Ο αγιογράφος Σπυρίδων Γαζής, 1895-1899 στη Βόνιτσα. Μια συνέντευξη με την δισέγγονή του, την κυρία Άννα.
Η λήξη του 19ου αιώνα βρήκε τον εξηκονταετή, Λευκάδιο ζωγράφο, Σπυρίδωνα Γαζή, στη Βόνιτσα, όπου αγιογραφούσε τον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα1, συνοδευόμενος από την μικρή κόρη του, την Ουρανία2.
Ο ναός βρισκόταν στο παλαιό ενετικό Borgo, στη περιοχή με τοπωνύμιο «Αρδίκα», το πολύ εκατό μέτρα από την ακτογραμμή της πόλης. Μια απόσταση δελεαστική για τον ζωγράφο, που παρατούσε τα πάντα προκειμένου να ασχοληθεί με το χόμπι του: το ψάρεμα.
Στο ποσό της αμοιβής του, για την αγιογράφηση, είχε συμπεριληφθεί και η χορήγηση βάρκας μόνιμα αραγμένης στην πρόσφατα αποπερατωμένη προβλήτα της Βόνιτσας, για αποκλειστική της χρήση από αυτόν.
Το ατελιέ του ζωγράφου στήθηκε στον γυναικωνίτη του ναού, και εκεί άρχισε η δημιουργία του.
Στις διάφορες γραπτές πληροφορίες, που σήμερα κυκλοφορούν από Λευκαδίτικες αναφορές, φέρουν τον Σπυρίδωνα Γαζή να χρησιμοποιεί τα ίδια σχέδια αγιογραφιών σε όλες τις εκκλησίες που αγιογράφησε.
Δεν έχουμε γνώση των στοιχείων που έλαβαν υπόψιν τους οι συντάκτες αυτής της πληροφορίας, αλλά στον Άγιο Σπυρίδωνα, τα έργα του διαφέρουν κατά πολύ από αυτά των εκκλησιών της Λευκάδας.
Εδώ, ο Γαζής, απέβαλλε τους περιορισμούς, και την από ορισμένους ηθελημένη νοοτροπία στην τεχνοτροπία της δυτικής τέχνης με ανατολικά μοτίβα. Στον Άγιο Σπυρίδωνα Βόνιτσας αγιογράφησε με αυτό που ένιωθε, αυτό που είχε ανάγκη να δημιουργήσει τόσο καιρό.
Στα βημόθυρα απεικόνισε τους δύο αρχαγγέλους με τόσο γλυκά πρόσωπα που σε καμιά αγιογραφία του δεν το είχε «κατορθώσει». Πρόσωπα αγγελικά, που μάλλον θα τα συνάντησε στη Βόνιτσα στις μορφές μικρών παιδιών3.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας, και στις τοιχοδομές αριστερά και δεξιά, ζωγράφισε από επτά κολώνες, με τέτοια δεξιότητα που ακόμη και σήμερα σου παρέχουν την αίσθηση ότι είναι πραγματικές, και στηρίζουν την οροφή του ναού.
Στην αγιογράφηση της εσωτερικής τοιχοποιίας, αλλά και μέρους της ξύλινης οροφής (στα σημεία της επαφής της με τις εσωτερικές πλευρές), χρησιμοποίησε τα χρώματα του ευκαλύπτου, παρέχοντας με αυτό τον τρόπο σε κάθε πιστό την αίσθηση της απεραντοσύνης και όχι τον περιορισμό του «κλεισίματος σε τέσσαρες τοίχους». Από όποια πλευρά και να καθόσουν στα στασίδια4, ένιωθες ελεύθερος, έτοιμος για την ανάταση της ψυχής.
Μέσα σε αυτή την τεχνική, με τα απαλά και πολυπληθή χρώματα του ευκαλύπτου, και σε συνεργασία με ένα γερμανό αρχιτέκτονα, κατασκευάζουν την εξέδρα του αγιασμού, ένα μοναδικό έργο τέχνης στην Ελλάδα. Τα σχέδια τα είχε από την Πίζα, στους χρόνους που εκεί διδάχθηκε την δυτική τέχνη στην αγιογραφία.
Τα χρώματα της εξέδρας αγιασμού, δεν μπορούσαν να ήταν διαφορετικά από το εσωτερικό διάκοσμο της εκκλησίας. Απαλά χρώματα ευκαλύπτου, εκτός από τα μικρά κολονάκια τα οποία διαχώριζαν, αλλά και στήριζαν τη κουπαστή από το όλο δημιούργημα. Αυτά ήταν με χρυσοαλοιφή, αποδίδοντας την μεγαλοπρέπεια.
Εσωτερικά της εξέδρας αγιασμού, και σε ειδικές βάσεις υπήρχε η δυνατότητα της τοποθέτησης μεγάλων κλωναριών ευκαλύπτου, ώστε όλη η εξέδρα του αγιασμού να «περικυκλωθεί» και να αποδίδει την εικόνα του δάσους.
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι μετά την επισκευή5 της παλαιάς εξέδρας αγιασμού.
Οι μεγάλες αγιογραφίες, που ο Γαζής έθεσε στην οροφή της εκκλησίας έχουν ως θέμα η μία την Αποκαθήλωση και η άλλη την άνοδο στον Γολγοθά. Σε αυτές το μοτίβο μπορεί να είναι επαναλαμβανόμενο από άλλες αγιογραφήσεις του, όμως εδώ τα εικονιζόμενα πρόσωπα διακρίνονται από τη φωτεινότητα που έχουν, και από τις «απαλές» εκφράσεις τους. Επίσης η προσπάθεια του Γαζή, στο να δώσει «βάθος» τις δύο αγιογραφίες, είτε με παραστάσεις είτε με χρωματισμούς, απέδωσε άριστα. Στις τέσσαρες γωνίες από τις μεγάλες αγιογραφίες της οροφής, έθεσε τα πρόσωπα από τους ισάριθμους ευαγγελιστές και προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Παρά του ότι στις εκκλησίες της δύσης, οι αγιογραφίες βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα από τα αγάλματα και τα ανάγλυφα συμπλέγματα ευαγγελικών παραστάσεων, ο Σπυρίδων Γαζής με την αγιογράφηση στον Άγιο Σπυρίδωνα, μπόρεσε και μετέφερε «την δύση στην ανατολή».
Οι δεκατέσσαρες ζωγραφιστές κολώνες, τα πολλαπλά απαλά χρώματα του ευκαλύπτου, η διαδοχή των χρωμάτων από τις εσωτερικές πλευρές στην οροφή της εκκλησίας, και η φωτεινότητα των προσώπων στις δύο μεγάλες αγιογραφίες της οροφής, έδεσαν αρμονικά μεταξύ τους, παρέχοντας στον πιστό την δυνατότητα της ανύψωσης του πνεύματος μέσα σε αυτό το ιδανικό περιβάλλον.
Μαθητής του Σπυρίδωνα Γαζή, στην αγιογράφηση του Αγίου Σπυρίδωνα, υπήρξε ο νεαρός Δημήτριος Κασόλας6.
Δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να ισχυριστούμε ότι η αγιογράφηση του Αγίου Σπυρίδωνα από τον Γαζή, ήταν μια από τις παραμέτρους που έγειραν την πλάστιγγα και ο ναός αυτός επιλέχθηκε ως μητρόπολη της πόλης, ως ο ναός της μιας και μοναδικής ενορίας.
Αυτό έγινε λίγα χρόνια μετά το 1911 μ.Χ., με ταυτόχρονη λήξη της πολυετούς διένεξης μεταξύ των δύο συνοικισμών της Βόνιτσας, της Ρεστέλλας (εκκλησία του Αγίου Νικολάου7 ) και του Αρδίκα (εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα).
Η δική μας άποψη για την επιλογή του Αγίου Σπυρίδωνα, εκτός από το εντυπωσιακό και πρωτόγνωρο εσωτερικό διάκοσμο της αγιογράφησης, ήταν και η ισχυρή αδελφότητα8 «Αγίου Σπυρίδωνα» η οποία είχε ιδρυθεί στις 27 Ιανουαρίου του 1741 μ.Χ. με «ρεπόρτο» του γενικού προβλεπτή Antonio Loredan9, καθώς και η μεγάλη ακίνητη περιουσία, η οποία απέδιδε 600 λίρες ετησίως.
Οι τελικές διαστάσεις του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα, δηλαδή η επέκταση της εκκλησίας πρέπει να έγιναν την ίδια περίοδο που επεκτάθηκε και η συναγωνίστρια εκκλησία του Αγίου Νικολάου, δηλαδή στη περίοδο 1870-1890 (με αρχική κατασκευή από το 1724-1750). Σε αυτό το στάδιο, δηλ. της επέκτασης, κάποιοι της αδελφότητας αφαίρεσαν από κτίριο του κάστρου (ή του δημόσιου κτιρίου Κονσίλιου10) το «ενετικό σύμβολο κυριαρχίας της Βόνιτσας»11 και το ενσωμάτωσαν ως πρόσθετο δομικό υλικό πάνω από την δυτική πύλη εισόδου.
Λίγο πρίν την λήξη της δεκαετίας του 1970, από άστοχη απόφαση του εκκλησιαστικού συμβουλίου, και μάλλον λόγω φθοράς των χρωμάτων στις εσωτερικές πλευρές της εκκλησίας και στις συγκλήσεις της οροφής με τους τοίχους, έγινε νέος χρωματισμός, ευτυχώς χωρίς να πειραχτούν οι 14 ζωγραφιστές κολώνες.
Το άσχημο της διαφοράς διαπιστώθηκε αμέσως και σύντομα, με βάση την φωτογραφία του εσωτερικού του ναού από ένα ημερολόγιο, προσπάθησαν να επαναφέρουν τα αρχικά χρώματα. Προσπάθεια χωρίς να ανταποκριθεί στην αρχική εικόνα. Επέμβαση στο νέο χρωματισμό, ανάμεσα στις «κολώνες του Γαζή» δεν έγινε και παρέμεινε το ακαλαίσθητο και μη συμβατό χρώμα.
Ποιος όμως ήταν ο Σπυρίδων Γαζής;
Σύμφωνα με την «Χριστιανή ζωγραφική» έκδοση της εταιρείας Λευκαδιτών μελετών, ο Γαζής γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 2 Φεβρουαρίου 1835 και απεβίωσε 19 Νοεμβρίου 1920. Μαθήτευσε στον Γεώργιο Πατσαρά. Το 1853 μεταβαίνει στην Ζάκυνθο, όπου εκεί μαθητεύει στον ζωγράφο Νίκα. Το 1870 φεύγει για την Ιταλία. Άνθρωπος της τέχνης αλλά και της καλής ζωής. Ήταν γλεντζές, μουσικός και με χιούμορ.
Εμείς οι Αμφικτίονες, ακολουθώντας την τακτική «διασώστε την πληροφορία, όσο ακόμα υπάρχει» ερευνήσαμε το γενεαλογικό δέντρο του Σπυρίδωνα Γαζή και ανέλπιστα εντοπίσαμε μια απόγονό του.
Την δισέγγονη του, την Άννα Μπακογιώργου-Κατοπώδη.
Την θυμόμασταν από παιδιά, όταν κατοικούσε στη Βόνιτσα, αλλά κανείς από εμάς δεν είχε την ενημέρωση ότι ήταν απόγονος του αγιογράφου Γαζή.
Ζητήσαμε μια συνάντηση μαζί της, και την συναντήσαμε στο σπίτι της στην περιοχή Βαρδάνια της πόλης Λευκάδας. Μας καλοδέχθηκε και αφού της συστηθήκαμε το ποιοι είμαστε, μας θυμήθηκε ως μικρά παιδιά που παίζαμε έξω από το αρχοντικό που έζησε για πολλά χρόνια στη Βόνιτσα.
Σε λίγο ήρθε και ο αδελφός της ο Σπύρος.
Η κυρία Άννα άρχισε την ομολογία της με την παρουσίαση της φωτογραφίας του προπάππου της.
«Ο προπάππος μου έφυγε από τη Λευκάδα και πήγε στη Φλωρεντία και στη Πίζα για σπουδές στη ζωγραφική. Παρέμεινε εκεί για μερικά χρόνια. Σε αυτή την παραμονή, μια πανέμορφη γυναίκα από τη Φλωρεντία, με μεγάλη περιουσία και γόνος παλαιάς φλωρεντιανής φαμίλιας, η Φρανζέσκα Στορμίνη, τον πολιόρκησε και τον πίεσε για γάμο.
Ο Γαζής όμως είχε ισχυρή την ανάμνηση μιας κοπέλας στην Ελλάδα. Δεν δέχθηκε τον γάμο λέγοντάς της: «Δεν μπορώ να σε νυμφευτώ, μια κοπέλα με περιμένει στην Ελλάδα, την λένε Αμφιτρίτη και κατάγεται από την Ρόδο».
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, την αναζήτησε και την νυμφεύτηκε.
Η σύζυγός του, η Αμφιτρίτη, το γένος Ροδίτη
Μαζί της απέκτησε τρείς κόρες. Πρώτη ήταν η Μαρία, δεύτερη η Ουρανία και τρίτη η Αγγελική. Τα ονόματα που έδωσε στις κόρες του, προέρχονταν από τις αγιογραφίες που ασχολούνταν κάθε φορά που η γυναίκα του, του ανακοίνωνε ότι ήταν έγκυος:
– Μαρία, στην αγιογράφηση της Θεοτόκου,
– Ουρανία, στην αγιογράφηση της ουράνιας σκέπης στο ιερό και
– Αγγελική, στην αγιογράφηση ενός αρχάγγελου σε βημόθυρο.
Η μικρότερη κόρη, η Αγγελική δεν χάρηκε τον γάμο της. Πέθανε νέα από φυματίωση.
Η δεύτερη στην σειρά, η Ουρανία, από τα πρώτα χρόνια της, κάθισε δίπλα στον πατέρα της στο εργαστήριό του, και αρκετά νωρίς τα πινέλα και τα χρώματα απέκτησαν το ενδιαφέρον της. Έτσι από την ηλικία, λίγο πριν τα δέκα χρόνια της, είναι βοηθός του πατέρα της, όχι μόνο στο εργαστήριο αλλά και στις εκκλησίες που αγιογραφούσε.
Αργότερα, από μόνη της ανέλαβε την αγιογράφηση εκκλησιών, και έργα της φιλοξενούνται σε εκκλησίες της Λευκάδας.
Όταν ο Σπυρίδων Γαζής αγιογράφησε εκκλησία στον Καστό, πήρε μαζί του την Ουρανία. Η Ουρανία ήταν γεροδεμένη κοπέλα και πολύ καλή κολυμβήτρια. Κατά την διάρκεια της παραμονής τους στον Καστό, η Ουρανία κολυμπούσε στην διαδρομή Καστός-Κάλαμος, μια δύσκολη και επικίνδυνη θαλάσσια διαδρομή, λόγω των ρευμάτων που αναπτύσσονταν ανάμεσα στα δύο νησιά. Μάλιστα για να γίνει πιστευτή σε φίλες που απέκτησε εκεί, για την διαδρομή της μέχρι τον Κάλαμο, μια μέρα που έπεσε στην θάλασσα και χάθηκε μέσα στο βάθος της διαδρομής, κάποια στιγμή και μετά από ώρες επέστρεψε έχοντας πάνω της δεμένο ένα κλαρί ελιάς, που είχε κόψει από τον Κάλαμο.
Την Ουρανία την είχε ερωτευτεί ένας νεαρός, γόνος πλούσιας Λευκαδίτικης οικογένειας «Σκιαδαρέση». Οι γονείς του νεαρού δεν την ήθελαν λόγω της μικρής προίκας της. Ο καιρός πέρασε, ο Σκιαδαρέσης παρέμεινε ερωτευμένος με την Ουρανία, οι γονείς του δεν άλλαζαν γνώμη και τελικά την Ουρανία την πάντρεψαν με άλλον. Τότε ο Σκιαδαρέσης έβγαλε ποίημα που κυκλοφόρησε στην πόλη της Λευκάδας: «Έπεσα χθες να κοιμηθώ και στο όνειρό μου εφάνει τον άγγελό μου τον ξανθό, με ολόλευκο στεφάνι. Ξυπνώ, μου λέγουνε με άλλονε άλλαξε στεφάνι. Ο Άγγελος μου ακόμα ζεί, αλλά για μένα έχει πεθάνει.»
Η Ουρανία δεν απέκτησε απογόνους. Στα τελευταία χρόνια της, στο σπίτι της, ασχολήθηκε με την ζωγραφική ελεύθερων θεμάτων. Το σπίτι που έμεινε ήταν μέσα στη παλιά πόλη της Λευκάδας. Ήταν γεμάτο πίνακες ζωγραφικής. Μια από αυτές, σε υπερβολικά μεγάλο μέγεθος, (ήταν απλωμένο σε όλη την εσωτερική τοιχοδομή του σπιτιού της), ήταν η ζωγραφιά: «Το όνειρο του Ναβουχοδονόσωρα». Μετά τον θάνατό της, τον Απρίλιο του 1965, ο πίνακας αυτός πέρασε στην «αφάνεια ιδιοκτησίας», καθώς επίσης και ένα μπαούλο με προσχέδια ζωγραφικής.
Η πρωτότοκη κόρη του Γαζή, η Μαρία12, εκτός από την ικανοποίηση που έδωσε στον Σπυρίδωνα ως καλή ζωγράφος, του δώρισε και έξι εγγονούς. Τρία αγόρια και τρία κορίτσια.
Στη φωτογραφία ο Σπυρίδων Γαζής με την σύζυγό του Αμφιτρίτη στα αριστερά του. Στα δεξιά του η κόρη του Μαρία, με τα έξι παιδιά της.
Στη φωτογραφία, η εγγονή του Σπυρίδωνα Γαζή, και κόρη της Μαρίας, η Αμφιτρίτη, η οποία παντρεύτηκε με τον Αθανάσιο Κατωπόδη από το Δράγανο.
Η εγγονή Αμφιτρίτη, κυοφόρησε και γέννησε πολλές φορές, χωρίς όμως λόγω των ασθενειών να κρατήσει στη ζωή όλα τα παιδιά της. Της έμειναν στη ζωή η Άννα, ο Ευστάθιος και ο Σπύρος.
Εγώ, η Άννα, πολύ νεαρή σε ηλικία παντρεύτηκα με τον «Κόκκινο» της Βόνιτσας. Ένα άνδρα κατά πολύ μεγαλύτερό μου, αλλά γεροδεμένο, λεβέντη και γλεντζέ. Λόγω της πολιτικής ιδεολογίας του συζύγου μου (κουμουνιστής), τόσο ο Κόκκινος, όσο και εγώ, δεχθήκαμε τα ευεργετήματα της απερίσκεπτης πολιτικής των διώξεων.
Η Αμφιτρίτη, η εγγονή του Σπ. Γαζή και μητέρα μου, τα τελευταία χρόνια της τα πέρασε στη Βόνιτσα, στην δική μου θαλπωρή. Το σπίτι που μέναμε ήταν στη παραλία της πόλης, δίπλα στο μνημείο των Ηρώων. Ήταν δίπατο με μια μεγάλη καμάρα κάτω από την σκάλα ανόδου. Το όνομά Αμφιτρίτη, κάπως δύσκολο στην προσφορά, στην Λευκάδα ακούονταν με το «Φιφίκα», ενώ στη Βόνιτσα την αποκαλούσαν με το κανονικό της όνομα: «Αμφιτρίτη».
Ο Ευστάθιος έζησε και παραμένει στην Αμερική, ενώ ο Σπυρίδων σπούδασε αρχιτεκτονική στο Παρίσι και σήμερα ζει στη πόλη της Λευκάδας.
Αδελφή της Αμφιτρίτης ήταν η Ευτυχία, η οποία όταν παντρεύτηκε μετακόμισε στον Πειραιά. Ήταν η χρονιά που ο Πειραιάς πλημύρισε και η Ευτυχία για να σώσει την μικρή κόρη της, την ανέβασε σε ένα μικρό πατάρι.
Αυτή δεν πρόλαβε να πιαστεί από κάπου και πνίγηκε. Την κόρη που διασώθηκε, την έβαλαν στο όνομά της, Ευτυχία.
Ο Σπυρίδων Γαζής μπορεί να ασχολήθηκε κυρίως με αγιογραφίες, λόγω των οικονομικών απολαβών, ζωγράφισε και πολλούς άλλους πίνακες μεταξύ των οποίων «το πήδημα του βράχου της Σαμφώ». Ένας πίνακας του Σπυρίδωνα Γαζή, πίνακας αγιογραφίας, που σήμερα ανήκει στην Παναγία των Ξένων, παρουσιάζει την διαφορά από τις άλλες αγιογραφήσεις του στην Λευκάδα. Τα χρώματα αλλά και οι αποδιδόμενες στον μουσαμά μορφές, έχουν τεχνοτροπία που «ακουμπά» τον Ελ Γκρέκο.
Είχε καλές σχέσεις με τον Έπαρχο και με έγγραφα που του παρείχε, είχε την δυνατότητα να επισκέπτεται συχνά την Βενετία.
Το εργαστήριό του το είχε δίπλα από το σπίτι του. Εκεί γίνονταν οι Βέγκερες με συνομιλητές τον Σικελιανό, τον Βαλαωρίτη, τον Σκιαδαρέση και άλλους.
Ο Σπυρίδων Γαζής προτιμούσε να ζωγραφίζει πάνω σε μουσαμά και τα χρώματά του να τα «υποστηρίζει» με κρόκο αυγό (αυγοτέμπερα) . Είχε τουλάχιστον μια αδελφή, η οποία παντρεύτηκε με Σίδερη. Γιος της αδελφής του, ο Βασίλειος Σίδερης13, ο οποίος λόγω της συγγένειας, πρωτομαθήτευσε στο εργαστήριό του.
Για το χόμπι που είχε ο προπάππος μου, δηλ. το ψάρεμα, αυτό συνοδεύονταν πολλές φορές με την επιστροφή του ψαριού, που έπιανε, στην θάλασσα. Είχε μια «μανία». Ήθελε να βλέπει την κίνηση του ψαριού όταν έβγαινε στην επιφάνεια της θάλασσας. Έλεγε ότι αυτό το «τίναγμα» δεν θα μπορέσει κανένας να το απεικονίσει σε ζωγραφιά.
Τα τελευταία χρόνια, ο προππάπος μου ήταν ο διοργανωτής κάθε εκδήλωσης που γίνονταν στην Χώρα. Από την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου – 25ης Μαρτίου, των Απόκρεω, μέχρι και την Μεγάλη Παρασκευή με τους επιτάφιους.».
Αφού η κυρία Άννα μας κέρασε από ένα κουρμά, και μιλήσαμε τα δικά μας «Βονιτσιάνικα», ήρθε η ώρα της αναχώρησης. Την χαιρετήσαμε και την ευχαριστήσαμε για όσα μας ομολόγησε.
ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ – ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Πηγές:
1. Η συνέντευξη που λάβαμε από την Αννα Μπακογιώργου_Κατοπώδη και τον αδελφό της Σπύρο Κατωπόδη, τον Δεκέμβριο του 2023.
2. Αρχείο της Αμφικτιονίας με καταγραφές – μαρτυρίες.
3. Χρ. Παπακώστα «Το αρχείο των βενετών προβλεπτών της Πρέβεζας».
4. Σπύρος Χρ. Καρύδης: Ἡ Λευκάδα καὶ οἱ ἠπειρωτικὲς πόλεις τοῦ βενετικοῦ Stato da Mar στὴν ἀπογραφὴ ναῶν καὶ μονῶν τοῦ 1788-1789
4. Νικόλας Βερνίκος, (καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου): Ιστορικά Κείμενα Βόνιτσας (Τρίτομο έργο)
5. Ντινος Στυλιανός: 40 χρόνια έντασης στις δύο μεγαλύτερες συνοικίες του Borgo της μεταενετικής Βόνιτσας
6.. Η Χριστιανή Τέχνη στην Λευκάδα, έκδοση εταιρείας Λευκαδιτών μελετών.
________________________________________________________________
1 Στο Βενέτικο Borgo της Βόνιτσας και στη συνοικία με τοπωνύμιο «Αρδίκα», τουλάχιστον πριν το 1741 μ.Χ. λειτουργούσε η μικρή εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Στις 27 Ιανουαρίου 1741 ο προβλεπτής Antonio Loredan με έγγραφό του αποδίδει νομιμότητα στην αδελφότητα του Αγίου Σπυρίδωνα. Η Βενέτικη απογραφή του 1788 αναφέρει τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα με τοποθεσία στο Borgo, με τρείς ιερείς (Διαμάντη Πέρα – Γιώργο Αϊτινό – Ανδρέα Γιωργούλα). Σε αυτό το έτος, η ακίνητη περιουσία της εκκλησίας είναι μεγάλη και τα ετήσια εισοδήματα της εκκλησίας είναι 650 λίρες.
Ακολουθούσε σε ετήσια εισοδήματα η εκκλησία Κοίμηση της Θεοτόκου στην Χώρα με 595 λίρες τον χρόνο (μάλλον λόγω της υποστήριξης από την αδελφότητα των Μωραϊτών που νομιμοποιήθηκε από τον προβλεπτή Nicolò Erizzo την 29η Νοεμβρίου 1732). Οι άλλες εκκλησίες είχαν κατά πολύ λιγότερα ετήσια εισοδήματα, που μόνο μία (Άγιοι Απόστολοι) ξεπερνούσε τις 100 λίρες ετησίως.
2 Με βάση τις διηγήσεις της σεβαστής Θειά-Ρήνας Δρίβα-Τσιλιμίγκρα, διηγήσεις που ακούσαμε όταν ήμασταν μικρά παιδιά, η Ουρανία ήταν συνομήλικη με αυτή, και την Κατερίνα Γιαννιώτη. Έτσι στις ώρες που ο Σπ. Γαζής έφευγε από την εκκλησία για να πάει για ψάρεμα, οι δύο μικρές βονιτσιάνες πήγαιναν στον γυναικωνίτη και έκαναν παρέα στην Ουρανία, ενώ παράλληλα την παρακολουθούσαν στις ετοιμασίες που έκανε πάνω στους μουσαμάδες που θα δέχονταν τις αγιογραφίες.
3 Με μαρτυρία του Θεόδωρου Πανταζόπουλου, και όπως αυτός άκουσε από τον πατέρα του και τον Νίκο Βασιλάκο (επιτρόπους του Αγίου Σπυρίδωνα). Πράγματι τα πρόσωπα των αρχαγγέλων βασίστηκαν σε μορφές μικρών παιδιών της περιοχής, καθώς και το πρόσωπο που απεικονίζει τον εκδιωχθέντα άγγελο.
4 Σύμφωνα με μαρτυρία του πατέρα μου, Ιωάννη Ντίνου, η κύρια είσοδος της εκκλησίας ήταν από τη βόρεια πλευρά. Το επιτροπικό με το πάγκο των κεριών και τα μανουάλια, για τα ανάματα των κεριών, βρισκόταν ακριβώς στα αριστερά της εισόδου. Τα στασίδια ήταν εξαπλά, δηλαδή έξι σειρές. Δύο στις πλευρές της εκκλησίας, και τέσσερες (σε δύο σειρές με στασίδια εκατέρωθεν) , σε απόσταση το πολύ τριών μέτρων από τις δυό πλευρές της εκκλησίας. Αυτές οι σειρές αποτελούνταν από στασίδια που άλλα έβλεπαν προς το τοίχο και άλλα στο εσωτερικό της εκκλησίας. Το μήκος τους άρχιζε από την δυτική είσοδο και έφτανε μέχρι το άνοιγμα των δύο άλλων εισόδων, της βόρειας και της νότιας. Ο κάθε ηλικιωμένος Βονιτσιάνος είχε την δική του θέση στα στασίδια. Σε κάθε στασίδι και σε σχετικό ύψος, υπήρχε μικρό σιδερένιο έλασμα, για να κρεμά ο κάθε πιστός το καπέλο του, καθόσον εκείνη την εποχή ήταν θέμα σεβασμού η κυκλοφορία με κάθε είδους καπέλο ή σκουφί.
5 Η εξέδρα αγιασμού αποτελούνταν από πολλά μέρη, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με σιδερένια ελάσματα. Η απρόσεκτη συνδεσμολογία των επί μέρους μερών, χάλασε τους σιδερένιους συνδέσμους και ο καντηλανάφτης πλέον χρησιμοποιούσε πρόγκες οικοδομής. Η φθορά έγινε γρήγορα και επέσυρε την αδυναμία σύνδεσης των μερών της. Πρόσθετα και η φθορά της από το σαράκι, την έθεσε σε αχρηστία, παρατημένη στο γυναικωνίτη του Αγίου Νικολάου. Για κάποια στιγμή, ακούστηκε, ότι η εξέδρα έπρεπε να πεταχτεί, γιατί το σαράκι της είχε επεκταθεί σε μέρη του γυναικωνίτη.
Το ενδιαφέρον των πιστών, τους έφερε έξω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου εκεί συγκέντρωσαν όσα μέρη δεν είχαν γίνει σκόνη από το σαράκι (δύο γωνίες, μία μπροστά και μια πίσω, την μια κουπαστή, τα δύο φύλλα της πόρτας, τέσσερα κολωνάκια και ένας ταμπλάς). Βέβαια όσα μέρη διασώθηκαν, ήταν αρκετά σαρακωμένα, με διάτρητες τρύπες. Με ειδικά φάρμακα καταπολεμήθηκε το σαράκι στα υπάρχοντα μέρη, ενώ στο ξυλουργείο του Πάνου Παλιογιάννη αναδημιουργήθηκαν όσα μέρη είχαν καταστραφεί. Τα κολωνάκια με βάση το αρχικό σχέδιο, ανακατασκευάστηκαν σε εργαστήρια ξυλογλυπτικής Ιωαννίνων, από τον Ζαφείρη Σωτήρη. Με βάση ίχνη χρωμάτων στα διασωθέντα μέρη, άρχισε ο χρωματισμός, με συνεχείς επιστρώσεις όχι μόνο για την επίτευξη της απόχρωσης αλλά και της προστασίας από το σαράκι. Την επιμέλεια χρωματισμού είχε η εικαστικός Μαρία Φερεντίνου-Γούδα με ελαιοχρωματιστή τον Γεράσιμο Καραγιώργο. Όλοι εθελοντές στην προσπάθεια αποκατάστασης της εξέδρας αγιασμού. Τα όποια έξοδα χρειάστηκαν, τα προσέφεραν Βονιτσιάνοι που κράτησαν την ανωνυμία τους.
6 Ο Δημήτριος Κασόλας φέρεται να γεννήθηκε στη Βόνιτσα το 1875. Από τα αρχεία της Παλιγγενεσίας ο παππούς του (αγωνιστής στην επανάσταση του 1821) εμφανίζεται κάτοικος Μοναστηρακίου Βόνιτσας. Ο Δημήτριος Κασόλας πήρε τα πρώτα μαθήματά του από τον Βασίλειο Σίδερη (κατά τον χρόνο της αγιογράφησης του Αγίου Νικολάου) και κατόπιν μαθήτευσε στον Σπυρίδωνα Γαζή. Στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα μετακόμισε στο Μεσολόγγι και εκεί ίδρυσε δική του σχολή ζωγραφικής. Σε αυτόν μαθήτευσαν σπουδαίοι μετέπειτα ζωγράφοι, μεταξύ των οποίων και δύο τέκνα του.
7 Η πρώτη κτήση της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, έγινε μετά την 27η Ἰανουαρίου 1771, ημερομηνία στην οποία με διάταγμα του γενικού προβλεπτὴ Pietro Antonio Querini παραχωρήθηκε η δημόσια έκταση για την ανέγερση. Η επέκταση της εκκλησίας έγινε το 1877 με τις διατάσεις που έχει σήμερα. Ταυτόχρονα έχουμε και την επέκταση της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα.
8 Η πρώτη και πάντα ισχυρή αδελφότητα στη Βενέτικη Βόνιτσα, ήταν η αδελφότητα του ναού των Ἑλλήνων Μωραϊτών, δηλ. η Παναγία της Χώρας, στο βενέτικο Borgo Serato. Η αδελφότητα αυτή έλαβε νομιμότητα με διάταγμα τοῦ γενικοῦ προβλεπτῆ Marc’Antonio Diedo την 1/6/1731. Σημαίνοντα μέλη σε αυτή την αδελφότητα, οι Χαλκιοπουλαίοι, οι μετέπειτα μετανομασθέντες σε Λογοθεταίοι.
9 Το όνομα Antonio Loredan έχει πολυπληθή εμφάνιση στα ιστορικά κείμενα της Βόνιτσας (μέχρι στιγμής τρείς τόμοι των 2000 σελίδων, συγγραφέας ο Αμφικτίονας κ. Νικόλας Βερνίκος ). Αρχικά ο Antonio Loredan, το 1719, βρίσκεται στη Βόνιτσα για την εφαρμογή της συνθήκης του Πασάροβιτς, ήτοι τον καθορισμό των επτά σημείων-ορίων της Βενέτικης Βόνιτσας (διαδρομή μιάς ώρας ενός αλόγου από την ανατολική πύλη και προς κάθε μια κατεύθυνση).
Επίσης τον βρίσκουμε, λίγα χρόνια μετά, στην Βενέτικη επίθεση κατά των Οθωμανών στη περιοχή Ρείκια Μοναστηρακίου, για την επέκταση των βενέτικων ορίων, ώστε να διεκδικηθούν ποσότητες νερού από τον ποταμό Βέρδα.
Πρόσθετα τον βρίσκουμε στο να έχει αποβιώσει και να έχει αφήσει στη Βόνιτσα τέσσαρες κόρες, καθώς και σημαντικής αξίας περιουσία. Την περιουσία του την είχε νοικιασμένη και την εκμεταλλευόταν ο γερο-Αχυριάτης. Τις κόρες του Loredan τις παντρεύονται μέλη της κοινότητας Βόνιτσας (ένα πρώιμο είδος λίμπρο ντόρο), ο Σμέντζας, ο Λιβιτσάνης, ο Τζιγαρίδας και ο Αρνής και τότε διεκδικούν, ως γαμπροί, την περιουσία από τον Αχυριάτη (βλέπε Ιστορικά κείμενα Βόνιτσας, κ. Νικόλας Βερνίκος).
Επίσης τον Antonio Loredan, τον βλέπουμε το 1741 μ.Χ. με έγγραφό του να δίνει νομιμότητα στην ίδρυση της αδελφότητας του Αγίου Σπυρίδωνα. Πρέπει να είναι η χρονική περίοδος που η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα μεταφέρεται από την σημερινή περιοχή της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών, στην τοποθεσία του Αρδίκα.
Ο Antonio Loredan είναι ένα και το αυτό πρόσωπο; Δεν το γνωρίζουμε, αλλά είναι πιθανόν, αφού όλα τα γεγονότα βρίσκονται σε κοντινή χρονική περίοδο μεταξύ τους και έχουν κοινό παρονομαστή , την Βόνιτσα.
10 Αίτημα αναγνώρισης την άνοιξη του 1778 και έγκριση 1779.
11 Οι κάτοικοι της Βόνιτσας είχαν ζητήσει από την Βενετική σύγκλητο να εγκρίνει την σύνταξη καταλόγου με ονόματα κατοίκων τα οποία θα είχαν θεσμικά δικαιώματα στη πόλη, δηλ. ένα πρώιμο είδος λίμπρο ντόρο. Πράγματι η σύγκλητος στις 28 Νοεμβρίου του 1778 έκανε δεκτό το αίτημα και πλέον συντάχθηκε κατάλογος μελών του Κονσίλιου της Βόνιτσας. Στις 19 Ιουλίου 1779, ο γενικός προβλεπτής της θάλασσας, ο Ciacomo Nani επικυρώνει τον κατάλογο.
12 Η Μαρία παντρεύτηκε τον Νικόλαο Βερύκιο από την νήσο Κάλαμος
13 Ο Βασίλειος Σίδερης με σπουδές που έκανε στην Ιταλία εξελίχθηκε σε σημαντική προσωπικότητα στις τέχνες της αγιογραφίας στην Λευκάδα. Μάλιστα την περίοδο που ο Γαζής αγιογραφούσε στον Άγιο Σπυρίδωνα Βόνιτσας, στην συνοικία του Αρδίκα, ο Σίδερης προσκεκλημένος από το εκκλησιαστικό συμβούλιο της άλλης σημαντικής ενορίας της Βόνιτσας, αυτή του Αγίου Νικολάου στην θέση Ρεστέλλα, αγιογράφησε τον εκεί ναό.