Η φουρνάρισσα (Οι μιτζίτικοι φούρνοι) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Σα, Σεπ 25th, 2021

Η φουρνάρισσα (Οι μιτζίτικοι φούρνοι)

Οι μιτζίτικοι φούρνοι στα χωριά του Αλεξάνδρου Λευκάδας

IMG_2131H φουρνάρισσα θειά-Γιάννα στην Εύγηρο πριν λίγα χρόνια

Του Πανταζή Κοντομίχη*

Η Λευκαδίτισσα είναι πολύ εργατική και σ΄ όλες σχεδόν τις αγροτικές εργασίες συναγωνίζεται τον άντρα με αξιωσύνη και ζήλο. Με τη βροχή και το κρύο, ξυπόλητη τις περισσότερες φορές, δουλεύει στην εξοχή και δεν αφήνει ώρα «να πάη χαμένη». Παράλληλα είναι καλή και προκομένη νοικοκυρά. Ασπρίζει πολλές φορές το χρόνο τα πεζούλια και τους τοίχους της αυλής και έχει το φτωχικό της, που μοσχοβολάει από την «πάστρα», πάντα έτοιμο να δεχτή το γείτονα και τον ξένο επισκέπτη. Δεν παραμελεί να καθαρίση το κοτέτσι, να «ταΐση» τις κότες, να συγυρίση το αχούρι και να ρίξη τροφή στα «πράματα» (στα ζώα του σπιτιού).

Εξασκεί ωστόσο και μερικά επαγγέλματα, καθαρά γυναικών, όπως της ράφτρας και της φουρνάρισσας, ενώ σε μερικά άλλα αντικαθιστά επάξια τον άντρα, όπως στο επάγγελμα της μυλωνού. Στο σημερινό μας σημείωμα θα ασχοληθούμε με τη Λευκαδίτισσα φουρνάρισσα.

4_fournos_evgiros (1)Ο ξυλόφουρνος της θειά-Γιάννας στην Εύγηρο

Στα χωριά της Λευκάδας πλάϊ στους οικογενειακούς φούρνους υπάρχουν και οι μεγάλοι φούρνοι οι λεγόμενοι μιτζίτικοι. Αν δεν κάνω λάθος λέγονται μιτζίτικοι από την Τούρκικη λέξη μιτζής που θα πή ντελάλης, δημόσιος κήρυκας, αυτός που φωνάζει δυνατά λέγοντας τα μαντάτα. Γι΄ αυτό λένε στα χωριά για κάποιον που δεν μπορεί να κρατήση μυστικό, αλλά φωνάζει να το μάθουν και οι άλλοι: Αυτός έκαμε το «μιτζή» ή «το μιτζή θα κάμης τώρα» και ανάλογες εκφράσεις.

Έτσι και η φουρνάρισσα, λοιπόν, προκειμένου να ειδοποιήση τα σπίτια που θα ψήσουν, βγαίνει σ΄ ένα παράθυρο ή στην πόρτα της και «βαράει τον κόρνο». Ο κόρνος ή το κόρνο είναι κοχύλι μεγάλο σαν πρώτο κυδώνι, με κοχλιοειδές το εσωτερικό του. Το τρυπάνε στο πίσω μέρος κι΄ από κει φυσούν. Το κόρνο δεν είναι άγνωστο και στους αρχαίους. Ένα τέτοιο κοχύλι κερατοειδές κρατούσε ο θαλασσινός θεός Τρίτων, ο γλυκόλαλος τραγουδιστής πάντα καθώς πήγαινε μπροστά από τον πατέρα του Ποσειδώνα. Το κοχύλι, αυτό του θεού έβγαζε, καθώς το φυσούσε, οξείς και γλυκούς ήχους. Το σημερινό κόρνο της φουρνάρισσας βγάζει, παρόμοια κι΄ αυτό, ένα οξύ αλλά γλυκό και συμπαθητικό ήχο, σαν του βαποριού τη σφυρίχτρα, όταν ακούεται από μακρυά.

5_fournos_evgiros

Ο μιτζίτικος φούρνος δεν πουλάει ψωμί, αλλά ψήνει το ψωμί, τα φαγιά και τις πίττες του χωριού. Για πληρωμή δίνουν ένα καρβέλι ψωμί -όχι χρήματα- που το λένε «ζεστοφούρνι». Η φουρνάρισσα δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ γι΄ αυτό το ψωμί. Στις γιορτινές μέρες -Χριστούγεννα, Πάσχα, Απόκρηες- ψήνει και τη νύχτα. Επιτελεί το καθήκον της με επιμέλεια και προσοχή. Γι΄ αυτό οι γυναίκες έχουν εμπιστοσύνη πάντα στο μιτζίτικο φούρνο.

Είναι ηλικιωμένη και κατά κανόνα παντρεμένη γυναίκα. Τον φούρνο τον κάνει με δικά της ξύλα. Σ΄ αυτό βοηθούν και τα άλλα μέλη της οικογενείας. Κουβαλούνε, χειμώνα καλοκαίρι ξύλα από το λόγγο και γεμίζει η αυλή φρύγανα και λιόκλαρα. Τα έχει καλά με όλους μέσα στο χωριό, είναι γλυκομίλητη και νοικοκυρά και η έγνοια της είναι να αποκτήση μεγαλύτερη πελατεία. Προπαντός όμως, να μη της πουν πως το ψωμί έμεινε άψητο ή κάηκε. Τότε κοντεύει να σκάση από το κακό της.

DIGITAL CAMERA Παλιός φούρνος στο Βλυχό Λευκάδας (ίσως και να μην υπάρχει πλέον)

Αν υπάρχουν και άλλοι μιτζίτικοι στο χωριό, μοιράζονται τα σπίτια κι΄ έχει ο κάθε φούρνος 10-15, ανάλογα. Συνήθως τα πιο γειτονικά. Η πελατεία είναι μόνιμη. Η κάθε μια νοικοκυρά φέρνει μιά φορά τη βδομάδα, ωρισμένο αριθμό καρβελιών. Έτσι η φουρνάρισσα ξέρει πότε περίπου έχει σειρά το κάθε σπίτι. Εννοείται πως κι΄ εκείνη που θα ψήση ειδοποιεί μιά δυό μέρες πριν, για καλό και για κακό.

Ο φούρνος κάνει 3-5 φουρνιές την ημέρα. Κανονίζουν από την παραμονή σε ποια φουρνιά εμπήκε η κάθε μιά: «Θα ψήσης στη δεύτερη προγιαστή μου, γιατί βιάζεται η Βαγγελιώ, θέλει να μπη στην πρώτη, έχει εργάτες».

29_kolivata_alexandrou Κολυβάτα Αλεξάνδρου: Διακρίνονται αριστερά μπροστά τα απομεινάρια του οικογενειακού φούρνου

Εκείνη που θα ψήση στην πρώτη πρέπει να σηκωθεί μεσάνυχτα να ζυμώση, ώστε, τα χαράματα το ψωμί να είναι στο φούρνο. Τα μεσάνυχτα, λοιπόν «θα λαλήση ο κόρνος» κι΄ αυτή θα σηκωθή για το ζύμωμα. Μετά θα λαλήση, πάλι νύχτα, για το πλάσιμο των καρβελιών, και τρίτη φορά θα λαλήση για να πάη το ψωμί στο φούρνο. Έτσι όλη τη νύχτα ακούεται χειμώνα καλοκαίρι ο κόρνος, που συντροφεύει τον ύπνο των αποσταμένων και πολυβασανισμένων χωρικών. Τον έχουν συνηθίσει και δεν ξαφνιάζονται. Πολλές φορές κανονίζουν και την ώρα τους με τον κόρνο. Σκέφτομαι πόσο αταίριαστο θα ήταν αν αντί του συμπαθητικού κόρνου ακούονταν μέσα στη νύχτα καμιά στριγγλιάρικη τρουμπέττα. Εκείνοι που το καθιέρωσαν και το διατηρούν ακόμα, παρά την ποικιλία σύγχρονων μέσων, κάτι ήξεραν.

Ο κόρνος «λαλεί» τρεις φορές σε κάθε ειδοποίηση. Σε κακοκαιρίες όμως, ένας από το σπίτι της φουρνάρισσας, σηκώνεται και μ΄ ένα φανάρι στο χέρι χτυπάει τις πόρτες και ειδοποιεί.

1_fournarissa

Την ωρισμένη ώρα μιά – μιά οι γυναίκες μαζεύονται στο φούρνο -με τις πινακωτές στα κεφάλια- τυχαίνει όμως το χειμώνα με τα πολλά κρύα και καμιά καθυστέρηση. Η στεναχώρια της φουρνάρισσας: Με το κρύο το ζυμάρι παγώνει στο σκαφίδι και δεν γίνεται, δεν φουσκώνει. Τότε τρέχει η φουρνάρισσα, τρέχει η νοικοκυρά, ζεσταίνουν τα ρούχα που σκεπάζουν το ζυμάρι, ζεσταίνουν ταψιά, και τα βάνουν από πάνω για να καταφέρουν να γίνη το ψωμί. «Ας τα κουμπάρα μου, είδαμε και πάθαμε, να ζεσταθή». Τότε τρέχει και καθησυχάζει τις γυναίκες που περιμένουν στον φούρνο, γιατί κι΄ αυτές στεναχωρούνται μήπως παραγένει το δικό τους.

Η φουρνάρισσα με το συδαύλι στο χέρι κανονίζει τη φωτιά. Έπειτα παίρνει την πάνα και καθαρίζει το φούρνο από τη στάχτη. Στο μεταξύ το κουβεντολόϊ και το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει. Εκεί θα ακουστούν όλα τα νέα του χωριού. Από κει θα βγουν οι κουβέντες και τα μαντάτα.

Μόλις ψηθή το ψωμί η φουρνάρισσα ξεφουρνίζει και βάζει το ψωμί της κάθε μιάς στην πινακωτή της. Η νοικοκυρά αφήνει το «ζεστοφούρνι» παίρνει στο κεφάλι της την πινακωτή και φεύγει. Ο τόπος μοσκοβολάει από το ευλογημένο ζεστό ψωμί. Λίγο πριν είχε πάει πάλι στο φούρνο και πήρε τα κουλούρια για τα παιδιά, που περιμένουν πάντα το ζεστό κουλούρι τους με πολλή όρεξη.

Στις γιορτιάτικες μέρες που ψήνουν πίττες δίνουν χρήματα στη φουρνάρισσα, αλλά και βασιλόπιττα. Εκεί πλάϊ σ΄ ένα μέρος περιμένει, την παραμονή της πρωτοχρονιάς το πανεράκι που βάζει η καθεμιά το φίλεμά της για το φούρνο. Τη Λαμπρή πάλι με τα αρνιά και τις Απόκρηες με τα βουτυρόψωμα δίνουν χρήματα.

Πάντως με τη δουλειά της η φουρνάρισσα εξασφαλίζει ολοχρονίς το ψωμί της φαμελιάς της. Τα σπίτια που έχουν μιτζίτικο θεωρούνται στα χωριά εύπορα.

Πηγή: Εφημερίδα «Λευκαδίτικα», Αρ. φύλλου 82-84, Απρίλιος – Ιούνιος 1965.

patazis_kontomichis* Για τον πατριάρχη της λευκαδίτικης λαογραφίας Πανταζή Κοντομίχη, ο οποίος δεν είχε ακόμη δημοσιεύσει την εποχή εκείνη, το 1965, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του γράφει η εφημερίδα: Ο κ. Πανταζής Κοντομίχης γεννήθηκε στον Κάββαλο των Σφακιωτών Λευκάδας. Αφού εφοίτησε για τα εγκύκλια μαθήματα εις το Γυμνάσιο Λευκάδος κατόπιν επιτυχών εξετάσεων εισήχθη εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών, εγγραφείς εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν.

Λαβών το πτύχιον διορίσθη το 1915 καθηγητής της Φιλολογίας εις το Γυμνάσιον Λευκάδος υπηρετών σήμερον εις το νεοϊδρυθέν Γυμνάσιον Θηλέων Λευκάδος. Ασχολείται από μαθητής εισέτι με την λογοτεχνίαν λίαν ευδοκίμως με τα λαογραφικά και ιστορικά της γενέτειράς μας. Τυγχάνει εκ των εκλεκτοτέρων και πλέον στενών συνεργατών της εγκρίτου εκδόσεως «Ηπειρωτική Εστία» καθώς και άλλων ακόμη παρομοίων εκδόσεων. Μέχρι σήμερον έχει εκδώσει δύο περισπουδάστους εργασίας του, «Η Λευκάδα στην Ποίηση των Λευκαδίων Ποιητών», Γιάννενα 1959 και η «Βόνιτσα στο 19ο Αιώνα», Γιάννενα 1961. Έχει αξιολογοτάτην έτοιμον ανέκδοτον εργασίαν της οποίας είναι και πλήρης μετάφρασις της Οδυσσείας.

Οι μιτζίτικοι φούρνοι στα χωριά του Αλεξάνδρου Λευκάδας

Στο χωριό μου, τα Κολυβάτα Αλεξάνδρου, δεν τους πρόλαβα να δουλεύουν τους μιτζίτικους φούρνους. Από διηγήσεις τους έχω ακουστά. Θα πρέπει όμως να δούλευαν μέχρι τις αρχές με μέσα της δεκαετίας του 1960. Οι περισσότερες οικογένειες είχαν στην εποχή τη δική μου τους δικούς τους φούρνους.

Στο χωριό μου, λοιπόν, μιτζίτικο φούρνο είχε η οικογένεια του Θωμά Κακλαμάνη (Ρίπα). Σε αυτόν δούλευαν οι κόρες του Ελένη Κολυβά και Τασούλα Βρεττού. Η χρήση του κόρνου δεν γινόταν. Η ειδοποίηση για το ζύμωμα γινόταν με το χτύπημα της πόρτας κάθε νοικοκυράς που είχε σειρά. Η κάθε νοικοκυρά έδινε για πληρωμή ένα καρβέλι αν έψηνε μέχρι 7-8 καρβέλια. Αν τα καρβέλια ήταν περισσότερα, σπάνιο για την εποχή, άφηνε κάτι παραπάνω. Ο μιτζίτικος φούρνος λειτούργησε μεταξύ του σπιτιού του γέρο Δημήτρη (Βρεττού) και του Κολονελέικου (Κολυβά).

Στα Μαυρογιαννάτα (Αλέξανδρος), το άλλο χωριό της κοινότητας Αλεξάνδρου που ήταν και το μεγαλύτερο, λειτούργησαν δύο μιτζίτικοι φούρνοι. Ο ένας ήταν του Πέτρου Γράψα (Πετράκια) και τον δούλευε η γυναίκα του η Γαριφαλιά, το γένος Σούνδια. Απομεινάρια του θα πρέπει να υπάρχουν ακόμη. Όποτε μας δοθεί η ευκαιρία θα ρίξουμε μια ματιά. Ο άλλος ήταν του Λεωνίδα Δουβίτσα (Πριονά) και τον δούλευε η γυναίκα του Μαύρα και κατόπιν η Αναστασούλα Κολυβά (γυναίκα του Κώστα Κολυβά – Κάπα) και η Ανδρομάχη Βλάχου (γυναίκα του Στάθη Βλάχου – Βλαχάκια). Μια πληροφορία, που χρήζει όμως κι αυτή περαιτέρω διερεύνησης, κάνει λόγο και για τρίτο μιτζίτικο φούρνο που ίσως να υπήρχε στο Γαδέικο (Σούνδια) σπίτι που το είχε νωρίτερα ο Βασίλας (Σούνδιας).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>