Πλευρές της ιστορικής εξέλιξης της βιοκοινωνικής σχέσης μητρότητας – πατρότητας
«Τα παιδιά για να μεγαλώσουν χρειάζονται μόνο αγάπη». “Η «γονιός ενός παιδιού μπορεί να είναι όποιος το αγαπάει». Η επιστημονικοφανής εκδοχή του ίδιου επιχειρήματος διατυπώνεται από μερίδα ειδικών ψυχικής υγείας με αφορμή το νομοσχέδιο για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών ως εξής: σημασία δεν έχει ποιος είναι ο γονιός ή το φύλο του, αλλά η ποιότητα του δεσμού που αναπτύσσει με το παιδί.
Τι σημαίνει όμως σήμερα ποιοτική σχέση, ακόμα περισσότερο σχέση αγάπης ανάμεσα στους γονείς και το παιδί; Όντως δεν έχουν καμία σημασία η μητρότητα και η πατρότητα ως διαφοροποιημένες με βάση το φύλο του γονιού σχέσεις με το παιδί;
Η οικογένεια είναι μια ιστορικά διαμορφωμένη μορφή κοινωνικής συμβίωσης, η οποία έχει στη βάση της την αναπαραγωγή του είδους. Εξαρχής η εξέλιξή της συμβαδίζει με την κοινωνική εξέλιξη.
Στο πέρασμα του ανθρώπινου είδους από τη ζωώδη κατάσταση στην ανθρώπινη, η αναπαραγωγική διαδικασία χάνει τον αμιγώς ενστικτώδη χαρακτήρα της και αποκτά κοινωνικό χαρακτήρα, εμπεριέχοντας τη βιολογική σχέση γυναίκας – άνδρα στην τεκνοποίηση. Οι σχέσεις που συνδέονται με αυτή – γάμος, οικογένεια – έχουν εξαρχής κοινωνικό χαρακτήρα, όπως αποκαλύπτει ο Ένγκελς στην «Καταγωγή της Οικογένειας», για το πέρασμα από τις ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις στον ζευγαρωτό γάμο των πρωτόγονων αταξικών κοινωνιών και από εκεί στην οικογένεια της πρώτης ταξικής κοινωνίας.
Στην πορεία από τις ελεύθερες και χωρίς ιδιαίτερους κανόνες σεξουαλικές σχέσεις των πρωτόγονων αταξικών κοινωνιών, μέχρι την τυπική πυρηνική οικογένεια της ανεπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, εμφανίστηκαν πολλές και διάφορες παραλλαγές της οικογένειας.
Σε κάθε φάση το καθοριστικό στοιχείο ήταν οι σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας, χωρίς να παραγνωρίζουμε και μια σχετικά αυτοτελή αλληλεπίδραση της οικογένειας με άλλα στοιχεία του εποικοδομήματος (τα έθιμα, το κράτος, τη θρησκεία, την κοινωνική θέση της γυναίκας κ.ά.).
Η ιστορική μελέτη της παιδικής ηλικίας, και κατ΄ επέκταση της σχέσης γονιών – παιδιών, διέπεται από σημαντικά προβλήματα, όπως η έλλειψη στοιχείων (π.χ. παιχνίδια, βιβλία, άλλα αντικείμενα που προορίζονταν για τα παιδιά). Το εύρος ιστορικών πηγών (λογοτεχνία, βιογραφικά κείμενα, ημερολόγια, εγχειρίδια συμβουλών για γονείς, καλλιτεχνικά έργα, δημογραφικά και άλλα στοιχεία) κατά κύριο λόγο καλύπτει μόνο τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις κάθε κοινωνικοοικονομικού συστήματος και την εγγράμματη μειοψηφία του πληθυσμού1.
Αντίστοιχες δυσκολίες παρουσιάζει και η ιστορική μελέτη της ηθικής – νομικής ρύθμισης των γονικών υποχρεώσεων απέναντι στο παιδί. Έτσι, αν και η πώληση παιδιών στην αρχαιότητα ήταν καταδικαστέα, στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, αλλά και σε ολόκληρη την ελληνιστική Μεσόγειο δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για την αποτροπή της πώλησης ή της εγκατάλειψής τους2.
Το ιστορικό – κοινωνικό περιεχόμενο της στοργής των γονιών προς τα παιδιά
Το συναίσθημα της αγάπης έχει τη δική του ιστορικότητα και πολυπλοκότητα. «Ρωτούν οι συγγραφείς, άραγε στο παρελθόν αγαπούσαν οι γονείς τα παιδιά τους; Προφανώς δεν είναι φλέγον ζήτημα το αν τα παιδιά αγαπούσαν τους γονείς τους. Έτσι όπως τίθεται το ερώτημα είναι αδύνατον να βρεθεί μια απάντηση, εν μέρει γιατί δεν γνωρίζουμε, και δεν πρόκειται ποτέ να μάθουμε, πολλά για τις εκφράσεις της τρυφερότητας στις σχέσεις γονιών και παιδιών, και εν μέρει επειδή το ερώτημα αυτό θεωρεί δεδομένο ότι θα αναγνωρίζαμε την αγάπη αν τη βλέπαμε, ή ότι θα καταγράφαμε την απουσία της στην περίπτωση που θα έλειπε, λες και είναι κάποιο υλικό αντικείμενο, σαν το τραπέζι. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η αγάπη μπορεί να εκφράστηκε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στις διάφορες κοινωνίες»3.
Η αγάπη, λοιπόν, με διαφορετικές μορφές πιθανά εμπεριέχεται διαχρονικά στη σχέση γονιών και παιδιού. Για παράδειγμα, από την αρχαιότητα ο θρήνος των γονιών που έχαναν τα παιδιά τους είναι ιστορικά καταγεγραμμένος ως στοιχείο στοργικής σχέσης. Ωστόσο, δεν φαίνεται να ήταν ποτέ το καθοριστικό γι΄ αυτήν τη σχέση στοιχείο. Υπάρχουν παραδείγματα που καταδεικνύουν ότι οι σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών διέφεραν σημαντικά από τη σημερινή αντίληψη για το περιεχόμενο της στοργικής σχέσης.
20ός αιώνας: «Ο αιώνας του παιδιού»
Στην προκαπιταλιστική εποχή, το παιδί κοινωνικοποιούνταν στο πλαίσιο της ευρύτερης οικογένειας, συμμετέχοντας στις αγροτικές εργασίες, αμέσως μετά τη βρεφική ηλικία. Στον καπιταλισμό, η παιδική εργασία – όπως και η γυναικεία – στη βιομηχανία αποτέλεσε χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκεκριμένης οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής4.
Είναι ανατριχιαστικές οι περιγραφές του Ένγκελς στο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στη Αγγλία» για τα παιδιά που δούλευαν συχνά από τη νηπιακή ηλικία στα εργοστάσια, για τις εργάτριες που νάρκωναν τα βρέφη με αλκοόλ και όπιο, ώστε να εργάζονται 13 ώρες ημερησίως, με αποτέλεσμα να υπάρχουν υψηλά ποσοστά βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας.
Η εξέλιξη του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, η κυριαρχία των μεγάλων μονοπωλίων, η όξυνση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και η ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σε πρωτοφανή επίπεδα, έθεσαν νέα ζητήματα στους όρους αναπαραγωγής, ανατροφής και δημιουργίας των κατάλληλων προϋποθέσεων για την ένταξη της νέας βάρδιας της εργατικής τάξης στην παραγωγή.
Όχι τυχαία, ο 20ός αιώνας ονομάστηκε «ο αιώνας του παιδιού». Γι΄ αυτό και στη συγκεκριμένη φάση αναπτύσσονται οι επιστήμες που μελετούν με συστηματικό τρόπο την ανάπτυξη του παιδιού (νευροεπιστήμες, ψυχολογία, παιδαγωγική κ.λπ.), γνώση που φτάνει αποσπασματικά στους γονείς και αποτελεί δική τους ευθύνη να την προσεγγίσουν.
Λόγω της ανάπτυξης της παιδιατρικής και γενικά της ιατρικής, και κυρίως της ποιοτικής αναβάθμισης των συνθηκών διαβίωσης (π.χ. εκσυγχρονισμός των υδρευτικών και αποχετευτικών συστημάτων, που μείωσε τις λοιμώξεις), μειώνεται κατακόρυφα η βρεφική και παιδική θνησιμότητα5.
Η εξέλιξη της γονικής σχέσης στον όψιμο καπιταλισμό
Είναι ζήτημα περαιτέρω μελέτης η αντανάκλαση στη γονική σχέση, των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων, της πιο μαζικής συμμετοχής των γυναικών στην κοινωνική εργασία ως μισθωτών ή αυτοαπασχολούμενων, «η οποία έχει προοδευτικό χαρακτήρα, αλλά αντικειμενικά διαμορφώνει νέες ανάγκες στη σχέση εργασίας – μητρότητας / πατρότητας. Οπωσδήποτε απαιτείται βαθύτερη διερεύνηση της σχετικής πολιτικής και επιστημονικής συζήτησης στο πλαίσιο της ΕΕ και διεθνώς, της ανησυχίας τους για την κρίση της «ετερόφυλης πυρηνικής οικογένειας»»6.
Όπως επισημαίνεται και στην Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, η υπογονιμότητα, η γήρανση του πληθυσμού ως στοιχείο του όψιμου καπιταλισμού επιδιώκεται να αντιμετωπιστεί με την αξιοποίηση των νέων επιστημονικών – τεχνολογικών δυνατοτήτων. Η ανθρώπινη αναπαραγωγή εμπορευματοποιείται μέσω της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Νέα βιοηθικά διλήμματα έρχονται στο προσκήνιο. Η επιστημονική εξέλιξη «αντί να χρησιμοποιείται για την ευημερία των εργαζομένων αξιοποιείται σε στρεβλή – αντικοινωνική κατεύθυνση, με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, απέναντι στην έλλειψη ουσιαστικής κοινωνικής στήριξης για τεκνοποίηση στην πιο γόνιμη ηλικία, η κρυοσυντήρηση ωαρίων ή η προοπτική της κύησης εργαστηρίου προβάλλονται ως «λύση» για την παραμονή της γυναίκας στην εργασία και την ένταση της εκμετάλλευσής της». Την ίδια στιγμή ανθίζει το εμπόριο παιδιών, μέσω των παράνομων ή και νόμιμων ιδιωτικών υιοθεσιών.
Η δημιουργία κατάλληλων προϋποθέσεων για την πιο αποτελεσματική εκμετάλλευση οδηγεί, κυρίως στα μέσα του 20ού αιώνα, το αστικό κράτος να αναλαμβάνει σχεδόν εξολοκλήρου σε μαζική κλίμακα τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, από την πρώτη παιδική ηλικία, με επιστημονικά οργανωμένο τρόπο. Το σχολείο γίνεται υποχρεωτικό και η παιδική εργασία περιορίζεται.
Αυτή η εξέλιξη οδήγησε εν τέλει σε μία συναισθηματική αξιοδότηση των παιδιών πρωτοφανή σε σύγκριση με όλους τους προηγούμενους αιώνες7. Γιγαντώνεται ο όγκος των νοητικών, γνωστικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων που πρέπει να αφομοιώσει το παιδί, ως αναγκαία εξέλιξη με βάση τις απαιτήσεις του κεφαλαίου για το εργατικό δυναμικό, με τις αναγκαίες δεξιότητες.
Σταδιακά εκλείπει η μορφή της διευρυμένης οικογένειας, όπου σε ένα σπίτι συγκατοικούσαν δύο ή και τρεις γενιές, μοιράζοντας μεταξύ τους τη φροντίδα των παιδιών. Για τους γονείς της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων απομένει το κοπιαστικό και πολυδάπανο έργο της ανατροφής και της φροντίδας, η οποία γίνεται σχεδόν αποκλειστική τους ευθύνη. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η συμβολή τους στην ανάπτυξη και ωρίμανση της προσωπικότητας του παιδιού είναι άνευ σημασίας.
Ορισμένες πλευρές για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού και τη συμβολή των γονιών
Η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, που αφομοιώνονται και αντανακλώνται ενεργητικά στη συνείδηση. Η κοινωνική συνείδηση διέπεται από τους δικούς της νόμους ανάπτυξης, μέσω των άμεσων στενών σχέσεων και των δυναμικών που διαμορφώνουν.
Η προσωπικότητα δεν είναι ένα απλό άθροισμα ιδιοτήτων, ταυτοτήτων κ.λπ. Με τον όρο προσωπικότητα εννοούμε μία ολοκληρωμένη κοινωνική ποιότητα, που το άτομο την κατακτά μέσα από τη δραστηριότητα και την επικοινωνία, δηλαδή μέσα από τη συμμετοχή του στις κοινωνικές σχέσεις. Αποκτά την πραγματική της σημασία μόνο στο πλαίσιο των σταθερών διαπροσωπικών σχέσεων, που αναπτύσσονται στην κοινωνική δραστηριότητα του ανθρώπου8.
Η διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού, λοιπόν, προσδιορίζεται από τη θέση και την αλληλεπίδρασή του στο σύστημα των ανθρώπινων σχέσεων. Σε αυτήν την πορεία, η σχέση με τους γονείς είναι η πρώτη και πιο σταθερή κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, από τους οποίους εξαρτάται για μεγάλο χρονικό διάστημα, εμπεριέχοντας αντικειμενικά τη σχέση μητρότητας – πατρότητας, χωρίς την οποία το ανθρώπινο είδος δεν αναπαράγεται.
Οι αλλαγές στην ψυχική ανάπτυξη του παιδιού οριοθετούν τα στάδια και τις περιόδους της. Τα χαρακτηριστικά κάθε ηλικιακής περιόδου προσδιορίζονται από συνδυασμό πολλών παραγόντων, όπως είναι οι συνθήκες ζωής του παιδιού και οι απαιτήσεις προς αυτό στη συγκεκριμένη περίοδο, οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, το επίπεδο ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, το επίπεδο ανάπτυξης των γνώσεών του και ο τύπος της δραστηριότητας που μαθαίνει να πραγματοποιεί, οι μέθοδοι αφομοίωσης της κοινωνικής εμπειρίας και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της φυσικής ανάπτυξής του9.
Η βρεφική και πρώτη παιδική ηλικία έχει ιδιαίτερη σημασία στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, λόγω της εξαιρετικής πλαστικότητας αυτής της ηλικίας. Ωστόσο, η προσωπικότητα αναπτύσσεται σε όλη τη ζωή του ανθρώπου.
Το μικρό παιδί αφομοιώνει τον τύπο σχέσεων που υπάρχουν στην οικογένεια και τις μετατρέπει σε χαρακτηριστικά της αναδυόμενης προσωπικότητάς του. Αυτά τα χαρακτηριστικά εξελίσσονται με αντίστοιχη επίδραση στην προεφηβική και εφηβική ηλικία. Οφείλεται στο γεγονός ότι η υποκειμενική αίσθηση του εαυτού είναι αποτέλεσμα της εσωτερίκευσης των σχέσεων του παιδιού με τους άλλους ανθρώπους.
Κατανόηση του «εαυτού μου» δεν σημαίνει ατέρμονη ομφαλοσκόπηση, αλλά ότι το άτομο κατανοεί τη θέση του στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων μέσα στο οποίο ζει και δρα. Όπως έλεγε ο Βιγκότσκι: «Έχουμε συνείδηση του εαυτού μας γιατί έχουμε συνείδηση των άλλων, και με τα ίδια δεδομένα που έχουμε συνείδηση των άλλων, γιατί είμαστε για τον εαυτό μας αυτό που είναι οι άλλοι για μας»10.
Η θέση λοιπόν ότι σημασία έχει μόνο η ποιότητα του δεσμού («αγάπη να υπάρχει») με τον γονιό (όπου γονιός βλέπε «όποιος αγαπάει το παιδί») είναι απλουστευτική και αποσπά τη σχέση από τις πραγματικές ιστορικές – κοινωνικές συνθήκες στις οποίες αυτή υπάρχει.
Η μητρότητα και η πατρότητα, ως διαφοροποιημένες με βάση το φύλο του γονιού σχέσεις με το παιδί, μέχρι πρότινος θεωρούνταν αδιαμφισβήτητες. Πρόκειται για κοινωνικές σχέσεις, γιατί δεν μπορούν να υπάρξουν εκτός κοινωνίας και εξελίσσονται ιστορικά, οι οποίες εμπεριέχουν ως προϋπόθεση τη συμπληρωματικότητα των δύο φύλων στην αναπαραγωγική διαδικασία.
Στη βάση αυτή μελετήθηκαν επιστημονικά – αν και με αντιφάσεις και συχνά στρεβλώσεις από την αστική επιστήμη – τόσο η σχέση της μητρότητας όσο και η σχέση της πατρότητας. Συνοπτικά, η σχέση με τον γονέα και του ίδιου και του αντίθετου φύλου θεωρείται σημαντική για την ανάπτυξη της αντίληψης του παιδιού για τον εαυτό του και το φύλο του, αλλά και για την εξισορρόπηση των σχέσεων μέσα στο οικογενειακό σύστημα.
Η κλινική εμπειρία συχνά δείχνει ότι το παιδί είτε της μονογονεϊκής είτε της ομόφυλης οικογένειας τείνει να αναζητά αναπλήρωση της σχέσης που λείπει με κάποιο άλλο πρόσωπο του οικογενειακού – φιλικού περίγυρου, π.χ. τον παππού ή την γιαγιά, την θεία ή τον θείο, την νονά κ.λπ., χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί ότι μπορεί ουσιαστικά να το κάνει.
Η αμφισβήτηση της διαλεκτικής σχέσης
Η άμεση ή έμμεση αμφισβήτηση της αντικειμενικής συμπληρωματικότητας των δύο φύλων στην αναπαραγωγική διαδικασία, με το πρόσχημα ότι το βιολογικό στοιχείο ως προϋπόθεση είναι άνευ σημασίας, αυτοαναιρείται όταν συνδέεται με το «ατομικό δικαίωμα» στην παρένθετη μητρότητα, δηλαδή την ατομική επιθυμία το παιδί τελικά να μην πάρει από τον γονιό «μόνο αγάπη», αλλά και το DNA, τα δικά του βιολογικά χαρακτηριστικά.
Η θέση που προκρίνει την ατομική επιθυμία σε σχέση με την κοινωνική ανάγκη του παιδιού να έχει σχέση και με την μητέρα και με τον πατέρα του (ανεξάρτητα από τη σχέση που έχουν οι γονείς μεταξύ τους, αν είναι σε γάμο ή χωρισμένοι ή απλά φίλοι, αν έχουν άλλους ερωτικούς συντρόφους, αν έχουν ομοφυλόφιλο ή ετεροφυλόφιλο σεξουαλικό προσανατολισμό κ.λπ.) περισσότερο απηχεί τη σύγχρονη μεταμοντέρνα αστική κοσμοθεωρία, η οποία διαπερνά όλες τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες.
Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσονται και οι θεωρίες που θεωρούν το φύλο «γλωσσική – κοινωνική κατασκευή». Έτσι, το φύλο δεν θεωρείται βιολογική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, που η κοινωνική της έκφραση βέβαια είναι κοινωνικά προσδιορισμένη. Η κοινωνική υπόσταση του ανθρώπου εμπεριέχει τα βιολογικά χαρακτηριστικά του φύλου αλλά δεν ταυτίζεται με αυτά, αφού στον άνθρωπο καθετί βιολογικό μετατρέπεται σε κοινωνικό.
Οι θεωρίες που αποκόπτουν το κοινωνικό από το βιολογικό (άρνηση του βιολογικού φύλου), κομματιάζοντας τον άνθρωπο σε χίλια δυο κομμάτια, τελικά αυτό που αρνούνται δεν είναι απλά η βιολογική προϋπόθεση, αλλά η αντικειμενική υλική υπόσταση του ανθρώπου ως κοινωνικού – ιστορικού όντος.
Στον πυρήνα αυτών των θεωριών βρίσκεται η αντίθεση ανάμεσα στο θεοποιημένο – αλλά πάντα μοναχικό – άτομο και στην κοινωνία, η οποία είναι εχθρική όχι επειδή είναι ταξική, αλλά γιατί καταπιέζει / καταστρέφει τη μοναδικότητα του ατόμου.
Σε τελική ανάλυση, οι θεωρίες αυτές περιορίζουν τις επιλογές του ατόμου ανάμεσα στα εξής αδιέξοδα: Είτε τον συμβιβασμό, είτε την ολοκληρωτική απόρριψη του κόσμου, την απομόνωση από καθετί κοινωνικό. Η επιλογή της επαναστατικής δράσης σε κάθε περίπτωση αποκλείεται.
Το ζητούμενο είναι το άτομο να προσαρμοστεί στην άθλια συνθήκη της ταξικής κοινωνίας και όχι να την αλλάξει με τη δράση του. Στην πραγματικότητα, όμως, ο μεμονωμένος άνθρωπος όχι μόνο δεν βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την κοινωνία, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει έξω από αυτήν.
«Σε τι κόσμο μεγαλώνουν τα παιδιά μας»
Η οικογένεια δεν αποτελεί ένα αδιαπέραστο κουκούλι, πέρα και έξω από την υπόλοιπη κοινωνία. Έτσι και σήμερα διατρέχεται από όλες τις εκφάνσεις της σήψης του καπιταλιστικού συστήματος.
Οπως αναφέρεται και στην Απόφαση της ΚΕ: «Η ψυχική και σωματική – πνευματική υγεία και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών είναι φανερό ότι δεν μπορεί να εξασφαλιστεί από ένα σύστημα που μετρά τις ανάγκες των παιδιών με τον γνώμονα του «κόστους – οφέλους» από τη σκοπιά της καπιταλιστικής ανταγωνιστικότητας».
Στη χειρότερη περίπτωση, η σύγχρονη αντιδραστικοποίηση της καπιταλιστικής κοινωνίας οδηγεί σε φαινόμενα παραμέλησης, βίας, σεξουαλικής και άλλης κακοποίησης των παιδιών από τους γονείς τους. Στην καλύτερη περίπτωση, δεν αφήνει παρά ελάχιστα περιθώρια για την ανάπτυξη πραγματικά ποιοτικής, δημιουργικής σχέσης με το παιδί.
Όμως, «σπέρματα» αυτής της τάσης είναι ανάγκη να διαπεράσουν πιο βαθιά την κομμουνιστική σκέψη για τη γονική σχέση, με κριτήριο την ανάγκη ανάπτυξης του παιδιού ως αυτοτελούς προσωπικότητας και όχι σαν επένδυση, σαν μέσο συναισθηματικής στήριξης.
«Με το πέρασμα των μέσων παραγωγής σε κοινή ιδιοκτησία (…) το ατομικό νοικοκυριό μετατρέπεται σε κοινωνικό λειτούργημα. Η περιποίηση και η ανατροφή των παιδιών γίνεται δημόσια υπόθεση. Η κοινωνία φροντίζει ισότιμα για όλα τα παιδιά»11.
Η πραγματική ποιοτική αναβάθμιση της σχέσης γονιών – παιδιού δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν δεν ξεριζωθούν όλα εκείνα τα εμπόδια που βάζουν οι σημερινές εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, ιδιοκτησίας, το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
Αν δεν φύγει από τη μέση το καθημερινό άγχος της επιβίωσης. Αν δεν μειωθεί ο χρόνος εργασίας και δεν υπάρξει σταθερός ημερήσιος ελεύθερος χρόνος για όλες και όλους. Αποτελεί προϋπόθεση να πλαισιωθεί η παιδική προστασία και στήριξη με μια σειρά δωρεάν, κρατικές υπηρεσίες Υγείας – Παιδείας – Πρόνοιας – Πολιτισμού – Αθλητισμού, που θα απαλλάσσουν τους γονείς από όσα στην πραγματικότητα δεν μπορούν να έχουν στην ευθύνη τους.
Ολα αυτά τα ζητήματα δεν είναι στενά «ατομικά – οικογενειακά», όπως παρουσιάζονται, αλλά είναι κοινωνικά, με άξονα το αυτοτελές συμφέρον του παιδιού.
Για όλα αυτά δίνει αταλάντευτα τη μάχη το ΚΚΕ. Για τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική κοινωνία, στην οποία η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής και η επιστημονική πρόοδος θα αξιοποιούνται για την ευημερία όλων, παιδιών και ενηλίκων.
Παραπομπές:
1. «Τα δικαιώματα του παιδιού. Ιστορική διάσταση, σύγχρονη εξέλιξη και η Διεθνής Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού», Β. Φασούλης, «Παπαζήση», 2016, σελ. 28
2. «Παιδιά και παιδική ηλικία στη δυτική κοινωνία από τον 16ο αιώνα μέχρι και σήμερα», H. Cunningham, «Σμίλη», Αθήνα 2016, σελ. 49
3. Ο.π., σελ. 21
4. «Τα δικαιώματα του παιδιού. Ιστορική διάσταση, σύγχρονη εξέλιξη και η Διεθνής Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού», Β. Φασούλης, «Παπαζήση», 2016, σελ. 58
5. Ο.π., σελ. 281
6. Απόφαση της ΚΕ: «Οι θέσεις του ΚΚΕ για τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τις επιπτώσεις του στα δικαιώματα των παιδιών»
7. «Τα δικαιώματα του παιδιού. Ιστορική διάσταση, σύγχρονη εξέλιξη και η Διεθνής Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού», Β. Φασούλης, «Παπαζήση», 2016, σελ. 44
8. «Γενική Ψυχολογία. Διαλεκτική υλιστική προσέγγιση», επιμέλεια Μ. Κουβελάς, Ομιλος Εκπαιδευτικού Προβληματισμού, Αθήνα 2009, σελ. 306
9. «Διαλεκτική Ψυχολογία. Στα βήματα του Vygotsky», Μ. Κουβελάς, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2007, σελ. 252
10. Καρλ Λεβίτιν, «Η διαμόρφωση της προσωπικότητας», Αθήνα 1988, «Σύγχρονη Εποχή» – «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 18
11. «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», Φρ. Ενγκελς, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2019, σελ. 92
Κωνσταντίνα ΤΣΟΤΡΑ
Ψυχολόγος, μέλος του Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για την Ισοτιμία και τη Χειραφέτηση των γυναικών
(Πηγή: rizospastis.gr)
It is good to see a scholarly article on this topic, informed by citations to previous research. However, I think it is strange and disappointing that some of the most important central arguments are not backed up by academic references but rely only on “clinical experience”.
As a former clinician and researcher I know all too well that clinical experience is not enough to support important recommendations for practice. Why didn’t the author cite research such as this high quality paper?
Zhang Y, Huang H, Wang M, et al Family outcome disparities between sexual minority and heterosexual families: a systematic review and meta-analysis BMJ Global Health 2023;8:e010556. https://gh.bmj.com/content/8/3/e010556#
This thorough analysis of 34 studies around the world found that, in countries and regions where same-sex relationships are legalised, parents’ sexual orientation is not an important determinant of children’s development and most of the family outcomes are similar between sexual minority and heterosexual families, and sexual minority families have even better outcomes in some domains. The research did show, however, that such families may experience some additional stressors related to social stigma or discrimination – an issue that many socieities have successfully tackled through laws and policies that support equality.