Αλωνάρης! Ο κύκλος του ψωμιού (του Θ. Γεωργάκη) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τρ, Ιουλ 12th, 2022

Αλωνάρης! Ο κύκλος του ψωμιού (του Θ. Γεωργάκη)

therisma Σαν άρχιζε ο θέρος της γιορτής και τα δρεπάνια γυάλιζαν στον ήλιο! (Φωτό: Fritz Berger).

«ΦΩΤΕΙΝΟΣ» ΣΦΑΚΙΩΤΩΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2022

ΕΚΘΕΣΗ ΞΩΜΑΧΙΚΩΝ ΣΚΕΥΩΝ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ:
«ΑΛΩΝΑΡΗΣ! Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΨΩΜΙΟΥ»

19 και 20 ΙΟΥΛΙΟΥ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΪ ΛΙΑ ΣΠΑΝΟΧΩΡΙΟΥ

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΨΩΜΙΟΥ!

(Εδάφιο απ’ το βιβλίο του συγγραφέα Θοδωρή Γεωργάκη με τίτλο «ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ»)

Ο κύκλος του ψωμιού, για την παλιά Λευκαδίτικη οικογένεια, ήταν μια μακρά και επίπονη διαδικασία, που ξεκινούσε με την σπορά του σιταριού, τον Οκτώβρη και τελείωνε το επόμενο καλοκαίρι, με τον θέρο και το αλώνισμα, ένα ψωμί δύσκολο και δυσεύρετο, από τα βάθη των αιώνων, για τον Λευκαδίτη, αφού αναγκάζονταν, πολλές φορές, να φεύγει απέναντι στην Ακαρνανία, προκειμένου να κάνει την σπορά του σιταριού σε ξένα χωράφια. Διηγούνται, οι παλιοί Λευκαδίτες, άπειρες ιστορίες για τις σπορές και τις κακουχίες στους μικροοικισμούς και στα χωριά του Ξηρομέρου: Βόνιτσα, Περατιά, Πωγωνιά, Ζαβέρδα, Παλύμπελη, σημερινός Δρυμός, Γοργοβλή, Δερσοβά, Αντώνη, Αϊ Βασίλη, Κομποτή, Λύκου Νίκου και Μοναστηράκι. Ήταν αυτή η ένδεια την οποία μνημονεύει και ο απαράμιλλος Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, στον «ΦΩΤΕΙΝΟ», βάζοντας στο στόμα του Γέρο – Ζευγολάτη την ρήση για «…το έρμο το ψωμί…».

Το όργωμα και η σπορά ξεκινούσε προς το τέλος του Οκτώβρη, αμέσως μετά τα πρωτοβρόχια, όταν το έδαφος είχε μαλακώσει αρκετά και γίνονταν, παλιότερα με ζευγάρι βοδιών και στα κατοπινά χρόνια με ζευγάρι αλόγων, τα οποία έσερναν το αλέτρι. Η κατασκευή του αλετριού απαιτούσε ειδική τεχνική, αφού η επεξεργασία του ξύλου ήθελε γνώση και εμπειρία, προκειμένου η κατασκευή να ήταν ανθεκτική στην δύναμη που αναπτύσσεται, όταν τα άλογα τραβούν το αλέτρι και μάλιστα καρφωμένο στη γη. Στα νεώτερα χρόνια, ή κατασκευή του ήταν σιδερένια. Το παλιό ξύλινο λευκαδίτικο αλέτρι αποτελούνταν, από την αλετροπόδα, την σπάθη, το σταβάρι, τον χερουλάτη, τα φτερά και το υνί. Η αλετροπόδα είναι το κύριο μέρος του αλετριού, είχε σχήμα αντεστραμμένου κεφαλαίου Γάμα, χωρίς να σχηματίζει ακριβώς ορθή γωνία, αλλά ελαφρά αμβλεία γωνία, γι’ αυτό και επέλεγαν ειδικούς κλώνους δένδρων, με αυτή την μορφή, δένδρα με σκληρό ξύλο, όπως το πουρνάρι, ή το ρουπάκι, ή η αμυγδαλιά. Ο χερουλάτης ήταν η απόληξη του πάνω μέρους της αλετροπόδας, από τον οποίο κρατούσε και δούλευε το αλέτρι ο χωρικός. Αξιομνημόνευτη, εδώ η στροφή του απαράμιλλου Βαλαωρίτη, στον «ΦΩΤΕΙΝΟ»: «…O χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου και στην αλετροπόδα μου ελιώσαν τα ύπατά μου…». Το σταβάρι, ήταν μακρόστενο ξύλο με ελαφρά ελλειψοειδή μορφή, το οποίο στηρίζονταν σε εγκοπή, στο μέσον, του πάνω μέρους της αλετροπόδας και περνούσε μέσα από ορθό ξύλο, την σπάθη, η οποία στερεώνονταν, χωνευτά, κάθετα στο μέσον του κάτω μέρους της αλετροπόδας.

Στην μπροστινή άκρη του σταβαριού, ήταν καρφωμένο σίδερο με άγκιστρο, στο οποίο άγκιστρο γατζώνονταν ο ζυγός, ένα στρογγυλό ξύλο, περίπου ενός μέτρου, το οποίο είχε τρία τσιγκέλια, ένα στο μέσον, το οποίο γάτζωνε στο άγκιστρο του σταβαριού και ένα σε κάθε άκρη, από τα οποία γατζώνονταν τα παλμάκια, δηλαδή μικρά και αυτά ξύλινα στρογγυλά κατασκευάσματα, περίπου ενός μέτρου, με σιδερένιους κρίκους στις άκρες, τα οποία κατέληγαν, με σχοινιά, στην γολάνα, ή λαιμαριά, δηλαδή ένα ειδικό δερμάτινο και υφασμάτινο μαζί κατασκεύασμα, σε σχήμα U λατινικού, το οποίο ήταν προσαρμοσμένο στο λαιμό των αλόγων, προκειμένου να τραβούν το αλέτρι. Το υνί, ήταν το μεταλλικό μυτερό τριγωνοειδές κατασκεύασμα, με πεπλατυσμένα φτερά, το οποίο, καρφωμένο στο εμπρόσθιο τμήμα της αλετροπόδας, έσχιζε την γη, με το τράβηγμα των αλόγων. Κατά την δεκαετία του 1960 άρχισαν να έρχονται τα πρώτα τρακτέρ στην Λευκάδα, τα οποία χρησιμοποιούσαν, πέραν των άλλων μεταφορικών εργασιών, αφού πολλές φορές διασκεύαζαν τις καρότσες, που έσερναν, και έκαναν συγκοινωνίες στις άγονες γραμμές, τα χρησιμοποιούσαν για το όργωμα των χωραφιών, όπου αυτά ήταν προσβάσιμα. Στα μπροστινά χωριά του νησιού σημείο αναφοράς ήταν το τρακτέρ του Κορεβέτη απ’τους Πηγαδισάνους, το οποίο, όταν περνούσε ήταν αξιοθέατο μικρών και μεγάλων και αργότερα το τρακτέρ του Αντρέα του Λιβιτσάνου, απ’ τον Κάβαλλο, ένα τεράστιο τρακτέρ, μάρκας Belarus, που ήταν Σοβιετικής κατασκευής.

Στις αρχές Ιουνίου, όταν άρχιζαν τα στάχυα «να ψωμώνουν», όπως έλεγαν, δηλαδή ο καρπός να παίρνει σχεδόν το τελικό του μέγεθος, και άρχιζε να μεστώνει, τότε έκοβαν χερόβολα μικρά και έφτιαχναν την Ψάνη, προκειμένου να γιορτάσουν τα προεόρτια του επερχόμενου θερισμού. Η ψάνη ήταν ένα δεμένο μάτσο σταχυών, το οποίο περνούσαν πάνω από την φλόγα της φωτιάς, προκειμένου να καούν τα άγανα και να γίνεται πιο εύκολη η αποφλοίωση του καρπού. Έτριβαν, εν συνεχεία, στην παλάμη, το καψαλισμένο μάτσο και έπαιρναν τον καρπό, ο οποίος είχε μια υπέροχη γεύση στο φαγητό. Ο θέρος γίνονταν περί το τέλος Ιουνίου, γι’ αυτό και ο μήνας αυτός αποκαλούνταν, από τους χωρικούς μας, Θεριστής, αλλά και ο Ιούλιος, Αλωνάρης, αφού τότε αλώνιζαν το σιτάρι. Θέριζαν με τα δρεπάνια, πριονωτά μεταλλικά αντικείμενα σε σχήμα ημισελήνου, δημιουργώντας μικρά χερόβολα, τα οποία έδεναν χρησιμοποιώντας, σαν σπάγκο, το ίδιο το στέλεχος του σιταριού, πολλά δε μαζί χερόβολα δημιουργούσαν το δεμάτι. Τα δεμάτια φορτώνονταν στα άλογα και τα μετέφεραν σε αθυμωνιές, μεγάλος ταξινομημένος σωρός δεματιών, κοντά στα αλώνια, παλιότερα, ή κοντά σε πλατιούς χώρους, κατά τα νεώτερα χρόνια, όπου είχε πρόσβαση η αλωνιστική μηχανή, η ονομαζόμενη πατόζα.

Το αλώνισμα στα αλώνια ήταν πανηγύρι για την κάθε οικογένεια, αφού μετείχαν όλα τα μέλη και ιδιαίτερα τα παιδιά, τα οποία απολάμβαναν την καβάλα πάνω στην σβάρνα. Αρκετές μέρες, νωρίτερα, είχε φροντίσει ο γεωργός να φτιάξει το δάπεδο του αλωνιού, το οποίο έστρωνε με παχύ στρώμα πηλού, που, με τον ήλιο του καλοκαιριού, σχεδόν, τσιμεντοποιούνταν, ώστε να γίνεται καλύτερα και το αλώνισμα, αλλά και το ανέμισμα, που θα ακολουθούσε. Η σβάρνα ήταν ένα τριγωνοειδές, περίπου, κατασκεύασμα, στο κάτω μέρος του οποίου ήταν ενσωματωμένα πολλά κοφτερά λεπίδια, προκειμένου να τεμαχίζουν το στέλεχος του σιταριού. Άπλωναν τα δεμάτια του σιταριού στο αλώνι, έζευαν δύο άλογα, με λαιμαριές στον λαιμό, στην σβάρνα, τα οποία οδηγούσε πάνω στην σβάρνα ο γεωργός, ο οποίος χρησίμευε και σαν βάρος, ώστε να μην είναι στον αέρα ή σβάρνα, τα άλογα κινούνταν κυκλικά μέσα στο αλώνι, με αποτέλεσμα να κομματιάζεται το στέλεχος του σιταριού, να ανοίγουν τα στάχυα κα να βγαίνει το πολυπόθητο σιτάρι, η βασική τροφή του Λευκαδίτη αγρότη.

Αφού ολοκληρώνονταν το αλώνισμα, μάζευαν, αρχικά το άχυρο σε σωρό έξω από το αλώνι και σώρευαν σε μια γωνιά του αλωνιού το σιτάρι μαζί με υπολείμματα άχυρου. Η συγκέντρωση του άχυρου γίνονταν με το δικριάνι, ένα ξύλινο αντικείμενο το οποίο κατέληγε διχαλωτά, ή τριχαλωτά, το δε άχυρο μετέφερναν οι γυναίκες, στο κεφάλι τους, μέσα σε σεντόνια δεμένα χιαστί και το έριχναν στον μπλοκό του σπιτιού. Το απόγευμα, όταν άρχιζε να φυσάει ο θαυμάσιος Μαϊστρος, τότε άρχιζε το λίχνισμα, το ανέμισμα, κατά το οποίο, ο γεωργός, με ένα πλατύ ξύλινο φτυάρι, το καρπολόϊ, πετούσε ψηλά το σιτάρι, το οποίο, σαν βαρύτερο, έπεφτε κάτω, τα δε υπολείμματα του άχυρου τα μετέφερε ο αέρας πιο μακριά. Εν συνεχεία και προκειμένου να φύγουν και τα τελευταία υπολείμματα άχυρου από το σιτάρι, προχωρούσαν στο κοσκίνισμά του με το δρυμόνι, ένα μεγάλο κόσκινο, με ξύλινο περίβλημα, τον κόθρο.

Το αλώνισμα ήταν σκέτο πανηγύρι για τις οικογένειες των χωριών, αφού μετείχε ολόκληρο το σπίτι, ενώ οι άνδρες, παρά το γεγονός ότι, τα αλώνια, ήταν κοντά στα σπίτια του χωριού, κοιμόνταν στρωματσάδα στα αλώνια, σε μια ένδειξη απέραντης χαράς, για το νεοδημιουργούμενο στάρι, που σε λίγο θα γίνονταν το ψωμί της οικογένειας, αφού επιθυμούσαν αυτό το δέσιμο με τους κόπους μιας χρονιάς, αλλά και για να ξεκινήσουν θαμπά το πρωϊ να στρώνουν τα δεμάτια στο αλώνι, πριν ρίξει ο ήλιος, αφού τα άγανα του σταριού, σμιγμένα με το τίμιο ιδρώτα των χωρικών, ήταν ανυπόφορα! Σε κάθε χωριό του νησιού είχαν πολλά αλώνια, ενδεικτικό του γεγονότος ότι υπήρχαν μεγάλες ποσότητες γεννημάτων, έτσι αποκαλούσαν τα δημητριακά, για αλώνισμα. Ενδεικτικά, ενθυμούμαι, πως, στο χωριό μου, το Πινακοχώρι, υπήρχαν, περιμετρικά του χωριού, δεκατρία αλώνια, μερικά των οποίων σώζονται και σήμερα, ενώ, κάποια άλλα, που η έλευση της αλωνιστικής μηχανής τα απενεργοποίησε, τα χρησιμοποιούσαμε, εμείς τα παιδιά, για αυτοσχέδιο γήπεδο βόλεϊ, τοποθετώντας, για φιλέ, ένα τεντωμένο σχοινί, στερεωμένο σε δύο κάθετα καλάμια.

Στους Σφακιώτες, στην Καρυά και στους Πηγαδισάνους, ποτέ δεν αλώνιζαν στις 15 Ιουλίου, την ημέρα που γιορτάζει ο Αγιος Κήρυκος, ο τριετής νεώτερος μάρτυς της εκκλησίας και η επίσης μαρτυρήσασα μητέρα του Ιουλίττη. «Αυτή την ημέρα πρέπει να την φυλάμε, είναι βαριά γιορτή», δηλαδή να μην εργαζόμαστε και να την σεβόμαστε, έλεγαν οι χωρικοί μας, διότι, σύμφωνα με την παράδοση, την ημέρα αυτή βούλιαξε το αλώνι στην περιοχή της Ακόνης και κατάπιε τα άλογα και τους γεωργούς, που αλώνιζαν. Το «Β(ου)λιασμένο Αλώνι», υπάρχει και σήμερα, δίπλα στην πηγή της Ακόνης, περιοχή μεταξύ Σφακιωτών και Νικιάνας, στην οποία έχουν κτήματα οι Σφακισάνοι, οι Καρσάνοι και ο Πιατσανίτες. Υπάρχει ένα βίδισμα της γής σε σχήμα αλωνιού, το οποίο ευλαβούνται όλοι οι γεωργοί, αλλά και οι περαστικοί, που πηγαίνουν για το μοναστήρι των Αγίων Πατέρων, από τον δρόμο της Ακόνης, που έχουν να λένε: «Eδώ είναι το Β(ου)λιασμένο Αλώνι». Mάλιστα αυτός ο φόβος των Σφακισάνων ξωμάχων μεγιστοποιήθηκε ακόμη περισσότερο, όταν, τα νεώτερα χρόνια, σε αλώνι των Λαζαράτων, την ημέρα του Αγίου Κηρύκου, κυριολεκτικά καρφώθηκε ένα άλογο στον ορτό, δηλαδή το ξύλινο παλούκι που βρίσκεται μπηγμένο στο κέντρο του αλωνιού! Σε παράγγελμα του αλωνιστή, ήταν Γεωργάκης, (Καρασούλας), απ’ τα Λαζαράτα, να γυρίσει το άλογο ανάποδα στο αλώνι, αυτό αφηνίασε, σηκώθηκε στα πισινά και πέφτοντας καρφώθηκε στον ορτό του αλωνιού, σκορπώντας πανικό στους ξωμάχους που … μαγάρισαν, όπως έλεγαν, την ημέρα του Αγίου Κηρύκου!!!

Το σιτάρι της νέας σοδειάς πήγαινε στον ανεμόμυλο ή στον νερόμυλο της περιοχής, για να γίνει αλεύρι, με το οποίο οι νοικοκυρές δημιουργούσαν το ψωμί, το νέο ψωμί, που με ιδιαίτερη λαχτάρα καρτερούσαν όλα τα μέλη της οικογένειας, η διαδικασία του οποίου άρχιζε με το κοσκίνισμα, με την σίτα, του αλευριού μέσα στο ξύλινο σκαφίδι. Με το κοσκίνισμα ξεχώριζε το αλεύρι από τα αποσίτια, ή τα αποσινάδια, τα πίτουρα, τα οποία χρησιμοποιούσαν για ζωοτροφή. Ακολούθως άρχιζε η διαδικασία του ζυμώματος. Αρχικά, τοποθετούσαν το προζύμι στο κέντρο του σκαφιδιού και γύρω από το προζύμι έριχναν σταδιακά αλεύρι, μαζί με ζεστό νερό, μίγμα το οποίο ζύμωνε με τα χέρια της η νοικοκυρά, προσθέτοντας συνεχώς αλεύρι, μέχρι να δημιουργηθεί η ποσότητα του ζυμαριού, που επιθυμούσε. Το προζύμι, το οποίο είχε την θέση την σημερινής μαγιάς, ήταν μια μικρή ποσότητα ζυμαριού, την οποία κρατούσε η κάθε νοικοκυρά και φύλαγε μέσα σε ειδικό δοχείο, τον προζυμολόγο, με αλάτι και λάδι στην επιφάνεια, ώστε να διατηρείται απ’ την σήψη, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει στο επόμενο ζύμωμα, ενώ, αρκετές φορές, υπήρχε μόνο ένα προζύμι, σε κάθε γειτονιά, το οποίο δανείζονταν μεταξύ τους οι νοικοκυρές και αναπλήρωναν, ώστε να είναι πάντα διαθέσιμο. «Έλα δω άγγονα, μου έλεγε η βαβά μου η Βασίλω. Τράβα απκάτου στην Πλατ(υ)στομίτισσα, ήταν η θειά Μαριώ με καταγωγή από τα Πλατύστομα, που είχε παντρευτί στο χωριό μας, να σ’δώκει το προζύμι». Εξυπακούεται, βέβαια, πως της επέστρεφα νέο προζύμι.

Αφού ολοκληρώνονταν το ζύμωμα, η νοικοκυρά το σταύρωνε τρείς φορές και το σκέπαζε με βαριά ρούχα, προκειμένου να ολοκληρωθεί η χημική μεταλλαγή, που συμβαίνει στο ζυμάρι, ώστε να είναι έτοιμο να μπει στον φούρνο, με την μορφή του καρβελιού. Μάλιστα παρακολουθούσαν την πορεία του ζυμαριού, ώστε, όταν φούσκωνε, να προχωρήσουν, την κατάλληλη στιγμή, στο πλάσιμο των καρβελιών, χωρίς να αποχερίσει, όπως έλεγαν, δηλαδή, να μείνει αφούσκωτο το ζυμάρι, άρα να μη βγει ψημένο σωστά και αφράτο το ψωμί, από τον φούρνο, αλλά καθισμένο και επίπεδο σαν πλάκα. Έντρομες οι νοικοκυρές, σε αυτές τις περιπτώσεις αποχερίσματος, τις άκουγες να λένε: «Γούϊ, η μαύρη, τι έπαθα, μ’ αποχέρσε το ψωμί και τώρα θα μ’ βγούν πλακτσά τα καρβέλια». Προκειμένου, οι νοικοκυρές να διαπιστώσουν, αν είχε ολοκληρωθεί η ζύμωση, τότε πίεζαν με την παλάμη τους το ζυμάρι, αν το βαθούλωμα, που σχηματίζονταν, επανέρχονταν, τότε η ζύμωση είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς. Έπλαθαν το ζυμάρι, δημιουργούσαν το στρογγυλό καρβέλι, το οποίο τοποθετούσαν μέσα στην πινακωτή, ένα ξύλινο παραλληλόγραμμο κατασκεύασμα με κουτιά, που ήταν χωρισμένη σε τετράγωνα, μέσα στα οποία άπλωναν, από κάτω, ένα μεσάλι, έβαζαν μέσα το πλασμένο καρβέλι, σήκωναν το μεσάλι, όταν πήγαιναν στον φούρνο, έπαιρναν το καρβέλι και το τοποθετούσαν μέσα στον φούρνο για ψήσιμο. Η τοποθέτηση του ζυμωμένου καρβελιού στον φούρνο, γίνονταν με ένα μακρύ ξύλινο φτυάρι. Το Λευκαδίτικο καρβέλι, το οποίο έθρεψε γενιές και γενιές, στο διάβα των αιώνων, ήταν στρογγυλό, και αποτελούνταν, από την εσωτερική ψίχα και την εξωτερική φλούδα.

Κάθε οικογένεια έψενε, περίπου, δέκα καρβέλια, το ψωμί της εβδομάδος, τα οποία τοποθετούσε στην μαλάθα, ένα μεγάλο κοφίνι, όχι εντελώς ανοιχτό στο πάνω μέρος, αλλά κατέληγε σε ένα στόμιο, τέτοιων διαστάσεων, που να επιτρέπουν την διακίνηση του καρβελιού. Τοποθετούσαν την μαλάθα πάνω σε υπερυψωμένο τάκο, ώστε να μην την πιάνει η πορδάλα, τα μικρά μυρμήγκια. Το καρβέλι, πέραν των καθημερινών αναγκών, αποτελούσε την βάση της δημιουργίας της προμάδας, ψωμί πυρωμένο στην φωτιά, κατά τις κρύες μέρες του χειμώνα, την οποία προμάδα, συχνά έβρεχαν με κρασί και λάδι και δημιουργούσαν την θαυμάσια ζούπα. Επίσης, το καλοκαίρι, οι αγκαθοί και τα μπκούνια, δηλαδή τα ξερά κομμάτια και οι γωνίες του καρβελιού, δημιουργούσαν την περίφημη ριγανάδα, την οποία συνόδευε απαραίτητα η αρμυροσαρδέλα, που αλάτιζε, σε μεταλλικούς τενεκέδες, ο ίδιος ο χωρικός, περί τον Σεπτέμβρη μήνα, όταν υπήρχε η χοντρή σαρδέλα στο εμπόριο, η λεγόμενη πελεκούδα, αυτή η αρμυροσαρδέλα, ήταν και το προσφάγι του στο γεύμα του στα κτήματα, όπου συνόδευε το γλίσχρο φαγητό του. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούσε τους γνωστούς μεταλλικούς τενεκέδες του εμπορίου, τους οποίους αποκαλούσαν λάτα, ενώ έλεγαν, χαρακτηριστικά: «Έκαμα δύο λάτες σαρδέλα».

Αγόραζαν την χοντρή σαρδέλα η οποία δεν έπρεπε να είναι τσαλαπουριασμένη και την τοποθετούσαν μέσα σε ένα μεγάλο κοφίνι και την αλάτιζαν, με χοντρό αλάτι, την άφηναν για δύο ημέρες, ώστε να στραγγίσουν τα υγρά και ακολούθως την τοποθετούσαν στην λάτα. Ο γέρος του σπιτιού, με την εμπειρία του, τοποθετούσε μία στρώση σαρδέλα και έριχνε πάνω πολύ αλάτι, ακολούθως τοποθετούσε νέα στρώση σε αντίθετη φορά με την προηγούμενη και ξανά αλάτιζε, μέχρι να γεμίσει η λάτα. Το εμπόριο της σαρδέλας και γενικά των ψαρικών γίνονταν από πλανόδιους, οι οποίοι φόρτωναν δύο κασέλες ψάρια, στο άλογό τους και από τα παράλια χωριά, κυρίως την Κατούνα, όπου είχαν τα ψαροκάϊκα, ανέβαιναν στα χωριά της ενδοχώρας και πουλούσαν τα ψάρια. Μερικές, δε, φορές κατέβαιναν στην Λυγιά, μέσω Κατούνας, άνδρες, ή γυναίκες και φορτώνονταν στο κεφάλι τους μια κόφα σαρδέλες, προκειμένου, να την μεταφέρουν στα χωριά και να την αλατίσουν.

1_aletras

Μικρός Αλετράς!

Έρριξ’ ο Μήτρος τ’ ορφανό τ’ αλέτρι του στον ώμο
Σαν να ’ταν κούφια καλαμιά…

(«ΦΩΤΕΙΝΟΣ» Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)

Fritz_berger

Λευκάδα! Σαν άρχιζε ο θέρος της γιορτής! (Φωτογραφία: FRITZ BERGER).

manasi

Μανάσι Λευκάδος! Nια στάλα μαέρεμα μετά τον θέρο έξω στην αυλή με την προστιά και τα ξύλα! (Φωτογραφία: MARIA LISCHER)

alonisma

Aλώνισμα στους Βόλτους του Αϊ Δονάτου στην Εγκλουβή!

orgoma

Γυναίκα οργώνει για την σπορά του σταριού στον Νικολή Λευκάδος!

fotia_xemonio

Φωτιά στο ξεμόνιο γι’ αυτούς που μοχθοκοπάνε στα χωράφια της σποράς και του θέρου! (Αρχείο ΜΠΑΜΠΗ ΛΑΖΑΡΗ).

petra_gynaika

Λευκαδίτισσα! «Δεν έσπειρα μόνο και δεν θέρισα… Σαν Άτλαντας κουβάλησα και την πέτρα για να κτίσομε το σπιτικό μας!» (Φωτογραφία: ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΕΝΙΝΓΚ.

gymnasiopaido_alogo

Λευκάδα. Γυμνασιόπαιδο με το πηλίκιο καβάλα στο άλογο για τα χτήματα της σποράς και του θέρου! Βοήθησα κ’ εγώ, μετά το διάβασμα και το σχολειό, τους ξωμάχους γονείς μου! (Αρχείο ΠΑΝΟΥ ΣΚΛΗΡΟΥ).

zymoma

Ένα, δύο, τρία καρβέλια… Πολλά καρβέλια να χωρέσουν στην μαλάθα του σπιτιού! Ο επιούσιος ανά χείρας μετά μια τόσο επίπονη δουλειά…

theros

Θέρος!!! Λάμπω!!!

meganisi_kounia

Μεγανήσι 1910! Άλλη επιλογή δεν είχα… Μαζί και το παιδί μου στα κτήματα της σποράς και του θέρου… (Φωτογραφία: ΦΡΕΝΤ ΜΠΟΣΟΥΑΝΑ).

patoza_moschou_Karya

H πατόζα του Μάχου στην Καρυά σε ώρα λειτουργίας!

fortoma_stari

Ένα φόρτωμα στάρι για τον ανεμόμυλο ή τον νερόμυλο του χωριού!

gynaikes

Οργώσαμε… Σπείραμε… Θερίσαμε… Ζυμώσαμε… Φουρνίσαμε… Όλα από τούτα τα χέρια… Μα λάμπουμε δια βίου… (Φωτογραφία: FRITZ BERGER).

roka

Λευκαδίτισσα! Με την ρόκα μου και τους θησαυρούς μου…

lefkaditissa

Τα εγγόνια μου! Τους μολογάω τι τραβήξαμε στη ζωή μας εμείς οι παλιακές!

patoza

H πατόζα στα νεότερα χρόνια αντικατέστησε τα αλώνια…

lefkaditissa_sitari

Όμως τα τίμια χέρια της Λευκαδίτισσας καμιά μηχανή δεν αντικατέστησε στο μάζεμα του νέου σταριού!!! (Φωτογραφία: MARIA LISCHER).

sfragida

Φτιάχνοντας τη σφραγίδα για τα πρόσφορα στον Νικολή Λευκάδος! Έχει κι ο θεός το μερτικό του απ’ τα νέα γεννήματα… (Φωτογραφία: FRITZ BERGER).

1

2

«Άστα βλοημένη μ’ τι να σ’ μολοήσω… Το και το…». (Πάνω Αρχείο ΕΛΕΝΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗ, κάτω, Φωτογραφία ΦΩΤΗ ΚΑΖΑΖΗ).

3

Λευκαδίτισσα! Και το δεμάτι το στάρι και από πάνω τα φρούτα για τα παιδιά!!! (Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΙΣΙΑΔΗΣ).

4

Τι κι αν έφυγαν απ’ την ζωή… Είναι και αυτοί δεμένοι με τούτη τη γη… Την πότισαν και αυτοί με τον τίμιο ιδρώτα της ξωμαχιάς… Το μερτικό τους; Ένα πρόσφορο το Ψυχοσάββατο… Θεία προσφορά στην αιώνιά τους μνήμη…

5

Και όταν το στάρι απ’ τα Λευκαδίτικα στενοχώραφα δεν δίκαγε για την φαμελιά, τότε η λύση του Ξηρόμερου ήταν η μόνη διέξοδος. Λαζαριάτες ετοιμάζονται να πάνε για σπορά στο Ξηρόμερο, στη Γοργοβλή!

6

Λευκαδίτισσα! Το άχυρο με το σεντόνι στον μπλοκό για το βλοημένο τ’ άλογο! (Αρχείο ΚΩΣΤΑ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ).

ΣΦΑΚΙΩΤΕΣ! ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΚΟΙΤΑΡΙ…

Χρόνους πολλούς ένας αντάρτης καημός στης μισθαποδοσίας τα βήματα λαμπρά μ’ οδηγεί. Σφακιώτες! Άγρυπνο λίκνο βόλι στην καρδιά της ποιήτρας μου ανάσας σφαχτή μαχαιριά ευχαριστίες, όσα με φίλεψες καλούδια τρανά φωτιές στα στήθια φύτρωσες φωτιές ανταρσίας στον κόσμο του νου… Νόστιμον ήμαρ! Γυρισμέ ανοίγεις φτερά!

Μαρμαρωμένη φαντάζεις μικρή μου αυλή, στο χώμα σου μάτωσα, έτρεξα, τούμπες έκαμα στη γης, με τα πουλιά πέταξα ψηλά αδέρφι τους είμαι άοπλα εκείνα ανυπόδητος εγώ… Στα μέτρα μου σ’ έφερα αλέγρα ζωή…

Ρυθμικά στα σκαλιά σου κοιτάρι άχραντο τα βήματα φέρνω της νοσταλγίας κερνίτης λαμπρός! Η γωνιά αναμμένη ακόμα στρωμμένη πλουμιστά χοντροσκούτια, διασίδια της Μάνας στον αργαλειό της αϋφάντρας ζωής! Φωτερά παραμύθια στις λόχμες της μνήμης καρφιά… Ω, πόσοι σπαραγμοί στο καντήλι ανάβουν σαν της μάνας σιγοπνέει η ψυχή, γοργοπετάς άσφαλτα μνήμη όμοια άγριες των γερακιώνε κρωξιές… Ξιπάσου είναι μου γλυκός σε καρτερά ο λυτρωμός!

Μια Χριστουγεννιάτικη νύχτα να ζήσω! Όλοι στη νήστεια προστάζει ο προγιαστός… Ακούτε έξω λυσσομανούν τα πεύκα σκύβουν στη γη! Να προσκυνήσουν ζητάνε το νιογέννητο Χριστό! Του Χριστόγιωργα τα πρόβατα κινάνε για την σπηλιά σου Βηθλεέμ… Ακούτε έξω Χριστουγεννιάτικη νυχτιά λαχανιασμένες φωτιές σαλεύουνε στον ουρανό… Στον κομό παραδίπλα η ασπρόμαυρη φωτογραφία αρματηλάτη συγγενή! «Ενθύμιον απ’ τον Σαγγάριον»! Ποιος ξέρει πως στόρισε τη λησμονιά του απ’ την Κόκκινη Μηλιά λίγους παρασάγγας πιο κει…

Αράγιστος ουρανέ μου παραμένεις προσευχή λατρείας σ’ αναπέμπω, κοίμισε τις φλεβιές μου ακριβό γιορντάνι τον άγγελό σου στείλε γλυκά να το κρεμάσει στην καλημέρα του κομού! Καλή σου μέρα ψυχολιώστρα μου βροχή ακουμπισμένος στο τζάμι καρτερώ τον πρώτο σπίνο να τρέξει στην αυλή, πατ πατ από πέτρα σε πέτρα, σκόρπια ψίχουλα του’ σπειρα στη γη να τον πλανέψω την ιστορία να μου πει του Καλού Σαμαρείτη την παραβολή …

Τ’ άγιο της μάνας φυλαχτό στην καναβέτα πιθωμένο, πέτρα πολύτιμη στις τρίβους σου ζωή τόσο γλυκά μελωδείς: «τα παιδιά τ’ αγαπάει ο Χριστός!» Στα ματέρια ακόμα αιωρούνται κρεμασμένα κυδώνια κι απίδια δοξαράτα της γιαγιάς γλυκές αρμαθιασμένες μνήμες μιας μελόστρατης παρθένας γενιάς… Στ’ αχνωτισμένα τζάμια τ’όνομα της αγαπημένες ομάδας ακόμα χαραγμένο… ΑΕΚ! Κιτρινόμαυρες πορείες θύμισες τρανές στο νου ξαναγεννά… Στην ταράτσα μαρμαρωμένη στέκεις χελιδονοφωλιά! Σβωλί σβωλί στο στόμα σ’ έχτισαν τ’ Ανοιξόχαρα πουλιά, σύναξαν μέσα σου τόσα ταξίδια μακρινά απίθωσαν ένα βασταγερό κομμάτι της καρδιάς, Δάμων και Φιντίας πορευόμαστε μαζί και πάντα η φλόγα το πρώτο τιτίβισμα ν’ ανάψει καρτερεί…

Ζωή αμφίβια! Πότε σε νοσταλγίες με παγαίνεις πότε στο λιωμένο τώρα με μαυλάς… Ξιφολόγχες οι κυματισμοί σου χρόνε… Κ’ εγώ αργόλαμνα ήρεμα ταξιδευτά αναριπίζομαι στην κυματωσιά… Ένα τραγούδι της θαρρώ: «Αυτή η πέτρα μούλαχε… Σ’ αυτή θα ξαποστάσω… Άλλος δρόμος δεν είναι άλλη σημαία άλλη διαδρομή μόνο η ρότα στα γενναία χρόνια τα βαθιά, όμοια της ιστορίας Ηρακλής…»

Ποίημα του συγγραφέα Θοδωρή Γεωργάκη

11

 

Τι να πρωτοθυμηθώ… Τ’ αμπέλια; Τσ’ ελιές; Τ’ σπορές; Τ’ αλώνισμα; Όλα βαρύ φορτίο σωριάστηκαν στους ώμους… (Φωτογραφία: ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΙΚΡΩΝΗΣ).

12

 

Το Ξτοκούλουρο! «Τι σοι προσηνέγκωμεν Χριστέ…». Εμείς οι απλοί ξωμάχοι τον Eυλογημένον Άρτον των Χριστουγέννων! (Φωτογραφία: FRITZ BERGER).

13

 

Λευκαδίτισσα! Ανεπιτήδευτο κάλλος μέσα στον στρόβιλο του μόχθου και του κόπου… (Αρχείο ΜΙΧΑΛΗ ΘΕΡΜΟΥ).

14

ΠΟΡΕΙΑ…

Έρχομαι απ’ του χτες τις βουρκωμένες αγκαλιές της ελπίδας τ’ αδιάκοπο κυνήγι να σας μολογήσω!

Ποτέ μου δεν απόστασα στη διαδρομή, ατσάλινους νευρώνες μου σμίλεψε ο Φειδίας…

Ένα, δύο, τρία βήματα στη δόξα μου σιμά… Ω, ζωή όμορφη γένηκες αγαπητικιά μου, πόσο στιβαρά σε κράτησα στην αγκαλιά!

Χορό, τραγούδι, νιότη, κάματο και προσευχή, σε πόταξα στα στήθη μέσα!

Μη μ’ ευλογάτε, δεν θέλω ύμνους… Στου καθήκοντος τον όργο ζεμένη η ψυχή μου… Θυσία, προσφορά, αγάπη, στα σπλάχνα μου καίει!

Αντίδωρο; Ένα λειπόσαρκο κερί στις καρδιές σας ν’ αχνίζω…

Ποίημα του συγγραφέα Θοδωρή Γεωργάκη

15

Λευκαδίτισσες! Τρεις ολάκερες γενιές για να γεμίσει η πινακωτή με καρβέλια!

16

«Τ’ Βαγιώνε» στ’ Ασπρογερακάτα! Ένα διάλειμμα της ξωμάχικης ζωής για να πάρουνε τα βάγια! (Φωτογραφία: Νίκος Ζαβιτσάνος).

17

Ο φούρνος της θεια Χαρίκλειας στο Πινακοχώρι!

18

Σύβοτα Λευκάδος! Μάνα! Μητέρα! Παναγιά! Άπειροι κόποι και άμετρες θυσίες στα χωράφια, για να μεγαλώσει το βλαστάρι της! (Φωτογραφία: PETER BROWN).

19

Εξάνθεια Λευκάδος! Εσείς με τα οχήματά σας με τις δόξες σας! Με τις ανέσεις και τον ευδαιμονισμό σας… Εγώ με το γαϊδουράκι και τα μαρτίνια μου στα κτήματά του όργου και της σποράς… Τούτη τη ζωή έμαθα από γενησιμιού μου να υπηρετώ… Σε τούτη τη γη απάνω δεν θα την εγκαταλείψω… Της Δήμητρας πιστή οικονόμος και στα επέκεινα θα την υπηρετώ…

20

Λευκαδίτισσα! Και τούτη η αγιογύναικα μεταφέρει με το σεντόνι το άχυρο στον μπλοκό του σπιτιού, για να έχει θροφή το άλογο τον χειμώνα, αλλά και για να απλώνουν το άχυρο στα άλλα ζωντανά, σαν στρώμα, να μην πουντιάσουν…

21

Στα αλώνια και τους βόλτους του Αϊ Δονάτου στην Εγκλουβή! «Περίμενε βλοημένο μ΄να γιομίσω το κορύτο…» (Αρχείο ΜΠΑΜΠΗΣ ΛΑΖΑΡΗΣ).

22

ρυμώνας! Η θεια Ακριβούλα επιστρέφει απ’ τα κτήματα! Απ’ τα μικράτα της στον όργο της δουλειάς στα χωράφια! (Φωτογραφία: ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΑΦΥΛΙΔΗΣ).

ΣΤΟΥΣ ΈΧΕΤΛΟΥΣ THΣ ΓΗΣ ΜΑΣ*…

Να χαιρετίσω θέλω τις ζωές, όσες σκληρά πολεμούν τη γη να καρπίσει, τους Εχετλαίους ήρωες, της προκοπής και τ’ αρότρου, το χώμα αναδεύουν ψυχή να ποτάξει

ψυχή χαλκευμένη στης Δήμητρας τα κάλλη, ξεδροσίζει τα μέτωπα τα ματαπλάθει να λάμπουν…

Νίκες! Τους μόχθους σαν οδηγούν στις θυσίες, να καρπίσει η γη τους…

Ζωές απλωμένες, αλαργινό εικονοστάσι!

Της γης εραστές οι αντρίκιες φωνές τους φωσφορίζουν ιδρώτα, γιγαντομαχίας το ξάϊ… Σύνθημα μοιάζουν, λατρεία, προζύμι, προς Εμμαούς σαν τραβάνε ζωοπλάστρα πορεία…

Άνθη πορτοκαλιάς να φυτέψω…

Όπου πλημμυρίζει το δάκρυ εύφορη πλάθει και ματόζα τη γη μου, κιτρινωπά ν΄ ανατέλουν των Εσπερίδων τα μήλα!

Ηράκλειους δρόμους ανοίγουν στους ρυθμούς που κρατάνε το σύμπαν, πιο σιμά στη σιωπή να μας φέρνουν…

Σιωπή μαρμαρόχτιστη, στις ζωές μας σαν κράζει…

Επάγγελμα; Της γης μου Εχετλαίοι Σποριάδες, αιματόθρεφτοι, λαύροι!

Κάποια άνοιξη άγια, σαν φεγγοβολίσει η γη μας, με τα φώτα της σιωπής ξαναμμένα, στο μικρό χωράφι θα τρέξω τους σποριάδες της γενιάς μου να λάχω…

Μαζί τους τα χνώτα χαλκωματένια ανάσα!

Να σεργιανίσω σε λιοστάσια κι αμπέλια, σ’ αθεμωνιές και σε σβώλους…

Τ’ αλέτρι να δράξω, στο σταβάρι ζευγίτης, το γενί πρωτοχτίστης στης οικουμένης τα σπλάχνα, όθε περάσει οργώνει, καρπίζει…

Τις απαλάμες ξωμάχος να φτύσω, χειροπέλεκα άγρια ξεχωνιάζουν το σύμπαν! Δόξα την παρθένα γη μου να γιομίσω πρώτος το νέκταρ του μεγάλου θυμού σου γη ν’ απολάψω…

Ωσάν μέλισσες που στης γνώσης το δέντρο τρυγάνε, στα μάτια της ψυχής ψαχουλεύουν…

Πρωτορίγος να νοιώσω στις φλέβες, όσες ξανοίγουν αίματα μύρια σαν θωρούν τους σποριάδες να ματώνουν τα χέρια…

Ένα απ’ γη τους απόκομμα θείο …

Ποίημα του συγγραφέα Θοδωρή Γεωργάκη

*ΕΧΕΤΛΟΣ! Ο αγρότης μυθικός ήρωας, ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη του Μαραθώνα χρησιμοποιώντας σαν όπλο το σταβάρι του αλετριού του, με το οποίο προκάλεσε πραγματικό όλεθρο στον στρατό των Περσών!!! Ίδια οι Λευκαδίτες ξωμάχοι, με το αλέτρι στο χέρι κατανίκησαν την τραχιά και άγονη γη του νησιού μας και την μετέβαλλαν σε καρποφόρα σταροχώραφα!

30

Έχετλος! Ο μυθικός αγρότης πολεμιστής, που στη μάχη του Μαραθώνα κατάκοψε με το σταβάρι του αλετριού του τους Πέρσες!!!

31

Λευκαδίτισσα με εξαίσια μπέρτα! Του μόχθου μου τα τρίμματα στα σταροχώραφα ένα – ένα σε τούτο το αδράχτι τα τυλίγω…

31

Σαν άρχιζε ο θέρος της γιορτής και τα δρεπάνια γυάλιζαν στον ήλιο
Πρόσωπα χαρούμενα, ευφραντικά γιόμοζαν τα σταροχώραφά μας
Τίμιες δούλεψες μιας άλλης Λευκάδας που γνώριζε τα απλά να τιμά
Ακάματες Λευκαδίτισσες τον κίτρινο χρυσό να ξεδιαλέξουν
Αίμα να γίνει στις φλεβιές κι αγίασμα στην προκοπή της νιότης!

(Φωτο FRITZ BERGER)

32

Ά, εδώ σας έχω όλα μαζωμένα! Όλα μια ανάμνηση γλυκιά…
Όλα τα σύνεργα για το αλώνισμα στο αλώνι στην παράταξη! Πρώτη και κυρία από δεξιά η σβάρνα! Τα κοφτερά της λεπίδια από κάτω, όταν την σέρνουν τα άλογα, σχίζουν την καλαμιά του σταριού, την μετατρέπουν σε άχυρο και θρυμματίζουν το στάχυ, για να απελευθερωθεί ο καρπός… Το τριχαλωτό δικριάνι! Μ τούτο γυρίζουνε το στάρι μέσα στο αλώνι, ώστε να έρθει στην επιφάνεια και τα ευρισκόμενο από κάτω και να μεταποιηθεί και αυτό σε άχυρο! Το ξυλόφτιαρο. Με τούτο μαζεύουν τον καρπό μέσα στο αλώνι, όταν φύγει απ’ το στάχυ και γίνει σωρός! Η σκούπα από σπάρτα! Για το σκούπισμα του αλωνιού! Τέλος το καρπολόϊ! Το ξυλόφτιαρο με τα κενά το οποίο χρησιμοποιούσαν για το λίχνισμα το απόγευμα όταν φυσούσε ο Μαΐστρος!

33

34

Εσείς οι μεγάλοι στα Λαζαράτα, μετά τις τόσες δουλειές στα χωράφια, αραδιάζεται τους καημούς σας στο κρασί… Εμείς οι μικροί στο Μεγανήσι βάζουμε τα όνειρά μας στη σειρά…

35

Ετοιμάζοντας το ζεστοφούρνι στον ξυλόφουρνο!

36

37

Λευκαδίτισσα με φορτωμένο στο άλογο το άχυρο του αλωνιού!
Δεν είναι σταυροδρόμι… Ούτε απόφαση ζωής…
Να ξαποστάσουν τα μάτια μου… Λίγο να σ’ απολάψω ζωή…

38

39

«Και δεν αποστάσαμε ποτέ μας…» Λευκαδίτισσες μιας άλλης εποχής! Οι άγιες γυναίκες του νησιού μας!

40

Όσοι δεν με γνωρίσατε… «Είμαι ο Νίκος ο Βρυώνης απ’ το Μαραντοχώρι, ο «Τσαμπάσης»! Έφερνα απ’ τις λακινιές του Ξηρομέρου και τις Φιλιππιάδας και πουλούσα άλογα στους γονείς σας, για να κάνουν όλες τις αγροτικές τους δουλειές. Να οργώσουν, να κουβαλήσουν τα σπαρτά, να αλωνίσουν στο αλώνι, να πάνε στο μύλο το στάρι…» (Αρχείο ΠΑΝΟΥ ΣΚΛΗΡΟΥ).

50

Α, να φτιάξω μια προμαδούλα! (Αρχείο ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΑ ΝΕΑ).

51

Θ(υ)μάσαι ορέ Γιώργο τ’ σπορές π’ κάναμε στο Ξηρόμερο για να φέρομε στ’ φαμελιά ένα φόρτωμα στάρι; (Φωτογραφία: ΑΛΕΚΟΥ ΚΑΡΦΑΚΗ).

52

Το Νυδρί πριν την επέλαση του τουρισμού…

55

Σε όλα τα χωριά του νησιού η ίδια ξωμάχικη εικόνα, πριν την μετάβασή μας στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών… (Φωτογραφία: ERNEST BLUMENASTEIN).

62

63

Έλα κάλλιωσε ζωή μαζί μου… Πάρεξ τη γη μου υπηρέτησα πιστά… Τις αναμνήσεις άσε μου, θυμίαμα να καίω τώρα στα στερνά…

56

Ο κάματος στα χωράφια της σποράς και του θέρου με έναν καφέ στην χόβολη «πλερώνεται»… (Χωριό Νικολής, Φωτο FRITZ BERGER).

60

61

«Να ξεδώκομε αδερφέ… Μπεζερίσαμε όλη μέρα στο χωράφι…». Ένα ξωμάχικο διάλειμμα αποτελούσαν τα πανηγύρια των χωριών μας! Πάνω γυναίκες χορεύουν στα Χορτάτα στης Παναγίας το Ενιάημερο! Κάτω Αλεξαντρίτες ξεφαντώνουν και αυτοί στο πανηγύρι της Παναγίας στο χωριό τους, τον Δεκαπενταύγουστο! (Αρχείο ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΑ ΝΕΑ).

65

Γι΄ αυτό το έρμο το ψωμί
Που πριν το’ φαν χορταίνουν
Τα λιμασμένα μου παιδιά…

(«ΦΩΤΕΙΝΟΣ» Αριστοτέλη Βαλαωρίτη).

66

<<Αλήθεια, παπούλη, τόσα υποφέρατε για να έχετε το ψωμί στο τραπέζι;
Τόσα κι άλλα τόσα παιδί μου… Μια ζωή τυραγνισμένη…

(Φωτογραφία: FRITZ BERGER Άγιοι Θεόδωροι Χορτάτων).

ΔΑΚΡΥΟΖΥΜΩΤΟ ΨΩΜΙ!

(Ιδανικός επίλογος…)

Λαμπάδιασαν στους αγρούς τα χρυσοστάχυα γενήκαν ωχροκίτρινες χεριές, στιβαγμένα άχραντα δεμάτια στις αθυμωνιές, απλώνονται σεντόνια μεταξένια, στου Θεριστή τις αγκαλιές τον Αλωνάρη καρτερούνε στ’ άγανά τους να τρέξει η φωτιά,
μικρές φλογίτσες λαμψάδες ζωοβρύτρες άχραντε πυρόξανθε καρπέ!

Ο άρτιος άνθρωπος της μάνας φύσης ο πρωτόπλαστος Αδάμ, τους τίμιους κόπους του μολύφτει σαν βλέπει απλωμένα πα στ’ αλώνια τα κίτρινα γεννήματα μεστά!
Ξεχύνεται της σβάρνας το ποτάμι τα χρυσόσταχα σκορπά τον αγιόκαρπο στα χέρια να συνάξει μάγμα ηφαίστειο και λάβα δακρυοζύμωτο της ξωμαχιάς ψωμί!
Ζωή μυρώτρα ειρηναία έπος ξωμάχου έπος Τυρταίου μεθυσμένου, το έπος σου Μητέρα γη

με τους σποριάδες τους νταήδες στα αλώνια άσπιλοι άμώμητοι, λιτά χωράτε στα χτυποκάρδια του λαού ακέρια στις γενιάς τις εκβολές τραβάτε μέσα σας γιγαντώνετε μυθόπλαστη Ελληνική ψυχή,

Μανιάτισσα κι αρχόντισσα μαγεύτρα Χρυσόμαλλο Τομάρι απλωμένο σε βολικούς, καθάριους ουρανούς!

Της πλάσης οι σποριές μέστωσαν και πάλι στην καλοτυχισμένη Μάνα Γη! Θεριστάδες Γρυπαίοι Κιγκινάτοι τις πληγιασμένες σμίξτε σας χεριές,

το στάρι της γιορτής να θρονιασθεί μες στην αυλή μας …

Χοροστάσια στ’ αλώνια κυκλικά κινάνε μεγάλοι στ’ αρχαγγέλου τις φτερούγες λυτρωμοί, αγέρια ούρια να γενούνε,

ξεκίνα άγιε λιχνισμέ ανάλαφροι αγέρηδες κινήστε ξυπόλυτα μικρά παιδιά!

Φυγάδες τ’ άλογα αρκάτοι λάμπουν στον ήλιο οι οπλές στα στάχυα γέρνουνε σπαθάτοι ασύντριφτοι πολεμιστές,

το νιό ψωμί αστέρι να βλαστήσει πλουτοφόρας αγάπης αγκαλιά βάλσαμο θάλπος και μαγνήτης στα φίλτρα σου ξωμάχικη καρδιά!

Ποίημα του συγγραφέα Θοδωρή Γεωργάκη



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>

            









Copy Protected by Chetan's WP-Copyprotect.