Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Όταν οι ανθρώπινες σχέσεις μπαίνουν σε πλειστηριασμό» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Όταν οι ανθρώπινες σχέσεις μπαίνουν σε πλειστηριασμό»

club

«ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ»
του Χρήστου Σκιαδαρέση, Φιλολόγου, Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

Ειλικρινά, είναι στιγμές που εκπλήσσομαι, που πέφτω απ’ τα σύννεφα, πώς το λένε, όποτε το σόναρ μου αντιλαμβάνεται τις αδεξιότητες, στις οποίες ολισθαίνουν οι σημερινοί άνθρωποι.

Μιλώ για τις ψευδαισθήσεις που δημιουργεί η «απελευθερωμένη» εποχή μας σε χιλιάδες από εμάς, τη μέθη και τη λαχτάρα για αναρίθμητες απολαύσεις, που διακηρύσσουν οι κοινωνίες της αφθονίας, ως καταναλωτικοί παράδεισοι και τόποι ανθρώπινης πυκνότητας.

Οι μεγαλουπόλεις προκαλούν μια παραζάλη, είναι αλήθεια, ως προς τις συγκινήσεις που υπόσχονται, τις προσδοκίες που δημιουργούν: «Μποβαριστές όπου γης κοπιάστε, όλες σας οι επιθυμίες έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν»!

Η πρόσκληση είναι ανοιχτή και απευθύνεται σε ανθρώπους όλων των ηλικιών ή, τέλος πάντων, σε όλους εκείνους που επιθυμούν περισσότερα απ’ όσα μπορούν να αποκτήσουν, που διέπονται από μέθη και λαχτάρα για καινούργιες γνωριμίες, για καινούργιες συναισθηματικές αναφλέξεις.

Φυσικά, αυτοί που θαμπώνονται περισσότερο από την αφθονία των ερωτικών επιλογών και από την ποικιλία, την πληθώρα της προσφοράς είναι οι νέοι μας, που, λόγω του λαίμαργου και ανυπόμονου χαρακτήρα της φύσης τους, γοητεύονται πιο εύκολα από τις συγκινήσεις, καίγονται πιο έντονα από επιθυμίες, άρα εκτίθενται και πιο βάναυσα στην εμπειρία της προσβλητικής απόρριψης.

Παρατηρήστε, για παράδειγμα, πώς συνδιαλέγονται, πώς «επικοινωνούν» μέσα στα κλαμπ και στα νυχτερινά μαγαζιά. Στους χώρους αυτούς, που κάποτε όλοι μας επιλέγαμε για να ξεφαντώσουμε, να κάνουμε κέφι, να ξεδώσουμε, αλλά και να συνομιλήσουμε (!), γιατί όχι (;), οι σημερινοί νέοι αναζητούν τη φευγαλέα χαρά που προσφέρει η ξέφρενη μουσική, τη «διονυσιακή» έκσταση που προκαλεί το εκκωφαντικό επίπεδο του ήχου, κι ας ξέρουν πως αυτός ο «τραυλισμός» δυσκολεύει τη μεταξύ τους συζήτηση, πως επισκιάζει την όποια πρόθεσή τους να συναντηθούν, να αλληλογνωριστούν, να ζευγαρώσουν.

Όταν τους παρατηρείς «απέξω», θαρρείς πως το μόνο που τους ξετρελαίνει, τελικά, είναι η σαγήνη του αλληθαυμασμού, του αλληλοκορεσμού με τα μάτια, του πρόσκαιρου θάμβους.

Και αναρωτιέσαι: τι είναι αυτό που ορθώνει ένα τεράστιο τείχος ανάμεσά τους και εμποδίζει την μεταξύ τους πρόσβαση;

Γιατί, μέσα σε ένα τέτοιο «πανηγύρι», πολλοί λίγοι, ελάχιστοι είναι αυτοί που τολμούν να επικοινωνήσουν με τους συνομιλήκους τους, να υπερεκτεθούν σε νέες γνωριμίες, να ευφυολογήσουν, ενώ οι περισσότεροι συμπεριφέρονται σαν πλέμπα, σαν ντεκόρ, σαν απλοί θεατές, που πλήρωσαν ένα εισιτήριο μόνο και μόνο για να αφοσιωθούν στην παρακολούθηση ενός θεάματος με ημερομηνία λήξης, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν το ναρκισσισμό τους, να σφυγμομετρήσουν σε ποιους αρέσουν και σε ποιους δεν αρέσουν, να περάσουν πρόσωπα και σώματα από το φίλτρο του «ξεμαγέματος», του «ξεσταχυάσματος»;

Μια απάντηση θα ήταν ότι, μέσα σε έναν κόσμο ελευθεριότητας, όπως αυτός που έχουμε εγκαθιδρύσει, οι ανθρώπινες σχέσεις υπόκεινται σε μία αυστηρότατη υποκειμενικότητα. Ο νόμος της «αγοράς» απαξίωσε αξιολογικούς κώδικες που ίσχυαν αιώνες τώρα και προσέδωσε στον κάθε άνθρωπο μία «τιμή», ανάλογα προς την αρέσκεια ή την απαρέσκεια που προκαλεί μια λεπτομέρεια απάνω του, όπως είναι το ντύσιμο, το ανάστημα, η όψη, η ηλικία φυσικά, τα μπιζού, το περπάτημα κι άλλα παρεμφερή. Εξυπακούεται ότι όποιος είναι πιο θρασύς, πιο αποφασιστικός, πιο ευνοημένος ίσως, σε αυτόν τον πόλεμο των εντυπώσεων και των εξωτερικών συμβάσεων, όποιος ξέρει να ακτινοβολεί γοητεία και σθένος, ξέρει και να περνάει και πιο καλά.

Το πρόβλημα, ωστόσο, εστιάζεται στο τι γίνεται αν κάποιος (και είναι οι περισσότεροι τέτοιοι σήμερα) είναι κάπως αδέξιος στον τρόπο του να προσεγγίσει έναν συνάνθρωπό του, να τεθεί ενώπιος ενωπίω με ένα ξένο πρόσωπο. Αυτό που, τελικά, γίνεται, είναι αυτό που περιέγραψα πιο πριν, δηλαδή ότι επιστρέφει ξανά και ξανά στην βαρετή και πλαδαρή του καθημερινότητα, από την οποία επιθυμεί διακαώς να ξυπνήσει, αλλά ποτέ του δεν τα καταφέρνει!

Ο λόγος; Μα ποιος άλλος εκτός από το ότι φοβάται να πλησιάσει τον άλλο, για να μη βρεθεί σε θέση αδυναμίας, να μην δώσει στον πλησίον το δικαίωμα να τον αξιολογήσει από θέση ισχύος, να μην καταστεί αντικείμενο της εύνοιας ή, το πιθανότερο, της δυσμένειάς του, να μην προσφέρει απλόχερα τον εαυτό του στην αδυσώπητη σίγουρα διαδικασία του «ζυγίσματος», της σύγκρισης, της πικρής απόφανσης: «ναι, ευχαριστώ για την κρούση και το ενδιαφέρον, αλλά δίνε του τώρα, γιατί δεν μου κάνεις»!

Και θέλει αλήθεια πολύ τακτ, για να μπορεί κάποιος να απορρίψει έναν άγνωστο, χωρίς παράλληλα και να τον πληγώσει. Πόσω μάλλον, όταν σε χώρους κοινωνικής συνεύρεσης, όπως τα κλαμπ, δεν περισσεύει η καλοσύνη, αλλά μάλλον σπανίζει, αφού ο ενθουσιασμός που ενσπείρεται είναι τεχνητός και πρόσκαιρος, ενώ ο στρόβιλος των επαφών που διενεργείται εκεί μέσα μάλλον προκαλεί σύγχυση ή, στην καλύτερη, χονδροειδούς τύπου «πλευρίσματα»…

Το φάσμα της απόρριψης, επομένως, στοιχειώνει τις διαθέσεις των νέων μας και βάζει φραγμούς σε κάθε απωθημένη επιθυμία τους. Οι πιο πολλοί νέοι, για να μην ταπεινωθούν, βυθίζονται σε μια αξιοθρήνητη εσωστρέφεια και δεν «ενοχλούν», ίσως γιατί δεν κατέχουν την λεπτή τέχνη του φλερτ ή ίσως γιατί οι αναστολές που τους κατατρύχουν είναι κατά τι πιο δυνατές από τα στρατηγήματα που καλούνται να μεταχειριστούν, όποτε σαγηνεύονται από έναν άγνωστό τους.

Έτσι, τα «θέλω» τους αποκρύπτονται, γιατί αισθάνονται ότι κάποιος τους φιμώνει, ότι τελούν υπό πλειστηριασμό, ότι διακυβεύεται το ίματζ τους, αν δεν είναι πολυμήχανοι, αν δεν διαθέτουν μπρίο, ότι δεν έχουν «μαστοριά» στο να κολακεύουν, να εκπορθούν δύσπιστα πρόσωπα, να σαγηνεύουν αυτούς που τους σαγήνευσαν. Και πάει λέγοντας…

Μέσα, λοιπόν, σε έναν κόσμο που ζει για το θέαμα, που δεν οφείλει σχεδόν τίποτα στην αξία, παρά μόνο στον εξωτερικό και παροδικό ηδονισμό, που παρωθεί τους ανθρώπους στην ωμοφαγία και τον κανιβαλισμό, που η χίμαιρα αναπληρώνει την πραγματικότητα, οι νέοι μας καλούνται να ενηλικιωθούν, αφού πρώτα εθιστούν στην ψευδαίσθηση, ζήσουν ως δυνάμει αποτυχημένοι και γευτούν την πικρή απογοήτευση, τόσο λόγω της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν μέσα σε τόση προσφορά όσο και να υπερβούν σε πάθος αυτό που ζουν από αυτό που προσέμεναν.

Είναι, δυστυχώς, «κατόρθωμα» της κοινωνίας της αφθονίας να εξωθεί τους νέους της να σκοτώνουν τα όνειρά τους πριν καν τα πραγματοποιήσουν.

Ίσως, γιατί στο όνομα της υπεράσπισης των πιο απελευθερωμένων επιθυμιών επιβάλλονται, τελικά, πιο εύκολα οι πιο μεγάλες καταπιέσεις…