Ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς φιλοξενούμενος του Συλλόγου Φίλων Αλεξάνδρου «Φηγός» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τε, Οκτ 8th, 2014

Ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς φιλοξενούμενος του Συλλόγου Φίλων Αλεξάνδρου «Φηγός»

69173Ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς θα βρεθεί την Κυριακή 19 Οκτωβρίου στο νησί μας, φιλοξενούμενος του Συλλόγου Φίλων Αλεξάνδρου «Φηγός». Ο βραβευμένος το 2009 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Θολός Βυθός» συγγραφέας θα μιλήσει στις 11.00 το πρωί στο Δημοτικό Σχολείο Αλεξάνδρου για τα βιβλία του.

Ο Γιάννης Ατζακάς γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετά το 1975 εργάστηκε στην ιδιωτική και τη δημόσια μέση εκπαίδευση. Τα «Διπλωμένα φτερά» ήταν το πρώτο πεζογράφημα που δημοσίευσε, το 2007. Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Θολός βυθός», την επόμενη χρονιά, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.

2ΤΙΤΛΟΙ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΟΥ
images Φως της Φονιάς [ISBN 978-960-505-091-7, Άγρα, 2013]

b192805«Στο χωριό όμως οι άνθρωποι έπρεπε να τον αποδώσουν σ’ έναν πατέρα πρώτα κι ύστερα σε μια μάνα. Έτσι όριζε η τάξη: τα παιδιά δεν μπορεί ν’ ανήκουν ούτε στη βασίλισσα ούτε στους θείους ούτε στους παππούδες τους – αυτοί έχουν τα δικά τους παιδιά. Για πρώτη φορά το καταλάβαινε τώρα πως από “παιδί της βασίλισσας” έπρεπε να γίνει ξανά το παιδί του αντάρτη, με όσα μπορούσε αυτό να σημαίνει.

Χαμήλωσε το φιτίλι της λάμπας και πλάγιασε. Για ώρα έμεινε με τα μάτια ανοιχτά ακούγοντας τον σιγανό βόγκο του αέρα μέσα στα δάση». […]

«Ο Γιάννης για όλη του τη ζωή θα θυμόταν εκείνα τα λόγια του φίλου του. […] «Πιστεύω πως μπορείς και συ μια μέρα να μιλήσεις για τη μοίρα των φτωχών ανθρώπων, για τα βάσανα της γρια-Βενετιάς, για την τύχη του πατέρα σου, για τα σκληρά χρόνια σου στις παιδοπόλεις. Μπορείς να γράψεις για τα καλοκαίρια στο χωριό κι εδώ στη Φονιά, γι’ αυτόν τον πρώτο σου έρωτα. Πριν από λίγο, καθώς έβλεπα τ’ αστέρια στον ουρανό, σκεφτόμουν πως κάθε άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή έχει το δικό του άστρο, έχει το δικό του πεπρωμένο, και είναι τυχερός όποιος μπορέσει και το εκπληρώσει».

Το «Φως της Φονιάς», το τελευταίο μέρος της τριλογίας, με μιαν επική αφήγηση αποτυπώνει την ελληνική κοινωνία κάτω από τον βαρύ ίσκιο του Εμφυλίου, στην τραγική δεκαετία 1949-1959, όταν οι διώξεις και η εξαθλίωση οδηγούν στη «μεγάλη έξοδο» από τη χώρα. Οι σκληροτράχηλοι εκείνοι άνθρωποι μιας μυθικής πια εποχής μοιάζει να αποδοκιμάζουν σιωπηρά την απληστία και την πλησμονή, να χλευάζουν σχεδόν τη μαλθακότητα και την αφροσύνη των επιγόνων τους.

images Κάτω από τις οπλές [ISBN 978-960-325-890-2, Άγρα, 2010]

b153372«Ύστερα, τις ειδυλλιακές αυτές εικόνες, τα παραδείσια τοπία, τα διαδέχονταν ξαφνικά δαντικές σκηνές από τις «όχθες της κόλασης», όπως ονόμαζε τον τόπο που αντίκρυζε για μήνες, νύχτα και μέρα, από τη σκοπιά της γέφυρας. Τότε ήταν που για πρώτη φορά μου πέρασε η ιδέα πως ίσως να επρόκειτο για κάτι περισσότερο από μιαν απλή νατουραλιστική περιγραφή των Δημόσιων Σφαγείων, με τις δύο άθλιες χαμοκέλες που τα περιστοίχιζαν πως ίσως να μην ήταν παρά μια ζοφερή αλληγορία της δικτατορίας, για να εκφράσει έτσι τη φρίκη και την απελπισία του για την «εφιαλτική φυλακή» που τον περίμενε, όταν σε λίγες μέρες θα πετούσε από πάνω του τις βασιλικές κορόνες και το μισητό εθνόσημο – το απαίσιο «πουλί της χούντας».

Είναι καιρός πια να σφραγιστεί η παλιά ιστορία, και η στερνή γραφή του Άλκη να κλείσει αυτή την ταπεινή «μπαλάντα των ημιονηγών της δικτατορίας» – εκείνων που ως σήμερα δεν βρήκαν τον καιρό να μιλήσουν ή που δεν θέλησαν ποτέ να μιλήσουν.»

Πολλά χρόνια μετά την τελευταία συνάντησή τους – Οκτώβρης του ’74 πρέπει να ήταν, σ΄ ένα ταβερνάκι της Ευαγγελίστριας στη Θεσσαλονίκη – ο απόμαχος πια ηθοποιός Χάρης Φωτίου ανασύρει τα καταχωνιασμένα στρατιωτικά ημερολόγια που του εμπιστεύτηκε τότε ο «εν όπλοις και εν οπλαίς κτηνών» σύντροφος του Άλκης Πολίτης, λίγο πριν εγκαταλείψει για πάντα τη «μητριά πατρίδα» του.

Με όσα η δική του μνήμη διέσωσε και η σχεδόν κρυπτική γραφή του φανέρωσε, αναπαριστά, με θεατρικό μερικές φορές λόγο, εκείνον τον μαύρο χειμώνα του ’68 στο κολαστήριο του Κολινδρού, τις παγερές μέρες και νύχτες της «μεγάλης νύχτας» των συνταγματαρχών. Εκπληρώνει, έτσι, έστω και με καθυστέρηση, την υπόσχεση που κάποτε είχε δώσει.

images Θολός βυθός [ISBN 978-960-325-773-8, Άγρα, 2008], Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος [2009]

b138017Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυλιακές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ” όνομα: «Απόστολος Παύλος», «Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949-1955.

Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο η ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά χρόνια του.

Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του.

Όσο κρατά η κοφτερή «νύχτα του Θεριστή», μπροστά στο σκοτεινιασμένο πέλαγος, ο ώριμος άντρας και το ξεριζωμένο αγόρι εμπλέκονται σε δύο παράξενους και σχεδόν παράλληλους μονολόγους. Ο συγχρονισμός της άγουρης μνήμης με την ύστερη κρίση διχάζει σε δύο όψεις το πρόσωπο του Γιάννη, κάνοντας την ίδια στιγμή τραύμα και ίαση να συνυπάρχουν.

Το Παιδί μιλά ακατάπαυστα, μ” όλη την άγνοια και την αθωότητα της ηλικίας του, αν και με απροσδόκητη μερικές φορές ακρίβεια· ανασύρει, μέρα με τη μέρα, τα καταχωνιασμένα χρόνια του σε κείνα τα παιδικά στρατόπεδα· διασχίζει ακόμη μία φορά με οδύνη την άνυδρη έρημο, αναζητώντας τη χαμένη πηγή της αληθινής αγάπης. Ενώ οι αραιές «παρεμβάσεις» του ώριμου άντρα μοιάζει να απευθύνονται μόνο στον ίδιο, αφού αυτό που αναζητά, πίσω από τις εμμονές, τις απωθήσεις και τις φοβίες του, δεν είναι παρά το δικό του πραγματικό πρόσωπο.

images Διπλωμένα φτερά [ISBN 978-960-325-692-2, Άγρα, 2007]

b121738«Η κακορίζικη εκείνη χρονιά -η καταραμένη θα την πω τώρα- είχε δεν είχε φτάσει ακόμη στα μισά της και πήγαινε όπως άρχισε, πάντα πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Και τα χειρότερα δεν είχαν ακόμη συμβεί. Τότε ήρθε η ώρα του όξους και της χολής, η ώρα του αίματος και του θανάτου».

Είχε από χρόνια αποτραβηχτεί στο παλιό σπίτι στην πλαγιά του βουνού. Τα δειλινά, κάτω από τα δέντρα που μαζί τους είχε ριζώσει στα καρπερά της χώματα, βλέποντας τον ήλιο να χαμηλώνει στη θάλασσα, ζούσε και το δικό του λυκόφως. Μέχρις, ότου, εντελώς αναπάντεχα, οι «άνεμοι της μνήμης» τον ανασήκωσαν από τον ξένο τόπο και τον εναπόθεσαν απαλά στο μακρινό νησί του, μπροστά στην πατρογονική εστία, τον γύρισαν πίσω στη σημαδιακή εκείνη χρονιά, τη χρονιά του ξεριζωμού.

Ήρθαν τότε κοντά του, όπως ήταν στον καιρό τους, στη ρημαγμένη ζωή τους, οι σκιές της γιαγιάς και του παππού: η γριά-Βενετιά, που από βρέφος τη φώναζε μάνα, να τρέχει από χάραμα ως νύχτα να προλάβει να τα φέρει όλα σε πέρας· και τα βράδια, στο φως του δαυλού, η ακάματη και γνωστική γερόντισσα με τις «ορμήνιες» της να πολεμά να τον πλάσει για έναν κόσμο που νόμιζε ότι θα διαρκέσει για πάντα. Ως τα στερνά της, που πήρε να ψυχανεμίζεται τον άγγελό της κι «αγγελιάστηκε».

Τέλειωνε το 1949. Ο πατέρας είχε χαθεί, χωρίς ίχνη, στους σκοτεινούς δρόμους της Ιστορίας. Η μάνα είχε σβήσει στη γέννα του, πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια. Κι αυτός θα έβρισκε, πριν καλά βγει το δίσεκτο εκείνο έτος, μιαν ακόμη μητέρα -τη «Μεγάλη Μητέρα» των απορφανισμένων παιδιών ενός αδικαίωτου κι αδυσώπητου πολέμου.

(Πηγή: biblionet.gr)

2«Μεγάλωσα με “μητέρα” τη Φρειδερίκη»
ατζακας«Η μητέρα μου πέθανε λίγο μετά τη γέννα. Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης, για χρόνια είχαν χαθεί τα ίχνη του. Με μεγάλωνε η γιαγιά μου η Βενετιά στο χωριό μας, τον Θεολόγο της Θάσου. Η γυναίκα του παντεπόπτη γραμματέα της κοινότητας ερχόταν διαρκώς: “Δώσ΄ το, θεία Βενετιά, το παιδί στη Βασίλισσα να το μάθει γράμματα”. Για μια λαϊκή, αμόρφωτη γυναίκα οι λέξεις “βασίλισσα” και “γράμματα” είχαν ιδιαίτερο βάρος. Η γιαγιά έδωσε τη συγκατάθεσή της, αν και με βαριά καρδιά. Δεν είχαν έρθει στην τύχη στο σπίτι μας. Το επιχείρημα της Φρειδερίκης ότι ήθελε να μας γλιτώσει από το “παιδομάζωμα”, ήταν εντελώς ανυπόστατο στη δική μου περίπτωση γιατί βρισκόμασταν σε νησί και δεν υπήρχαν κίνδυνοι όπως στη Βόρεια Ελλάδα. Άλλωστε 20 ημέρες νωρίτερα είχε λήξει ο Εμφύλιος. Όσο για φτώχεια, το δικό μας κελάρι ήταν γεμάτο».

ContentSegment_17116807$W1000_H0_R0_P0_S1_V1$Jpg Έπαρση σημαίας. Παιδόπολη Καλή Παναγιά (Δοβρά). Φεβρουάριος 1951

«… Δεν γίνονταν διακρίσεις μεταξύ των παιδιών. Υπήρχε όμως μια μεγάλη ανισότητα. Τι είδους παιδαγωγικότητα είναι αυτή όταν καθυβρίζεις διαρκώς τη μία πλευρά; Όταν με κηρύγματα, ιστορίες, ζωγραφιές παρουσιάζεις τους κακούς “συμμορίτες” με τα μεγάλα βρώμικα γένια,τα γαμψά νύχια και τα μαχαίρια που στάζουν αίμα να αρπάζουν παιδιά; Στα οκτώ μου χρόνια αρχίζω να αναρωτιέμαι… Κατά βάθος ξέρω ότι ο πατέρας μου δεν είναι στον στρατό, είχα ακούσει τη γιαγιά μου να λέει: “Τι ήθελε και πήγε να γίνει αντάρτης;”. Το απώθησα μέσα μου για χρόνια. Μεταξύ μας τα παιδιά δεν μιλούσαμε γι΄ αυτά παρά μόνο πολύ αργότερα. Υπήρχε μια ομερτά. Μας ένοιαζε να παίζουμε (η αλήθεια είναι ότι παίξαμε πολύ στις Παιδοπόλεις), να έχουμε φίλους…».

Έξι χρόνια (1949-1955) κράτησε η «περιοδεία» του κ. Ατζακά στις Παιδοπόλεις. Στο «Καστρί» της Κηφισιάς τον φώναξε μια μέρα η Αρχηγός στο γραφείο της και τον ρώτησε αν ήθελε να τον πάρει μια καλή και πλούσια οικογένεια στην Αμερική. «Αρνήθηκα. Λένε ότι κάπου 2.500 “κόκκινα” παιδιά έφυγαν. Αρχικά για να εφοδιάσουν τις άτεκνες οικογένειες των ομογενών. Μετά ενδιαφέρθηκαν και άλλοι Αμερικανοί».

Τα εφόδια που του έδωσαν οι Παιδοπόλεις; «Στρώνω πολύ καλά το κρεβάτι… Μου αρέσει τρομερά η τάξη. Μια φαινομενική σκληρότητα και ένα μεγάλο κράτημα των συναισθημάτων μου. Ασκηθήκαμε σε αυτό. Μια πειθαρχία επίσης και μια πίστη σε αξίες, γιατί μας δόθηκε ένα σύστημα αξιών, όποιο και αν ήταν αυτό. Με ρωτούν σήμερα αν έχω ξεπεράσει τα τραύματα. Να σας πω την αλήθεια, αυτά “περί τραυμάτων” είναι για σοκολατόπαιδα. Δεν μας ενδιέφεραν εμάς. Εμείς ήμασταν παιδιά του Εμφυλίου, από πίσω μας ήταν η φωτιά και ο όλεθρος, κάποιοι είχαν δει τους γονείς τους σκοτωμένους, μπροστά μας τώρα ήταν η ζωή και έπρεπε να την κερδίσουμε». (Πηγή: www.tovima.gr – Συνέντευξη στην Λένα Παπαδημητρίου).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>