Ας ρίξουμε και μια ματιά δίπλα μας!
Γράφει ο Αιθεροβάμων
Πλησιάζουν Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά.
Μέρες γιορτινές.
Ο κόσμος αν και μουδιασμένος από τα σκληρά μέτρα που βλέπει να τον στύβουν, θα γιορτάσει με τα πατροπαράδοτα έθιμά του.
Το τραπέζι πλούσιο αυτές τις μέρες, κανένας δεν τσιγκουνεύεται σ’ αυτό.
Όλοι ξεχνάνε τις δυσκολίες για μερικές ώρες, θέλουν να χαρούν έστω για λίγο.
Οι εκδηλώσεις που γίνονται αφορούν πρώτα απ’ όλα τα παιδιά, που ανέμελα γιορτάζουν με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που οι μεγαλύτεροι θα τους χαρίσουν, χωρίς να σκέφτονται τι τους επιφυλάσσει το μέλλον.
Δίπλα μας όμως έξω από την πόρτα μας υπάρχουν παιδιά, άνθρωποι, χωρίς κανένα μέλλον, χωρίς γνωστούς, χωρίς ρεβεγιόν, χωρίς χριστουγεννιάτικα δένδρα, χωρίς γιορτές.
Ζούνε σε άθλιες συνθήκες, σε παραπήγματα και δεν ξέρω αν έχουν καμιά ελπίδα για το μέλλον.
Αυτούς τους ανθρώπους ας τους θυμηθούμε, ας τους ρίξουμε ένα βλέμμα συμπόνιας, ας τους χαρίσουμε ένα κιλό ρύζι, που τους είναι αρκετό για να γιορτάσουν τα δικά τους «Χριστούγεννα».
Ζούνε στην παράγκα της Δημήτρως πάνω στο Κάστρο, δεν ενοχλούν κανένα, είναι άνεργοι, το μεροκάματο δύσκολο, δεν ζητάνε ελεημοσύνη, δεν ζητάνε τον οίκτο μας, λίγη συμπόνια θέλουν, λίγη ανθρωπιά.
Αυτές τις μέρες ας ρίξουμε μια ματιά δίπλα μας, ας μη χάσουμε την αγάπη για τον συνάνθρωπό μας και είμαι σίγουρος ό,τι προβλήματα και αν μας βασανίζουν θα αισθανθούμε καλύτερα!
Σας ευχαριστώ πολύ!
Θα τους γνωρίστε καλύτερα αν δείτε αυτή την ανάρτησή μου:
Ο «Παράδεισος» απέχει πολύ από τη παράγκα της Δημήτρως!
Γράφει ο Αιθεροβάμων
Στη Γιώτα Γ.
Ο ΑΙΘΕΡΟΒΑΜΩΝΑΣ σήμερα αφήνει Το Χελιδόνι τον Υποψήφιο Αντιδήμαρχο Μετανάστευσης του Συνδυασμού «Λευκαδίτικη Ουτοπία» (ΛΕΟΥΤΟ) να σας διηγηθεί μια αληθινή ιστορία της αρμοδιότητάς του…
Γεννήθηκαν σε μια παραγκούπολη της Ντάκα στο Μπαγκλαντές.
Φτώχεια και δυστυχία!
Μόλις κατάλαβαν τον κόσμο ένα όνειρο βλέπανε κάθε βράδυ στον ύπνο τους!
Μια ελπίδα σφηνώθηκε στο μυαλό τους!
Να γίνουν ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ!
Να φύγουν από τη δυστυχία και την εξαθλίωση!
Δούλεψαν μερόνυχτα εξαντλητικά για να μαζέψουν τα αργύρια για ένα θολό Παράδεισο!
Πήραν την μεγάλη απόφαση!
Άφησαν Πατέρα, Μάνα, Οικογένεια.
Περπάτησαν χιλιόμετρα βουνά και λαγκάδια μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα.
Εκεί τους περίμεναν οι διαβατάρηδες του Θανάτου!
Τους έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν!
Μπήκαν σ’ ένα σαπιοκάραβο
μ’ ένα τρύπιο παντελόνι, ξυπόλυτοι, γιατί τα παπούτσια τους είχαν λειώσει
και μια τρεμούλα να διαπερνά το σώμα και τη καρδιά τους.
Άραγε θα καταφέρουν να φτάσουν στον «Παράδεισο»;
Θαλασσοπνίγηκαν όταν στο Αρχιπέλαγος τους βρήκε μεγάλη φουρτούνα.
Μια μάνα με το μικρό της αγκαλιάστηκαν από τα κύματα και ησύχασαν για πάντα!
Οι μισοί βρήκαν γρήγορα τον «αιώνιο Παράδεισο» και τα βάσανά τους τέλειωσαν!
Οι άλλοι κατάφεραν παγωμένοι να βγούνε σε μια αμμουδιά της Μυτιλήνης.
Η απελπισία στα μάτια τους έμοιαζε με τραμουντάνα που αλάλιαζε τη ψυχή τους.
Τους βάλανε στα «στρατόπεδα» συγκέντρωσης!
Κατάφεραν να το σκάσουν, πέρασαν πάλι θάλασσα, φτάσανε σε μια άγνωστη στεριά.
Ξανά χιλιόμετρα σε δρόμους άγνωστους και να μη γνωρίζουν κανένα.
Κάποιες στιγμές φάνηκαν τυχεροί και βρέθηκαν πάνω σε μια καρότσα φορτηγού μέχρι να φτάσουν στο Νησί μας.
Μόλις πάτησαν το πόδι τους κατάλαβαν για μια ακόμη φορά πόσο μακριά είναι ο Παράδεισος!
Στους κάδους απορριμμάτων βρήκαν ένα ξεροκόμματο να τιθασεύσουν την πείνα τους.
Έπρεπε να βρούνε και μια γωνιά ν’ ακουμπήσουν το ταλαιπωρημένο σώμα τους!
Όπου και να έψαξαν τους ζητούσαν αργύρια.
Αυτοί το μόνο που διάθεταν σε μεγάλη ποσότητα ήταν η απόγνωσή τους!
Κοιμήθηκαν σε παγκάκια, κάτω από δένδρα, πάνω στο χώμα!
Η βροχή περόνιασε τα κόκαλά τους!
Άρχισαν να ψάχνουν για μια στέγη, ένα κεραμίδι έστω και ραγισμένο!
Βρήκαν ένα ξύλινο ερείπιο, βρωμισμένο από σκυλιά και ανθρώπους!
Την παρατημένη παράγκα της Δημήτρως πάνω στο Κάστρο!
Καθάρισαν μια άκρη 2Χ3
Τους αρκούσε!
Στρώσανε κάτι παλιά στρώματα που βρήκανε στα σκουπίδια.
Τους δώρισαν ένα παλιό πετρογκάζ και κάτι παλιές κατσαρόλες!
Απόκτησαν πια το νοικοκυριό τους!
Η αγωνία και η απόγνωση έστω και προσωρινά έδωσαν την θέση τους στην ελπίδα!
Ο Παράδεισος που ζητούσαν μπορεί να είναι πολύ μακριά, αυτοί όμως κάθε βράδυ τον βλέπουν στα όνειρά τους!
Και ελπίζουν!
Μόνο εγώ το χελιδόνι, γενιές ταξιδευτής, αιώνιος μετανάστης, ξέρω τους καημούς σας, καταλαβαίνω το ρίγος της ψυχής σας και νοιώθω την αγωνία σας.
Μη έχοντας τίποτε άλλο να σας προσφέρω εκτός από την από την αγάπη και τη συμπόνια μου, για παρηγοριά σας διαβάζω τους στίχους ενός «κολασμένου» Ποιητή που μιλάει για σας:
………………………………….. Ένας από τους τόσους γιους των γιων, Θα κατεβεί από το Αλγέρι, πάνω σε καράβια Με πανιά ή κουπιά. Θα είναι Μαζί του χιλιάδες άνθρωποι Μικρόσωμοι και με τα μάτια Των φτωχών σκύλων των πατεράδων Πάνω στις βάρκες τις φτιαγμένες στα Βασίλεια της Πείνας. Θα φέρουν μαζί τους τα μωρά, το ψωμί και το τυρί, στα λαδόχαρτα της Δευτέρας του Πάσχα. Θα φέρουν τις γιαγιάδες και τα γαϊδούρια, Πάνω στις τριήρεις τις κλεμμένες στα αποικιακά λιμάνια. Θα ξεμπαρκάρουν στον Κρότωνα, στο Πάλμι, Κατά εκατομμύρια, ντυμένοι με ασιάτικα Κουρέλια και με αμερικανικά πουκάμισα. ……………………………………………….. Από τον Κρότωνα και το Πάλμι θ’ ανεβούν Στη Νεάπολη, κι από κει στη Βαρκελώνη Στη Θεσσαλονίκη και στη Μασσαλία, Στις Πολιτείες της Διαφθοράς. Ψυχές και άγγελοι, ποντίκια και ψείρες, ……………………………………………………… Αυτοί πάντα ταπεινοί Αυτοί πάντα αδύναμοι Αυτοί πάντα φοβισμένοι Αυτοί πάντα κατώτεροι Αυτοί πάντα ένοχοι Αυτοί πάντα υπήκοοι Αυτοί πάντα μικροί, Αυτοί, που δε θέλησαν ποτέ να γνωρίσουν, Αυτοί που είχαν μάτια μόνο για να παρακαλούν, Αυτοί που έζησαν σα ληστές, Αυτοί, . . . . . . . . . . . . . . . . . . . |
Σημείωση
Γράφτηκε στο Τύπο:
Η Μάε Νουρ εγκατέλειψε το χωριό της, στο νότιο Μπαγκλαντές, όταν ο κυκλώνας Σίντρ ισοπέδωσε το οικογενειακό σπίτι και εξαφάνισε τη μικρή αγορά του χωριού.
Χωρίς δουλειά και κατοικία, μαζί με τον άνδρα της, τον Νιζάμ Χαουλαντάρ, μετακόμισε στην πρωτεύουσα της χώρας Ντάκα, ελπίζοντας ότι γρήγορα θα επέστρεφε στη γενέτειρά της.
Δύο χρόνια αργότερα, το ζευγάρι εξακολουθεί να μένει στους δρόμους της Ντάκα. Και οι δύο τους εργάζονται σκληρά, αμείβονται ελάχιστα και αδυνατούν να συγκεντρώσουν αρκετά χρήματα για να αγοράσουν τρόφιμα και να πληρώσουν το ενοίκιο της μικρής παράγκας που νοικιάζουν στο Κοράιλ, μια από τις μεγαλύτερες παραγκουπόλεις της Ντάκα.
Η αλήθεια είναι ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι εγκαταλείπουν τα χωριά αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο που δεν έρχεται.
Οι φυσικές καταστροφές αποτελούν μάστιγα της ανθρωπότητας από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας.
Η Ντάκα, η πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές, αποτελεί για πολλούς μοναδική ελπίδα. Είναι, άλλωστε, η πόλη του κόσμου που αναπτύσσεται με τη μεγαλύτερη ταχύτητα.
Σήμερα έχει 12 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ κάθε χρόνο στήνουν εκεί το σπιτικό τους άλλες 400.000 άνθρωποι!
Οι φτωχότεροι ζουν σε ιδιοκατασκευές από πλαστικά και σάπια ξυλεία.
Συχνά αυτά τα «σπίτια» στήνονται μέσα σε ένα μόνο βράδυ σε ιδιωτικές γαίες, κοντά σε υπαίθριες αγορές, δίπλα στις σιδηροτροχιές ή ακόμα και κοντά στους ποταμούς.
Παραγκουπόλεις
Οι φτωχές οικογένειες της εργατικής τάξης ζουν σε μικρές πόλεις όπως το Κοράιλ, όπως ζει η Νουρ με τον σύζυγό της και τις δύο κόρες τους. Το τρίτο παιδί της οικογένειας, ένα αγόρι, ζει με τους παπούδες του στο σπίτι της οικογένειας στο χωριό. Στο Κοράιλ ζουν τουλάχιστον 40.000 ψυχές μέσα σε μικρές παράγκες φτιαγμένες από ελενίτ, λάσπη και μπαμπού, παρέα με κατσαρίδες και ποντίκια.
Κάποιες ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν δημιουργήσει σχολεία για τα παιδιά της παραγκούπολης, αλλά πολλοί ανήλικοι δεν έχουν καιρό για γράμματα καθώς προσπαθούν να κερδίσουν τον επιούσιο κάνοντας δουλειές του ποδαριού ή μένοντας σπίτι για να προσέξουν τα μικρότερα αδέλφια τους.
Για την αντιγραφή:
Ο Αιθεροβάμων