Το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι
Του Ηλία Π. Γεωργάκη
Αλήθεια τι μνήμες ξεσηκώνει μέσα μου το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι. Εκείνους τους αξέχαστους χορούς στο θρυλικό «Πάνθεον», το μπρίο, το κέφι, τα κόκκινα-μπλε στο πέτο. Τις παρλάτες του Βούλη, τους διακόσμους του Γιάννη Αθηνιώτη και του Δήμου Μαλακάση. Το «Πάνθεον» αντικατόπριζε το μεγαλείο της Λευκαδίτικης ψυχής. Του Λευκαδίτη που έκανε το πόνο του χορό. Τη φτώχεια του σερπατίνα. Και την αγάπη για τη ζωή την έκανε τραγούδι, ξενύχτι, μεθύσι. Ο αξέχαστος Βούλης Βρεττός εγραψε το 1972 (αναφερόμενος στο Λευκαδίτικο Καρναβάλι) ότι «ο Λευκαδίτης απ” όταν γεννηθεί έχει στο αίμα του την αποκριά, ζει το καρναβάλι γιατί το νοιώθει πραγματικά και δίνεται σ” αυτό ολόψυχα και το περιμένει σαν μια όαση μέσα στη χειμωνιάτικη επαρχιώτικη πλήξη». Και είχε δίκιο. Μόνο που οι καιροί άλλαξαν. Και η τηλεόραση μας καθήλωσε στην πολυθρόνα. Δυστυχώς. Το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι έμεινε αξέχαστο γιατί είχε χορό, ξεφάντωμα, ξενύχτια. Έμεινε αξέχαστο και όσοι το έζησαν- το αναπολούν- γιατί δεν υπήρχε υποκρισία, δεν υπήρχε η τηλεοπτική ισοπέδωση. Είχε κατάθεση ψυχής, ειχε ειλικρίνεια. Παρά τη φτώχεια και την κακουχία της εποχής ο Λευκαδίτης διασκέδαζε με την καρδιά του, συμμετείχε, αγαπούσε τη ζωή.
Όπως έγραψε ο αείμνηστος Πανταζής Κοντομίχης («Λευκαδίτικες σελίδες» – εφημερίδα του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου OΡΦΕΥΣ -1963), απ” το 1880 μέχρι περίπου το 1905, ο φημισμένος Λευκαδίτης ζωγράφος Σπύρος Γαζής, πατέρας της κυρίας Ουρανίας Αρβανίτη, που ήταν σπουδαγμένος στη Βενετία, είχε αναλάβει την καλλιτεχνική και ευπρόσωπη εμφάνιση της μάσκαρας στη Λευκάδα. Επιτηρούσε, έντυνε, διευθετούσε, χρωμάτιζε και σχεδίαζε αποκριάτικα κοστούμια, σύμφωνα με την ευαισθησία του και την αισθητική του διάθεση, χωρίς να παίρνει ούτε μια δεκάρα. Παρουσίαζε τότε εξαίσιες μασκαράτες σε ομαδικά καρναβάλια μέσα στην πλατεία με διάφορες σατιρικές απαγγελίες τσουχτερές αλλά και μορφωτικές. Έντυνε αρλεκίνους, κολομπίνες, ντομινό, σεΐχηδες, παληάτσους, το δωδεκάθεο, μαχαραγιάδες, πιερόττους, πρίγκηπες, τους ήρωες του ’21 και άλλες ιστορικές και παραβολικές παραστάσεις. Οι μαζικές αποκριάτικες εμφανίσεις ήταν φημισμένες για την οργανωτική τους εκτέλεση και μαζευόντανε κόσμος και κοσμάκης από τα γύρω για να παρακολουθήσει τα χάζα. Τον ίδιο καιρό, άλλος μερακλής που διοργάνωνε μάσκαρες με μορφωτικότατο περιεχόμενο ήταν ο τσαγκάρης, ιεροψάλτης και αγαθότατος Λευκαδίτης Θοδωρής Θεμελής ή Μπολμπόλης κι έκανε με μάσκες ολόκληρες θεατρικές υπαίθριες παραστάσεις στην Πλατεία με αποκριάτικο περιεχόμενο. Παράστησε την «Αμαρτωλών σωτηρία», την «Ιουδήθ», τους «Καλαβρέζους», τη «Φιορέντσα» με έμμετρες απαγγελίες και μαζευόντανε πολύς κόσμος ν” ακούσει και να δει. Μαθαίνω πως όλα αυτά τα έμμετρα σατιρικά του ο σχωρεμένος μπάρμπα Θοδωρής τα κρατούσε και ίσως τώρα να τα κατέχουν οι κληρονόμοι του, που “ναι στην Αθήνα, γι” αυτό δεν θα πρέπει να χαθούνε.
Από το 1905 μέχρι τον πόλεμο του ’12, ίσως και παλαιότερα -όχι όμως εξακριβωμένα- καθιερώθηκε το γαϊτανάκι, που είναι φράγκικη αποκριάτικη συνήθεια, γιατί απαντάται το Μεσαίωνα, στην Ιταλία προπαντός. Το γαϊτανάκι γινόταν στην πλατεία (να, γιατί διασκέδαζε τότε ο κοσμάκης, τώρα θέλουμε εισιτήρια και εισόδους για να ξεσκάσει ο λαουτζίκος), ξέχωρα απ” τις περιοδείες που έκανε στις φτωχογειτονιές του Πουλιού, της Άγια-Κάρας και του Αη-Αντωνιού, και λάβαινε μέρος όλος ο λαός, πλούσιοι και φτωχοί. Το σκάριαζαν ο Πάνος Κατωπόδης ή Καουτσούς, ο Θωμάς Κονιδάρης, ένας ιταλιάνος τσαγκάρης που ξέμεινε στη Λευκάδα ο Μαστροριζάριο και ένας χωροφύλακας, που αγάπησε τη Λευκάδα, ονόματι Ζωγράφος που ήταν και φίνος χοροδιδάσκαλος. Το Γαϊτανάκι είχε την ιδιορρυθμία να τυλίγονται και να ξετυλίγονται σ” ένα κοντάρι έγχρωμες κορδέλες με διάφορες τυποποιημένες χορευτικές φιγούρες και που έπρεπε κανείς με μαεστρία και ακρίβεια, γιατί αλλιώς μπερδεύονταν και δεν εύρισκες άκρη και πάτο. Το έπλεκαν και το ξέπλεκαν οκτώ ή δώδεκα χορευτές σε ρυθμό καντρίλιας και στα τελευταία χρόνια οι διοργανωτές βάνανε να κρατάει το κοντάρι ο πελώριος Τάσος Κατσής (ο ασκητής της Βαγιάς), που τον ντύνανε με διαόλου κέρατα και ουρά και σεργιάνιζε το γαϊτανάκι στις γειτονιές με την τρελλή του παρέα. Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει κανένας Λευκαδίτης που να θυμάται τις φιγούρες. Μόλις και μετά βίας θυμούνται μερικές διασκορπισμένες και συγκεχυμένες φιγούρες οι κ.κ. Σπύρος Αχείμαστος, Γιάννης Καλυβιώτης, Νιόνιος Κονιδάρης, Μαρινάκης και μερικοί άλλοι που ήτανε χορευταράδες στα νιάτα τους. Τέλος ο χορός του γαϊτανακιού διατηρήθηκε μέχρι το 1922.
Απ” το 1922 μέχρι το Β” Παγκ. Πόλεμο μεσολαβήσανε οι τραγικότητες και οι συμφορές στη Μικρασία και ο κόσμος έχασε στο διάστημα αυτό την όρεξή του και δεν ξανάγιναν μαζικά και λαϊκά καρναβάλια στην Πλατεία. Παρ” όλα αυτά όμως ο Λευκαδίτης δεν τόβαλε κάτω. Μια χρονιά, τις Αποκριές, έτυχε να γίνουν δημαρχιακές εκλογές και οι Λευκαδίτες θελήσανε να τις σατιρίσουνε. Μερικοί νέοι τους κατσαρίστηκε να ντυθούνε με ξερά κολλάρα, παριστάνοντας τους «υποψηφίους δημάρχους» και από πίσω τους καμιά δεκαριά ντυμένοι «νάνοι», που κρατούσανε σκούπες και σκουπόξυλα. Όταν λοιπόν ένα βράδυ στην πλατεία γινόταν η προεκλογική συγκέντρωση και ήταν μαμούδια ο κόσμος για το «λόγο», ξάφνου από ένα ατσούπι της Πλατείας ξεκαμπίσανε οι «νάνοι» με τους υποψηφίους δημάρχους – μασκαράδες. Το τί σαματάς έγινε δε λέγεται. Όλος ετούτος ο κόσμος που «άκουγε με προσοχή το λόγο», ενώθηκε με τους «νάνους» κι αρχίσανε τη διασκέδαση. Επακολούθησε διαλογική έμμετρη συζήτηση μεταξύ των «νάνων» και των «μασκαρεμένων» υποψηφίων, με πετυχημένα πιπεράτα στιχάκια και έμμετρες ερωταποκρίσεις με αποκριάτικο περιεχόμενο. Έτσι, και οι υποψήφιοι δήμαρχοι (οι ξεμασκάρωτοι) ικανοποιηθήκανε γιατί είχανε «κόσμο» στην προεκλογική τους συγκέντρωση αλλά και ο κοσμάκης διασκέδασε με τα κωμικά γκέσα που κάνανε οι μασκαρεμένοι «νάνοι».
Απο την πλευρά του ο αξέχαστος Βούλης Βρεττός -με την μοναδική του πένα- εγραψε το 1972 για το λευκαδίτικο καρναβάλι:
– O Λευκαδίτης απ΄οταν γεννηθεί έχει στο αίμα του την αποκριά, ζει το καρναβάλι γιατί το νοιώθει, πραγματικά και δίνεται σ” αυτό ολόψυχα και το περιμένει σαν μια όαση μέσα στην χειμωνιάτικη επαρχιώτικη πλήξη. Απ΄ τα σπάργανα μέχρι τα βαθιά του γεράματα μασκαρώνεται όχι για να καλυφθεί και να υποκριθεί αλλά γιατί έτσι το νοιώθει. Σκασίλα του αν την άλλη μέρα θα βρει κενωμένο φαϊ ή αν θα βγει έξω κουρελής. Όλα τα θυσιάζει για μιας βραδιάς ξεφάντωμα καρναβαλιού, για μια ντορατζίδικη εμφάνιση μασκέ, για λίγες στροφές του βάλς και ρεβεράνς της μαζούρκας, για την εκτέλεση λίγων παραγγελμάτων καντρίλιας και λανσιέδων. Όσο κι΄αν όσο κι΄αν ειναι κατσουφιασμένος και μουτρωμένος, όσο κ” αν φαίνεται άπραγος και σοβαρός, μόλις πατήσουν οι απόκριες δεν τον κρατάς, ούτε με τις αλυσίδες απο το πέραμα του Κάστρου, ούτε με τα κλειδιά απ΄τα χάνια του Κατίνη και του Τετράδη.
-Οι τουαλέτες, κατι το καταπληκτικό!. Από δυο μήνες μπροστά όλες οι μοδίστρες της χώρας πιασμένες. Ράβανε και δεν προφταίνανε. Τα εμπορικά ξεπούλησαν όλα τους τα νέα υφάσματα, λαμέ, τούλια, μαροκέν, λούτρια, σιφόν, βελούδα, μεταξωτά, ταφτάδες, δαντέλες, μπροκάρ κλπ. ενώ οι κομμώτριες μερόνυχτα ξαμαλιάζανε, τσουρουφλίζανε και μπογιατίζανε κεφάλια, ξύνανε και ξεφλουδίζανε νύχια, χαλκομανιάζανε μούτρα και βγάζανε… τρίχες η δε αισθητικός πλανιάριζε κρέατα, έσπαζε μπιμπίκια, έξυνε μασχάλες και ζύμωνε και τέντωνε με σελοτεϊπα, στήθια.
-Η πόλις ειχε στολιστεί αποκριάτικα ενώ σ΄ολους τους πόντζους, τα πρεβάζια, τις προβολές και τις σοάντστες ειχαν απλωθεί πολύχρωμες καρπέτες, κιλίμια, διάδρομοι, ταπέτα, κουβέρτες και σφρίδια ακόμη, οι δε πόντζοι ειχαν γεμίσει απο ανθρώπινες μουτσούνες, αμασκάρωτες βέβαια, που ήταν πιο εντυπωσιακές και κωμικές από τις μασκαρεμένες.
-Εκεί στο «ΠΑΝΘΕΟΝ» κάθε βράδυ, μια μεγάλη μάζα ανθρώπων(πάσης τάξεως, φύλου και ηλικίας) πήγαινε κι ερχότανε σαν άμπωτης και πλήμμυρα, μέσα στην πίστα καθώς κι απάνω στη σκηνή και γαλαρία πούλεγες πως δεν θα έβγαινες άλλο απο μέσα, απ” το αδιαχώριστο και το χορό μα περισσότερο απ΄το δεφτέρι και μολύβι του Γούρμου και Μουτρούκαλη οι οποίοι δεν ήσαν μονάχα μπουφετζήδες αλλα και μέλη της ορχήστρας – τα δυο πρώτα πιάνα της παλαιάς Λευκάδας.
»Ο Γούρμος κι ο Μουτρούκαλης το ταιριαστό ζευγάρι σου πέρνανε και τον παρά, σου κάνανε και τη χάρη!».
Απ΄τον φωταγωγό του «Πάνθεον», πέφτανε βροχή οι σερπατίνες, τα κομφετί και τα μπαλόνια ενώ οι σοκολάτες, τα παστέλια και τα μαντολάτα του Φιλίππου «Χαρία», Μεσσήνη, Μπόρσα και Μπαλωμένου σε ταράζανε στον τριόμφο, τη μουντσουφλιά και κατακεφαλιά. Στο κέντρο της πίστας όλοι οι σύγχρονοι τύποι της Λευκάδας στα νούμερα τους: σόλο χορό τραγούδι, σκέτς μα ξέχωρα ο Γιώργος ο Βερδίκης, στις άφθαστες ταυρομαχίες του, ο Λώλος Μαλλιαρής ως Σαρλώ, ο Κεφάλας γυναίκα του δρόμου με την ομπρέλα του πάντα, κι ο Ζαχαρής στα ζεμπέκικα και χασάπικα, ανεβασμένος στους ώμους του Δήμου Σάντα και Τζετζέκου, κάνοντας εκείνους τους απίθανους μορφασμούς και γκριμάτσες. Κι όσοι δεν αντέχανε να δια… πιστωθούν, καθόντανε σε κάποια άκρη ή απάνω στη γαλαρία στιβαγμένοι σαν παστές σαρδέλλες και κάνανε ντόρο με τις μάσκαρες. Αυτοί την παθαίνανε χειρότερα. Χειρότερα ακόμα την παθαίνανε οι καθυστερημένοι που δεν κατορθώσανε να προχωρήσουν μέσα στο «ΠΑΝΘΕΟΝ» απο την πολυκοσμία και γινότανε παπάκια απο τη βροχή και κατάμαυροι απ΄την τσιμπισά που τρώγανε εξω στο στενό, περιμένοντας στα χαμένα μήν αδειάσει καμιά θέση ή μη βρεθεί καμιά μάσκαρα που να θέλει συνοδό. Έτσι κάθε βράδυ το «ΠΑΝΘΕΟΝ» ηταν στις φλόγες.
-Xoρεύτηκε το γαϊτανάκι που δίδαξε ο ακούραστος παλιός χορευταράς και μέτρ Νιόνιος Κονιδάρης (Πατσάς), αφιχθείς επί τούτου εξ Αθηνών. Μετά έγινε το φάτο! Εκτέλεση μουσικού προγράμματος απο την ποντικίσια μπάντα που διηύθυνε ο Βερδίκης «εν εξάλλω καταστάσει», χρησιμοποιώντας για μπακέτα τα σβούρδουλα του παλιού παιδονόμου, κυρ Αναστάση με τα μουστάκια. Για όργανα χρησιμοποιήθηκαν η Γκράν – κάσα του Μπούζου, το μπάσο του Κουφάκια, το ταμπούρλο του Λίζα, τα πιάτα του Μπατίστα, το φλαούτο του Βαγγέλη Καζάζη, το τρομπόνι του Αποστόλη Μπρούμη, το κλαρίνο του Καμπύλαφκου, τα βιολιά του Ταμπατούρλα και Μπουμπούλια, η φλογέρα του γέρου-Καπογιανέλου, το ντέλφι της Πριγάμπας, το κλάξον του «Σάμψον» του Μπάλτσα. Παιχτήκανε και τραγουδηθήκανε θαυμάσιες παλιές και νέες μελωδίες ως και τοπικά τραγούδια που ειχε σκεπάσει ο χρόνος όπως: «άσπρο, μαύρο, κόκκινο της Κογιογούς το κόσκινο», «δεν έχουμε λεπτά, να πάμε σινεμά, τσιρμπόμ-τσιρμπόν..», »έλα κι΄εσύ μαζί μ΄εμέ, στου Παναγή στου Μπελεμέ, δεν ξέρω τώρα που θε νάβρω και του Κόκκινου το μαύρο – ελεήστε Χριστιανοί που να βρώ τον Κουτσουνή, για που πρέπει να του δίνω, για να βρώ τον Φερεντίνο», «Με το σεισμό, μα τι κακό, αχ! ειναι πράγματι πολύ τρομακτικό», «Μια δεκάρα της Μπούζαινας, και τα γατιά του Τσούφλα, του Μπαλωμένου οι γάιδαροι και Σκλεπετή οι σκύλοι..». »Ω! Πω-πώ, ψυχή μου πράμα, ποιός θαπλώσει να το πάρει, αρμυρήθρες απ΄τη Γύρα, και παγούρς απ΄ το Ιβάρι. Απο τον τεκέ Κοκούτσες απ” τη Σάλτενη χυβάδια, καποσάντες απ΄ τις λούτσες, ω! πώ, πω ψυχή μου πράμα, άμα φάς θα ξαναζήσεις, μάραθο απο το Κάστρο, κάρδαμο Μεγάλης Βρύσης». Σόλο τραγούδησε ο Ανδρέας ο Όπερας (Ντούσκας), που τον συνόδευσαν ο Ζαχαρής, ο Μάριος Χόρτης, ο Πούλος, ο Πάπιος κι ο Λομπράνος. Εκεί παρουσιάστηκε κι ο Θοδωρής ο Κβέλης κι είπε το παλιό του τραγούδι που έλεγε πάντα στις ταβέρνες ενώ ο ψευδός Ταρντανέλιας τραγούδησε το τραγούδι που έλεγε κάποτε ερωτευμένος. Το μουσικό πρόγραμμα έκλεισε με το Ντε Βαλαμόντε που τραγούδησε τη »Ξανθιά Βαρόνη», έκανε κορνέτα με τη μύτη και χόρεψε το χορό του διαβόλου, μα γλίστρησε και βρέθηκε ξαφνικά στα ποδάρια του, μια νεκροκεφαλή!