ζάχαρη
1 ματσάκι μαϊντανό ψιλοκομμένο
½ φλιτζάνι ελαιόλαδο
αλάτι
Εκτέλεση
Πλένουμε τις μελιτζάνες, αφαιρούμε το κοτσάνι και τις κόβουμε στη μέση, κατά μήκος. Τις τοποθετούμε σε μπολ με άφθονο νερό και αλάτι για μισή ώρα. Κατόπιν τις ξεπλένουμε και τις στραγγίζουμε. Σε ένα μεγάλο τηγάνι ζεσταίνουμε το ελαιόλαδο και τις τηγανίζουμε και από τις δύο πλευρές για 10-15 λεπτά. Τις αφήνουμε να στραγγίσουν σε χαρτί κουζίνας και τις τοποθετούμε σε μια στρώση σε ταψί ή πυρίμαχο σκεύος.
Γέμιση
Σε μια κατσαρόλα, σε μέτρια φωτιά, ζεσταίνουμε το ελαιόλαδο και σοτάρουμε τα κρεμμύδια για 2-3 λεπτά και κατόπιν προσθέτουμε τις ντομάτες, τον πελτέ, τη ζάχαρη και το αλάτι. Μαγειρεύουμε τα υλικά για 15 λεπτά, μέχρι να εξατμιστούν τα υγρά και να δέσει η σάλτσα. Στο τέλος προσθέτουμε τον μαϊντανό. Γεμίζουμε τις μελιτζάνες με τη γέμιση και την υπόλοιπη τη ρίχνουμε στο ταψί. (Ίσως χρειαστεί να προσθέσουμε μισό φλιτζάνι νερό). Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180ο c και ψήνουμε για 45 λεπτά.
Το ιμάμ μπαϊλντί είναι έτοιμο. Συνοδεύεται με τυρί φέτα και χωριάτικο ψωμί.
Θυμάμαι, επίσης, τον απλό τρόπο που μαγείρευαν οι γυναίκες του χωριού μου, Μαχαιράς Ξηρομέρου, τις μελιτζάνες. Τις μάζευαν πρωί από τον κήπο, τις καθάριζαν, τις έπλεναν, τις έκοβαν στη μέση και τις άφηναν στο σουρωτήρι να στεγνώσουν. Μετά τις τηγάνιζαν λίγο να ροδίσουν. Στη συνέχεια έριχναν στο τηγάνι χοντροτριμμένο κρεμμύδι και δυο σκελίδες σκόρδο, τριμμένες ντομάτες, πελτέ και αλατοπίπερο. Αφού ετοίμαζαν τη σάλτσα αυτή, την έριχναν στην κατσαρόλα, όπου ήδη είχαν τοποθετήσει τις τηγανισμένες μελιτζάνες. Πρόσθεταν και λίγο νεράκι για να βράσει. Θυμάμαι, η μάνα συμπλήρωνε και δυο πατάτες κομμένες κυδωνάτες, τηγανισμένες κι αυτές. Νομίζω τις πρόσθετε, για να τρώμε εμείς τα παιδιά, που τις προτιμούσαμε από τις μελιτζάνες τότε…
Μελιτζάνες κατσαρόλας μαγείρευαν οι νοικοκυρές κυρίως Τετάρτη ή Παρασκευή, που είναι ημέρες νηστείας. Ίσως, δεν είχε φτάσει ακόμη στην αγροτική κοινωνία του Ξηρομέρου η ιστορία του ιμάμη και η λιποθυμία του, που έδωσε το τούρκικο όνομα στο λαδερό φαγητό. Μάλλον «μπαϊλντισμένες», από την κοπιαστική εργασία στα χωράφια, εκείνες οι γυναίκες δεν αναζητούσαν ιστορίες και μύθους γύρω από τα πιάτα τους… Προσπαθούσαν με τα γνήσια προϊόντα του κήπου τους, να μαγειρέψουν νόστιμα φαγάκια για την οικογένειά τους, τηρώντας τις παραδοσιακές συνταγές, τα έθιμα της νηστείας κ.λπ.
Αξίζει βέβαια να διατηρούμε τις παραδοσιακές απλές συνταγές των γυναικών του τόπου μας, αξίζει όμως να τις εμπλουτίζουμε και να δοκιμάζουμε νέες, εξίσου εκλεκτές συνταγές… Η μαγειρική αποτελεί ένα χωνευτήρι γηγενών και ξένων, αγροτικών και αστικών και κοσμοπολίτικων συνταγών…
Ως επίλογο, αντιγράφω σύντομο απόσπασμα από το κείμενο Οι Χαλασοχώρηδες, του Aλ. Παπαδιαμάντη, το οποίο αξίζει να το διαβάσει κανείς ολόκληρο. (Είναι και επίκαιρο, λόγω προεκλογικής περιόδου).
«…Ο κήπος ήτο ως αδέσποτος την ημέραν εκείνην, η δε γραία Νιανίτσα, η σύζυγος του ιδιοκτήτου, περιφερομένη από αυλακιάς εις αυλακιάν, μύωψ ούσα, έκοπτε κολόκυνθον αντί σικυού και μελιτζάναν αντί τομάτας. Ο κηπουρός, ο μπαρμπα-Νικόλας ο Χλώρης, από τεσσαρακονταετίας δεν είχε παύσει να καλλιεργεί τον κήπον, αλλ’ ενώ όλον τον χρόνον τα είχε καλά με τον ιδιοκτήτην, τον κυρ-Χαράλαμπον, εις τας παραμονάς πάσης εκλογής εμάλλωναν κι εγίνοντο από δυο χωριά. Εις τα πολιτικά ο κυρ-Χαράλαμπος εχώνετο έως τις μασχάλες, ο μπαρμπα-Νικόλας έως τον λαιμόν. Αλλ’ από τεσσαράκοντα ετών δεν συνέπεσε ποτέ να είναι οι δύο με το αυτό κόμμα. Περί του κυρ-Χαράλαμπου υπήρχε ένα παλαιόν δημώδες δίστιχον, το εξής·
Σκόρδα, πράσα και ρεπάνια και ακόμα κάτι τι
Ο Νιανιός θα θυσιάσει για να βγάλει βουλευτή».