Το Bελανιδοδάσος του Ξηρομέρου και ο Kόσμος του βελανιδιού…
Βελανιδοδάσος Ξηρομέρου. Φωτογραφία: Κώστας Καρακώστας
Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη, Φιλόλογος,
Δρ Κοινωνικής Λαογραφίας, e-mail: agelimaria@yahoo.gr
Εισαγωγή: Στην παρούσα ανακοίνωση θα αναφερθούμε σε ένα θέμα Τοπικής Ιστορίας της περιοχής Ξηρομέρου. Συγκεκριμένα: «Το βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου και ο Kόσμος του βελανιδιού…». Η ανακοίνωση επιδιώκει να αναδείξει το βελανιδοδάσος ως παράγοντα οικονομίας στην ευρύτερη περιοχή. Για την ανάδειξη του κόσμου της εργασίας στο μάζεμα του βελανιδιού αξιοποιήθηκαν οι όποιες γραπτές πηγές και κυρίως η προφορική ιστορία. Η προφορική ιστορία συμπληρώνει τα κενά της γραπτής και αναδεικνύει την «από τα κάτω ιστορία». Δίνει φωνή σε πολλά αποσιωπημένα ή υποτιμημένα υποκείμενα (Τhompson Paul, (2002). «Φωνές από το Παρελθόν. Προφορική Ιστορία», Πλέθρον).
Καταγράφηκε με ημι-κατευθυνόμενη συνέντευξη η βιωμένη εμπειρία και η μνήμη ανθρώπων που εργάστηκαν στη συλλογή του βελανιδιού. Στόχος να διερευνηθεί μέσα από το δικό τους λόγο πώς βίωσαν οι ίδιοι την ιστορία της εργασίας τους και της καθημερινής ζωής… Ακούγονται αφηγήσεις με ξηρομερίτικους ιδιωματισμούς γεμάτους ζωντάνια και χρώμα.
ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ
Το βελανιδοδάσος και ο κόσμος του βελανιδιού
Το πανάρχαιο δάσος της ήμερης βελανιδιάς εκτείνεται στις νότιες υπώρειες των Ακαρνανικών βουνών, μεταξύ της λίμνης Οζερού, του ποταμού Αχελώου και του Ιονίου πελάγους. Αγκαλιάζει μια έκταση περίπου 150.000 στρέμματα. Οι κάτοικοι της περιοχής το ονόμασαν «Βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου», αφού και η ευρύτερη περιοχή ονομάζεται Ξηρόμερο. Στην επικράτεια του δάσους κυριαρχούν οι ήμερες βελανιδιές, πολλές από τις οποίες είναι αιωνόβιες. Μέσα σ’ αυτό ζουν πολλά ενδιαφέροντα είδη φυτών, πουλιών, ερπετών και εντόμων… Και βόσκουν κοπάδια αιγοπρόβατα και χοίροι. Από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα…
Η έναρξη της συγκομιδής.
Η σχετική βιβλιογραφία, οι προφορικές αφηγήσεις, οι λογοτεχνικές και οι ελάχιστες φωτογραφικές αναπαραστάσεις διασώζουν τις φάσεις συγκομιδής, αποξήρανσης και πώλησης του βελανιδιού. Το βελανίδι χρησιμοποιούνταν ως δεψική και χρωστική ύλη.
Η περίοδος της κύριας συγκομιδής του άρχιζε από τα μέσα του Αυγούστου μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου. Όταν η συγκομιδή του καπνού είχε ολοκληρωθεί. Το ωράριο άρχιζε από το πρωί και τέλειωνε αργά το απόγευμα. Ένα ανθρωπομάνι, τιναχτάδες, μαζωχτάδες, ντόπιοι και αλαργινοί, αχθοφόροι, ζυγιστάδες, μεσίτες, έμποροι, μαγαζάτορες, καφετζήδες, μικροπωλητές, καροτσιέρηδες, βαρκάρηδες, πλοιοκτήτες, βιοτέχνες, βιομήχανοι… στους δρόμους του βελανιδιού.
Από τη μελέτη και ερμηνεία των προφορικών αφηγήσεων προκύπτει ότι η συγκομιδή του βελανιδιού ήταν μια συλλογική εργασία. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά συμμετέχουν σ’ αυτή.
Προκύπτει επίσης, ένας καταμερισμός εργασιών:
Οι άνδρες ήταν κυρίως «τιναχτάδες» ή «ραβδιστές». Υπεύθυνοι για το στήσιμο του φραντζάτου, της ξυλόπλεχτης καλύβας, και του χώρου αποθήκευσης του βελανιδιού που ήταν το «πιτούλι».
Οι γυναίκες ήταν κυρίως «βελανιδομαζώχτρες» και «ξεβελανιάστρες». Υπάρχουν περιπτώσεις που γίνονται «τινάχτρες» βελανιδιού όταν δεν υπήρχε άνδρας τιναχτής ή δεν επαρκούσε μόνο ένας.
Τα παιδιά από μια ηλικία, συμμετέχουν στο μάζεμα του βελανιδιού. Κυρίως ως μαζωχτάδες. Μάθαιναν με την παρατήρηση της εργασίας των μεγάλων. Μαθήτευαν κοντά στους γονείς. Έτσι «γνώριζαν όλα τα κατατόπια», όπως λέει χαρακτηριστικά μια αφηγήτρια.
Οι άνδρες τιναχτάδες ανεβαίνουν στο δένδρο και με ένα μακρύ ξύλο, το «λούρο», τινάζουν το βελανίδι. Ο τιναχτής έπρεπε να είναι ψύχραιμος, προσεκτικός, ευκίνητος, να «σκαλώνει» στη βελανιδιά και να ισορροπεί ώστε να μπορεί να έχει τα χέρια του ελεύθερα και να χτυπάει το λούρο στα κλαδιά με το βελανίδι. Κάποιες βελανιδιές χαρακτηρίζονται ως εύκολες στο ανέβασμα, «καλανέβατες» και άλλες ως δύσκολες, «γκρίτζαλες», όπως τις ονομάζουν οι ντόπιοι.
Ο υπέργηρος Πέτρος, από τα Αγράμπελα, αυτοχαρακτηρίζεται ως «βιλανιδάς». Ήτανε τιναχτής από τα δεκαπέντε του χρόνια. (Η λέξη «βιλανιδάς» είναι το συνώνυμο του «βιλανιδολόος», που θα πει σε αποστροφή του λόγου του).
Ας τον ακούσουμε:
«Καταραμένα χρόνια, δυστυχία, φτώχεια, επικίνδυνη δουλειά, δύσκολη ζωή, μέσ’ στο λόγγο, μέσ’ τςασφάκες. Άναβαν τα ποδάρια σ’ απάν’ στ’ βιλανιδιά. Ανέβαιναμε με το πόδι. Τα παπούτσια γλύστραγανε. Άμα έπεφτες από δέκα μέτρα πούταν οι βιλανιδιές πάηνες στον τόπο, ντιπ. Κατάλαβες; Έτς κι πάταες κάνα ξηρό ξύλο πάηνες, έφευγες. Οι γέροντες τα μάθηνανε από μικρά τα παιδιά να ανεβούνε. Αλλιώς δεν τ’ άφνανε ν’ ανεβούνε. Να στηρίζεσαι καλά στα πόδια, να κρατιέσαι. Και να τνάζεις με το λούρο. Οι γερόντ’ ερχόντανε αποκοντά κι μας έλεγανε: κάντε έτς. Κάντε αλλιώς. Μας καθοδήγανε. Εγώ τίναζα απ’ τα δεκαπέντε. Ήμτανε βιλανιδάς. Μέχρι το ’85 τίναζα. Μετά τα παράτσαμε. Έκαναμε άλλες δ’λειές μετά. Καπνά, βαμπάκια, τριφύλλια…» (Προφορική αφήγηση Πέτρου Μπαμπάνη, γεν. 1940, 25/11/2020).
Οι γυναίκες δένουν στη μέση ποδιές ή σακούλια και εκεί μαζεύουν το βελανίδι. Στη συνέχεια τα αδειάζουν στα σακιά. Αδειάζουν κατά διαστήματα για να μην υποφέρει από το φορτίο η μέση τους. «Ξεμεσάζονται», «ξεπατώνονται» όλη μέρα σκυμμένες και με το βάρος στη μέση. Θα δώσω το λόγο σε μια βελανιδομαζώχτρα:
«…Χαίρομτανε να μαζώνω βελανίδι. Ήμτανε βιλανιδολόησσα ηγώ! Η μανούλα μ’ θμάμαι, ήτανε νια βιλανιδιά θηρία. Κι είχε πουρνάρια αποκάτου. Πάηνε αυτήνη κι μάζωνε σακούλια! Πού τάβγανε η καημένη από κει μέσα;
[…] Τότε πάηναμε παρέες να μάσουμε. Παρέα βέβαια για συντροφιά. Για να φορτώσεις κι το γαϊδούρ’. Δε φόρτωνες μαναχή σ’!
Το μάζωναμε το κανονικό βιλανίδ’ τώρα κι τόρχναμε στ’ αλώνια να μαραθεί λίγο κι μετά το ξιβιλάνιαζαμε. Και μετά το σάκιαζαμε. Είχαμε πολλές σάκινες, σακιά κι τόβαναμε μέσα. Αφού άμα θέλουμε να πούμε σε καμία πάχυνες, τς λέμε: σαν τ’ σάκινα τ’ Σουρλάγκα γίνηκις!(χαχα). Κι έρχοντανε κι τόπαιρνανε από τ’ Μυτιλήνη. Ήτανε εδώ στο χωριό κάποιοι που τάπαιρνανε όλα και τάδωνανε μετά στον έμπορα αυτόν. Στ’ Μυτιλήνη αυτός έφκιανε τς μποές απ’ το βιλανίδ’. Μπεζ ωραίο, έβαφαμε και μεις τα μάλλινα τότε και δεν ξέβαφαν καθόλ(ου). Κι αυτός έφκιανε και τα δέρματα. Τάργαζε με το βελανίδ’. Έφκιανε δέρματα για παπούτσα, ξέρω γω, τότε όλοι φκιαστό παπούτσι έφκιαναμε στον τσαγκάρη.
Αργότερα όταν έπεφτε κάτ’ το βιλανίδι, πούχε βρέξει, ήταν μαυρισμένο. Χάχλα τόλεγαμε αυτό. Τ’ χάχλα, ν’ έπαιρνανε καψοχρονιά, τίποτα, με είδος. Αυτό η βελά να πούχε μέσα γούρμασε κι νε μάζωναμε για τα γρούνια μας.[…].» (Προφορική αφήγηση Σοφίας Λούφου-Λαϊνά, γεν. το 1929 ).
Η υπέργηρη Σοφία αυτοχαρακτηρίζεται ως «βιλανιδολόησσα». Μια λέξη που πρώτη φορά άκουσα, αν και είμαι γηγενής ξηρομερίτισσα. Μια ειδικά πλασμένη λέξη του ξηρομερίτικου ιδιώματος που αποδίδει αυτό το πάθος των ανθρώπων να μαζέψουν όλο το βελανίδι. Να μην μείνει αμάζευτη, πάει χαμένη ούτε μία κακατσίδα, όπως λένε…
Eικόνα: Σωρός από βελανίδια και ακουμπισμένος πάνω του ο κόσμος του βελανιδιού… Φωτογραφία από το αρχείο του Πολιτιστικού συλλόγου Μπαμπίνης.
Οι ποιότητες του βελανιδιού: χαμάδα, μάτερο, χάχλα.
α) η χαμάδα: λέγεται το άγουρο ακόμα βελανίδι που πέφτει κάτω από το δένδρο πριν αρχίσει η συστηματική συγκομιδή του. Το ίδιο το δένδρο έκανε το ξεδιάλεγμα πόσο καρπό θα κρατήσει για ωρίμανση και πόσο θα απορρίψει. Αυτό ήταν ελάχιστη ποσότητα, αλλά άριστη ποιότητα. Η τιμή πώλησης ήταν υψηλή.
β) το μάτερο: λέγεται το βελανίδι το οποίο όταν ωρίμαζε τιναζόταν από το δένδρο και γινόταν η συγκομιδή, η αποξήρανση και η πώλησή του. Λέγεται και «τιναχτό» ή «ραβδιστό». Αποτελούσε την κύρια και μεγάλη ποσότητα της παραγωγής. Η ποσότητα ήταν μεγάλη, ιδιαίτερα σε περιόδους ευκαρπίας, και η ποιότητα ήταν πολύ καλή.
γ) η χάχλα: λέγεται το ώριμο βελανίδι που πέφτει από το δένδρο από τον αέρα και τις βροχές του φθινοπώρου. Η ποσότητα είναι μικρή και η ποιότητα πολύ κατώτερη από το μάτερο. Η βροχή μειώνει την ποιοτική και εμπορική αξία του.
Εργαλεία και σύνεργα που χρησιμοποιούσαν για το τίναγμα της βελανιδιάς και τη συγκομιδή του καρπού της:
Λούρος: ήταν ένα μακρύ και ανθεκτικό ξύλο, δυο τρία μέτρα μήκος, από πάλιουρα. Το μοναδικό εργαλείο των τιναχτάδων.
Καμάκι: Από κάποιες προφορικές αφηγήσεις και συζητήσεις με τους ανθρώπους του
βελανιδοδάσους γνώρισα και το καμάκι, ως εργαλείο συγκομιδής, «ψαρέματος» του βελανιδιού, της «κακατσίδας». Το ρήμα «καμακίζω» ή η έκφραση «κάνω καμάκι» στο γλωσσάρι αυτών των ανθρώπων δεν έχει σχέση με ερωτική προσέγγιση. Σημαίνει μαζεύω βελανίδι με τη χρήση ενός αυτοσχέδιου εργαλείου. Καμάκι ήταν ένα καλάμι μακρύ που στην άκρη του έδεναν ένα σύρμα χοντρό, μια «αγκλιδέρα», για να πιάνει την κακατσίδα από το δέντρο (Προφορική αφήγηση Κίρκης Παπαστάμου).
Σακούλια και σακιά: Χρησιμοποιούσαν επίσης, σακούλια για το μάζεμα του βελανιδιού, και σακιά που τα γέμιζαν και τα μετέφεραν με τα ζώα στο χωριό ή στο αλώνι μέσα στο δάσος για αποξήρανση.
Ξεβελάνιασμα: Με το βασίλεμα του ήλιου κάθε οικογένεια ξεφόρτωνε το βελανίδι της μέρας στο κατάλυμά της. Εκεί άρχιζαν το καθάρισμα και ξεβελάνιασμα. Αυτή η φάση συνήθως γινόταν και μια ημέρα που ήταν αργία. Την Κυριακή που δεν πήγαιναν για μάζεμα. Συμμετέχουν όλα τα μέλη της οικογένειας γύρω από το σωρό με το βελανίδι. Με μικρά εργαλεία, «τα κοπίδια», ή με μυτερά μαχαίρια αφαιρούν τις βελάνες από το κύπελο, την κακατσίδα του βελανιδιού. Οι σφόνδυλοι, οι «βελάνες» όπως τις ονομάζουν οι ξηρομερίτες, δεν πετιούνται. Αξιοποιούνται ως τροφή για τα ζώα, κυρίως τα γουρούνια. Εμπορεύσιμο είναι μόνο το κέλυφος, η βελανιδόκουπα, «η κακατσίδα», για να χρησιμοποιήσω την ξηρομερίτικη λέξη. Αυτή αξιοποιείται στο εργοστάσιο για την παραγωγή βαφικής ύλης, καθώς και στην επεξεργασία των δερμάτων στα ταμπάκικα, στα βυρσοδεψεία της περιοχής και σε άλλα μέρη.
Αποξήρανση: Το χλωρό βελανίδι απλώνεται στα «αλώνια» περίπου μια βδομάδα για αποξήρανση.
Αποθήκευση: Μετά την αποξήρανση, μαζεύεται και αποθηκεύεται μέσα σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο, το «πιτούλι», όπως το ονομάζουν. Οι βροχές αιφνιδίαζαν δυσάρεστα τους μαζωχτάδες. Έτρεχαν να σκεπάσουν το μαζεμένο βελανίδι για να μη βραχεί και χάσει την εμπορική του αξία.
Οι αφηγητές περιγράφουν το μάζεμα του βελανιδιού ως μια κουραστική και επικίνδυνη διαδικασία κυρίως για τους τιναχτάδες, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ήταν όμως ένα σημαντικό εισόδημα για τα φτωχά νοικοκυριά.
Ας «ακούσουμε» μια βελανιδομαζώχτρα:
«Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μάζωναμε βελανίδι.
Η χαμάδα ήτανε το πρώτο. Το καλό. Μοναχά μας πόναει η μέση και τα πόδια μας; Πολλή κούραση. Αλλά είχαμε πολύ εισόδημα. Είχαμε περισσότερο απ’ το βελανίδι. Ο καπνός δεν είχε τότε. Είχαμε «καβάλα» τότε. Ούτε νερό, ούτε τίποτα. Πώς να γίνει η «καβάλα»; Απ’ τα γίδια είχαμε γερό εισόδημα. Και το βελανίδι. Ζούσαμε απ’ το βελανίδι. Κατάλαβες; Ήμαστανε πέντε κορίτσα και δυο αγόρια. Δούλεψαμε. Δούλεψαμε πολύ. Δεν άφναμε μια κακατσίδα να πάει χαμένη! Η αδερφή μ’ η μεγάλη κι ο αδερφός μ’ τίναζε. Ο Πρόδρομος, το κεντρικό χωριό είχε το περσότερο βελανίδι. Τάκοβανε τεμάχια τότε. Εδώ της Πανωραίας, εδώ της Μαρίας, εδώ της αλληνής… Πέραγανε με το τσεκούρ’ και σημάδευανε τα δέντρα. Η επιτροπή, και γένοντανε τεμάχια.
Πήγαιναμε και μάζωναμε. Μια κακατσίδα, τι ναφηνες καταή; Απήδαγες λιθάρι λιθάρι για να τη μαζέψεις. Έσκυβες καταγή και την έπαιρνες. Σκίζονταν τα χέρια και τα φουστάνια. Να σ’ πω και το παπούτσι χάλαε και το φουστάνι… Η βελανιδιά ήτανε σε τσουγγάρια κι ασφάκες, δεν ήτανε περιποιημένη. Σκληρή δουλειά! Αλλά είχε χρήμα. Ήξερες ότι από αυτό θα ζήσεις. Κατάλαβες; Δε σε υποχρέωνε κανένας να το μάσεις. Σ’ υποχρέωνε το συμφέρον σου να το μάσεις! Έμεναμε στη Μάνινα. Άμα έβρεχε καθόμαστανε κάτω απ’ τα δέντρα. Καθάρζαμε τόπο και τ’ άπλωναμε. Μετά το πάηναμε με τα μπλάρια στο χωριό. Η οικογένειά μ’ δεν το πήγαινε στα μαγαζιά. Το αποθήκευαμε και το πούλαγαμε όλο μαζί. Μια χρονιά μάζεψαμε 20.000 οκάδες βελανίδι. Ήταν η οκά τότε. Άμα έχεις ποσότητα έχει άλλη τιμή. Ο πατέρας μ’ έκανε συμφωνία με τον έμπορα. […].
[Η προίκα των κοριτσιών] Ήμαστανε πέντε κοπέλες. Η πρώτη την πάντρεψαμε το ’50 πήρε 100 λίρες, η δεύτερη το ’55 πήρε 150, η τρίτη το ’58 πήρε 150, το ’61 εγώ παντρεύτηκα 250 και η μικρότερη το ’68 πήρε 300.000 δραχμές.» (Προφορική αφήγηση της Πανωραίας Χονδρογιώργου-Θεοφίλη (γεν. 1934), Μαχαιράς 24 Οκτωβρίου 2020).
Η Πανωραία που ακούσαμε, αναφέρεται στη σκληρή εργασία, αξιολογεί όμως και τη σημασία του βελανιδιού για την πολύτεκνη οικογένειά της. Ανάλογη ήταν η σημασία για όλα τα νοικοκυριά του
χωριού.
Τα παιδιά συμμετέχουν στη συλλογή βελανιδιού με τους γονείς όπως ήδη αναφέραμε. Μετά το μάζεμα του βελανιδιού πηγαίνουν και μόνα τους στο «κοκκολόημα», για να χρησιμοποιήσω την ξηρομερίτικη λέξη.
Ο υπέργηρος Πάνος, παιδί τότε, αφηγείται ένα περιστατικό:
«Εμείς τα παιδιά όταν τελείωνε το μάζεμα του βελανιδιού πηγαίναμε στα βελανιδοτόπια για κοκκολόημα. Ό,τι έμενε, αφού ήταν τιναγμένες οι βελανιδιές. Έμεναν μερικές κακατσίδες που δεν τις έφτανε ο λούρος και πέφτανε. Μαζεύαμε ό,τι βρίσκαμε κάτω. Οι μικροί με τα σακούλια γύριζαν από βελανιδιά σε βελανιδιά… Πήγαιναμε κι έπαιρναμε καμιά δραχμούλα για να πάρουμε κοκορέτσι. Θυμάμαι μια φορά είχαμε πάει με τον ξάδερφό μου το Βασίλη για βελανίδι. Και δεν τοπαιρναν τότε τα μαγαζιά εδώ στο χωριό.[Χρυσοβίτσα]. Τόπαιρνε ο Λαμπράκης Ρεντίφης στον Πρόδρομο. Το πήγαμε και μεις εκεί πέρα. Αυτός ήθελε να μας δώσει κάλτσες. Εμείς ξεπατωθήκαμε να πάρουμε καμιά δραχμούλα. Κάλτσες; Τι να κάνουμε τις κάλτσες; του λέω εγώ. Εμείς φοράμε τσουράπια! Και μας έδωσε μερικές δραχμούλες εκεί πέρα, να πάρουμε κοκορέτσι…» (Προφορική αφήγηση Παναγιώτη Λαζαρόπουλου, από τη Χρυσοβίτσα ).
Η επικινδυνότητα της συγκομιδής του βελανιδιού γίνεται κατανοητή από τα περιστατικά που αναφέρουν οι αφηγητές/τριες:
«Λίγοι είχαν πέσει απ’ το δέντρο; Ένας, ήταν και νέος ο καημένος, έπεσε ταμπρούμτα μαζί με το κλωνάρ’. Όπως πήγε το πρωί, έβαλε ένα ποδάρ’ από δω ένα ποδάρ’ από κει, τόφυγε το ένα ποδάρ’ και έπεσε καταή. Πάει στον ντόπο, ντιπ». (Προφορική αφήγηση Γεωργίας Τσέλιου (γεν. 1929), 26/11/2020).
«Κι ο παπάς μας εδώ πάηνε κι τίναζε. Κι νια μέρα λέει σε νια κοπέλα, στ’ Λάμπρω, λέει αυτήνη τ’ βηλανιδιά σ’ νε δίνω εσένα να την τινάξεις. Να πάρεις το βιλανίδι. Τ(ι)ς νέταξε. Την άλλη μέρα, του Αι Βησαρίου ήτανε, πρωί πήγε αυτός να τινάξ’ τ’βηλανιδιά. Τι ήθελε να πάει ο οργισμένος; Πήγε, έπεσε, κι τσακίσκε! Τον πήγαν σα δω, σα κει… Άσε τι έπαθε. Δεν ξέρω, αν τόδωνανε και τίποτα τότε. Γιατί οι παπάδες δεν πληρώνοντανε απ’ το κράτος, ότ’ τσόδωνανε ο κόσμος…» (Προφορική αφήγηση Σοφίας Λούφου-Λαϊνά, γεν. 1929).
Το τσίμπημα των μυρμηγκιών ήταν ενοχλητικό για τους τιναχτάδες. Ήταν τα λεγόμενα «λεγγόνια» που κατατσιμπούσαν το δέρμα τους… Οι τιναχτάδες αντιμετωπίζουν το τσίμπημα με το μάσημα φύλλων βελανιδιάς. Μάλλον για ψυχολογικούς λόγους δάγκωναν ένα φύλλο βελανιδιάς, για να είναι τα τσιμπήματα των μυρμηγκιών ηπιότερα, όπως έλεγε η παράδοση. «Απάνου η βηλανιδιά είχε μερμήγκια τα λεγόμηνα λεγκόνια, τσιμπαγανε δυνατά. Εγώ όταν με τσιμπούσανε έκουβα ένα φίλου απ την βηλανιδιά και το μάσαγα σαν μαστίχα και δεν καταλάβηνα τίπουτα» (Χειρόγραφες σημειώσεις του Σπύρου Γ. Μπαρμπαρούση).
Άλλοι κίνδυνοι αναφέρονται τα τσιμπήματα από φίδια, τσιμπήματα από σφήκες, «σουρσέλια»… Επίσης κάποιοι θάμνοι, όπως η «ασφάκα», η αλισφακιά ήταν ενοχλητικοί. Οι πληροφορητές αναφέρουν ότι το χνούδι των φύλλων αυτού του θάμνου, αν τύχει να μπει στα μάτια προκαλεί φαγούρα και πόνο. Ακόμα προκαλεί έντονο φτάρνισμα.
Πώληση:
Η προσμονή της πώλησης και της αμοιβής και η δυνατότητα αγοράς στη συνέχεια των απαραίτητων για το νοικοκυριό και τα παιδιά ενδυναμώνουν τους μαζωχτάδες του βελανιδιού.
Το αποξηραμένο βελανίδι το αγόραζαν επιτόπου «στο τεμάχι», στο δάσος οι μεσίτες των εμπόρων. Και το ζύγισμα επιτόπου. Η πολυπόθητη πληρωμή ερχόταν αμέσως μετά το ζύγισμα. «Πάνω στα τσουβάλια τα λεφτά!», αφηγούνται σήμερα οι άνθρωποι του βελανιδιού… «Με την πληρωμή ξεχνάς όλα. Τ’ αλωναριού τα κάματα, τ’ Αυγούστου τα λιοπύρια, τα ξεχνάς»! Αναφέρει με ποιητικό τρόπο η 94χρονη Γεωργία. (Προφορική αφήγηση της Γεωργίας Τσέλιου).
Εικόνα: Μεταφορά του βελανιδιού στον Αστακό…
Τα βελανίδια στα τσουβάλια μεταφέρονται από τους αγωγιάτες με τα ζώα στον Αστακό. Το παραθαλάσσιο χωριό του Ξηρομέρου ήταν το εμπορικό κέντρο του βελανιδιού.Υπήρχαν αποθήκες στον Αστακό και στον όρμο του Αγίου Παντελεήμονα, κοντά στο Πλατυγιάλι. Από εκεί μεταφερόταν στις αγορές του εσωτερικού και του εξωτερικού. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο βυρσοδεψίας στην Ελλάδα υπήρχε στη Μυτιλήνη και ήταν ιδιοκτησίας των αδερφών Σουρλάγκα. Στο εξωτερικό διοχετευόταν στην Ιταλία, Αγγλία, Γαλλία, Πορτογαλία και άλλα μέρη…
Η πώληση και η πληρωμή έφερνε χαρά στις οικογένειες των αγροτών που με πολύ κόπο είχαν συλλέξει τη σοδειά… Αγόραζαν τα «χρειαζούμενα», φαγώσιμα, πετρέλαιο για το λυχνάρι και τη λάμπα, προικιά για τα κορίτσια και τις αδελφές, ρούχα, υποδήματα, τετράδια και βιβλία για τα παιδιά… «Μπάλωναν ένα σωρό τρύπες» τα φτωχικά νοικοκυριά, για να χρησιμοποιήσω μια χαρακτηριστική έκφραση των αγροτών…
«Το βελανίδι πουλούνταν εύκουλα έρχουνταν εμπόροι από την Μυτηλήνη ο Ερμόλαος Σουρλάγκας. Τα παλιά χρόνια που δεν ήτανε δρόμους το βελανίδι το κουβαλούσαν με τα μουλάρια κάτου στο πλατυγιάλι στον Αι παντελέμονα όταν έγινει ο δρόμους το έπηρνε απού τα αλώνι και τα λεφτά τα μέτραγει απάνου στο τσουβάλι. Τα τσουβάλια ήτανε πουλύ μεγάλα έπηρναν 50 ουκάδεις βελανίδι, όταν γιόμιζει το τσουβάλι έπηρναμει ένα ξύλου μακρύ πηρίπου δύο μέτρα και το έβαναμει μέσα στο τσουβάλι και το χτύπαγαμει και τρίβοντανε το βηλανίδι και έπηρνε άλλο τόσου γίνουντανε ολοστρόγγυλου και το ζύγιζαμει πήγηνε 50 ουκάδες Το βηλανίδι ο Σουλάγκας το πήγηνε στην Μυτηλήνη που είχει του εργουστάσιου του. άργαζει τα δέρματα και διάφουρα άλλα το βηλανίδι του ξηρομέρου ήτανε ένα εισόδημα μιταξύ του πρώτου» (Χειρόγραφες σημειώσεις Σπύρου Γ. Μπαρμπαρούση. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του γραπτού).
Η γλώσσα «του βελανιδοδάσους».
Από τη μελέτη των προφορικών αφηγήσεων εκτός από την οικονομική σημασία του βελανιδοδάσους, προκύπτει και το λεξιλόγιο που σχετίζεται με αυτό και το βελανίδι. Ένας γλωσσικός πλούτος. Κατέγραψα λέξεις των ανθρώπων του βελανιδιού που διασώζει η ατομική μνήμη. Ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα και επιρρήματα που ευτυχώς συγκρατεί η μνήμη των ανθρώπων που τα χρησιμοποίησαν στην καθημερινότητά τους. Λέξεις που δεν κατέγραψαν οι λεξικογράφοι στα επίσημα Λεξικά. Μαργαριτάρια ενός πλούσιου λεξιλογίου που χάνεται μαζί με τις παραδοσιακές εργασίες και τεχνικές… Η καταγραφή τους διασώζει και αυτή την άυλη πολιτιστική κληρονομιά του Ξηρομέρου. Κλείνουμε έτσι κάποιες «λεξικογραφικές τρύπες», που ίσως οφείλονται σε άγνοια ή περιφρόνηση των λαϊκών λέξεων ή εκφράσεων.
Ενδεικτικά παραθέτω:
Βιλανιδολόησσα, βιλανιδολόος και βιλανιδάς, βιλανιδοτόπι, τεμάχι, γουρδί, πιτούλι, κφαλιάρες βιλανιδιές! βελανιδιές καλανέβατες, βελανιδιές γκρίτζαλες, βελανιδιές χωραφίσιες, γκρεμίλες, κακατσίδα, γούρμαζε, χαμάδα, τιναχτό, ραβδιστό, χάχλα, πεσάδες. Λούρος παλιουρίσος, καμάκι, σακιά της ρίγας, σάκινα τ’ Σουρλάγκα, σακιά σωπανιαστά, άργαζε, λεγγόνια, πράματα τα ζώα, μποές από βελανίδι, ξεβελάνιασμα, κοπίδια, ζούμπυρα, ξενταφιάζομαι, ξεπατώνομαι, ξεθεωμένοι, ξεφτιλισμένη τιμή, κουκκουλουγάω, καψοχρονιά, καζάντ(ι)σαμε, τα φαώσιμα, οι φωτογωνιές, τα σέα, τα ασκιά, το λυχνάρι, η μπαζίνα, η ζούπα, ο χινώπορος, το φραντζάτο και οι φραντζάτες…
Και μερικές «γκαραγκούνικες», βλάχικες: κόστα ο λούρος, βουτσέλες οι βαρέλες, βουτουλάχου τα ασκιά, νταρού η βελανιδιά…
Η σημασία του βελανιδοδάσους:
Οι ίδιοι οι αφηγητές με τον απλό, αλλά βαρύνουσας σημασίας λόγο, αξιολογούν οι ίδιοι τη σημασία του βελανιδιού για τις οικογένειές τους. Το βελανιδοδάσος περιγράφεται ως τόπος μόχθου και ευημερίας. Σήμερα και ως τόπος νοσταλγίας και εγκατάλειψης. Αναγνωρίζεται ως καλοτυχία για τους ανθρώπους. Αναφέρεται βέβαια η σκληρότητα και η επικινδυνότητα της εργασίας. Υπερέχει όμως η αξία της επιβίωσης: «Εμείς ζήσαμε απ’ το βελανίδι». Η φράση αποτελεί κοινό λόγο στις αφηγήσεις που κατέγραψα. Είναι δηλωτική της σημασίας του βελανιδοδάσους για τη ζωή τους. Σε μια εποχή που τα έσοδα από την καλλιέργεια του καπνού δεν ήταν σημαντικά. Αρκετοί αφηγητές αναφέρουν ως πρώτο εισόδημα την κτηνοτροφία και ως δεύτερο το βελανίδι…
Η σχέση με τις βελανιδιές είναι αμφίδρομη. «Εμείς προσέχαμε τις βελανιδιές. Με τα ονόματά τους τις ξέραμε όλες», αναφέρει μια αφηγήτρια. «Τα δέντρα ήταν περιουσία. Τα προστατεύαμε!», αναφέρει ένας υπέργηρος αφηγητής.
Ιδιαίτερα το 18ο και 19ο αιώνα το βελανίδι ήταν το «μάνα εξ ουρανού» για τους κατοίκους του Ξηρομέρου. Το εμπόριο του βελανιδιού εξασφάλιζε ένα σημαντικό εισόδημα στα χωριά και τους οικισμούς της περιοχής. Ο Αστακός είχε εξελιχτεί σε κέντρο εξαγωγής του βελανιδιού. Η οικονομική αυτή ευμάρεια της πόλης είναι εμφανής στα παλιά αρχοντικά, που χαρακτηρίζουν καθοριστικά τη φυσιογνωμία της. Αυτά τα υπέροχα νεοκλασικά κτίρια μαρτυρούν την εποχή της άνθησης που οφείλεται στο λιμάνι και στο βελανιδοδάσος. Ο Αστακός είναι, μπορούμε να πούμε, ένα υπαίθριο μουσείο αρχιτεκτονικής…
Ο ξηρομερίτης Λαογράφος Γεράσιμος Ηρ. Παπατρέχας γράφει σχετικά: «Κάμποσα νεοκλασσικά αρχοντικά, που στέκουν ακόμα, περήφανα κι αγέραστα, στη μικρή πόλη του Αστακού, είναι οι μάρτυρες του πλούτου των εμπόρων εκείνης της εποχής. Ακόμα και Ιταλοί τεχνίτες και διακοσμητές εργάστηκαν σ’ αυτά» (Παπατρέχας, Γ., Ο ΒΕΛΑΝΙΔΩΝΑΣ «ΜΑΝΙΝΑΣ» ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ, http://www.epoxi.gr/seeing16.htm).
Το δάσος αυτό που είχε πολύ σημαντική οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική αξία για το Ξηρόμερο σήμερα εξαφανίζεται κυρίως από την παράνομη ξύλευση. Χάνονται δένδρα, Μνημεία της Φύσης! Αξίζει μια Συλλογική προσπάθεια Διάσωσης και Προστασίας του. Το Βελανιδοδάσος Ξηρομέρου χαρακτηρίζεται ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους. Αξίζει όμως να κηρυχτεί Προστατευόμενη Περιοχή.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος της εισήγησης της Μ. Αγγέλη η οποία εκφωνήθηκε στην Διαδικτυακή Πολιτιστική-Επιστημονική Ημερίδα που διοργάνωσε ο Δήμος Ξηρομέρου, με τίτλο:
«ΒΕΛΑΝΙΔΟΔΑΣΟΣ, ΒΑΛΤΙ, ΑΣΤΑΚΟΣ: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ». Η Ημερίδα πραγματοποιήθηκε στις 03/07/2021.