Ένας δρόμος, μια ιστορία – Οδός Διονυσίου Δεβάρη | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Δε, Σεπ 19th, 2011

Ένας δρόμος, μια ιστορία – Οδός Διονυσίου Δεβάρη

Ο Διονύσιος Δεβάρης (1883-1955) γεννήθηκε το 1883 στη Λευκάδα. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε αρκετές αθηναϊκές εφημερίδες, όπως η «Ακρόπολη» και η «Βραδυνή», ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με επιτυχία και με το θέατρο, ως θεατρικός συγγραφέας.

Επιπλέον, μαζί με τον Ρέημοντ Ντάνκναν ίδρυσε θίασο με τον οποίο περιόδευσε στις ΗΠΑ και στο Παρίσι, παρουσιάζοντας την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή κατά την περίοδο 1910-1912.

Έργα του: Πρίγκιψ των Παρισίων, Ειρήνη, Μις Τσάρλεστον. (Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ)

ΣΤΟ ΒΑΠΟΡΙ

Καθόμαστε μαζωμένοι στην τραπεζαρία, τελειώναμε το δείπνο όλ΄ οι επιβάτες της πρώτης θέσης. Ένας λοχαγός-γιατρός υμνούσε -ξεκουμπώνοντας λιγάκι το γιλέκο του και αφήνοντας να προβάλη μια θαυμαστή κοιλιά- τις τελευταίες ανακαλύψεις και το διαολεμένο -όπως τον έλεγε- τον Έδισον. Μαζί μας ήταν και ο σιορ Παντελής ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης, πατριώτης μου, κοντός όσο μπορούσε νάναι άνθρωπος, με ψαλλιδισμένο μουστάκι, ακούγοντας με θαμασμό τις διήγησες του γιατρού χωρίς να μιλά. Καθώς τέλειωσε το δείπνο, η κουβέντα άλλαξε. Πέσαμε στη θρησκεία. Ένας κομψός μεσίτης, απ” τους Κορφούς, καλοθρεμένος, γελούσε με του γιατρού τις θεωρίες.

– Οι σοσιαλισταί σήμερα λένε πραχτικώτερα απ΄ το Χριστό πράματα… κάνει με την ξεχωριστή προφορά του.

Ο γιατρός τον πολέμησε με παραδείγματα. Ο άλλος ανάφερε έργα και κατέληξε να πη πως μια καλή πράξη είναι ζήτημα καλής ανατροφής.

– Είναι κι΄ αυτό! μιλά για πρώτη φορά ο σιορ Παντελής κινώντας ως το τραπέζι το κεφάλι του μισομεθυσμένος και παίρνοντας τσιγάρο απ” τη τσιγαροθήκη του γιατρού, που την είχ΄ ανοιχτή δίπλα του.

Σε λιγάκι ωστόσο αναγκαστήκαμε να τραβηχτούμε στις καμπίνες μας απ” την φουρτούνα. Το βαπόρι κυλούσε σαν παιγνίδι στα χέρια των κυμάτων.

Στο κρεββάτι, που δεν έβρισκα ύπνον, ένας βαρύς εφιάλτης με κάτεχε. Τα κύματα χτυπώντας με ορμή στο παραθύρι μου ξανοίγονταν σαν άγριες μορφές, που με κοιτούσαν πίσω από το τζάμι με τα πράσινα μάτια τους. Έπειτα θάρρεψα να πνίγομαι· μέσα σε σπαραχτικές φωνές ανθρώπων, άνοιξα τα μάτια μου κι΄ ακούγοντας τις ίδιες, θυμήθηκα πως το βαπόρι ήταν φορτωμένο αρνιά, πούσκουζαν στη θαλασσοταραχή. Σαν κοίταξα στο μέρος της πόρτας, πούχ΄ αφήσει μισανοιχτά, αντίκρυσα μιαν αδύνατη γυναίκα ντυμένη μαύρα ρούχα, που σάστιζαν μέσα στο σκοτάδι. Τα μάτια της γαλανά, μεγάλα, με κοιτούσαν ολάνοιχτα, ενώ στο χλωμό της πρόσωπο ένα χαμόγελο ανάλλαγο άγριας χαράς μαρμάρωνε. Ένας φόβος μου παράλυσε κάθε κίνηση βλέποντας τα μάτια της, ως νάχα μπροστά μου την ίδια τρικυμία. Από την πλώρη ακούστηκε μια καμπάνα που σήμανε δύο χτύπους αργά. Μου φάνηκε πως κιντυνέβαμε και πετάχτηκα απ” το κρεβάτι, σα νάθελα να διώξω κάθε απάτη, που έδενε το κορμί μου.

Η γυναίκα απομακρύνθηκε στο σκοτάδι με πάτημα αργό σαν υπνοβάτης.

Τα ξημερώματα βγήκα στην τραπεζαρία ακούγοντας τον κρότο της άγκυρας.

Η θάλασσα γαλήνεψε… Ο σιορ Παντελής, μπρος στην καμπίνα του, με το νυχτικό κι΄ ένα πανωφόρι ριγμένο στις πλάτες, φώναζε τον καμαρώτο με φωνή πνιγμένη και κρατώντας το στομάχι του.

– Αχ! Τη νύχτα πέρασα! μου λέει. Το κρασί…

Και με ύφος εμπιστευτικό σα νάθελε να μου μολογήση το σοβαρότερο μυστικό, μου λέει σκύβοντας στ΄ αυτί μου.

– Ξέρεις, έπια δυό μπουκάλια μεγάλα!

Έβγαλ΄ απ΄ το πανωφόρι του ένα χαρτί με χαμομήλι, που πάντα έπαιρνε μαζί του, και το παρέδωκε στον καμαρότο παραγγέλνοντας ένα φλυτζάνι.

Ανεβαίνοντας στο κατάστρωμα, είδα να ξαπλώνεται κοιμισμένος ακόμα ο Έπαχτος. Κοιτούσα τα κάστρα του βουνού που το στεφάνωναν, τόζωναν και κατεβάινοντας αγκάλιαζαν ένα κομμάτι θάλασσας, πούταν αραγμένα δυό καΐκια. Σπιτάκια ανάμεσ” από πορτοκαλλιές, που ξεχείλιζαν απ΄ το κάστρο, πρόβαλλαν κοιτώντας, με τα παραθύρια τους κατάκλειστα, τη θάλασσα. Τσιμουδιά δεν ακούγονταν. Μονάχα ένα μεγάλο κοράκι πάνω απ” το κάστρο της κορφής πετούσε διαγράφοντας κύκλους, ανήσυχο, με το κεφάλι προς τη γη. Νόμιζε κανείς πως η σιγή κείνη καρτερούσε κάποιο αντρειωμένο ξύπνημα.

Ξαφνικά έν΄ από τα παράθυρα που βλέπαν στη θάλασσα ανοίχτηκε και φάνηκε μια γριά γυναίκα, που κινούσε ένα μεγάλο χρωματιστό μαντήλι χαιρετώντας μια βάρκα, που γλυστρούσε αργά από την αγκαλιά του κάστρου προς το βαπόρι. Στην άλλην άκρηα οι λεύκες αναδεύτηκαν και το ψυχρό αγέρι της αυγής φτερούγισε σα να ταν κοιμισμένο μέσ” τα κλώνια τους. Το κοράκι χάθηκε σα να το τρόμαζε η κίνηση π΄ άρχισε να ξυπνά τον Έπαχτο. Ένας φουστανελλάς ανέβηκε στο άκρο του κάστρου κοιτώντας το βαπόρι, πούφευγεν, ακίνητος σαν άγαλμα κι” ακουμπώντας το κεφάλι στο μουράγιο. Θυμούμενος το φόβο που δοκίμασα τη νύχτα γελούσα μόνος μου και κάθε εντύπωση πνίγονταν σε κείνη τη γαλήνη.

Σε μια ώρα φάνηκε στο κατάστρωμα ο σιορ Παντελής με φουσκωμένα μούτρα και καταπράσινος. Το στομάχι του δεν εννοούσε να ησυχάση. Τούφταιγε το βαπόρι. Κάθησε στο χείλο του πλοίου κρατώντας, με τα δυό του χέρια ανοιχτά, τα σκοινιά -όπως έκανε συχνά άμα κουβέντιαζε- ανεβαίνοντας κάπου για να κρύψη λίγο τη μικρότη του κορμιού του και μου ξαφηγώνταν περιπέτειες από τα ταξίδια, πούκανε κάθε τόσο στην Ιταλία. Α! Τα Ευρωπαϊκά βαπόρια άξιζαν τον κόπο!

Καθώς μιλούσαμε, ένα γέλιο ηχηρό σκορπίστηκε στο πλοίο και μια γυναίκα -η ίδια που μου παρουσιάστηκε την περασμένη νύχτα- αναίβηκε γλήγορα το κατάστρωμα, πέρασ΄ απ΄ ομπρός μας με το κεφάλι τυλιγμένο σ΄ ένα μεταξωτό μαύρο κεφαλοπάνι, χλωμή, με μια χλωμάδα πούχε το ίδιο χρώμα με τη σκοτεινή κείνη μέρα, και με τα χέρια τεντωμένα προς τη θάλασσα, ως να παραδίνονταν – χούμηξε να ριχτή μέσα αφήνοντας ένα διαπεραστικό σκούξιμο – όταν ένας ναύτης, που βρέθηκε σιμά της, την κράτησε απ” το μπράτσο. Κείνη, γύρισε και κυλίστηκε κάτου, κρεμασμένη απ” το χέρι του άψυχη. Την ίδια στιγμή αναίβηκ΄ ένας γέρος, που δεν είχαμε δη καθόλου στο ταξίδι, με πένθος, και προχώρησε αμίλητος και με βουρκωμένα μάτια προς τη νέα. Την έπιασ΄ από το χέρι και την κάθησε κοντά του σ΄ ένα μπάγκο. Χαμήλωσε το κεφάλι της και κοιτούσε στηλωτά τη θάλασσα σ΄ ένα ορισμένο σημείο, ενώ στο πρόσωπό της ένα πικρό χαμόγελο πόνου χαάραζε, ως να αποχωρίζονταν κάτι πολυαγαπημένο.

Ο γέρος κρατώντας της το χέρι κοιτούσε χάμω μην ανοίγοντας ούτε στιγμή τα χείλη. Κανείς δεν τολμούσε να τους σιμώση.

Όταν ρώτησα το ναύτη, που την κράτησε, μ΄ αποκρίθηκε:

– Μια τρελλή, τρελλή! Πνίγηκε στην ξενιτειά ο άντρας της θαλασσινός. Είταν νειόπαντρη. Κάθε που δη θάλασσα κάνει πάντα έτσι. Ο γέρος είναι πατέρας της.

Απομακρύνθηκε τρέχοντας κι επρόστεσε γελώντας:

– Δεν την άφιναν την κακομοίρα να πνιγή!

Να ένα επισόδιο ασήμαντο που αληθινά θα ξεχνούσα, μα ο σιορ Παντελής κάθε φορά που μ΄ απαντήση τώρα στο δρόμο μου λέει:

– Θυμάσαι το ταξίδι μας; Το στομάχι μου;

Έπειτα κουνά το χέρι του και ξαναλέει πάντα.

– Αμ΄ η τρελλή;

Λευκάδα ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΔΕΒΑΡΗΣ

Πηγή: Ο Νουμάς, Τόμ. 3, Αρ. 145 (1905)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>