Άνθισαν και οι ακακίες – Ροβινία η Ψευδακακία (Robinia Pseudacacia)
Ακακία λέμε το δέντρο αυτό στα μέρη μας, που στην περιοχή τη δικιά μας, του Αλέξανδρου Λευκάδας, συνηθίζονταν να φυτεύεται στα προαύλια των δημοτικών σχολείων, όπως στο παλιό δημοτικό σχολείο του Αλέξανδρου και σε αυτό της Νικιάνας.
Ο Π.Γ. Γεννάδιος («Λεξικόν Φυτολογικόν», Αθήνα, 1914) περιγράφει το δέντρο αυτό ως Ροβινία (Robinia) της οικογένειας των Ελλοβοκάρπων (Leguminosae). Το γένος αυτό περιλαμβάνει γύρω στα έξι είδη, ιθαγενή της Αμερικής. Όπως αναφέρει, είναι θάμνοι και δέντρα φυλλοβόλα, ακανθοφόρα ή μη, δασικά και κοσμητικά. Ένα από τα αξιολογότερα είδη είναι και η παρουσιαζόμενη Ροβινία η Ψευδακακία (Robinia Pseudacacia) που είναι κοινώς γνωστή ως Ακακία και ορθότερα ως Ψευδακακία.
Τα άνθη της είναι σε κρεμάμενους βότρεις, μήκους περίπου 15 cm, χρώματος κρεμ-λευκό με χαρακτηριστικό λεπτό άρωμα. Ανθίζει τέλος της άνοιξης και η άνθηση διαρκεί ένα μήνα. Ο καρπός της μένει στο δέντρο για μεγάλο διάστημα.
Η Ψευδακακία εισήχθηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη το 1637 από τον Γάλλο Robin, διευθυντή την εποχή εκείνη του Jardin des Plantes στο Παρίσι. Μάλιστα η ακακία που είχε φυτεύσει σώζονταν την εποχή του Γεννάδιου και αριθμούσε περισσότερο από τρεις αιώνες ζωής. Στην Ελλάδα εισήχθηκε επί των ημερών της βασίλισσας Αμαλίας και απαντάται σε πολλά μέρη.
Είναι δέντρο ακανθοφόρο που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 30 μέτρα, ενώ αντέχει στο ψύχος και την ξηρασία. Ευδοκιμεί ακόμη και σε άγονα εδάφη και αναπτύσσει πολλές μακριές κάθετες και οριζόντιες ρίζες που το καθιστούν κατάλληλο για τη συγκράτηση χωμάτων σε πρανή εδάφη.
Το ξύλο του που είναι «σκληρότατον και διαρκέστατον» είναι χρήσιμο «εις την αμαξοπηγίαν, την επιπλοποιίαν και εις παντοία άλλα έργα», σημειώνει ο Γεννάδιος, ενώ το φύλλωμά του αποτελεί άριστη κτηνοτροφική ουσία.