ΔΟΞΑ Βασιλικής, η seleção του Νότου (του Παναγιώτη Σκληρού)
Έσκαε η μπάλα, παφ πουφ και τρόμαζα που ακόμα δεν είχα τελειώσει το διάβασμα και θάχανα το μπακότερμα ή το δίτερμα!!
Τα παράταγα όλα κι έτρεχα στην «κοινότητα» να κλωτσήσω κι εγώ λίγο, να δω τους μεγαλύτερους ή άμα έλειπε κανένας να «μπω και μέσα». Μ’ άρεσε κι εμένα να κλωτσάω. Και το γήπεδο ήταν δίπλα στο σπίτι μας, άρα δεν το απέφευγα παρόλο που οι γονείς μου και κυρίως ο πατέρας μου δεν μ’ άφηνε να πάω για μπάλα για δυο θυμάμαι λόγους. Ο ένας ήταν ότι μ’ ένα ζευγάρι παπούτσια που μου’χε πάρει απ τον Καπέο ή τον Πεντεσπίτη, δεν θυμάμαι αλλά μάλλον απ’ τον Καπέο ήταν τα πρώτα παπούτσια μου, δεν γινόταν να κλωτσάω, να πηγαίνω σχολείο, να πηγαίνω τις γίδες για βοσκή και με τα ίδια να πηγαίνω στην εκκλησία τις Κυριακές. Άσε που ήμουν και.. παπαδάκι κι έπρεπε να’μαι και περιποιημένος όσο να’ναι! Και με το κλώτσα κλώτσα είχαν ξεφτίσει μπροστά τα παπούτσια κι άντε τώρα να κρύβεις κάπου το βερνίκι να τα βερνικώνεις άμα τελείωνε η μπάλα. Δύσκολα πράματα να γίνονται στα κρυφά ολ’ αυτά και να νομίζεις κιόλας ότι τους κοροϊδεύεις!
Ο άλλος είχε να κάνει με την λειψή διατροφή μου, δηλαδή, πως ν’ αντέξεις να αναπτύσσεσαι και να διαβάζεις με ρύζι, κρεμμύδια, πατάτα, καμιά σαρδέλα, κουκιά, λάχανα και λίγο γάλα. Αυτό ήταν το καθημερινό σχεδόν διαιτολόγιο, να πηγαίνεις στον κάμπο και να έχεις και κουράγιο για μπάλα. Άρα «θ’ αδυνατίσεις και θ’ αρρωστήσεις ή «θα ιδρώσεις και θα κρυώσεις». Δίκιο είχε ο έρμος ο πατέρας! Όταν όμως άκουγα το παφ πουφ μ’ έπιανε τρέμουλο κι ήθελα να πάω αμέσως να παίξω. Πήγαινα κι ας ήξερα ότι ή θα σφύριζε, μ εκείνο το διαπεραστικό σφύριγμα που κληρονόμησα τον τρόπο που το έκανε, να γυρίσω ή θα’στελνε την αδελφή μου να με φωνάξει ή όταν γύριζα θα’πεφτε το σχετικό ξύλο. Δεν σκάμπαζα όμως απ’ αυτά όχι γιατί δεν λογάριαζα τις συνέπειες άλλα γιατί ήθελα να παίξω με τα άλλα παιδιά, σαν παιδί κι εγώ.
[Φωτογραφία της Δόξας με τα χρώματα της seleção που είναι η τρίτη γενιά, διακρίνονται ο Μήτσος ο Μπάκας, τερματοφύλακας, ο Κώστας ο Μπακαβέλης, ο Γρηγόρης Σαββίνος, ο Σπύρος Μπαφέρος, ο Θεοφύλακτος Κολυβάς, ο Θωμάς Μέλας και κάτω ο Φίλιππος ο Πολίτης (που φτιάχνει τώρα τα υπέροχα μαχαίρια), ο Κώστας ο Ρίγκος, ο Γιώργος ο Πολίτης (που έχει και την φωτογραφία στο μαγαζί του), ο Ηρακλής Σολδάτος κι ο γιος του Κώστας Σολδάτος.]
Κάποτε, αρχές 1960, τα μεγάλα παιδιά του χωρίου, ακόμα κι απ’ τα γύρω χωριά, μαζεύτηκαν έφτιαξαν φανέλες, αγόρασαν παπούτσια κι ονόμασαν δεν ξέρω με ποια διαδικασία την ομάδα «ΔΟΞΑ». Ήταν τα δυνατά παιδιά του χωρίου άλλος ψηλός, άλλος γεροδεμένος, ένας ήρθε απ’ το γυμνάσιο κι έβλεπε ή έπαιζε, άλλος υπάλληλος άλλος ήταν φοιτητής, άλλος που’ρθέ απ το στρατό κι είχε κλωτσήσει κι αλλού, άλλος που ήρθε απ’ τα καράβια κι έλεγε ότι παίζανε απαν’ στην κουβέρτα του καραβιού, όλοι πάντως… ήξεραν. Κι εμείς κοιτάζαμε να κλέψουμε κάνα κόλπο γιατί όλο… μήτους σουτάραμε!
Δεν θυμάμαι τα χρώματα της ομάδας άλλα πιστεύω ότι στην αρχή ήταν μπλε φανέλλα και λευκό σορτσάκι αγορασμένα απ’ τον Ανυφαντή, τον μπάρμπα Στέλιο. Αργότερα άλλαζαν τα χρώματα ανάλογα με την… παρτίδα που ερχόταν. Όμως όταν πιά ήταν κυρίαρχος ομάδα στα πίσω χωριά, έβαλε τη στολή της εθνικής Βραζιλίας, της seleção, με κίτρινα και πράσινα χρώματα. Στις αναμετρήσεις λοιπόν στο γήπεδο ερχόταν σχεδόν όλο το χωριό άντρες και γυναίκες άλλος να δει το παιδί του ή άλλες να καμαρώσουν τα παλληκάρια του χωριού αλλά και μανάδες που δεν ήταν λίγες οι φορές που μπαίναμε μες το γήπεδο και με καμιά κλαρίδα φοβέριζαν τον αντίπαλο που έριξε καλαμιά στο γιο της..
Η «Δόξα» έπαιζε με τα γύρω χωριά όπως μου’πε ο φίλος μου ο Πάνος ο Σολδάτος, δηλαδή με το Σύβρο, με το Μαραντοχώρι αλλά και με τον «Απόλλωνα» Αγίου Πέτρου και τον… «Ασυνεννόητο» Δραγάνου! Είχαμε πάει με το λεωφορείο του Σπύρου του Ρομποτή – Μαγκιώρου και παίξαμε με την μικτή Νυδριού-Βλυχού στο Βλυχό. Κερδίσαμε τότε και μάλιστα είχαν έρθει και μερικές μανάδες των παιδιών που φρόντιζαν με πετσέτες να σκουπίζουν τα ιδρωμένα παλλικάρια… Όμως εμείς περιμέναμε την μεγάλη αναμέτρηση με τον Αη -Πέτρο! Κόντρα σε όλα τα δυο χωριά, νοικοκύρηδες οι Αη -Πετρίτες, κονσόλοι του λιμανιού οι Βασιλικιώτες μεγάλες περιουσίες στ’ απάνου χωριό, δυνατό εμπόριο στο λιμάνι. Αντιθέσεις, ανταγωνισμός και αντιπαλότητες. Απ’ ότι μου λέει ο Μήτσος ο Μπάκας που έπαιζε τερματοφύλακας, τα περισσότερα παιδιά φορούσαν στο κεφάλι τους μαντίλι με κόμπους στις δύο άκρες για να μη χαλάνε τα μαλλιά τους. Μου περιγράφει μάλιστα ότι ο Θωμάς ο Μελάς κλώτσαε μια τη μπάλλα και μια τα χορτάρια γιατί έπεφτε το μαντήλι στα μάτια του. Ήταν γόης ο Θωμάς και πρόσεχε και το μαλλί!!
Παίζαμε όμως και με τα πληρώματα από τα πλοία που έμπαιναν στο λιμάνι κι έμεναν μέρες για να ξεφορτώσουν ή με τους αστυνομικούς της χωροφυλακής. Θυμάμαι ακόμα κι ένα παιχταρά που ήταν χειριστής στη φαγάνα που ξέχωνε τότε το λιμάνι που όλοι τον χαζεύαμε. Μάλιστα κάποτε που έκαναν άσκηση ναρκαλιείας στο Ιόνιο και μπήκαν στο λιμάνι μετά την άσκηση 4-5 ναρκαλιευτικά, παίξαμε με τους ναύτες. Θυμάμαι ότι το ένα ναρκαλιευτικό το έλεγαν ΄ΔΟΞΑ¨και ήταν αγώνας Δόξας εναντίον της Δόξας!!
Η συγκέντρωση, οι προπονήσεις και τα μεταξύ μας παιγνίδια δινόταν εκεί, στο μικρό γηπεδάκι δίπλα στο σπίτι μας, στην ¨κοινότητα¨.. Πήγαινα λοιπόν κι έβλεπα τους μεγάλους, τον Τζέτζελα, τον Κοντή (τερματοφύλακα), τον Γιώργο Σαββίνο, τον Μάκη τον Καπώνη, τον Γιώργο τον αγροφύλακα, τον Νίκο τον Μπουμπλή κι αργότερα το Σπύρο και τον Νίκο τον Μπάκα, τον Γκελεχάνα, τον Νίκο και τον Άγγελο τον Αργυρό, τον Παπαλίνα, τον Γιώργο τον Μπομπόνα, τον Φάνη τον Βουκελάτο, τον Γιάνναρο, τον Φλίππο του Μαρή και άλλους που ανάμεσα σε φωνές και κλωτσές γινόταν ο χαμός όταν έμπαινε αλλά κι όταν χανόταν ένα γκολ! Κι ήταν αληθινό μάθημα για όλους μας όταν ο Φλίππος ο Μαρής που μου φαίνεται ότι κατείχε το… άθλημα, μας φώναζε «άντε ρε και δεν είναι καθαρεύουσα». Του το θυμίζω καμιά φορά και συγκινείται ο αγαπητός μας Φίλιππος . Τρέχαμε από δω κι από κει, στραβοκλωτσάγαμε, άλλος τα κατάφερνε καλύτερα όπως ο Σπύρος ο Ντάντης, σκέτο κλάδεμα στα μπακ ή ο Πάνος ο Σολδάτος που ήταν τεχνίτης αλλά μας έφυγε με «μεταγραφή» στην… Ιταλία. Όλο και κάνα μπράβο παίρναμε απ’ το Φλίππο και την άλλη φορά μας έβανε πιο εύκολα μέσα. Τι να πούμε και για τα παπούτσια που φοράγαμε. Όλα δεμένα με κλωστές και σκοινιά.Σπάνια έφερνε κανένας όταν ερχόταν
από την Αθήνα ποδοσαιρικά παπούτσια με τάπες. Θυμάμαι πολύ καλά μια κλωτσιά που είχα φάει από το Σπύρο το Ντάντη στο δεξί καλάμι κι ακόμα έχω το σημάδι επειδή δεν το περιποιήθηκα. Μάλλον το έκρυψα από τους δικούς μου για να… κρύψω ότι πήγα για μπάλα, έκανε οίδημα και χρειάστηκε ο μετέπειτα… γιατρός της ομάδας ο Γιάννης ο Σκληρός που ήταν αγροτικός γιατρός στη Βασιλική, να μου το περιποιηθεί αφού βέβαια έπεσε το ξύλο της αρκούδας με το λουρί γιατί όχι μόνο πήγα για μπάλλα αλλά και τραυματίστηκα.
Όμως το μικρό γηπεδάκι στην κοινότητας ήταν πολύ μικρό για μια… μεγάλη ομάδα, για μια seleção του νότου!!! Με μια κλωτσά η μπάλα έφτανε πανεύκολα στην άλλη μεριά ή πήγαινε στη θάλασσα. Έτσι με κάποιο μέσον, πίεση, παρακάλια δεν ξέρω, ο Σπύρος ο Σκληρός ο Μπογόρδος που ήταν άρχοντας σε όλα του, παραχώρησε ένα μεγάλο χωράφι πέρα στην άμμο, μετά το δεύτερο γεφύρι κι εκεί διαμορφώσαμε ένα γήπεδο πολύ καλό για την εποχή του με σωστές διαστάσεις γηπέδου, χωμάτινο βέβαια.
Κάναμε με ασβέστη διαγράμμιση κι ήταν πάρα πολύ καλό, πράγματι.
Θυμάμαι ότι ερχόταν κι απ’ το Νυδρί τότε να παίξουν σ’ αυτό το γήπεδο. Εκεί παρόλο που ήταν μακριά απ’ το χωριό, ήταν τέτοια η δίψα μας για μια κλωτσά σε δαύτο που γινόταν ο χαμός απ’ την προσέλευση. Όλοι θέλαμε να παίξουμε σ’ αυτό το γήπεδο, σαν μεγάλοι. Θυμάμαι πολύ καλά ότι σ’ ένα ματς, καλοκαίρι απόγιομα διαιτητής ήταν ο Ηλίας Υφαντής του Ολυμπιακού που έκανε διακοπές στο χωριό μας!
Το μικρό γήπεδο έμεινε για εμάς τους πιτσιρικάδες και για καμιά προπόνηση ή μπακότερμα έτσι για ξεμούδιασμα με εκείνη τη μπάλα που είχε ένα λαιμό για να φουσκώνει και που πάντα είχε ένα καρούμπαλο, από τον ίδιο τον λαιμό της μπάλας που άμα έδινες κεφαλιά, έκανες κι εσύ ένα καρούμπαλο..
Αξέχαστο παιγνίδι που μάλιστα είχα γράψει και την πρόσκληση-πρόκληση στους Αηπετρίτες να κατέβουν να παίξουμε ήταν όταν έστειλα… γράμμα(!) στον φίλο μου τον Λάμπρο τον Μελά. «Κύριον Λάμπρο Μελά του Θωμά, Άγιος Πέτρος» έγραψα στο φάκελο και τους καλούσα να κατέβουν να… αναμετρηθούμε. Πρέπει να’ταν γύρω στα 1962-63. Κι έγινε ο χαμός σ’ εκείνο το ματς που το θυμάμαι πολύ έντονα. Έγιναν κι άλλα παιγνίδια ανάμεσα στα δυο χωριά αλλά εκείνο το θυμάμαι έντονα. Μιά η μία κι άλλοτε η άλλη ομάδα κέρδιζε κι όλο και μαθαίναμε καλύτερα τα μυστικά της μπάλας. Σ’ εκείνο λοιπόν το ματς που δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο αναμενόμενο και τόσο… ντέρμπυ, κατέβηκε όλο το χωριό απ’ τον Άη-Πέτρο με τρακτέρ και με το αυτοκίνητο του Σπύρου του Μαγκιώρη όλοι στην καρότσα αλλά πιο πολλοί με τα γαϊδουράκια με τα πιτσιρίκια πισωκάπουλα. Ήταν δίπλα στις περιουσίες τους εξ άλλου το γήπεδο αφού οι περισσότεροι τα καλοκαίρια μένανε στα αγροτόσπιτα τους, στον κάμπο. Φωνές στο γήπεδο, τραυματισμοί, βλαστήμιες, αμπωξές, αλλού οι Αηπετρίτες αλλού εμείς, παρών ο γιατρός ο Γιάννης και διαιτητής απ’ το Σύβρο μου φαίνεται ή ένας χωροφύλακας ή ο ενωμοτάρχης! Μπορεί να’ταν κι ο άλλος γιατρός, ο Ιάκωβος Κυριάκος που τον σεβόμαστε στο χωριό ή ο Πέτρος ο Μαλακάσης που ήταν προϊστάμενος στο ταχυδρομείο και μας έφτιαξε και την ομάδα βόλεϊ. Μας είχε βοηθήσει πολύ. Εκείνον πάντως που φοβόμαστε εμείς οι Βασιλικιώτες ήταν ο μπάρμπα Πάνος ο Φώκιας απ’ τον Άη Πέτρο που με μια μπαστούνα πήγαινε εδώ κι εκεί και με τις μουστάκες του έτσι αγριωπός όπως ήταν, έσπερνε το φόβο. Δεν θυμάμαι το αποτέλεσμα αλλά θυμάμαι ότι ο Πάνος ο Φώκιας είχε μπει με την μπαστούνα στο γήπεδο γιατί κάτι δεν του άρεσε απ’ τα σφυρίγματα του διαιτητή ή κάποιος δικός του δεν απέδιδε όσο μπορούσε.
Αξέχαστες μέρες, υπέροχες στιγμές για όλους μας, το πρώτο άκουσμα να σκάει η μπάλα στο χώμα, ν’ αναπηδάει και να περνάει από πάνω σου, να σε… κοροϊδεύει που ήθελες να την τιθασεύσεις μ’ ένα πόδι ή με το κεφάλι ή το στήθος. ΄Ενας φίλος μου είπε ότι αυτό το ποδόσφαιρο που παίζαμε τότε, ήταν πολύ πέρα από το ποδόσφαιρο που γνώριζαν τότε τ «αστικά» κέντρα. Πιο πολύ ήταν ποδόσφαιρο της καρδιάς. Θυμίζει κάτι απ τον λαϊκό αθλητισμό, αυτόν του λιθαριού και του άλματος σε μήκος άνευ φοράς! Έτσι τότε συμπυκνωνόταν η δυναμική των τοπικών πληθυσμών, η ανάγκη για εξωστρέφεια, η ανάγκη για επικοινωνία μετά τη μέρα της σκληρής δουλειάς στην ύπαιθρο, η συνεύρεση με τον..φίλο-αντίπαλο του διπλανού χωριού, η καλώς εννοούμενη επίδειξη των προσόντων των νέων της εποχής. Έτσι χωρίς επιτηδευμένο ρετουσάρισμα. Πιο αγνά, πιο αληθινά η μάλλον καλύτερα θα έλεγα, πιο διαφορετικά.
Μετά, χρόνια αργότερα, στον Άγιο Κοσμά στην Αθήνα, θυμάμαι καλά ότι ήταν Κυριακή πρωί με μια φοβερή όστρια αλλά και μ’ ένα μαεστρίδικο κοντρόλ να βουτάς τη μπάλα και να… περνάς την audition! Με δέχτηκαν στην ομάδα! Εμένα απ’ το πουθενά! Εκεί, παρέα με τον ξάδερφο μου τον Θέμη τον Μαραγκό να πολεμάμε να γίνουμε ίδιοι με τους ντόπιους, εκεί ναι, να τα καταφέρνουμε να μπαίνουμε και στη βασική ομάδα, να παίζουμε μπροστά σε εξέδρα, να βάζουμε γκολ, να νικάμε ή να χάνουμε απ’ τη Χαραυγή, τον ΑΟ Καραβά, τους Νέους Ευγενείας ή τον Αργοναύτη…
Χρόνια όμορφα, όπως και τα σημερινά βέβαια που είμαστε ακόμα εδώ με τις όμορφες στιγμές του σήμερα για να θυμόμαστε την άλλοτε seleção του νότου, τη Δόξα Βασιλικής..
Παναγιώτης Σκληρός