Ο μπάρμπα – Στάθης (Κονδυλάτος) και η βάρκα του η «Ελπίδα» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πα, Δεκ 1st, 2023

Ο μπάρμπα – Στάθης (Κονδυλάτος) και η βάρκα του η «Ελπίδα»

1_kontria_mavrogianni

Του Σ.Κ.

Το περασμένο καλοκαίρι είχα πάει για διακοπές σ΄ ένα δροσόλουστο παραθαλάσσιο χωριουδάκι του πανέμορφου χωριού της Λευκάδας, στη Νικιάνα. Όλα εκεί ήταν θαυμάσια. Η γαλάζια θάλασσα με τα ολοκάθαρα νερά της. Οι ασημόφυλλες ελιές που έφταναν μέχρι την παραλία και σκίαζαν τους λουόμενους. Το περήφανο βουνό των Σκάρων με τις καταπράσινες πλαγιές του. Οι απλοί και καλόκαρδοι άνθρωποι που συγκεντρώνονταν στο παραλιακό καφενείο και συζητούσαν για τα χωράφια τους και τις ελιές τους.

Ανάμεσα σ΄ αυτούς ξεχώριζε ένας μεσόκοπος φτωχός, αλλά ανοιχτόκαρδος και συμπαθητικός ανθρωπάκος, ο μπάρμπα – Στάθης, όπως τον έλεγαν. Ο ήλιος, η αρμύρα της θάλασσας και η σκληρή ζωή τον είχαν γεράσει πρόωρα και βαθειές ρυτίδες αυλάκωναν το κουρασμένο πρόσωπό του. Ο μπάρμπα – Στάθης είχε τέσσερα μικρά κοριτσάκια ν΄ αναθρέψει και απ΄ αυτά το μεγαλύτερο ήταν μόλις δέκα χρονών. Η μοναδική περιουσία του ήταν μια βαρκούλα που την έλεγαν «Ελπίδα». Μ΄ αυτήν πήγαινε κι΄ έριχνε τα παραγάδια του όταν έγερνε ο ήλιος πίσω από το βουνό, τη νύχτα ψάρευε με το πυροφάνι και τα χαράματα στητός στην πλώρη της καμάκευε τα χταπόδια μέσα στις φωλιές τους, που μόνο αυτός είχε την ικανότητα να βρίσκει.

Τις πιο πολλές φορές τον βοηθούσε στο ψάρεμα η πιο μεγάλη του κόρη που την έλεγαν Αννούλα.

Αγαπούσα πολύ τον καλό αυτόν ανθρωπάκο γιατί είχε καλή καρδιά και παρ΄ όλη τη φτώχεια και τα βάσανά του ήταν πάντα γελαστός και χαρούμενος «Δόξα νάχει ο Θεός -έλεγε- ας είναι καλά η Ελπίδα και η Αννούλα μου». Κάθε πρωί, όταν η Ελπίδα άραζε στην ακρογιαλιά, έτρεχα περίεργος και ανυπόμονος να ρωτήσω το μπάρμπα – Στάθη πως πήγε η ψαριά, κι εκείνος πάντοτε πρόθυμος και πρόσχαρος μου απαντούσε: «Με τη βοήθεια του Θεού δεν θα μείνουν νηστικά και σήμερα τα κουτσούβελα».

Οι μέρες έτσι κυλούσαν ευχάριστα στο μαγευτικό εκείνο χωριουδάκι με τα μπάνια μας, τις βαρκάδες μας, τους βραδυνούς περιπάτους μας κάτω από τον έναστρο ουρανό και το παραπονιάρικο κελάηδημα του Γκιώνη.

Ένα βράδυ όμως δεν ήταν όπως τ΄ άλλα. Στον ουρανό είχαν σηκωθεί κατάμαυρα σύννεφα και πέρα μακρυά στον ορίζοντα αστραπές έσχιζαν τον ουρανό, Η θάλασσα έχασε τη συνηθισμένη της γαλήνη και ένα βουητό ερχόταν από την απέναντι στεριά.

Οι άνθρωποι άρχισαν να μαζεύονται νωρίς στα σπίτια τους και όσοι κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο μάζεψαν τα ρούχα τους για να προφυλαχθούν, ένας μάλιστα απ΄ αυτούς ακούστηκε να λέει: «αστράφτει απ΄ το Ζάλογγο βάλε μέσα τ΄ άλογο», εννοώντας μ΄ αυτό ότι αφού αστράφτει απ΄ το Ζάλογγο θα κάμει κακοκαιρία.

Και πράγματι ύστερα από λίγη ώρα ένας δυνατός αγέρας έδερνε τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, χοντρές δροσοσταλίδες έπεφταν στα κεραμίδια που σιγά – σιγά δυνάμωναν και χτυπούσαν ανελέητα τα τζάμια των παραθυριών.

Ήταν τώρα προχωρημένη η νύχτα, η βροχή λιγόστευε και ο θόρυβος που έκανε στα κεραμίδια έμοιαζε με γλυκό νανούρισμα που μ΄ έριξε στην αγκαλιά του ύπνου.

Το πρωί που ξύπνησα όλα ήταν ήρεμα και γαλήνια όπως τις άλλες μέρες. Η θάλασσα ήταν ήσυχη και λαμποκοπούσε, ο ουρανός πεντακάθαρος, τα δέντρα και οι θάμνοι ξεπλυμένα και φρεσκαρισμένα απ΄ τη βροχή μοσχοβολούσαν κι΄ επάνω στα φύλλα των ελιών κρέμονταν χρυσές δροσοσταλίδες.

Έτρεξα χαρούμενος όπως πάντα να βρω τον μπάρμπα – Στάθη στο συνηθισμένο μέρος που άραζε την «Ελπίδα» του. Παραξενεύτηκα όταν έφτασα εκεί και δεν βρήκα ούτε την «Ελπίδα» ούτε τον μπάρμπα – Στάθη. Ανήσυχος κοίταξα από δω κι΄ από κει και είδα μακρυά στο κάβο, συγκεντρωμένους ανθρώπους.

Έτρεξα προς το μέρος εκείνο και όταν έφτασα ένα συγκλονιστικό θέαμα ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια μου.

Η βαρκούλα του μπάρμπα – Στάθη είχε παρασυρθεί απ΄ τα κύματα, χτύπησε στους βράχους κι΄ έγινε σανίδες σκορπισμένες από δω κι΄ από κει, στην άκρη του γυαλού.

Ο μπάρμπα – Στάθης αμίλητος, καθισμένος απάνω στα βράχια είχε το κεφάλι του σκυμμένο και στην αγκαλιά του κρατούσε τη σανίδα που έγραφε τη λέξη «Ελπίδα».

Ένας πόνος δυνατός έσφιξε την καρδιά μου και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μας. Σε μια στιγμή ο μπάρμπα – Στάθης σήκωσε το πονεμένο κεφάλι του, με κοίταξε στα μάτια και με ραγισμένη φωνή μούπε: «Σπύρο θα μείνουν νηστικά τα κουτσούβελα σήμερα».

Σημείωση σύνταξης: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Αντίλαλοι απ΄ τους Σκάρους» (Αριθ. Φ. 4, Οχτώβρης 1979), που εξέδιδε -και συνεχίζει και σήμερα να εκδίδει- ο Σύλλογος Αλεξανδριτών Αττικής. Ο συντάκτης του άρθρου που υπογράφει ως Σ.Κ. είναι πολύ πιθανό να είναι ο Κολυβιάτης (από τα Κολυβάτα Αλεξάνδρου) Σπύρος Ανδρ. Κονδυλάτος, δικηγόρος, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, το σπίτι του οποίου κάηκε από τους συνεργάτες των Γερμανών. Ο μπάρμπα – Στάθης Κονδυλάτος ήταν υπαρκτό πρόσωπο και η καταγωγή του είναι επίσης από τα Κολυβάτα Αλεξάνδρου. Στην παλιά φωτογραφία στην αρχή της ανάρτησης με τίτλο «Ψάρεμα με καμάκι», άγνωστου φωτογράφου, από τη συλλογή της Χαραμογλείου Ειδικής Λευκαδιακής Βιβλιοθήκης, που έχει ληφθεί στη Νικιάνα Λευκάδας από την αυλή του Μαυρογιαννέικου σπιτιού (εκεί όπου βρισκόταν παλιότερα το καφενείο-εστιατόριο «5η Ήπειρος» του Βασίλη Γ. Κολυβά – Μαυρογιάννη), ίσως να εικονίζεται ο μπάρμπα – Στάθης Κονδυλάτος με την βάρκα του την «Ελπίδα».



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>