Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Εν φαντασία και λόγω»* | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Εν φαντασία και λόγω»*

Vladimir Kush

«ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ»
του Χρήστου Σκιαδαρέση, Φιλολόγου, Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

*Στίχος του Κωνσταντίνου Καβάφη

Είναι καθοδικό ον ο άνθρωπος.

Τελεί σε διαδικασία κατεδάφισης, κατολίσθησης ένα πράγμα.

Πάει και τελείωσε.

Δεν εξηγείται αλλιώς η όλο και αυξανόμενη τάση του να ικανοποιεί ολημερίς – ολονυχτίς την ακόρεστη καταναλωτική του τέρψη, τις ενστικτώδεις ανάγκες του, την ηδονιστική του βουλιμία.

Τον κατέστρεψε ετούτος ο υπερσιτισμός, τον αποφλοίωσε.

Η συλλογική εξαγορά και πώληση των πάντων (αξιών, συνειδήσεων, αγαθών, ιδεών) τού έδωσε τη χαριστική βολή.

Κι όσο κατρακυλά στον βόρβορο και την ανυποληψία, όσο εκτραχηλίζεται στην προσωρινότητα αυτού του μάταιου κόσμου, άλλο τόσο εγκλωβίζεται στο εγωτικό του αδιέξοδο και στον στυγνό, σχεδόν κυνικό, ορθολογισμό του αδυνατώντας, τελικώς, να επιπλεύσει και να κολυμπήσει μέσα στη γυάλα στην οποία έχει -από δική του επιλογή- εγκλειστεί.

Το ακόμη πιο παράδοξο είναι ότι, ενώ αντιλαμβάνεται ότι, με τέτοιες ζημιογόνες συμπεριφορές, δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που καλείται να λύσει, ότι οι δυνάμεις του αμβλύνονται, ότι εφιάλτες επίμονοι τον πνίγουν και τον στοιχειώνουν και πόνοι αβάσταχτοι ακινητοποιούν τα πόδια, τα χέρια και τη σκέψη του, δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει την έκταση της απειλητικής καταστροφής που έρχεται, προκειμένου να κάνει -το συντομότερο δυνατό- 180 μοίρες στροφή και «να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται» (Διονύσης Τσακνής).

Δίνει την εντύπωση ότι δεν μπορεί να βάλει δύο πράγματα σε μία λογική σειρά.

Ότι είναι όλα τόσο ανακατωμένα -οι υπερφίαλες βλέψεις του, οι έγνοιες και οι υποχρεώσεις που υπαγορεύουν οι όροι της επιβίωσής του- με το αίμα και το μυαλό του, που νομίζεις πως ατενίζει τον κόσμο γύρω του μέσα από ένα θαμπό ζευγάρι γυαλιών, μέσα από ένα πολύχρωμο βιτρό.

Μήπως, άραγε, αναπτύσσει μια υπολανθάνουσα αίσθηση της αλήθειας;

Μήπως, τελικά, ο εφήμερος χαρακτήρας της επίγειάς του ύπαρξης δρα παραπλανητικά και του αποσπά όλη τη φαιά ουσία σε αχρείαστα, αν όχι βλαβερά πράγματα;

Αλήθεια, είμαστε όσο πνευματοφόροι πιστεύουμε (ότι είμαστε) ή η κυτταρική μας φύση δυσκολεύεται να εξισορροπήσει τις αντίρροπες ενεργειακές δυνάμεις που δημιουργεί απ’ τη μια ο ακοίμητος φύλακας της σοφίας, ο νους μας, κι απ’ την άλλη η συναισθηματική έκχυση του υποσυνειδήτου μας, οι παρεκκλίσεις που εκδηλώνονται στο πεδίο της επιθυμητικής μας έκφρασης;

Όποια κι είναι η απάντηση σχετικά με τη διφυή αντινομία της φύσης μας και την ακεφιά, την κακοδιάθεση και τις παρενέργειες που τυχόν μας προκαλεί, δεν πρέπει να μας απογοητεύει και να μας αποτρέπει απ’ το να αμυνόμαστε και να πολεμάμε, να δρασκελούμε τις στενοχώριες, να συμπεριφερόμαστε σαν αλέγκρο πλάσματα, να αναζητάμε άλλες ατραπούς εκτόνωσης και λύτρωσης.

Τουναντίον, επιβάλλεται θα έλεγα.

Μία τέτοια εναλλακτική ατραπός είναι να κρυφομιλάμε με τη φαντασία μας, να στρέφουμε τη ματιά μας προς τα μέσα μας, στα μύχια του νου και της ψυχής, να εμβαθύνουμε στον εαυτό μας (όσο κι αν κάτι τέτοιο μας κάνει -σε μια πρώτη προσέγγιση- να νομίζουμε ότι μας περιορίζει, ότι μας «κρατάει πίσω»), στο αχανές σύμπαν που κρύβουμε ο καθένας και να επανασκηνοθετήσουμε τον κόσμο μας, να αντιστρατευτούμε στην εποχή μας και τις προθέσεις της, να εξημερώσουμε το αχαλίνωτο τέρας του ωμού ορθολογισμού και της ζωώδους φύσης που εκτρέφουμε στο κεφάλι και στα σπλάχνα μας.

Ένα μόνο όπλο μας έμεινε˙ η καταφυγή μας στην άβυσσο της φαντασίας, η περιδίνησή μας σε αυτό τον μεγάκοσμο των εσώψυχών μας, το ανάποδα καθρεπτισμένο μας είδωλο (που είναι το κάτοπτρο όλων των επηρειών και επενεργειών που έχουμε δεχτεί απ’ τα μικράτα μας μέχρι σήμερα, όχι απαραίτητα μόνο κακών), τον οραματισμό.

Στη φαντασία μας κάθε παραφροσύνη εξαγνίζεται, κάθε αποστασία καθαγιάζεται και καθαίρεται, κάθε πικασσικός πίνακας επαναχαράσσεται στην αποκατεστημένη του μορφή.

Μόνο στα υπόγεια διαμερίσματα του νου μας περιθάλπονται τα πάθη μας και επαναδιοργανώνονται οι νοητικές μας συλλήψεις.

Στο μεγάκοσμο της φαντασίας δεν υπάρχει βία, δεν καιροφυλακτεί το νείκος του τρόμου, δεν ενδημεί η αδικία.

Η φαντασία κάνει λιγότερο άσχημη την ρουτίνα μας, εξωραΐζει την εγωπάθειά μας, απαμβλύνει τη σύγχυση, γλυκαίνει την ειμαρμένη.

Όσοι -και είναι οι περισσότεροι από εμάς αυτοί- υπακούουν τυφλά στις υπαγορεύσεις της λογικής κλονίζονται συθέμελα, όποτε συνειδητοποιούν ότι κάποια πράγματα δεν ξεψαχνίζονται λογικά, δεν διυλίζονται με τον «τετράγωνο τρόπο σκέψης», δεν μπορούν να λεπτολογηθούν μόνο μέσα από την ψιλή κρησάρα της λογικής αλλά πρέπει να γαρνιριστούν με την κουβερτούρα της φαντασίας, να προσμιχθούν μαζί της, να καταστούν ένα αξεδιάλυτο κράμα, μακριά από τα αποπροσανατολιστικά κύμβαλα του νου, που περισσότερο απορρυθμίζουν το νευρικό σύστημα, το φορτώνουν με τοξικές φοβίες και σκέψεις, το στοιχειώνουν με ερινύες και εμμονές -προσπαθώντας δήθεν να το θεραπεύσουν- παρά να το αποκαταστήσουν στην προτεραία του κατάσταση.

Δεν χρειάζεται να ψειρίζεις συνέχεια τη μαϊμού μέχρι να εξακριβώσεις από τι ασθένησε, τι την δηλητηρίασε και την αναστάτωσε.

Η λογική μόνο κρότο παράγει, ηλεκτροσόκ προκαλεί, άγριες κρίσεις και οξύ πανικό.

Ούτε, φυσικά, είναι λύση να ναρκώσεις, να αποχαυνώσεις μία συνείδηση που πότε – πότε χαλάει τον κόσμο από τις φωνές της…

Απλώς, να θυμόμαστε αραιά και πού ότι εάν έχουμε συναίσθηση της ανεξάντλητης ψυχικής μας δύναμης, αν ανατρέχουμε στο γιατροσόφι και τα ανθοϊάματα της φαντασίας, αν εναντιωνόμαστε σε κάθε έννοια ωμής λογικής και εμπιστευόμαστε περισσότερο τις ψυχικές μας ορμές, τις ανάγκες μας και τις επιθυμίες μας, τότε το πνίξιμο στο στήθος και στα μηνίγγια θα εκλείψει, θα αποκτήσουμε μια λιονταρίσια παλικαριά, μια πιο στέρεη και ανιχνευτική ματιά, μια πιο βαθιά, οξυγονούχα ανάσα και θα μπορούμε να ανταμώνουμε την όντως ζωή ακόμα και μέσα στο πυκνό σκοτάδι, να αγκιστρωνόμαστε δυνατότερα στις πίστεις μας, να αφηνόμαστε στη σιωπή της ενδοσκόπησης, να δροσίζουμε ομοιοπαθητικώς τα στεγνά μας σπλάχνα, να σβήνουμε τα καυτά μας δάκρυα και τα γοερά μας αναφιλητά.

Το παραμύθι ποτέ και κανέναν δεν έβλαψε. Είναι θαυματουργική η επήρειά του. Μόλις βουλιάξουμε σε ύπνο ασήκωτο και βαρύ, μόλις τυλιχθούμε σε σκοτάδι καταχθόνιο και συμπλεγματικό, δεν πανικοβαλλόμαστε από τις Μαινάδες και τα αντίγραφά τους που μας ζυγιάζουν ούτε δειλιάζουμε αλλά καβαλάμε ένα σκουπόξυλο και εξορμάμε στα άδυτα του μυαλού και της ψυχής, να κονταροχτυπηθούμε σώμα με σώμα με ό,τι μας βασανίζει και μας αρρωσταίνει, μας συμφοριάζει και μας ξεσκίζει, μας κατακρημνίζει και μας παρατά στα έγκατα του χάους.

Διονυσιαζόμαστε -κατά φαντασία, φυσικά!- γινόμαστε μέχρι ναρκισσισμού εγωπαθείς, μπερμπαντεύουμε, το ρίχνουμε και λιγάκι στο σορολόπ, απομυζάμε -απ’ όπου μπορούμε και μας εξυπηρετεί- ζωή, αφηνόμαστε στη ροή της πλημμυρίδας και της άμπωτης που μας πηγαινοφέρνει, παρορμούμαστε απ’ τις καταβολές μας, χωρίς να πολωθούμε από τους ξερούς υπολογισμούς του νου και της επιστημονικής πρακτικής, χωρίς να αποτιμάμε -με τη λογική της προσθαφαίρεσης- μια ζωή που διαρκώς χαίνει και αιμορραγεί.

Φαντασία, λοιπόν.

Αυτή η στιγμιαία έμπνευση, η αδιερεύνητη έξαψη που μας βοηθά να ορθώνουμε το ανάστημα και σε αιθρία και σε καταχνιά, να «παίζουμε το παιχνίδι» με τους όρους που εμείς θέλουμε, να σκοινοβατούμε στο εύκαμπτο σκοινί του παραλόγου.

Θα μου πείτε, βέβαια, ότι, μέσω της συχνής καταφυγής μας στις απωθημένες μας ορέξεις, στις καταπιεσμένες μας επιθυμίες, στα ψυχωτικά μας σύνδρομα, ενεδρεύει ο κίνδυνος να παραπλανηθούμε ή, ακόμη, και να αυθαδιάσουμε.

Και απαντώ˙ είδαμε και η τυφλή προσήλωση στην «τετράγωνη» λογική πού μας οδήγησε.

(Φωτό: Vladimir Kush, Departure Of The Winged Ship, Λεπτομέρεια)