Κάποιοι έπιασαν από απόψε κιόλας τον Μάη… | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Δε, Απρ 30th, 2018

Κάποιοι έπιασαν από απόψε κιόλας τον Μάη…

Παλιά έθιμα και προλήψεις της Πρωτομαγιάς στη Λευκάδα

4_mahs

Μελία η Αζεδαράχειος (Melia Azedarach) είναι επιστημονική ονομασία του δέντρου. Μάης λέγεται στα μέρη μας και συνηθίζεται τις μέρες αυτές, την Πρωτομαγιά, να πιάνουν τον Μάη, κόβοντας κλαριά του δέντρου αυτού.

1_mahs

Παρεμπιπτόντως, πέντε ολόκληρα δέντρα διακρίναμε σήμερα το απόγευμα από το λεωφορείο κατεβαίνοντας στην πόλη της Λευκάδας. Μόνο στην ευθεία των οικισμών Λυγιάς-Καρυωτών.

2_mahs

3_mahs

Για τα έθιμα και τις προλήψεις της Πρωτομαγιάς γράφει ο Λευκάδιος Νικόλαος Ι. Σταματέλος:

Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΕΝ ΛΕΥΚΑΔΙ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ι. ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΣ
ΑΝΔΡ. ΘΕΡΙΑΝΩ

Ι

Καλώς την τη πρωτομαγιά πώρχεται στολισμένη,
μ’ αγράμπελαις, με λούλουδα, με νεραντσιάς κλωνάρια,
και χύνει γύρω της χαραίς και γέλοια όθε διαβαίνη,
και τη ζηλεύουν τόσαις νιαίς και τόσα παλληκάρια.

Καλώς τη πρωτομαγιά όπ’ έχει τέτοια χάρι,
να δίνη αγάπη στη ζωή, στην ομμορφιά καμάρι.

Ποιά έχει τέτοιαν ομμορφιά και τέτοια περηφάνια;
ποιά πέρνει τ’ άνθη από τη γη απ’ τη νυχτιά τ’ αστέρια;
ποιά φέρει τόσα ζηλευτά στο μέτωπο στεφάνια;
και ποιά σκορπά τόσαις μοσκιαίς με τα δικά της χέρια;

Μονάχα η πρωτομαγιά τέτοια στολίδια φέρει
συντροφευμένα, ταιριαστά μ’ αγάπης καλοκαίρι.

Γειά σας, χαράς σας όμμορφαις, απόψε μη φοβάστε,
γνέφι δεν έχ’ ο ουρανός, κλέφταις δε περπατούνε,
ελάτε στη πρωτομαγιά πετάξετε, γελάστε
την άδολή σας τη καρδιά πολλοί θα τη ντραπούνε.

Τ’ άνθη για σας είν’ όμμορφα, όμοιος τον όμοιο μοιάζει
ο κρίνος κ’ η αγράμπελη στα στήθεια σας ταιριάζει.

Αδέρφια κάτ’ εδώ στη γη ο πλάστης σας χαρίζει
να τάχετε για συντροφιά και για παρηγοριά σας,
τα ρόδα, τα τραντάφυλλα και κάθε τι π’ ανθίζει
για να φυλάττε άφοβα σ΄ αυτά τα μυστικά σας.

Στην άδολή σας τη καρδιά αυτά κρυφομιλούνε
γι’ αυτό μονάχα τα λευκά τα στήθεια σας ζητούνε.

Μη ντρέπεστε, καπέλαις μου, για σας, για σας ανοίγει
η νύχτα της πρωτομαγιάς τη τρυφερή αγκαλιά της,
θέλει μεσ’ το σκοτάδι της ταις ομμορφιαίς να σμίγη
και μεσ’ τη δρόσο τ’ ουρανού να λούζη τα παιδιά της.

Του Μάϊ τ’ άνθη καρτερούν να ιδούν την ωμμορφιά τους,
μέσα σε μάτια ζηλευτά που θάν’ ολόγυρά τους.

Μεσ’ τα περιβόλια τι χαραίς! τι γέλοια ξεπετάνε!
τι μάτια γοργοκίνητα σπίθαις, φωτιαίς σκορπίζουν!
ω! πόσα χείλη κόκκινα γλυκά που τραγουδάνε!
και πάλαι πόσαις άγνωσταις καρδούλαις να δακρύζουν!

Μεσ’ τη χαρά παντοτεινά κρύβεται και το δάκρυ,
θρεμμένο παραβλάσταρο στου στήθους μας την άκρη.

ΙΙ

Εφέτο -τι κακή χρονιά!– κάνουν πως δε γνωρίζουν,
παιδί τσ’ Αθήνας -τι κακή εντύπωσι τους κάνει!–
κι’ αντί σαν τσ’ άλλαις ταις χρονιαίς σ’ εμένα να χαρίζουν
κανένα ρόδο κόκκινο, κάνα ξανθό βοτάνι,

Τα μάτια τους γυρίζουνε — αλήθεια ντροπιασμένα –
καμώματα της νειότης τους, για να γελούν με μένα.

E! τι το θέλετε κ’ εγώ — να μία και τραβάω
απ’ άλλο δρόμο με στανιό και με καρδία καμμένη
και φεύγοντας παράμερα με μίας απαντάω,
μια ξανθομάλλα ώμμορφη — την έκραζαν Ελένη.

Ανάσανα και στα παληά τα χρόνια στρέφω πάλι
και ξαστοχάω τη λύπη μου σιμά σε τέτοια κάλλη.

Ακούς εκεί, το πονηρό! μονάχη ετριγυρνούσε
για ναύρη κάτι — το νερό που ομμορφιά χαρίζει!
του ν ε ρ ο κ ρ ά τ η τη δροσιά εδώ κ’ εκεί ζητούσε
και βλέποντας που σίμωσα δειλά καλλισπερίζει.

Και φεγει … λές πως τσ’ έδωσε φτερούγια η ωμμορφιά της
και μένω έρημος κ’ εγώ αλλά … κι’ ο ν ε ρ ο κ ρ ά τ η ς.

 Χαρά σ’ εμέ, το λούλουδο το κόβ’ αγάλι-γάλι
το δίνω τα χαράμματα σε μια μαυρομματούσα
για να ραντίση με δροσιά τα δροσερά της κάλλη
και να γενή πειό όμμορφη γιατί την αγαπούσα.

μα τι το θέλεις! τη δροσιά που χύν’ η ομμορφιά της
τι σβύν’ η τόση ασχημιά πώχει για με η καρδιά της.

Και σας λέγω την μόνην αλήθειαν, ότι η μαυρομμάτα ερωμένη μου έχει τόσον σκληράν καρδίαν, ώστε και δημοσίως αναγκάζομαι να το εξομολογηθώ εις τας καλάς μου αναγνωστρίας, αίτινες ουδόλως πιστεύω τη ομοιάζουσι.

Πολύ δε ελυπήθην, αλλ’ εκ των υστέρων, διότι τοσούτον αναιδώς υπέκλεψα το ευεργετικόν εκείνο φυτόν, όπερ μετά πολλών κόπων ανεκάλυψεν η ξανθή Ελένη, ίνα το δωρήσω εις την ερωμένην μου, ηπατήθην … ας ήνε!

Εφέτος, μετά πολλής ζηλίας, ανεμνήσθην των παιδικών μου χρόνων, καθ’ ους και εγώ τότε, μικρός πανηγυριστής της ωραίας ταύτης εσπέρας, έβρεχα το λαμπριάτικο κουλούρι μου εις τα ρέοντα ύδατα της Μεγάλης Βρύσης και επί των χόρτων εξηπλωμένος έτρωγα δροσερόν, δροσερόν το τεμάχιόν μου.

Δυστυχώς όμως, πόσο αλλάζουν οι καιροί sτον κόσμον εδώ κάτου και ήδη πλέον, ότε διατρέχω την ηλικίαν εκείνην, καθ’ ην σκέπτεται τις περισσότερον ή διασκεδάζει, αρέσκομαι μάλλον να παρατηρώ περιέργως τας ευφροσύνους των άλλων διαχύσεις ή να μετέχω αυτών.

Ο Λευκάδιος την εσπέραν της Πρωτομαγιάς δεν δύναται να είπη, ότι διασκεδάζει, διότι εξέρχεται μετά μείζονος θάρρους εις περίπατον· δύναται όμως να καυχηθή, ότι περιβάλλεται υπό πολλών περιέργων εθίμων και προλήψεων.

Την εσπέραν ταύτην τα παιδιά βρέχουν το κουλούρι το οποίον η μάνα τους εφύλαξεν από τη Λαμπρή, τρώγοντα αυτό οικογενειακώς, εξηπλωμένα επί των χόρτων.

Η καλή νοικοκυρά βρέχει το μπότη της εις τα μαγεμμένα νερά της εσπέρας ταύτης, ίνα διατηρή το ύδωρ καθ’ όλον το θέρος δροσερόν, και την πρωΐαν μαζεύει το χαμομήλι της για κάθε περίσταση να τώχη στο σπίτι.

Ο καλός νοικοκύρης πέρνει μιά πέτρα φωκιασμένη και την φυλάττει εις το κατώγι του καθ’ όλον το έτος, ως σύμβολον πολυχρονιότητος.

Εκάστη δε οικία την πρωΐαν φέρει τα παράθυρά της εστολισμένα δια των εκλεκτοτέρων ανθέων, εν οις εξέχει κλάδος Μαΐου, απαραίτητον στοιχείον στολισμού της ημέρας ταύτης.

Αλλά αν πάντα τα άνθη και τα φυτά την ημέραν ταύτην προώρισται εις το να επιδεικνύωνται φιλαρέσκως, κοσμούντα υπερήφανα παράθυρα ή πυργωτά στήθη, ο πτωχός ν ε ρ ο κ ρ ά τ η ς (σημ. δίψακος) αφανής μακράν ευνοουμένων ανθώνων, ξένος ποικιλοχρόων γλαστρών, κεκρυμμένος μέσω ακανθών και διαιτώμενος εν απροσίτοις τάφροις, σήμερον εξυπνά ευεργετικός λίαν, φυλάττων εν τω κάλυκι αυτού όλην την δρόσον της πρωτομαγιάς, ίνα ανταμείψη την καλήν εκείνην δεσποινίδα, ήτις ήθελε καλημερίση, τον θωπεύση, παρέχων αυτή το ωραιότερον δώρον, την δροσερότητά του, αντάλλαγμα πρωϊνού φιλήματος επί των παρειών της.

Και αληθώς αι καλαί μου συμπολίτιδες δοξάζουσιν, ότι καθίστανται λευκότεραι νιπτόμεναι την πρωΐαν της πρωτομαγιάς δια της δρόσου του φυτού τούτου.

Εν τούτοις πάλιν αναγκάζομαι να ανατρέξω εις την ωραίαν εκείνην ηλικίαν, αναμιμνησκόμενος το ήδη εκλείψαν έθιμον, όπερ επεκράτει μεταξύ των μαθητών, οίτινες περίχαροι κατά την πρωΐαν της ημέρας ταύτης προσέφερον τω διδασκάλω αυτών το Μάϊ — ωραιότατον εκ στεφάνων ανθοπλέκτων σκεύασμα, προσόμοιον αεροστάτω εξ ου ήρτηντο και διάφοροι της εποχής οπώραι.

Πρωϊνοί, πρωϊνοί οι ευέλπιδες εκείνοι περιήγον ανά την πόλιν κατά πρώτον το ανθόπλεγμα τούτο, τραγωδούντες το ωραίον δημοτικόν άσμα:

«Τώρα είν’ ο Μάϊς κ’ η άνοιξη, τώρα το καλοκαίρι
τώρα κι’ ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάη»·

και καταλήγοντες εις την οικίαν του φαιδρού διδασκάλου, όστις, ες αύριον το άγριον όμμα του, δια γλυκισμάτων υπεδέχετο τα πνευματικά αυτού τέκνα.

Και ο χωρικός της πατρίδος μου διασκεδάζει την ημέραν ταύτην, ελληνοπρεπέστερον μάλιστα· διότι χορεύει υπό τον αίθριον ουρανόν με το κόκκινό του ζωνάρι και τη καμιζέλα του περασμένη από τόνα μονάχα χέρι, τραγωδεί ελευθέρως, γελά με τόσαις εύμορφαις χωριατοπούλαις, ας ενίοτε πολύ κολακεύει εξυμνών αυτάς δια του εξής ωραίου διστίχου.

«Εβγήκες στη πρωτομαγιά να δροσιστής κυρά μου
εξώστης την αγράμπελη κ’ έκαψες την καρδιά μου.»

Δεν κρίνομεν δε από σκοπού να παραθέσωμεν και τον ακόλουθον μύθον, ον επί τη ευκαιρία της πρωτομαγιάς εμάθομεν παρά τινος χωρικού, καταστρέφοντες ούτω την ασθενή μας σκιαγραφίαν.

«Μια φορά μία μάνα εγένησε ένα παιδί, και το μοιράνανε η μοίραις του, ότι, όταν πέση ο τοίχος και τσακιστή ο καθρέφτης πούνε μέσα να πεθάνη το παιδί.»

Η μάνα του την ημέραν της πρωτομαγιάς ηθέλησε να διαστή και καθώς έμπηγε τα περόνια sτον τοίχο έπεσ’ ο τοίχος κ’ επέθανε το παιδί. Τότε είπε η δυστυχισμένη:

«Όποια έχει γυιό μονογενή
το Μάϊ μήνα μη διαστή.»

Και το δίστιχον τούτο παροιμιακώς εισέτι λέγεται υπό των χωρικών μας.

Εν Λευκάδι τη 2α Μαϊου 1884, ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ι. ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΣ [Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ποικίλη Στοά», Τόμος 5, Αρ. 1 (1885)]



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>