Αλόη
Το φυτό Αλόη (Aloe) περιλαμβάνει περί τα 500 είδη ιθαγενή των θερμών χωρών. Είναι φυτά ποώδη, πολυετή, θαμνώδη και σπανίως δενδρώδη. Τα φύλλα τους είναι παχιά, σαρκώδη και ανθεκτικά στην ξηρασία. Στον Μεσαίωνα το κιτρινωπό υγρό που βρίσκεται μέσα στα φύλλα χρησιμοποιήθηκε ως καθαρτικό. Η ρητινώδη αυτή ουσία έχει ιδιάζουσα οσμή, πολύ πικρά γεύση και τονωτική και καθαρτική ενέργεια.
Η ουσία αυτή ήταν γνωστή στους αρχαίους τουλάχιστον από την τέταρτη π.Χ. εκατονταετηρίδα. Πολλές θεραπευτικές της ιδιότητες αναφέρει ο Διοσκουρίδης ο οποίος περιγράφει το φυτό Αλόη και μνημονεύει τις χώρες από τις οποίες λαμβάνονταν την εποχή του το «όπισμα»: «Γεννάται δε, λέγει, εν τη Ινδική πλείστη, εξ ης το όπισμα κομίζεται· φύεται δε και εν Αραβία και εν Ασία και εν τισι παραθαλασσίοις τόποις, ως εν Άνδρω, ουκ εύχρηστος εις οπισμόν».
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την αλόη τη γνησία για τη θεραπεία πληγών. Χρησιμοποιήθηκε από το στρατό του Αλεξάνδρου ως επουλωτικό πληγών και τραυμάτων κατά τη μακρόχρονη εκστρατεία του στην Ασία. Για την προμήθεια αλόης ο Αλέξανδρος κατέκτησε το νησί Σοκότρα της Υεμένης, όπου το θερμό και ξηρό κλίμα ευνοεί την ανάπτυξή της.
Στο κλίμα των παραμεσόγειων περιοχών, και δη της Ελλάδας, λίγα είδη Αλόης ευδοκιμούν στην ύπαιθρο, το γνωστότερο των οποίων είναι η Αλόη η γνησία (Aloe vera ή voulgaris). Αυτή είναι και η αναφερόμενη από τον Διοσκουρίδη. Το είδος αυτό της αλόης είναι ιθαγενές της Αφρικής που εισάχθηκε από την αρχαιότητα στην Ελλάδα και εγκλιματίστηκε σε διάφορες περιοχές. Το είδος αυτό συνάντησε στο Ναύπλιο ο Έλληνας ποιητής και βοτανολόγος του 19ου αιώνα Θεόδωρος Ορφανίδης, στην Κάρπαθο ο von Oertzen και στην Άνδρο ο Σιβθόρπιος.
Στα δικά μας μέρη απαντάται συνήθως η Αλόη η δενδροειδής (Aloe arborescens). Προέρχεται από τη Νότιο Αφρική και είναι χαρακτηριστική για τα μεγάλα γκριζοπράσινα φύλλα της που έχουν την μορφή αγκαθωτής λεπίδας. Τα πλούσια έντονα άνθη της έχουν πορτοκαλοκόκκινους τόνους.
Η αλόη πολλές φορές μπερδεύεται με ένα άλλο φυτό την Αγαύη, η οποία ευδοκιμεί κι αυτή στα μέρη μας. Όπως αναφέρει ο Π.Γ. Γεννάδιος, «αλόαι ονομάζονται ενίοτε καταχρηστικώς παρ΄ ημίν, ως και αλλαχού της Ευρώπης αι Αγαύαι».
Πηγές: Π.Γ. Γεννάδιος, «Λεξικόν Φυτολογικόν», Αθήνα, 1914 – Βικιπαίδεια