Αφιέρωμα στο 1821 – 1. Ο μαρτυρικός θάνατος ενός Άγιου της Ελληνικής Επανάστασης – Το σούβλισμα | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Αφιέρωμα στο 1821 – 1. Ο μαρτυρικός θάνατος ενός Άγιου της Ελληνικής Επανάστασης – Το σούβλισμα

Γράφει ο Αιθεροβάμων…

Αφιέρωμα στο 1821

1. Ο μαρτυρικός θάνατος ενός Άγιου της Ελληνικής Επανάστασης

Το σούβλισμα

Δεκαεννιά χρονών γίνεται καλογεροπαίδι, έπειτα διάκος στο μοναστήρι του Άη Γιάννη του Πρόδρομου στην Αρτοτίνα.

Κάποτε ένας ντερβέναγας κονάκιασε στο μοναστήρι και όπως ήταν ωραίο παλικάρι, του ρίχτηκε. Μα ο Θανάσης δεν τα σήκωνε αυτά, αρπάζει τη μπιστόλα του ντερβέναγα, τον σκοτώνει, παίρνει τα βουνά και γίνεται κλέφτης.

Αργότερα γνωρίζει τον Αντρούτσο, που εκτιμάει τη λεβεντιά του Διάκου και τον αφήνει στο πόδι του στη Λιβαδειά.

Στις 23 του Απρίλη το 1821 ο Θανάσης Διάκος βρίσκεται αντιμέτωπος στα Ποριά της Αλαμάνας με τούρκικο ασκέρι οχτώ χιλιάδων νοματαίων με αρχηγούς τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη.

Οι σύντροφοί του κάποια στιγμή τον παρακαλάνε να φύγουν γιατί οι τούρκοι τους έχουν κυκλώσει.

Ο Διάκος δε φεύγει κι ούτε παρατάει τους συντρόφους του! τους αποκρίνεται.

Στην άνιση μάχη που ακολουθάει ένα μολύβι χτυπάει το Διάκο στην ωμοπλάτη και παραλά το δεξί του χέρι. Δε σταματάει, σα λυσσασμένο θεριό ρίχνεται πάνω στους Τούρκους. Μα δεν αργεί ο λαβωμένος ήρωας να πέσει ζωντανός στα χέρια των ντελήδων.

Φέρνουν τον Διάκο στους πασάδες.

– Πως σ’ έπιασαν, ωρέ Διάκο ζωντανό; τονε ρωτάει ο Ομέρ Βρυώνης.

– Αν το “ξερα, του αποκρίθηκε, θα κράταγα ακόμα ένα φουσέκι.

– Γιατί κάνατε ζορμπαλίκι; τονε ρωτάει ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς. Τι γυρεύετε;

– Πήραμε τ’ άρματα για να ξεσκλαβωθούμε.

– Αν μετάνοιωσες και θες να με δουλέψεις, σου χαρίζω τη ζωή και προστάζω τους γιατρούς να σου κοιτάξουν τη λαβωματιά.

– Δε σε δουλεύω, πασά. Μα κι αν σε δουλέψω, δεν σ’ ωφελώ.

– Θα σε σκοτώσω, ωρέ Διάκο.

– Σκότωσέ με, η πατρίδα μου έχει πολλούς ακόμα Διάκους.

Την άλλη μέρα, 24 του Απρίλη, πρόσταξαν οι πασάδες να σουβλιστεί ο Διάκος. Τον πήρανε αλυσοδεμένο να τον πάνε στον τόπο που θα μαρτυρούσε.

Πάνω στο στήθος Του φάνηκαν οι κατακόκκινες και πρησμένες πληγές από τις αλυσίδες.

Αμίλητος ξάπλωσε όπως Τον διέταξαν, με το πρόσωπο καταγής.

Του έδεσαν πρώτα τα χέρια πισθάγκωνα και μετά ένα ένα τα πόδια γύρω από τον αστράγαλο με ξεχωριστά σκοινιά. Τέντωσαν το κάθε σκοινί από τη κάθε μεριά και Του άνοιξαν όσο έπαιρνε τα πόδια.

Στο μεταξύ ο αρχιδήμιος, τοποθέτησε τη σούβλα πάνω σε δύο μικρά ξύλινα στηρίγματα, έτσι ώστε η μύτη της να βρεθεί ανάμεσα στα πόδια του Διάκου. Ύστερα έβγαλε από πίσω από το ζωνάρι του ένα κοντόφαρδο μαχαίρι, γονάτισε κοντά στον ακίνητο μελλοθάνατο και έσκυψε να κόψει το βρακί ανάμεσα στα πόδια και να φαρδύνει το άνοιγμα απ’ όπου η σούβλα θα έμπαινε στο κορμί.

Το δεμένο κορμί αναπήδησε από το ταχύ και αθέατο βύθισμα του μαχαιριού, ανασηκώθηκε μέχρι τη μέση, κι έδειχνε σα να’ θελε να σηκωθεί, αλλά αμέσως ξανάπεσε μ’ ένα κούφιο ήχο πάνω στο σανίδι.

Μόλις ο αρχιδήμιος τέλειωσε αυτή τη δουλειά, πήδηξε, κι έπιασε το σφυρί κι άρχισε μ’ αυτό να χτυπάει το πίσω μέρος της σούβλας με ανάλαφρα και καλά υπολογισμένα χτυπήματα.

Ανάμεσα σε δυο χτυπήματα σταματούσε λίγο κι εξέταζε πρώτα το κορμί όπου μπήγονταν η σούβλα κι’ ύστερα ορμήνευε τους δύο βοηθούς του να τραβάνε απαλά και ισόμερα τα σκοινιά.

Το κορμί του Διάκου με τα τεντωμένα σκέλια συσπάται από μόνο του.

Με κάθε χτύπημα του σφυριού η ραχοκοκαλιά Του μαζεύονταν και διπλώνονταν, αλλά τα σκοινιά τέντωναν το κορμί και το ίσιωναν ξανά.

Η σιωπή ήταν τέτοια που ξεχώριζε καθαρά το κάθε χτύπημα αλλά και ο αντίλαλός του.

Το κούτελο του Διάκου χτυπούσε πάνω στο σανίδι μ’ ένα παράξενο ήχο. Αυτός ο ήχος δεν ήταν βογγητό, δεν ήταν κραυγή απελπισίας κι ούτε επιθανάτιος ρόγχος, ούτε ανθρώπινος ήχος.

Ολάκερο εκείνο το τεντωμένο και βασανισμένο κορμί έβγαζε από μέσα του κάτι σα τρίξιμο, σα σπάσιμο, όπως ακούγεται ένας φράχτης που τσαλαπατιέται ή ένα δένδρο που τσακίζεται.

Έπειτα από κάθε δεύτερο χτύπημα ο αρχιδήμιος πλησίαζε το τεντωμένο σώμα και κοίταζε, σκύβοντας από πάνω Του, αν η σούβλα προχωράει σωστά.

Κάποια στιγμή τα χτυπήματα σταμάτησαν. Ο αρχιδήμιος πρόσεξε πως η κορυφή της δεξιάς πλάτης τεντώνεται και το δέρμα ανασηκώνεται.

Πλησίασε γρήγορα και πάνω στο σημείο εκείνο χάραξε με το μαχαίρι τη πλάτη σταυρωτά.

Ένα ανοιχτόχρωμο αίμα έτρεξε από την πληγή.

Λιγοστό στην αρχή, αλλά όλο και δυνάμωνε.

Ακόμα δυο τρία ανάλαφρα και προσεκτικά χτυπήματα και στο χαραγμένο μέρος άρχισε να φαίνεται η σιδερένια μύτη της σούβλας.

Με μερικά ακόμα χτυπήματα η μύτη της σούβλας έφτασε στο ύψος του δεξιού αυτιού.

Ο Διάκος σουβλίστηκε σαν αρνί μόνο που η άκρη της σούβλας δεν έβγαινε από το στόμα αλλά από τη πλάτη και δε πειράχτηκαν σοβαρά τα σπλάχνα, η καρδιά και πνευμόνια.

Ο αρχιδήμιος πέταξε το σφυρί και πλησίασε. Εξέτασε το ακίνητο σώμα, ενώ οι δύο βοηθοί του, το γύρισαν ανάσκελα και άρχισαν να του δένουν τα κάτω μέρη των ποδιών πάνω στη σούβλα.

Το πρόσωπο του Διάκου ξαφνικά φούσκωσε, πλάτυνε και μεγάλωσε.

Τα μάτια Του ήταν ορθάνοιχτα κι ανήσυχα, τα βλέφαρα όμως ήταν ακίνητα, το στόμα χαλαρωμένο και τα χείλη Του πετρωμένα σ’ ένα σπασμό που άφηνε από το βάθος να ξεχωρίζουν τ’ ασπριδερά σφιγμένα δόντια.

Όλη η όψη Του έμοιαζε πιο πολύ με μάσκα.

Η καρδιά όμως χτυπούσε σιγανά και τα πνευμόνια δούλευαν ίσα που να κοντανασαίνει.

Οι δυο τούρκοι άρχισαν να Τον σηκώνουν σα κριάρι στη σούβλα μέχρι που τη στερέωσαν σ’ ένα δένδρο.

Κάποιοι άλλοι μάζεψαν πουρναρόξυλα και άναψαν μια μεγάλη φωτιά.

Οι λιγοστοί θεατές έβλεπαν από μακριά τον Διάκο σαν άγαλμα κι έμεναν άφωνοι από τον τρόμο.

Ο αρχιδήμιος και μερικοί αρβανίτες ξαναπλησίασαν τον σουβλισμένο και άρχισαν να τον περιεργάζονται.

Πάνω στη σούβλα σχηματίζονταν ένα αχνό αυλάκι από αίμα.

Ήταν ζωντανός και είχε τις αισθήσεις Του.

Τα πλευρά Του ανεβοκατέβαιναν.

Οι φλέβες του λαιμού Του χτυπούσαν.

Τα μάτια Του στριφογύριζαν αργά, και χωρίς σταματημό.

Μέσα από τα σφιγμένα δόντια ξέφυγε μια μακρόσυρτη φράση:

Ωρέ Αρβανίτε, δεν είναι κανένας από σας παλικάρι να με σκοτώσει με τη πιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες να με παιδέψουν;

Δεν είμαι κακούργος. Για την πατρίδα μου πολέμησα.

Όταν αντίκρυσε τη θράκα που πάνω σ’ αυτή θα Τον ψήνανε, έριξε ολόγυρα μια ματιά πάνω στα καταπράσινα βουνά κι είπε:

Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γη χορτάρι.

Τρεις ώρες γύριζαν τη σούβλα και ψήνανε τον Άγιο ώσπου να βγει η ψυχή Του!

Σημείωση:
Για τη σύνταξη αυτού του θέματος χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από τα βιβλία:
1. Δημήτρη Φωτιάδη. Καραϊσκάκης, Εκδόσεις Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
2. Ίβο Άντριτς.Το γεφύρι του Δρίνου, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.

Ο Αιθεροβάμων

 

Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του Αιθεροβάμωνα


Displaying 1 Comments
Have Your Say
  1. Ο/Η giorgos λέει:

    πω! πω! ανατριχιασα !

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>