ΦΙΛΙΠΠΟΥ Π. ΛΑΖΑΡΗ: Σταύρος Ζαβερδινός (Απόσπασμα) ή πως σταμάτησε … ο κομμουνισμός στο Σπανοχώρι
Γράφει ο συνεργάτης μας Αιθεροβάμων…
ΦΙΛΙΠΠΟΥ Π. ΛΑΖΑΡΗ, «Μια φορά κι έναν καιρό…» (Απόσπασμα) – ή πως σταμάτησε … ο κομμουνισμός στο Σπανοχώρι
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΒΕΡΔΙΝΟΣ
Ο μπάρμπα Σταύρος ο Ζαβερδινός ή «Παρπάλας», όπως ήτανε περισσότερο γνωστός, ήτανε ένας αγαθός, μα πολύ αγαθός άνθρωπος.
Ήτανε Σπανοχωρίτης.
Κατέβαινε τ’ απογευματάκι πάντα, εκτός από κάποια απογεύματα που έβοσκε, κρατώντας το από το σχοινί, τ’ άλογό του, στράτα – στράτα.
Κατέβαινε έχοντας πάντα ένα κόκκινο γαρίφαλο ή ένα κλωνάρι βασιλικό κι έπιανε την «απάνω μεριά» στην παγκάδα που ήτανε στη βορεινή πλευρά στο καφενείο του Καλαλίτσου κι έλεγε ένα σωρό χαρούμενα πράγματα.
Άκακος και χαρούμενος άνθρωπος, πάντα καλά λόγια έλεγε σ’ όλους μας κι ήτανε πάντα γελαστός και τα λουλούδια στα χοντρά δάχτυλά του απόλειπα1.
Στην αρχή της Κατοχής κι όταν αρχίσανε τα «οργανωτικά» ο μπάρμπα Σταύρος ήτανε αντικομμουνιστής και κάθε λίγο και λιγάκι τα’ βαζε με το γιό του τον Παναγιώτη, που έλεγε πως ήτανε κομμουνιστής.
Ο ίδιος ήτανε οικονομικά -σύμφωνα με τον καιρό του και τον τόπο του- ένας νοικοκυρεμένος άνθρωπος, που μπορούσε να αντιμετωπίσει όλες τις ανάγκες του.
Είχε, που λέει ο λόγος να πάρει και μια λίτρα κρέας την Κυριακή, να πάρει και ψάρια σαν διάβαινε ψαράς, τη στιγμή που στο μισό σχεδόν χωριό πεινάγανε.
— Τι θέλεις, μωρέ, να γίνουμε όλοι ίσοι; Θέλεις να πεινάσουμε κι εμείς; Ας πάνε να δουλέψουνε, να κάμουνε, κι όχι να μας πάρουν τα έτοιμα, έλεγε.
— Τα χωράφια, τ’ αμπέλια κι οι ελιές, ……… έλεγε ο γιός του ο Παναγιώτης. Τι θα πει τις βρήκα τις ελιές από τον πατέρα μου; Εσύ φύτεψες καμία;
Όχι! Λοιπόν, τι περισσότερα δικαιώματα έχεις εσύ; δεν φτάνει που τις τρώμε τόσα χρόνια;
— Άει στο καλό, για να μη σε στείλω …… αλλού ! Μα είναι δυνατόν να γίνουμε όλοι ίσα – ίσα; Τι μ’ λες καλέ μ’! Όμοια εγώ με τον Πάνο τον Χαλαστή και με τον Στέφανο τ’ Κανούλη είμαι;
Και στενοχωριότανε πολύ με τον κακό δρόμο που έβλεπε να παίρνει ο γιός του. Τον είχε βλέπεις και μοναχογιό. Στο τέλος δε βάσταξε. Ένα πρωί, Κυριακή, βγήκε στη ρούγα και φώναξε:
— Χωριανοί! Όποιος δεν έχει λάδ’ για να πορέψ’2, να πάρ’ τα’ αγγειό3 τ’ και να’ ρτει τώρα κατά το σπιτ’ μου να τ’ δώκω ….
Στην αρχή δεν το πιστέψανε.
Ξέρανε όμως πόσο αγάπαγε τη φτωχολογιά, πόσο απλοχέρης και πονόψυχος ήτανε και πως στο κατώγι του οι καπάσες4 και οι πιλες5 ήτανε γεμάτες λάδια κι έτσι οι πιο φτωχοί με τρόπο και προφύλαξη αρπάξανε τις μπούγλες6 και τρέξανε στην αυλή του μπάρμπα Σταύρου πριν το… μετανοιώσει.
— Ποιος ξέρει….. Μπορεί και να του’ στριψε! Ας πάμε πριν συνέλθει.
Άκουσε για τα γενόμενα ο Παναγιώτης και έτρεξε.
— Τι κάνεις εκεί, πατέρα; Το λάδι μας μοιράζεις;
— Ναι! Θα το μοιράσω όλο! Μόνο για πόρεψη θ’ αφήσω, να ζήσουν και οι φτωχοί! Όλοι ίσοι είμαστε ….
— Μα το δικό μας λάδι θα μοιράσουμε;
— Αμ τι! Θα “χουμε εμείς στο κατώγι μας γεμάτες καπάσες και πίλες και ο καημένος ο Χαλαστής να μην έχ’ ν’ αρτήσ’7 τσ’ βρούβες; Κι η Γιαννούλα να μην έχ’ ν’ ανάψ’ το καντήλι της; Είναι σωστό; …..
— Ναι, πατέρα, δε σ’ λέω! Μα, τα ξένα να μοιράσουμε! Να πάρουμε κι εμείς απ’ τσ’ μεγάλους!
— Α! ……Αυτό είναι κομμουνισμός; Να πάρουμε τα ξένα;
Και γυρίζοντας στους φτωχούς που είχανε γίνει πολλοί τώρα, τους είπε γελώντας λυπημένα:
— Τι να σας κάνω; Σταματάω το μέρασμα! Έτσι λέει ο γιός μου ο κομμουνιστής …. και σταμάτησε.
Όμως η Γιαννούλα τ’ Καψοσπύρη και δυο τρεις άλλοι, που πρωτοτρέξανε, φεύγανε με γιομάτες τις μπούγλες ….
Κι ο μπάρμπα Σταύρος πολύ λυπημένος, αμπάρωνε την κατωγόπορτα μουρμουρίζοντας, περισσότερο για να παρηγορηθεί ο ίδιος:
— Σταμάτησε ο …. Κομμουνισμός. Όποιος έχει, έχει.
Όποιος έχει…. Τρώει , αλλιώς τ’ ραζ’8!
Μέσα στ’ άλλα ο μπάρμπα Σταύρος ήτανε και σπουδαίος ποιητής που φρόντιζε ο ίδιος να κάνει και τις απαγγελίες.
Κάποτε διαπίστωσε πως οι πιο θερμοί θαυμαστές του ήτανε οι νέοι.
Οι νέοι, που όπως κι όλος ο κόσμος τότε, ήτανε οργανωμένοι στο ΕΑΜ και που κάθε φορά που ακούγανε κάτι για τους αντάρτες ή και τις οργανώσεις τους, γινότανε της κακομοίρας -χαλασμός να λέμε- απ’ τα χειροκροτήματα και τις ζητωκραυγές.
Άλλο που δεν ήθελε κι αυτός.
Κι άρχισε σιγά – σιγά να γράφει «αριστερά» ποιήματα.
Έγινε, σαν να λέμε, στρατευμένος ποιητής κι αυτό έφτανε για να πετυχαίνει αυτό που ζήταγε η καρδιά του, τα ζήτω, τα χειροκροτήματα, τη δόξα.
Έτσι προσχώρησε βαθιά στην οργάνωση και στο τέλος έγινε κομμουνιστής ως το θάνατό του.
Λεξιλόγιο:
1. Υπάρχει πάντα – 2. τα βγάλει πέρα – 3. δοχείο – 4. πήλινο πιθάρι λαδιού – 5. λαξευτό ορθογώνιο πιθάρι λαδιού – 6. δοχείο – 7. βάζω άρτυμα – 8. βλέπει
Σημείωση:
1. Το Σάββατο 18-12-2010 ώρα 6 μ.μ. στο Σχολικό κέντρο του Δήμου Σφακιωτών θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου ΦΙΛΙΠΠΟΥ Π. ΛΑΖΑΡΗ «Μια φορά κι έναν καιρό…»
2. Οι φωτογραφίες είναι από τα άλμπουμ του Ελβετού Fritz Berger (Ρίκο) και του Δήμου Σφακιωτών «Κοπιάστε, όπως μας ηύρατε…» και φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με τα αναφερόμενα στο διήγημα πρόσωπα.
Ο Αιθεροβάμων