Ομηρικά γέλια στη Χαϊδελβέργη
Ο τρόπος που πολλοί Γερμανοί βλέπουν τους Έλληνες και αντίστροφα έχει διαταραχθεί από τη δημοσιονομική κρίση και τους φόβους που αυτή υποδαυλίζει. Διαφορετικές νοοτροπίες ανάμεσα στην επαφή και τη σύγκρουση.
Φαίνεται ότι τα απερίγραπτα δημοσιονομικά δεινά της Ελλάδας έχουν πείσει μια μερίδα των μέσων Γερμανών ότι ο μέσος Έλληνας σήμερα είναι ένα κυρτωμένο, δυστυχισμένο πλάσμα. Και φαίνεται ότι με αυτή την φαντασίωση πριν από λίγες μέρες ο χρονογράφος της Frankfurter Allgemeine Zeitung μπήκε σε ένα ελληνικό εστιατόριο στη Χαϊδελβέργη που έχει το απλούστατο όνομα Ελληνική Ταβέρνα.
Το σχέδιο του αθεόφοβου χρονογράφου υπήρξε μελετημένο στις λεπτομέρειές του αλλά όχι και τόσο ευφάνταστο: να μπει δηλαδή στην ταβέρνα, να παραγγείλει ένα σνίτσελ και να υποβάλει μια προκλητική δημοσιογραφική ερώτηση για να δει τις ελληνικές αντιδράσεις και να σταθμίσει έτσι την ψυχολογική κατάσταση του ταλαίπωρου Έλληνα σήμερα. Και βάσει αυτού του σχεδίου ο Γερμανός χρονογράφος προχώρησε στη δράση.
Επιθέσεις και γκελ
Ας δούμε το αποτέλεσμα, όπως το περιέγραψε ο ίδιος στη συνέχεια στο χρονογράφημά του:
«Τη στιγμή που το γκαρσόνι έρχεται με το φαγητό παίρνουμε θάρρος και τον ρωτάμε, έτσι πιο πολύ για να κάνουμε λίγη πλάκα και να φτιάξουμε ατμόσφαιρα, αν εδώ μπορεί να πληρώνει κανείς το λογαριασμό πάλι σε δραχμές. «Δραχμές;», ρωτάει ο Έλληνας σαν να μην άκουσε καλά. «Όοοχι.» Και μετά ξεσπάει σε γέλια, από τα τρίσβαθα της κοιλιάς του που κρύβεται κάτω από ένα κόκκινο μπλουζάκι, γελάει, φέρνει άλλη μια μπύρα και την αφήνει στο τραπέζι, γελώντας ακόμα. Η χωρίς ίχνος τακτ ερώτηση έκανε γκελ πέφτοντας πάνω σε μια ευθυμία που δεν είχε τίποτα το προσποιητό. Έτσι θα πρέπει να ηχούσε και ο ομηρικός γέλως. Κι εμείς, χορτάτοι από το υπέροχο σνίτσελ και ήρεμοι πια μπροστά σε μια τέτοια αυτοπεποίθηση, κάποια στιγμή φεύγουμε από την Ελληνική Ταβέρνα.»
Αυτά ο Γερμανός χρονογράφος. Πήγε στην ταβέρνα μάλλον λίγο ηλεκτρισμένος για να κάνει την ανθρώπινη δοκιμή του ή το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ του και έμεινε άναυδος. Ήρθε αντιμέτωπος με το γάργαρο, το κελαρυστό γέλιο του κάπελα, ήρθε αντιμέτωπος με μια ανεξήγητη για τη δική του νοοτροπία αυτοπεποίθηση και μυστηριώδη υπεροχή. Το γκαρσόνι ούτε εθίγη, ούτε μάλωσε, ούτε κατέβασε τα μούτρα, ούτε επιχειρηματολόγησε, ούτε υπερασπίστηκε τίποτα, δεν ένιωθε να του αμφισβητείται απολύτως τίποτα.
Θεοί και άνθρωποι
Πρόκληση υπήρξε, αλλά την αντιμετώπισε απλά με ένα θαυμάσιο, παρατεταμένο γέλιο που συμπαρέσυρε τελικά σε μια αυθόρμητη ψυχική ισορροπία και τον Γερμανό οιηματία. Έτσι ακριβώς περιγράφει και ο Όμηρος στην Οδύσσεια τον άσβεστο γέλωτα των θεών, αυτό που έκτοτε λέγεται και ομηρικός γέλως. Ο κακομοίρης και κακομούτσουνος Ήφαιστος είχε καλέσει τους υπόλοιπους θεούς στην παστάδα του για να τους δείξει τα καθέκαστα. Είχε χώσει τη γυναίκα του την Αφροδίτη και τον αγαπητικό της τον Άρη σε ένα δίχτυ από αστραπές που είχε κρεμάσει πάνω από το κρεβάτι του, από το κρεβάτι της μοιχείας. Και τότε οι θεοί ξέσπασαν σε γέλια. Το κείμενο δεν ξεκαθαρίζει με ποιον γελούσαν, με τον απατημένο Ήφαιστο ή με τη μοίρα των μοιχών. Ήταν ισχυροί οι θεοί, γελούσαν απλά με την όλη κατάσταση, με τα παράδοξα του ουράνιου βίου. Φαίνεται ότι υπάρχουν και ισχυροί άνθρωποι που μπορούν να γελούν με τα τερτίπια του εγκόσμιου βίου, ακόμα και σε μια ελληνική ταβέρνα της Χαϊδελβέργης.
Σπύρος Μοσκόβου – Υπεύθ. σύνταξης: Βιβή Παπαναγιώτου
Πηγή: Deutsche Welle