Η ομιλία του Κώστα Σταματέλου στη Μαδουρή για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Η ομιλία του Κώστα Σταματέλου στη Μαδουρή για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

1_stamatelos_madouri

Η ομιλία του Κώστα Σταματέλου, λογοτέχνη και Αντιπροέδρου του Συλλόγου Λευκαδίων Αττικής «Η Αγία Μαύρα» με θέμα «Ο εικαστικός ποιητικός λόγος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη» που έγινε την Δευτέρα 20 Μαΐου 2024 στη Μαδουρή, στο πλαίσιο του πολιτιστικού διήμερου για τα 200 χρόνια από την γέννηση του εθνικού μας ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Τις εκδηλώσεις διοργάνωσαν από κοινού ο Σύλλογος Λευκαδίων Αττικής «Η Αγία Μαύρα», η Ομοσπονδία των Απανταχού Λευκαδίτικων Συλλόγων και η Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών.

BALAORITIS_11

«Από μικρό παιδί, και μέχρι τα εφηβικά μου χρόνια, κυρίως στα κρύα χειμωνιάτικα βράδια της φτώχιας μας τριγύρω στη φωτογωνιά του σπιτιού μας, μεγαλώσαμε διαβάζοντας Βαλαωρίτη υπό την αυστηρή προσοχή του πατέρα μας!

Πρόγονός μας, υπήρξε προσωπικός επιστήθιος φίλος του ποιητή κι αυτό γέμιζε τον πατέρα μας με υπερηφάνεια την οποία και μας μετέδωσε.

Σήμερα, με ιερή συγκίνηση κι ένα περίσσιο χτυποκάρδι βρίσκομαι ανάμεσά σας για να καταθέσω την αγάπη στο σεβασμό και την ευγνωμοσύνη μου στο μεγάλο ποιητή της Λευκάδας, και Εθνικό Ποιητή μας Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που αφιέρωσε τη ζωή του μ’ αυταπάρνηση στη Λευκάδα που λάτρευε.

Ο ίδιος ο ποιητής χαρακτηριζόταν και αυτοπροσδιοριζόταν ως ιστορικός κι όχι ρομαντικός παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν αποποιήθηκε τον ρομαντικό ιστορισμό.

Κυρίαρχο μέτρο στην ποίηση του ο δημοτικός ομοιοκατάληκτος δεκαπεντασύλλαβος που στα τελευταία του ποιήματα εγκαταλείπεται.

Στην ποίησή του κυριαρχεί το επικορομαντικό στοιχείο.

Μιλά τη γλώσσα του λαού συνειδητά και μ’ αυτή αποτυπώνει το ογκοδέστατο έργο του, χωρίς να απεμπολεί την προσφυγή στην καθαρεύουσα προς την οποία πρέσβευε ότι εξέφραζε αποδοτικότερα τις βαθύτερες έννοιες.

Έζησε λίγες χαρές, σημαντικές για το νησί στιγμές και πολλές λύπες στη ζωή του.

Πέθανε το χάραμα της 24ης Ιουλίου 1879, ψιθυρίζοντας ένα προς ένα τα ονόματα της γυναίκας και των παιδιών του.

Πατριδολάτρης, Οραματιστής, Στοχαστής, Εμπνευστής πλείστων ωραίων αγώνων για τα ιδανικά που πρέσβευε.

Οικογενειάρχης. Φυσιολάτρης. Λεξοπλάστης. Πραγματιστής. Διδακτικός.

Ο Βαλαωρίτης, και σαν άνθρωπος και ως ποιητής, ήταν ένα κομμάτι και μάλιστα κρυστάλλινο κομμάτι του Ελληνισμού.

Αν ο Σολωμός είναι ο μεγάλος «οδοποιός» της νεότερης ποίησης μας, ο Βαλαωρίτης υπήρξε ο μεγάλος της γεφυροποιός.

Η σημαντικές οικογενειακές καταβολές του Ποιητή, οι σπουδές του, ολόκληρη η εξελικτική πορεία του επιφανούς ανδρός και ο πηγαίος ποιητικός μετασχηματισμός του σε αυτοσκοπό, έμελλε να γίνει τρόπος ζωής και φάρος πορείας. Όλα αυτά, στοιχήθηκαν με επιμέλεια, καλλιεργώντας τον ψυχικό κόσμο του, συνδράμοντας δραστικά στην ψυχοσύνθεση και αποτύπωση του επικολυρικού έργου του.

Η κλασσική καθ’ αυτή του παιδεία, συν ταιριασμένη και καθ’ όλα ταυτισμένη με τα πλούσια φυσικά στοιχεία της πολυσχιδούς διαδρομής του (εντός και εκτός Ελλάδος), οι δεδομένες αγνές προθέσεις προσέγγισης της γήινης πραγματικότητας που βίωσε σε μία άστατη ιστορική στιγμή για τον τόπο μας, επέτρεψαν τη διαμόρφωση μίας ατόφιας ρεαλιστικής ιδιοσυγκρασίας χαρακτήρα, που’ μελλε να δώσει περίτεχνα, ένα δυναμικό ποιητικό και εικαστικό αποτύπωμα με το έργο του.

Λευκάδα, Κέρκυρα, Βαλαώρα, Ήπειρος, Πίζα, Βενετία, Γενεύη, Παρίσι, Αθήνα, Κρήτη υπήρξαν σταθμοί κι αξίες που σημάδεψαν ποικιλόμορφα τον ψυχισμό του Ποιητή συμβάλλοντας στην πνευματική του θωριά και προσωπικότητα.

Το ταξίδι και οι λογής σημαίνουσες συναναστροφές του σημάδεψαν τον ανήσυχο εξερευνητή, που διψούσε για φως και γνώση που θα τον καθιστούσαν αποδεδειγμένα σε μία σπάνια πνευματική και ιστορική προσωπικότητα στην ελληνική κοινωνικοπολιτική σκηνή.

Μελετώντας κανείς με προσοχή την περισπούδαστη διδακτορική διατριβή της ιστορικού συμπατριώτισσας μας κας Ευσταθίας Πολίτη, θα καταστεί στοιχισμένα κοινωνός των έργων και των ημερών του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη μέσα από έγκυρα κείμενα και χρονολογικές δημοσιεύσεις.

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, παρά το γεγονός ότι ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Πίζας, δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου για να αφιερωθεί στην ποίηση για την οποία πίστευε ότι γεννήθηκε να υπηρετήσει.

Οι επικοδραματική προσανατολισμένη πλοκή των ποιητικών γυμνασμάτων και δημιουργημάτων του έδειξαν από τα πρώτα του έργα το τι έμελλε ν’ αφήσει το διάβα και το πνευματικό του αποτύπωμα.

Ο δεδομένος και προαποφασισμένα ρωμαλέος ποιητικός λόγος του είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένος με τα πλούσια φυσικά στοιχεία και χρώματα της διαδρομής του, τα οποία ήταν προορισμένα να αποτυπωθούν και διανθιστούν ανεξίτηλα απ’ τον παθιασμένο αυτό φυσιολάτρη και εραστή της ελευθερίας, της αλήθειας και του Ελληνισμού.

Η θέληση του ίδιου του ποιητή, για κατ’ ιδίαν έρευνα και μελέτη στην ύπαιθρο και στην αγνή και ανόθευτη ζωή των χωρικών, εμποτισμένοι ως ήταν στο Δημοτικό τραγούδι, τους καημούς και τους πόθους του για λευτεριά κι ανάσταση, συνταίριαξαν και βοήθησαν τον ψυχισμό και συνέδραμαν τους πόθους και σκοπούς της μεγάλης και ταραχώδους πορείας του.

Ήταν η στιγμή και οι ώρες που περπατούσε ξυπόλητη η ίδια η μοίρα και η ιστορία του βασανισμένου ελληνικού πεπρωμένου, που παρά τις τόσες κακουχίες του διατήρησε εμφανή ουκ ολίγα προσδιοριστικά κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία επιτυχούς σύνδεσης της Αρχαίας με την μετά επαναστατική του πατρίδα.

Έτσι ο ποιητής με συνέπεια και μεθοδικότητα, συνέβαλε να λάμψει και περισωθεί σε μεγάλο βαθμό η εναπομένουσα από τα βάσανα ντοπιολαλιά της υπαίθρου στη Λευκάδα και της πέριξ ηπειρωτικής περιφέρειας και γίνεται ο ίδιος θηρευτής της γλώσσας του ταλαιπωρημένου λαού και συνάμα με λεπτομέρεια τοπογεωγράφος.

Νοιώθει απ’ τα έγκατα της ηφαιστειακής αναβλύζουσας ψυχής του την ανάγκη να γίνει ο ίδιος, πατέρας, αδελφός, ξωμάχος, Αγιογράφος, ιεροψάλτης και προστάτης της παράδοσης και της συνέχισης ενός έθνους όπως ακριβώς ο ίδιος οραματίστηκε, σε όλες τις κοινωνικοπολιτικές του προεκτάσεις. Και σ’ αυτές τις κατευθύνσεις κινήθηκε με περίσσια πυγμή και ορμή.

Κι ήταν αυτά τα στοιχεία της πυγμής και της αστείρευτης ορμής, που’ φεραν τα βήματά του απ’ άκρη σ’ άκρη στο νησί της Λευκάδας.

Εκεί, θα συναντήσει πολύπειρους εργάτες της γης. Θα φιλοξενηθεί σε πλήθος αγροτόσπιτων όπου θα αφουγκραστεί τους καημούς, τους πόθους και τα κρυμμένα όνειρα του λαού που αγάπησε και που με αυταπάρνηση υπηρέτησε.

Λογύρισε αετοράχες, νεροσυρμές, ακρογιάλια, λαγκαδιές και όρη απρόσιτα, μεταλαβαίνοντας στο νάμα της ιερής μήτρας που τον γέννησε κι έτσι αποτυπώθηκε αδρά στα φυλλοκάρδια και τον φωτογραφικό του φακό, η Λευκάδα ολάκερη.

Ο Ποιητής, δεν κουβαλούσε μόνο στα κατάβαθα του τη θλίψη και τα αδρά σημάδια της ένδειας ενός λαού που έψαχνε με αγωνία να ξανασταθεί όρθιος στ’ αδύναμα καλάμια του, μα με περίσσια αυτογνωσία φορτώθηκε και τους καημούς του.

Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, για έναν άνθρωπο, που ταυτίστηκε με τον πόνο του περίγυρού του, καθώς και με το πικρό ποτήρι των οικογενειακών του απωλειών. Αυτά ακριβώς τα αισθήματα και τις προσωπικές αγωνίες του λαού του τραγούδησε, ως ένας σύγχρονος αοιδός, με απόλυτη επιτυχία και γι’ αυτό κατανοήθηκε, αγαπήθηκε και δοξάστηκε από τον ίδιο το λαό που τον ακολούθησε πιστά σε όλη τη βραχεία βιολογική του πορεία.

Τήρησε και διατήρησε μέσα από τις συντηρητικές του γραμμές, τις αρχές και κείνες τις αξίες που έδρασαν ως διαχρονικό αποκούμπι της δύσκολης και μοναχικής του πορείας, στο νησί της Λευκάδας, στην πολιτική του σταδιοδρομία, μα και στην οικογενειακή του Οδύσσεια.

Τραγούδησε την αυτοθυσία, τη λεβεντιά και τον θάνατο των ηρώων πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το 1821 στο δικό του καμβά με την πένα του διασώζοντας ως τις μέρες μας, σημαντικές πτυχές της ίδιας μας της ιστορίας.

Ύμνησε τα κατορθώματα, τα εθνικά ιδεώδη, την φύση, την αγάπη κι οραματίστηκε καλύτερες μέρες για τον τόπο που κουβαλούσε στα τιτάνια στήθη του.

Κι όπως ευστόχως έχει λεχθεί, από τη Φιλόλογο κα. Αναστασία Σταματέλου -Γώγου (Πρακτικά 1ου Παλλευκάδιου Συνεδρίου – Πάτρα Ιούνιος 1998),

«Ο Βαλαωρίτης στα 1869 «αλκί πεποιθώς», τελειώνει δυναμικά με τους Ιακωβάτους στη Βουλή, αποσύρεται οριστικά από την πολιτική και προσορμίζεται, όπως ο ίδιος γράφει «επί του ερήμου σκοπέλου της Μαδουρής του».

Εκεί, ανάμεσα στη φύση, μέσα στην έρημη παρθενική νησιωτική σιγή, πλαισιωμένος μοναχά από τα φυσικά στοιχεία, πλένεται από το ρύπο των μεγάλων πόλεων και αναβαπτίζεται. Έκτοτε, η αληθινή κι ακοίμητη ανθρώπινη επαφή του, πραγματοποιείται μονάχα με τον καθάριο, τον ξωμάχο λαό».

Στο προαναφερθέν Πανλλευκάδιο Συνέδριο, ο εγνωσμένου κύρους Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών κ. Παναγιώτης Δρακάτος, θα πει στην σύντομη παρέμβασή του, «Φεύγει στο φυσικό περιβάλλον στη Μαδουρή, για να συναρμονιστεί με το φυσικό του περιβάλλον, δηλαδή να αναπτύξει τις πνευματικές, ψυχικές και σωματικές του δυνάμεις για να αναπτύξει την ποίησή του». Μελετώντας το εικαστικό αποτύπωμά του από την πρώτη κιόλας επίσημη ποιητική του κατάθεση στα «Στιχουργήματα» του, παρατηρούμε πως, πέραν της αριστουργηματικής στιχουργικής του δεινότητας, ξετυλίγεται μέσα από τα έργα του θεάρεστα η με πάσα λεπτομέρεια χαρισματική ζωγραφική ποίηση. Καταθέτει κι αναβιώνει αβίαστα πορτραίτα, μορφές και στιγμές που χλευάζουν το Χάρο κι αναδύουν περίλαμπρη την Ελευθερία.

Σφαγές με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Λατρευτικές κατανυκτικές ικεσίες, στα ιερά και όσια Σύμβολα της Χριστιανοσύνης και του Ελληνικού ιδεώδους που ο ίδιος έκρινε πως έπρεπε να μείνουν αναλλοίωτες στο χρόνο και μάλιστα με ένα χειμαρρώδες καλλιτεχνικό ζωγραφικό πάθος, ύφος και χρώματα.

Οι συνειδητά λεπτομερείς ομηρικές απεικονίσεις και περιγραφές στη στιχουργική του, εκφρασμένες με τη γνήσια ντοπιολαλιά, γίνονται περβόλια ολάνθιστα, ποτάμια και νερά γάργαρα. Ζωντανές μάχες για ζωή και θάνατο, μέσα από τις οποίες αναδύεται τις περσότερες φορές η λύτρωση και η καρποφόρα θυσία.

Εκεί ολόιδιος ο παράδεισος, μα κι η ίδια η κόλαση στα μετόπισθεν, όταν ο στίχος και η πλοκή του νοήματος το απαιτεί, έτσι που το εικαστικό αποτύπωμα του Ντελακρουά και άλλων μεγάλων ζωγράφων κι Αγιογράφων, να ωχριούν σε απόδοση μπροστά στην αριστοτεχνική γραφή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Οι άνθρωποι του αγρού, άνθρωποι του μόχθου με καθάρια ματιά, συνείδηση και δεδομένη την πηγαία αγάπη για τον τόπο και τη φτώχεια τους, αλλά κυρίως άνθρωποι με απόλυτη αυτογνωσία για τον βίο τους παρά τα βάσανά τους, διαβαίνουν ηρωικά και πανηγυρικά όμορφα στοιχισμένοι στα στιχουργήματά του και σ’ όλα τα ποιητικά πλατέματά στα μεγαλύτερα έργα.

Από το άκουσμα και μόνο του τίτλου στο κάθε έργο του (κι αυτό αφορά το σύνολο του ποιητικού του έργου), αντιλαμβάνεται κάθε διεισδυτικός αναγνώστης και μελετητής, τα ρομαντικά πηγαία αισθήματα, το ιριδίζον ψυχικό εύρος της σκέψης και το ευγενικό μένος που κατακλύζει συθέμελα τα στήθια και τη ψυχή του ποιητή.

Οι εικόνες που απορρέουν σε κάθε στιχουργική πνοή των έργων του, αποτυπώνονται μοναδικά με μια μοναδικής εμβέλειας ευρηματικότητα. Οι βουκολικού και πολλές φορές υπερρεαλιστικού ύφους ζωγραφικοί πίνακες της ποίησής του, δεν έχουν να ζηλέψουν απολύτως τίποτα, σε σύνθεση, χρωματικούς τόνους και παραστάσεις, ακόμη κι από τους μεγαλύτερους ζωγράφους πριν και μετά τη Βαλαωρίτια περίοδο και δείχνει με την πλούσια περιγραφική και λυρική του διάθεση να μυεί με απόλυτη ευσυνειδησία τον αναγνώστη στη θεματική της ποιήσεώς του.

«Στα πανάξια χέρια του ποιητή συνεχίζει η κα. Σταματέλου-Γώγου, η φύση παίρνει σάρκα και οστά. Έτσι, δικαιώνεται κι ο Παλαμάς που γράφει, “ο Βαλαωρίτης, είναι καρδιά και ζωγραφιά”.

Στα 1867, έχοντας ήδη θρηνήσει την απώλεια παιδιών του απ’ του Χάρου το δρεπάνι και παράλληλα απογοητευμένος απ’ την εξελικτική πορεία της πολιτικής του δράσης βρίσκει απάγκιο εδώ στη Μαδουρή.

Αγναντεύει τα Ακαρνανικά βουνά νοιώθοντας κοντά του το προγονικό χώμα της Βαλαώρας. Απέναντι κοιτά τις βουνοκορφές των Σκάρων και των Σταυρωτών.

Από εδώ θα αναπολήσει, θα συλλογιστεί, θα μελετήσει επί μακρόν την πορεία του καθώς και τη πορεία ολόκληρου του Ελληνικού γένους και των δεινών του. Από εδώ θα αναστοχαστεί και οραματιστεί την ανάταση της πατρίδας του με διάθεση απόλυτης αυτογνωσίας και ρεαλισμό.

Η Μαδουρή, αυτό το πρηγκιπονήσι των Τηλεβοειδών νήσων, θ’ αποτελέσει το προσωπικό του ταμπούρι κι οχυρό αντίστασης, συλλογισμού και μετερίζι των ονείρων του. Θα αποτελέσει την ιερή κολυμβήθρα όπου ο ίδιος ο ποιητής βίωσε την ανάγκη να ξαναβαπτιστεί για να βάλει τη δική του νέα ίσως αρχή.

Ένα απτό κι υποδειγματικό παράδειγμα του περίοπτου εικαστικού αποτυπώματός του, είναι κι ο “Αστραπόγιαννος”, που γράφτηκε ακριβώς εδώ στη Μαδουρή, νοιώθοντας την ανάγκη να κρατήσει άσβεστη στους αιώνες τη μνήμη ενός αγνού λαϊκού ήρωα.

Στα 1760 έως το 1782, έζησε ο Γιάννης Δημητρίου απ’ την Αγία Ευθυμία Φωκίδας. Ένας απ” τούς σημαντικότερους και πλέον γνωστούς κλέφτες και αρματολούς της προεπαναστατικής περιόδου. Η σύνθετη λέξη “Αστραπόγιαννος” προέκυψε απ’ τ’ όνομά του και τη λέξη αστραπή που πιθανώς έδειχνε το πόσο γρήγορος ήταν. Ο Γιάννος στη λαϊκή παράδοση, παρουσιάζεται ως ένας ατρόμητος πολεμιστής που ήταν καλός με τους Έλληνες αλλά σκληρός και αμείλικτος με τους Οθωμανούς.

«Κατήγετο ο Αστραπόγιαννος εκ του χωρίου της Αγίας Ευθυμίας και ήκμασε περί τα μέσα του παρελθόντος αιώνος.

Υπηρέτησε πρώτον ως απλούς Κλέφτης υπό τη σημαία των αδελφών Λάμπρου και Μήτρου Τσεκούρα και Βλαχαρμάτα Βέργου.

Μετά τον σκληρόν θάνατον τούτων, συνεκρότησε ίδιον Σώμα και επιβληθείς δια των όπλων, ανεγνωρίσθη επισήμως αρματολός» γράφει ο ποιητής στο εισαγωγικό του σημείωμα στο ομότιτλο ποιητικό δημιούργημα του Αστραπόγιαννου, που οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να του παραχωρήσουν το αρματολίκι της Δωρίδας. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Οθωμανός δερβέναγας των Σαλώνων Μίρτζας βίασε μια γυναίκα από τα μέρη του Αστραπόγιαννου, ο Γιάννος εξεστράτευσε εναντίον του και κατέσφαξε αυτόν κι όλους τους οπλοφόρους του.

Υπάρχει μάλιστα κι ένα δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στη συγκεκριμένη υπόθεση και στο οποίο ο Μίρτζας φαίνεται να “καλοπιάνει” τον Αστραπόγιαννο προκειμένου να συμφιλιωθούν……

….σε σένα Αστραπόγιαννε, Να’ρθεις να φιληθούμε

και μη γυρεύεις πέλεκυ να μη ζητάς ντουφέκι

συμπάθισέ με σου’φταιξα κι άλλη φορά δεν βάνω

το πόδι μου στον τόπο σου και στο δικό σου χώμα.

και συνεχίζει το τραγούδι

έλαβ’ ο Γιάννος τη γραφή

και πάει και καρτεράει

στην άκρη του Γαλαξιδιού

μ’ εξήντα παλικάρια.

Όπως λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη γέννηση του Αστραπόγιαννου, άλλο τόσο λιγότερο γνωστά είναι τα όσα γνωρίζουμε για το θάνατό του.

Αυτό που πέρασε από στόμα σε στόμα, είναι πως μετά από χρόνια στο αρματολίκι και πολλές νίκες, ο Αστραπόγιαννος σκοτώθηκε σε μια μάχη με τους Τούρκους στα παλάτια της Δωρίδας.

Είχε πληγωθεί πολύ βαριά μετά από προδοσία και διέταξε τον σύντροφό του Λαμπέτη να τον σκοτώσει για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων και τον σκοτώσουν αφού πρώτα τον εξευτελίσουν.

Θρύλος έγιναν τα κατορθώματά του και κλεφτοτράγουδο η παλικαριά του.

Ο Αστραπόγιαννος, έγινε καημός και θρύλος στους υπόδουλους Έλληνες και κατέστη λαϊκός ήρωας, τιμωρός των Τούρκων κι ελευθερωτής, γενναιόδωρος με τους φτωχούς κι ανελέητος με τους ισχυρούς.

Σήμερα Αστραπόγιαννος, αποκαλείται μεταφορικά ένας έξυπνος άνθρωπος με ηγετικά χαρίσματα που όμως είναι αντίθετος με το κατεστημένο και την ιεραρχία».

Ο ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ

Λαμπέτη, εδείλιασα! Τα σωθικά μου άσπλαχνο εθέρισε βόλι, πικρό.
Νεκρά στο σκάνδαλο τα δάχτυλά μου βλέπεις, επάγωσαν δώσ’ μου νερό

Λαμπέτη, εσβήστηκα! Ώραν την ώρα φεύγ’ ανυπόμονη, πετά η ψυχή.
Στα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα· σκύψε και πιε τηνε μ’ ένα φιλί.

Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου μέσα στα στήθια σου θέλω να βρω
στερνό λημέρι μου, θέλω η πνοή μου να βρει στα σπλάχνα σου τον ουρανό.

Μόχτα κι επλάκωσαν σαν άγριοι σκύλοι για το κεφάλι μου τι καρτερείς;
Φορτώσου τ’ άρματα, το καριοφίλι, κόψε με γρήγορα μη μ’ αρνηθείς.

Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώμα το γιαταγάνι σου, κι είναι θολό
Πώς κλαις; Τι δέρνεσαι; τρίψε το ακόμα μην τρέμεις ζύγωσε δώσ’ μου να ιδώ.

Το αίμα τ’ άπιστο με το δικό μου δε θέλω επάνω του ν’ ανταμωθεί,
φαρμάκι αγλύκαντο μες στο λαιμό μου δε θέλω σύντροφο κάτου στη γη.

Χτύπα, Λαμπέτη μου! Άπλωσε, πιάσε, σφίξε στα δάχτυλα τ’ άσπρα μαλλιά.
Τα χέρια εσταύρωσα. Μη με φοβάσαι κόψε με πάρε με στην αγκαλιά».

Ολόρθο επέταξε τ’ άξιο λεπίδι, τ’ αγέρι εξέσχισε, παίρνει φτερό,
άστραψ΄, εσφύριξε γοργό σα φίδι το δέντρο ελύγισε στη γη νεκρό.

Βαριά σπαράζει, φοβερή στο χέρι του Λαμπέτη
η κάρα τ’ Αστραπόγιαννου.Το μάτι ανταριασμένο
του σκοτωμένου τρεις φορές ανεβοκατεβαίνει
και βασιλεύει σκοτεινό. Στο μέτωπό του η νύχτα
ξαπλώθηκε αξημέρωτη. Δεν άφηκε η ψυχή του
άλλο σημάδι οπίσω της παρά στ’ αχνό το στόμα,
σα μιαν αχτίδα φεγγαριού στο μάρμαρο του τάφου,
ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένο
στου γέροντα τ’ αρματολού τα κάτασπρα τα γένια.

Σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης
κι αρπάζει το δισάκι του! Στη μια μεριά φορτώνει
το κρίθινό του το ψωμί, στην άλλη ματωμένο
το λείψανό του τ’ ακριβό. Το δάχτυλο του βάφει
στο αίμα π’ άφριζε στη γη, σταυρώνει το κουφάρι
και χάνεται στη λαγκαδιά καπνός ο πεζοδρόμος.

Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι πενήντα Λιάπηδες τον κυνηγούν.
Ο ίσκιος έφευγε, πετά, διαβαίνει η νύχτα επλάκωνε, λυσσομανούν.

Στη ράχη εμαύρισε σα συγνεφάκι αδειάζουν τ’ άρματα στέκουν να ιδούν.
Βροχή τα βόλια τους μες στο δισάκι τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν.

Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημα του, πηδά χαλάσματα και λαγκαδιές,
παίρνει το λείψανο στην αγκαλιά του, κάλλιο στην πλάτη του χίλιες βολιές.

Αγριοπρίναρα, παλιούρια, βάτοι, τη σάρκα του `τρωγαν, οθε διαβεί.
Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι εμπρός τρισκότιδο και πίσω εχθροί.

Στο χιόνι εβάλτωνε το παλληκάρι, τη γλώσσα το φρυγε δίψα σκληρή.
Νύχτα θεότυφλη, χωρίς φεγγάρι, και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.

Περνούν μεσάνυχτα κι η Πούλια σβηέται, τα πλάγια ασπρίζουνε, σιμών’ η αυγή.
Στέκει ακουρμαίνεται δεν αγρικιέται κανένα πάτημα παντού σιγή.

Ξυπνούν οι πέρδικες στο χαραμέρι στο λόγγο ερίχτηκε, γύρω θωρεί
γνωρίζει ανέλπιστα παλιό λημέρι, τη βρύση εξάνοιξε που τρεχ’ εκεί.

Πάλ’ ακουρμαίνεται γέρνει τ’ αυτιά του, πέφτει τ’ απίστομα, τη γη ρωτά
χτύπο δεν άκουσε μόν’ η καρδιά του μέσα στα στήθια του βαρεί, πετά.

Του φάνηκε ότι εξέφυγε εμέτρησ’ ένα ένα
τ’ άρματα τ’ Αστραπόγιαννου δεν έχασε κανένα
το μαύρο το κλεφτόπουλο στο φοβερό του δρόμο,
σιμά στη βρύση εκάθισε, κατέβασε απ’ τον ώμο
το έρμο το δισάκι του το μάτι του έχει αντάρα.
Απλώνει μες στο σάβανο το χέρι με λαχτάρα
σφίγγει τα κρύα τα μαλλιά ο νους του ανεμοζάλη,
ξεσέρνει το κεφάλι.

Μ’ ανατριχίλα το θωρεί. Στα χόρτα το καθίζει,
παίρνει στη φούχτα του νερό, το νίβει, το χτενίζει.
Ζερβιά του βάνει το σπαθί, δεξιά το καριοφίλι,
πλένει το στόμα το βουβό και στα νεκρά τα χείλη
βρίσκει ο Λαμπέτης άσβηστο, σα να `ταν πετρωμένο,
του γέρου το χαμόγελο γλυκ’ αποκοιμημένο.
τότε εξαλάφρωσε η καρδιά, τότε ένα δάκρυ πέφτει
στο πρόσωπο του κλέφτη.

Ένιωσ’ οτ’ είχε την ευχή τ’ αρματολού μαζί του
και ξεσυγνέφιασε με μιας η θολερή ψυχή του.
Του φάνηκε ολοζώντανος εκεί με τ’ άρματα του
ο γέροντας του νηστικός οτ’ έστεκε σιμά του.
Κόβει βλαστάρια τρυφερά, τη φτέρη ξεφυλλίζει,
παίρνει ένα κρίθινο ψωμί, στη μέση το χωρίζει
και τη μια σφήνα από τες δυο τη δίνει στο κεφάλι
κι αυτός κρατεί την άλλη.

Ξύπν’, Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει. Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαριά;
Ξύπνα, ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει να ιδείς τα φράξα σου, τα κρύα νερά.

Τα μάτια άνοιξε, ψυχοπατέρα, να ιδείς που σ’ έφερα σε μια βραδιά.
Μες στο λημέρι σου μ’ ύβρηκ’ η μέρα, το `χω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά.

«Θυμάσαι, ανήλικο μ’ είχε πετάξει στον δρόμο η μοίρα μου, μικρό μικρό
τη μάνα οι άπιστοι μου `χανε σφάξει, στο λόγγο εκρύφτηκα γυμνό, ορφανό.

Εδώ επρωτόρθαμε Μ’ ακούς, πατέρα; εδώ μ’ ανάστησες νεκρό, φτωχό.
Εδώ με πότισες δροσιά κι αγέρα, μ’ έκανες έλατο, πατέρα, εδώ.

Πρώτος συ μου `δειξες του εχθρού την όψη και συ μ’ εβάφτισες μες στη φωτιά.
Ποιος να σου το `λεγε πως θα σε κόψει το χέρι που `μαθες να πολεμά;

Ξύπν΄, Αστραπόγιαννε, και κοίταξέ με, φάγε μ’ εμένανε λίγο ψωμί,
φόρεσε τ’ άρματα, χαιρέτησέ με, ξύπνα, ζωντάνεψε κι ήρθ’ η αυγή.

Εσύ επρωτόδινες ψηλά στο βράχο το καλημέρισμα στον αϊτό,
συ πρώτος έδειχνες σ’ εμέ, στο Ζάχο, το γλυκοχάραμα στον ουρανό.

Τότ’ εξεφύτρωνες σαν κυπαρίσσι στα καταράχια μας τρομαχτικό,
τον ίσκιο σου έστελνες να φοβερίσει κάτου τα Σάλωνα και τώρα εδώ.

Ο Ζάχος έπεσε κι ήταν γραμμένο εγώ, Αστραπόγιαννε, πάλ’ ορφανό,
το ξυλοκρέβατο για σε να γένω, για σε, πατέρα μου, γη να ζητώ».

Κι εκεί που ο δύστυχος μοιρολογούσε με μιας αυτιάζεται κι ένα σκυλί
μακρά του φάνηκε σα να αλυχτούσε, κούφια σαν κι άκουσε ποδοβολή.

Τα δέντρα εσείστηκαν, τα χαμόκλάδια σκιασμένα επρόβαιναν συχνά συχνά
πλατόνια, αγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια μην επαγάνιζεν η Λιαπουριά;

Σκύφτει, ακουρμαίνεται σιμών’ η αντάρα του `βραν το πάτημα στο χιόνι οι εχθροί.
Αρπάζει τ’ άρματα, κρύβει την κάρα, πετά, αναλήφθηκε σαν αστραπή.

Τρέχει εδώθ΄, εκείθε γέρνει η έρμη φτέρνα στο βουνό,
μαύρο κύμα ανεμοδέρνει και δε βρίσκει ένα γιαλό.

Τον επήρε γι’ αγωγιάτη Χάρος άγρυπνος, σκληρός
σαλαγάει, βαρεί την πλάτη πάντα πίσω του ο νεκρός.

Στο τυφλό το τρέξιμό του μες στη φούχτα του αρπαχτά
για να βρέξει το λαιμό του πίνει πάχνη και περνά.

Τον εθέριζε άγρια πείνα και δεν έχει άλλο ψωμί
στο σακί του μέν’ η σφήνα τ’ Αστραπόγιαννου ξερή.

Στ’ αχαμνά τα δάχτυλά του την επήρε μια φορά
Θολωμέν’ είν’ η ματιά του και τα χείλη του ανοιχτά.

Όλος έτρεμε στο στόμα την εζύγωσε σκιαχτά
Δεν αμάρτησε, οχι ακόμα, αναστέναξε βαριά.

Με μιας του φυγ’ ένα δάκρυ, την εφίλησε γλυκά
και στον κόρφο σε μιαν άκρη την εγώνιασε βαθιά.

Πόσες μέρες και που τρέχει, πόσες νύχτες δε μετρά,
μέσα ο νους του πάντα βρέχει στην ψυχή του συγνεφιά.

Μες στο λόγγο αν σταματήσει για να πάρει ανασασμό,
κάποιος λύκος θα χουμήσει για ν’ αρπάξει το νεκρό.

Καλιακούδες και κοράκοι το κεφάλι κυνηγούν,
με τα νύχια απ’ το δισάκι να το κλέψουν πολεμούν.

Ανδρειεύεται η καρδιά του, τρέχει ακόμη λίγο εμπρός,
μια κρυφή βρίσκει σπηλιά του, μέσα ρίχνεται ο φτωχός.

Ξεφορτώνεται, δειλιάζει, γέρνει αναίσθητος στη γη,
κλει τα μάτια του, πλαγιάζει και το λείψανο κρατεί.

Κι εκεί που `τανε θαμμένος μες στου ύπνου την νυχτιά,
στο πλευρό του ο σκοτωμένος ανταριάζεται, ξυπνά.

Στέκει εμπρός του τα δυο μάτια, κούφια χάσκουνε πλατιά.
Πέφτ’ η σάρκα του κομμάτια, τα δυο χείλη λαγκαδιά.

Το γλυκό χαμόγελό του λίγο λίγο είχε σβηστεί
και περνούν στο μέτωπό του μαύρα γνέφη εδώ κι εκεί.

Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μου τόσα μερόνυχτα χωρίς ταφή,
ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου δώσ’ μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη.

Κάτου στα Σάλωνα, ξεψυχισμένος ο εχθρός εφώλιασε μακρά απ’ εδώ
ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι αποσταμένος θέλω στο μνήμα μου να πάω κι εγώ.

Βλέπεις μυρίστηκαν το σκοτωμό μου όρνια ανυπόμονα, μαύρα πουλιά,
πριν με ξεσχίσουνε στο σάβανό μου, παιδί μου, κρύψε με στη γη βαθιά.

«Τώρα που εκόρνιασαν κι όλογυρά μου σκοτάδι τρίδιπλο με πλημμυρεί,
πάρ’ το δισάκι σου, πάρ’ τ’ άρματα μου, ξύπνα να φύγομε πριν έρθ’ η αυγή.

Θέλω το χάραμα, που `βγαινε πρώτο και μου καμάρωνε τη λεβεντιά,
τ’ αγέρι, που `τρεχε χνότο με χνότο και μου ζωντάνευε τα σωθικά,

οι αριές, τα πεύκα μου, τα κρύα νερά μου, θέλω, Λαμπέτη μου, να μη με ιδούν,
να μη γνωρίσουνε την ασχήμια μου έλα να φύγομε, μην πικραθούν.

Τώρα που μ’ έφερες ως τα Παλάτια, σκάψε το λάκκο μου σ’ αυτήν τη γη.
Εδώ δε φτάνουνε του εχθρού τα μάτια δεν ανεβαίνουν παρ’ αϊτοί.

Λαμπέτη, χώσε με με τ’ άρματά μου, ολόρθα, στήσε τα, δεξιά ζερβιά.
Να `ναι στο μνήμα μου κερόδοσά μου, πρωτοπαλίκαρα στην ερημιά.

Κι όταν, Λαμπέτη μου, με χωματίσεις, έβγα στο Τρίκορφο γοργά γοργά
να πεις πως σ’ έστειλα να πολεμήσεις, πες χαιρετίσματα στην κλεφτουριά.

Εχτές επιάστηκε κι εκεί τουφέκι, στον ύπνο μου άκουσα το βογκητό
εγώ αποσβήστηκα κι αστροπελέκι, Λαμπέτη, μ’ έμεινες εσύ στερνό.

«Μη μου πικραίνεσαι, κι είναι γραμμένο μ’ εμένα γλήγορα ν’ ανταμωθείς,
τρέχα, πολέμησε και σε προσμένω στο μνήμα μου άλιωτος όσο να `ρθεις».

Ξυπνά… αλαφιάζεται, ο νους του ανάφτει; βουβός επέρασε μια λαγκαδιά.
Βρίσκει έν’ απόγονο, το χώμα σκάφτει τα χείλη επέτρωσαν, πάντα βουβά.

Το νύχι αιμάτωνε μες στο στουρνάρι, έχωσε τ’ άρματα και το ψωμί,
στο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι, το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί.

Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει, δεν εξανάσαινε μην προδοθεί;
κοιτάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει, τρέμει στον πόλεμο μη δε βρεθεί.

Βλέπει το Τρίκορφο, σφίγγεται, φτάνει, το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό.
Σέρνει στα δόντια του το γιαταγάνι, ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.

Πούθε να πλάκωσε παρόμοια αντάρα, παρόμοιος σίφουνας ο εχθρός ρωτά.
Το χέρι εδούλευε και βουβαμάρα πάντα τα χείλη του κρατεί κλειστά.

Χάρος ανέλπιστος περνά, θερίζει, αναστυλώθηκε κι η κλεφτουριά.
Ρυάζετ’ η Ρούμελη στο μετερίζι ρίχνεται πίσω του παύει η φωτιά.

Δεν τον επρόφταιναν τον ανακράζουν, δεν αποκρένεται, διαβαίνει εμπρός.
Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν, σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός.

Στο δρόμο του άξαφνα του λυέται η χαίτη, στην πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά
τότε του φώναξαν: «Στάσου, Λαμπέτη, άφησε κι ένανε γι’ άλλη φορά».

Κι αυτός δεν ένιωθε ποιος τονε κράζει, πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά,
τ’ αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει άστραψ΄, εβρόντησε μια πιστολιά.

Τον ελαβώσανε…. στο χώμα γέρνει, το βόλι εχώνεψε μες στα πλευρά.
Πέφτει τ’ απίστομα, σιγά ξεσέρνει, σα φίδι κρύβεται μες στα κλαριά.

Έβοσκε ο θάνατος τα σωθικά του κι εκείνος έτρεχεν ολονυχτίς.
Πατεί, σωριάζεται, σβηέτ’ η καρδιά του πού `σ΄, Αστραπόγιαννε, να τονε ιδείς;

Διαβαίνει ανήφορους και μονοπάτια, βράχους απάτητους, νεροσυρμές,
εξημερώθηκε μες στα Παλάτια, εψυχομάχησε χίλιες φορές.

Το μνήμα επρόσμενε λιγάκι ακόμα να φτάσει τ’ όλειπε πετιέται ορθός,
πηδά, ανδρειεύεται το έρμο χώμα σφίγγει στα δόντια του, πέφτει νεκρός.

Το βράδυ ανέλπιστα πιάνει το χιόνι κι ο τάφος κρύβεται βαθιά βαθιά.
Λες κι εσαβάνωσαν σ’ ένα σεντόνι τα δυο τα λείψανα σφιχτά σφιχτά.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>