Όταν ο λαός πολεμούσε… Του Γιάννη Κορδάτου | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Σα, Μαρ 25th, 2017

Όταν ο λαός πολεμούσε… Του Γιάννη Κορδάτου

ελληνικη_επανασταση_1821

«Η Ιστορία πρέπει να λογαρίζη το ιστορικό αίσθημα
του λαού, μαθαίνοντάς τον την αλήθεια».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ έχουν γραφτεί πολλά. Ωστόσο οι πιο πολλοί ιστορικοί προσπάθησαν να κρύψουν την αλήθεια από τον λαό. παρουσίασαν τον Εθνικό Σηκωμό σαν έργο αποκλειστικά του Κλήρου και των Αρχόντων. Ο λαός έδωσε το αίμα του, μα δεν έπαιξε ρόλο πρωταγωνιστή στον απελευθερωτικόν Αγώνα. Τέτοια πάνω-κάτω είναι η άποψη των «αναγνωρισμένων» ιστορικών μας. Η άποψη όμως αυτή είναι λαθεμένη ή πιο σωστά είναι παραποίηση της ιστορίας.

Από τα απομνημονεύματα των Αγωνιστών και από άλλα κείμενα που στο αναμεταξύ είδαν το φως της δημοσιότητας, βγαίνει, πως εξόν από λιγοστές εξαιρέσεις, ο ανώτερος Κλήρος και οι Κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες άλλοι μεν άθελά τους πήραν μέρος στην Επανάσταση και άλλοι την πρόδωσαν.

Δεν λέω υπήρχαν και μερικοί Έλληνες που έμεναν στο εξωτερικό που από καλή πίστη ήταν δισταχτικοί και αναβλητικοί. Τέτοιος ήταν ο Κοραής που ζούσε στο Παρίσι και που ο πατριωτισμός του ήταν αγνός. Δεν ήξερε όμως τι γίνονταν στην σκλαβωμένη Ελλάδα. Το βογκητό των ραγιάδων δεν το άκουγε. Κλεισμένος στο γραφείο του διάβαζε τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς και επηρεασμένος από μερικούς φίλους του Χιώτες και άλλους με τους οποίους αλληλογραφούσε, σχημάτισε την πεποίθηση πως έπρεπε πρώτα οι έλληνες να μορφωθούν και ύστερα να πάρουν τα όπλα. Ήταν της γνώμης πως γύρω στα 1850 θα έπρεπε να γίνει η Επανάσταση. Ήταν σοφός ο μακαρίτης Κοραής και πατριώτης αγνός μα οι τέτοιες γνώμες του έδειχναν πως δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι είχε έλθει η ώρα.

Το Σεπτέμβρη του 1820 όταν έμαθε τη στάση του Αλή Πασά κούνησε το κεφάλι του και είπε λυπημένος: «δεν είμεθα εις κατάστασιν να ωφεληθώμεν, διότι είμεθα ακόμη άγουροι». Ύστερα πάλι από μερικούς μήνες όταν στη Μολδοβλαχιά ακούστηκε το πρώτο σάλπισμα του Εθνικού Σηκωμού πάλι ο Κοραής έγραφε «απορώ αν επιστεύσατε ποτέ ότι ο Υψηλάντης εκινήθη αφ΄ εαυτού». Δεν επίστευε πως ο Υψηλάντης ήταν όργανο της Φιλικής Εταιρείας αλλά όργανο του Τσάρου και γι΄ αυτό ήταν δύσπιστος.

Όμως αργότερα έπαψαν οι ιερεμιάδες του και έγραφε κάθε μέρα και έδινε συμβουλές. Ούτε μια μέρα δεν έπαψε να γράφει και να συμβουλεύει. Όλες οι συμβουλές του καταλήγανε σένα πράμα. Οι Έλληνες διώχνοντας τους Τούρκους, να ιδρύσουν πολιτεία δημοκρατική πέρα ως πέρα.

Ο Κοραής όμως που πριν του Εθνικού Σηκωμού συμβούλευε «να περιμένουν οι Έλληνες το πλήρωμα του χρόνου» διότι πρώτα πρέπει το Γένος ν΄ αποχτήσει «παιδείαν ικανήν ίνα οργανίση και διατάξει (=συντάξει) την νέαν Πολιτείαν» έπεφτε έξω όχι μόνο στο ό,τι οι επαναστάσεις δεν γίνονται κατά παραγγελία και με εφόδια μόνο τις γραμματικές και ιστορικές γνώσεις, αλλά έκανε και το μεγάλο λάθος να μην υπολογίζει πόσο κακό έκαναν οι Φαναριώτες, οι ανώτεροι Κληρικοί και οι κοτζαμπάσηδες. Είν΄ αλήθεια πως τους μισούσε όλους αυτούς, τους κατάκρινε και τους στιγμάτιζε κάθε φορά που του δίνονταν ευκαιρία.

Μα η πολεμική του δεν είχε κανένα πραχτικό αποτέλεσμα. Κάθε τόσο σε κάθε κρίσιμη για το Έθνος στιγμή, οι προδότες από τις τάξεις αυτές ήταν πολλοί. Ακόμα απ΄ τον καιρό του Ρήγα Βελεστινλή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Φαναριώτες και οι κοτζαμπάσηδες όχι μόνο κατατρέξανε το θεσσαλό εθναπόστολο και κάψανε τις πατριωτικές προκηρύξεις και το Θούριό του αλλά κάνανε το παν για να μη διδάσκονται στα σχολεία τα ανώτερα μαθηματικά, οι φυσικές επιστήμες και η φιλοσοφία.

Αργότερα, όταν η Φιλική Εταιρεία συνεχίζοντας το έργο του Ρήγα, έβαλε σε ενέργεια τα απελευθερωτικά της σχέδια, όσοι από τους Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες έμαθαν πως οργανόνονταν η εθνική εξέγερση, άλλοι από κερδοσκοπισμό κράτησαν ουδετερότητα, άλλοι με το να πιστέψουν πως πίσω απ΄ την Φιλική Εταιρεία ήταν ο Τσάρος, πήραν μέρος στην Επανάσταση και άλλοι πήγαν στους Τούρκους και μαρτύρησαν τα όσα έμαθαν.

Ένας απ΄ αυτούς ήταν ο Σωκράτης Κουγιάς, ο πιο μεγάλος προύχοντας του Μωριά. Η επαρχία Τριπολιτζάς ήταν σχεδόν δική του. Και οι Τούρκοι ακόμα τόνε φοβούντανε γιατί είχε και μεγάλη περιουσία και στην Πόλη τρανούς φίλους του. Στις αρχές του Δεκέμβρη 1820 οι Φιλικοί του Μωριά αποφάσισαν να τον μυήσουν στην Φιλική Εταιρεία. Πολλοί αντέδρασαν γιατί ήξεραν πως ήταν τουρκόφιλος, μα, επικράτησαν εκείνοι που νόμιζαν πως η Επανάσταση δεν μπορεί να γίνει αν οι τρανοί προύχοντες δεν πάρουν μέρος.

Γι΄ αυτό αναθέσανε στον Κανέλλο Δεληγιάννη να πάει να τον βρει και να τον κατηχήσει. Όμως ο Κανέλλος Δεληγιάννης αρνήθηκε: «Το μυστήριο, είπε, δεν το φανερώνω στον Κουγιά, για να γίνω κ΄ εγώ (άθελά μου) προδότης, γιατί αυτός άμα το μάθει ευθύς θα το μαρτυρήσει στον Νακίπ Εφέντη, τον τούρκο και φίλο του, ως και στους λοιπούς αγάδες, οι οποίοι μανθάνοντάς το θα μας θανατώσουν όλους και το Γένος προσέτι θα χαθή».

Επειδή δεν δέχθηκε ο Δεληγιάννης έστειλαν στον Κουγιά τον Παναγιωτάκη Ζαφειρόπουλο προεστό του Φαναρίου. Ο Ζαφειρόπουλος πήγε και του είπε όλα τα σχέδια. Ο Κουγιάς τον άκουσε και άμα τούπε ο Ζαφειρόπουλος να ορκισθεί, σηκώθηκε έβαλε τα καλά του και πήγε τα ίσια στο φίλο του τούρκο Νακίπ. Ο Νακίπ ειδοποίησε τον αντικαταστάτη του Χουρσήτ πασά. Μα πριν αρχίσουν οι έρευνες και οι συλλήψεις ήρθε απ΄ το Χουρσήτ εντολή να μην πειράξουν τους Χριστιανούς πριν έχουν αποδείξεις γιατί οι διαδόσεις πως υπάρχει Εταιρεία και ετοιμάζεται κίνημα των ραγιάδων έχουν έχουν πηγή τους τα Γιάνενα. Ο αντάρτης Αλής τα διαδίδει αυτά για να μεταφερθεί στρατός στο Μωριά και να ξαλαφρώσει αυτός. Ωστόσο πρόσταξε να βάλουν σε κίνηση τους Χριστιανούς τσασίτηδες (πληροφοριοδότες) να πάρουν και ορισμένα μέτρα. Να καλέσουν στην Τριπολιτζά τους Δεσποτάδες και τους τρανούς κοτζαμπάσηδες απ΄ όλο το Μωριά και να τους κρατήσουν.

Απ΄ την άλλη μεριά οι Έλληνες προύχοντες που έμαθαν τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας και δε συμφωνήσαν, αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον «κερατόπαπα» Παπαφλέσσα, μα αυτός πρόλαβε και κρύφτηκε. Στο αναμεταξύ τα κατάφερε ν΄ ανάψει το ντουφεκίδι. Φυσικά ως την «τελευταία στιγμή» προσπάθησαν μερικοί να «σβήσουν τη φωτιά», μα οι Τούρκοι αγρίεψαν και άρχισαν να πιάνουν τους κοτζαμπάσηδες και τους δεσποτάδες -αυτό ήταν το μεγάλο τους σφάλμα- και να παίρνουν ομήρους, ενώ στο αναμεταξύ οι λαϊκές μάζες ξεσηκώθηκαν και χτυπούσαν τους Τούρκους.

Γι΄ αυτό πολλοί κοτζαμπάσηδες, τραβούσαν τα μαλλιά τους, έκλαιγαν και φώναζαν «μας πήραν στο λαιμό τους ο Παπαφλέσσας και η παρέα του». Ήταν όμως αργά. Οι Τούρκοι δεν τους πίστευαν. Ένας απ΄ τους μεγαλοχτηματίες της Κορινθίας ο Νοταράς, όταν έμαθε πως τα Καλάβρυτα επαναστάτησαν, έγινε πυρ και μανία και προσπάθησε να κρατήσει την επαρχία του υποταχτική. Καβάλλα στο άλογό του γύριζε από χωριό σε χωριό και έλεγε:

«Ανάθεμα τους ψευτοκαλαβρυτινούς, επήραν τον κόσμο στον λαιμό τους· κάμνουν και τώρα όπως έκαμαν και στην άλλη επανάσταση (=1770). Εγώ, είπε, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω· εσυγχωρέθηκα με τη φαμελιά μου και πηγαίνω (στην Τριπολιτζά) για να λυτρώσω τον κόσμο και το κεφάλι μου να μη χαθούν. Να τους πεις (στους επαναστάτες) πως ο ραγιάς καλά περνά, και να καθήσουν ήσυχα». (Φωτάκου: Απομνημονεύματα Α, 70).

Μα και ο μπέης της Μάνης, ο Μαυρομιχάλης που είχε φέουδό του όλη τη Μάνη, άθελά του πήρε μέρος στην Επανάσταση. Πίστεψε πως θάρχονταν ρωσικά καράβια και στρατός και θάφερναν μιλλιούνια φλωριά και θα τον έκαναν πασά του Μωριά! Έτσι του είπαν οι Φιλικοί τάχαψε. Μα όταν έμαθε πως ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ αφώρισε την Επανάσταση, πως ο Τσάρος αποδοκίμασε τον Υψηλάντη και πως οι Τούρκοι κράτησαν το γυιό του στην Τριπολιτζά όμηρο, παρ΄ όλα τα αξιώματα που τούδωσαν οι Φιλικοί μετάνοιωσε και άρχισε να σκέφτεται πως θα μπορούσε να τα ξαναφτιάξει με τους Τούρκους προδίνοντας τους Έλληνες και σκοτώνοντας τον Κολοκοτρώνη.

Αφού σκέφτηκε πολλά πήρε την απόφαση να στείλει στην πολιορκημένη Τριπολιτζά τον έμπιστό του, τον παπά Γεράσιμο Παπαδόπουλο, (που οι Τούρκοι τον αγαπούσαν ήξεραν πως είναι δικός τους), για να ανακοινώσει στον τούρκο Καϊμακάμη της Τριπολιτζάς τα σχέδια της προδοσίας του.

Σαν αντάλλαγμα ζητούσε να αφίσει το γυιό του που ήταν φυλακισμένος και να του δώσουν αμνηστεία.

Αν και στην Καλαμάτα οι Έλληνες τον ανεγνώρισαν αρχηγό και του φέρνονταν καλά, αυτός σαν άλλος Ιούδας, πήρε την απόφαση να γίνει προδότης. Να τι γράφει ένας αγωνιστής, ο Μ. Οικονόμου για το προδοτικό αυτό φέρσιμο του Μαυρομιχάλη.

«Ο Πετρόμπεης (Μαυρομιχάλης) ενώ οι υιοί και συγγενείς του και πάντες οι Έλληνες εμάχοντο ως επαναστάται, αυτός μένων, ως είρηται εις Καλάμας, υποχειρίους έχω και φυλάττων τον Αρναούτογλου και λοιπούς Τούρκους, κατά τα μέσα Απριλίου περί της σωτηρίας του εν Τριπόλει (φυλακισμένου) υιού του μεριμνών, απέστειλε τον ιερομόναχον διδάσκαλον Γεράσιμον (Παπαδόπουλον) των εκ Ζατούνης… εις Τρίπολιν ιδιορρύθμως με επιστολιμαίαν πρότασιν περί ανταλλαγής των ειρημένων Τούρκων μετά των εν φυλακή υμετέρων (χάριν του υιού του Αναστασίου και της των λοιπών σωτηρίας), έχοντα δε μυστικήν εντολήν να βεβαιώση τον τούρκον Καϊμακάμην και λοιπούς (της Τριπολιτζάς), ότι αυτός ων εις το Δοβλέτι (εις την Τουρκική Κυβέρνηση) ήτο και είναι ενατίος της Επαναστάσεως ή μάλλον των εκ της φυλακίσεως των προυχόντων αρχιερέων προκληθεισών ταραχών και προσπαθεί να καταπάυση αυτάς· ο δε (Γεράσιμος) εισελθών αδεία και των πολιορκητών (Ελλήνων) ως επιθυμούντων μεν και αυτών την ελευθερίαν των εν φυλακή (Ελλήνων), αγνοούντων δε την μυστικήν παραγγελίαν, εγχειρίσας ούτος την επιστολήν και ανακοινώσας τοις Τούρκοις και της μυστικής παραγγελίας, εκφράσοντος πλείστας ευχαριστίας και ευχάς υπέρ του Δουβλετίου… και λαβών (από τους Τούρκους) αντεπιστολήν εξήλθε.

Περιείχε δε αύτη υποσχέσεις και παραγγελίας (προς τον Μαυρομιχάλη) να μη μεριμνά περί της περιποιήσεως και ασφαλείας των εν φυλακή, (αλλά) προτροπάς προς εκτέλεσιν των παρηγγελμένων, και επαγγελίαν κληρονομικής διαδοχής της ηγεμονίας (εν Μάνη) και άλλων αμοιβών και ωφελειών, εάν καταπαύσας τας ταραχάς, κατορθώση μάλιστα και αποκτείνη τον Κολοκοτρώνην. Ο δε Γεράσιμος εξελθών και απαντηθείς απ΄ τον υιόν του Πετρόμπεη (Μαυρομιχάλην) Ηλίαν, εκεί άκων ενεχείρησεν αυτώ την απάντησιν (των Τούρκων). Ο δε αποσφραγίσας αυτήν και αναγνώσας εξεπλάγη· ζητησάντων δε και των άλλων να ίδωσι το περιεχόμενον ο Ηλίας κρίνας ανάξιος του πατρός του το πράγμα και λυπηθείς, ξεσχίσας μετά μεγάλης οργής την επιστολήν εις μικρότατα τεμάχια, εξηφάνισεν αυτήν· και ο Γεράσιμος επιλπληχθείς και απειληθείς, μη κακοποιηθείς δε χάριν του Ηλία, και απελθών διηγήθη προφορικώς τω Πετρόμπεη, όσα είδεν, ήκουσε και έπαθεν. Εκτός δε τούτου ο Πετρόμπεης (Μαυρομιχάλης) έγραφε συχνά και προς τους εν ταις επαρχίαις προκρίτους πολιτικούς τε και στρατιωτικούς, ζητών χρήματα δια τους εν εκστρατεία Μανιάτας, απειλών ότι άλλως θέλουν επσιστρέψει (στη Μάνη) και δε θέλουν εκστρατεύσει πλέον». (Μ. οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλλιγγενεσίας, Αθήναι 1873, σ. 150-151).

Ευτυχώς όμως τα προδοτικά σχέδια του Μαυρομιχάλη ματαιώθηκαν. Εδώ όμως πρέπει να κάνουμε λόγο για τον έμπιστό του Γεράσιμο Παπαδόπουλο που στην περίοδο αυτή έπαιξε ρόλο τσασίτη (=πληροφοριοδότη). Ήταν ως το κόκκαλο τουρκόφιλος. Ήξερε κάμποσα γράμματα. Εικοσιτεσσάρων χρονών φόρεσε τα ράσα και έχτισε στην Καλαμάτα γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου. Μάζεψε φτωχοκόριτσα απ΄ τα γύρω χωριά. Τα έκανε καλόγριες και έφτιαξε μεγάλο εργαστήρι που έφτιαχνε υφαντά μεταξωτά. Παραδόσπιστος και εκμεταλλευτής και πόρνος ζούσε μέσα στο χαρέμι του σαν πασάς. Είχε πλουτίσει και η επιρροή του ήταν μεγάλη σε όλη την περιοχή της Καλαμάτας και της Μάνης.

Όταν ακούστηκε το εγερτήριο σάλπισμα της Εθνεγερσίας, όχι μόνον δεν συγκινήθηκε, αλλά απ΄ την πρώτη μέρα έπαιξε το ρόλο του προδότη.

Άφισε μάλιστα και απομνημονεύματα1 στα οποία δεν κρύβει την προδοσία του. Γράφει λοιπόν σ΄ αυτά ο προδότης πως τρία χρόνια πριν γίνει ο μεγάλος Σηκωμός έμαθε τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας από κάποιο ανεψιό του μυημένο. Αυτός μάλιστα του έδωσε και διάβασε ένα έγγραφο της Εταιρείας που έλεγε πως τον «αρμόδιον καιρόν» θα δοθεί το σύνθημα να «κτυπίσουν παντού τους Τούρκους και Κοτζαμπάσηδες». Ο καλόγερος «έφριξε» και είπε στον ανεψιό του: «Παιδί μου αυτά τα λόγια να μη ματαβγούν απ΄ το στόμα σου· κι΄ αυτά τα γράμματα να τα ρίξεις στη φωτιά γιατί είναι ευρήματα Διαβόλου».

Ο ίδιος γράφει ακόμα πως όταν έμαθε πως μπήκε στην Εταιρεία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, πήγε και τούπε πως δεν έκανε καλά. Κι΄ όταν άρχισε η Επανάσταση του υπόδειξε πως πρέπει να κάνει το παν για να σβήσει η ανταρσία. Γι΄ αυτό πήγε στην Τριπολιτζά και έπαιξε το ρόλο του προδότη και χαφιέ.

Στην Πόλη -γράφει- «κάποιοι παμπόνηροι (όπως ήταν όλοι σχεδόν οι πρωταίτιοι της Επαναστάσεως) του Διαβόλου κατοικητήρια και όργανα» έμπλεξαν τον Μαυρομιχάλη. Επίσης χαρακτηρίζει τον Παπαφλέσσα «κάκιστον ψευδόπαπαν», τους επαναστάτες «συγχυσθέντας Έλληνας» και το μεγάλο Εικοσιένα «θεόργιστον Επανάσταση» και «»φρικωδέστερον και απανθρωπότατον και θεομίσητον έργον».

Βρίζει τους πάντες και τα πάντα. Συκοφαντεί και κατηγορεί το λαό του Μωριά πως πήρε τα όπλα για να σφάξει τους άρχοντες και ν΄ αρπάξει τις περιουσίες των Τούρκων. Σύμφωνα με τα κείμενα αυτά όποιος πάρει τα όπλα κατά της κάθε είδους Εξουσίας δεν είναι χριστιανός! Αν ο Χριστός ήθελε να καταλυθεί η Εξουσία του Σουλτάνου θα έδιωχνε τους Τούρκους χωρίς χωρίς πόλεμο, χωρίς αίματα!

Αργότερα -στο μεταξύ είχε λιποταχτήσει και βρέθηκε στα Εφτάνησα- όταν ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος, αυτός υμνολογούσε και δοξολογούσε την Τουρκική Εξουσία «ως θεόσταλτον», άρχισε να οργανώνει στασιαστικά κινήματα. Φανερά έλεγε πως το Ελληνικό Κράτος είναι έργο και όργανο του Διαβόλου αφού θέλει να καταργήσει «τας ιεράς Μονάς»2. Γι΄ αυτό τον έπιασαν και τον έκλεισαν στο Μοναστήρι του Βουλκάνου ενώ του έπρεπε κρεμάλα3.

Τέτοιοι σαν τον Παπαδόπουλο ήταν πολλοί. Αν θέλαμε να ιστορήσουμε τις προδοσίες τους θα γεμίζαμε τόμους ολόκληρους.

Θα κλείσουμε όμως το σημείωμά μας με τα προδοτικά φερσίματα μερικών κοτζαμπάσηδων του Πηλίου. Εκεί άρχισε η Επανάσταση στις 7 του Μάη 1821. Δεν κράτησε όμως παραπάνω από ένα μήνα γιατί οι προύχοντες αντιδράσανε από την πρώτη μέρα. Αν κρατούσε η Επανάσταση στον Κίσσαβο και στο Πήλιο και παράλληλα ξεσηκώνονταν τον ίδιο καιρό, τα χωριά του Ολύμπου, η Νάουσα, η Βέρροια, οι Σέρραις και η Χαλκίδα, η ανταρσία του Αλή Πασά στην Ήπειρο δεν θάσβυνε. Έτσι ο Μωριάς και η Ρούμελη θα μπορούσαν να οργανώσουν ταχτικό στρατό και να δώσουν αποφασιστικό χτύπημα στους Τούρκους.

Οι προύχοντες όμως της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Εύβοιας αντιδράσανε. Μόνο σε μια γωνιά του Πηλίου στην περιοχή του Τρίκερι βάσταξε η φλόγα της Επανάστασης ως το 1823. Μα έσβυσε από τον φιλοτουρκισμό των κοτζαμπάσηδων και του ανώτερου Κλήρου.

Στην Εθνοσυνέλευση του 1823 και στην συνεδρίαση στις 25 Μάη διαβάστηκε αναφορά σταλμένη από τους πατριώτες του Πηλίου που μαζί με άλλα έλεγε και τόνιζε πως ο κοτζαμπάσης της Ζαγοράς Κασσαβέτης, της Δράκιας Λογοθέτης, του Κατωχωριού Στίβας, παρακινούσαν τους επαναστάτες πηλιορείτες να παραδώσουν τα όπλα και να υποταχθούν. Και επειδή οι πατριώτες δεν τους άκουσαν, οι προδότες αυτοί κατέβηκαν στο Κάστρο του Βόλου, οπλίστηκαν και μαζί με τους άλλους φιλότουρκους χτύπησαν τα επανασταστημένα χωριά (βλ. Αρχεία Ελλην. Παλλιγγενεσίας τ. Β΄, 45-46).

Τον ίδιο καιρό και ο αρχηγός των Επαναστατών του Τρίκερι Καρατάσος έγραφε στην Ελληνική Κυβέρνηση:

«… Επειδή αυτοί (οι κοτζαμπάσηδες) ετυφλώθησαν και τους οφθαλμούς των εκάμμυσαν»· και τι λέγω, βοήθειαν εις ημάς και δεν λέγω ζημίας φανεράς, όπου τα στρατηγήματα των εχθρών γίνονται δι΄ αυτών, των Οθωμανοφρονούτων Θεταλλομαγνήτων». (Περραιβού, Απομνημονεύματα, Β, 18).

Υπάρχουν όμως και άλλα κείμενα. Ένας πατριώτης απ΄ τα χωριά του Πηλίου γράφει στον αδελφό του που ήταν στην επαναστατημένη Ελλάδα.

«… Όσοι των Ελλήνων εφωτίσθησαν απ΄ το πνεύμα του πατριωτισμού και της ελευθερίας, αυτοί καταφρονήσαντες τα πάντα άδραξαν προθύμως τα όπλα και εκινήθησαν ενάντια των Τούρκων… Όσοι έμειναν αφώτιστοι -απ΄ τους προύχοντες- οι τοιούτοι ούτε όπλα έδραξαν, ούτε κανένα χρήσιμον έδειξαν εις το Γένος, αλλ΄ ευρίσκονται εισέτι ραγιάδες με άκραν την ευχαρίστησιν τυραννούμενοι υπό του (τουρκικού) ζυγού. Οι τοιούτοι ωστόσο παρηγορούνται αναμεταξύ των με ταύτα τα λόγια: «Εμείς εκάμαμε καλά, όπου δεν εσηκωθήκαμεν να λάβωμεν όπλα, επειδή αυτή η δουλειά οπού έκαμαν οι Έλληνες δεν είναι καλή, αυτή είναι κλέφτικη και όχι βασιλική…»».

Άλλος πάλι πηλιορείτης στιγμάτιζε τους κοτζαμπάσηδες του Πηλίου γράφοντας:

«… Σεις μερικοί πως εξεπέσατε να γίνετε έσχατοι; τους οποίους σας ήξευρα κατά τούτο ως πρώτους (νοικοκυραίους) όταν ήμην εις αυτά τα μέρη ακόμη. Τι δυστυχία μεγάλη. Οι υιοί των γελαδαρέων και αστικών και γεωργών έτρεξαν ταχύτερον απ΄ τους υιούς των πλουσίων και αρχόντων εις τούτο το μέγα δείπνον της κοινής ημών μητρός. Και αυτοί (οι φτωχοί) προσπαθούσαν να την βγάλωσι από τον βόρβορον κι να την πατρέψωσι με το αίμα των. Δεν είδες συ ο ίδιος καν οφθαλμοφωνώς τοσούτους και τηλικούτους νέους και γέροντας να πολεμούν εν ανδρεία ψυχής και αγαλλιάσει με τους κυρίους σας Οθωμανούς εις τον κατά Τρίκερι πόλεμον; οι οποίοι ηφάνησαν4 σχεδόν δύο χιλιάδας εχθρών ;…».

Όπως είπαμε υπάρχουν πάρα πολλά κείμενα. Ανοίξτε τα απομνημονεύματα του Φωτάκου, του Κολοκοτρώνη, του Σπηλιάδη, του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη και άλλων και θα φρίξετε απ΄ όσα θα ιδείτε να γράφουν για τους προδότες και δοσιλόγους του Μωριά, των νησιών, της Ρούμελης, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας.

(Πηγή: Περ. Επιθεώρηση Τέχνης, Μάρτιος 1955, αρ. τεύχους 3.)

Φωτό: Λεπτομέρεια από τον πίνακα «Η σφαγή της Χίου» του Ευγένιου Ντελακρουά
________________________________________
1 Τα χειρόγραφα τα τύπωσε το 1897 στην Αθήνα ο θαυμαστής του καλόγερος Κ. Δουκάκης με τον τίτλο που είχε βάλει ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος: «Πνευματική Τράπεζα» και με τον υπότιτλο βαλμένον απ΄ τον Δουκάκη: «Τα ευρεθέντα Εκκλησιαστικά και λοιπά συγγράμματα του διδασκάλου ιερομονάχου Γερασίμου Παπαδοπούλου ιδρυτού της εν Καλάμαις Ιεράς των Γυναικών Μονής, βιβλίον ψυχωφελέστατον τ. Α΄», Αθήναι 1897. Η Ιερά Σύνοδος τα μάζεψε όλα αυτά τα βιβλία και τα κατέστρεψε για να μη μάθει ο κόσμος ποιος ήταν ο προδότης. Στις εδώ δημόσιες βιβλιοθήκες δεν υπάρχει. Όσο ξέρω ο Γιάννης Βλαχογιάννης είχε ένα αντίτυπο καθώς και ο Φ. Μιχαλόπουλος.
2 Πρέπει να βρεθεί το «ψιχοφελέστατον» βιβλίον «Πνευματική Τράπεζα» και να δημοσιευθούν άλλη μια φορά τα κηρύγματα του Γεράσιμου Παπαδόπουλου.
3 Τα παραπάνω στοιχεία τα παίρνω απ΄ τα «Προπύλαια» του Γιάννη Βλαχογιάννη, Αθ. 1900-1908, σελ. 115 και πέρα.
4 Τα παραπάνω κείμενα είναι ανέκδοτα και βρίσκονται στη χειρόγραφη συλλογή: Οικονόμου Ιωάννου του Λαρισαίου, που την κατέχει σήμερα ο γιατρός Γιάννης Αντωνιάδης.
________________________________________

γιαννης_κορδατοςΟ Γιάννης Κορδάτος Φοίτησε σε σχολεία της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, και τέλειωσε το γυμνάσιο στον Βόλο. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Υπήρξε πολυγραφότατος, μελετητής της ελληνικής ιστορίας από την αρχαιότητα έως την σύγχρονη εποχή. Ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος – Κομμουνιστικό ή ΣΕΚΕ(Κ) (1920), προκατόχου του ΚΚΕ, και διετέλεσε γενικός γραμματέας του (1920-1924) και διευθυντής του Ριζοσπάστη (1922-1924). Το 1927, αποχώρησε από το ΚΚΕ, επειδή διαφώνησε με τις θέσεις του κόμματος για την Μακεδονία. Συνέχισε ωστόσο να είναι κοντά στο ΚΚΕ, και γι΄ αυτό φυλακίστηκε στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά.

Αν και αυτοδίδακτος ιστορικός, εντούτοις ήταν πολυγραφότατος. Το βιβλίο του «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανάστασης», που κυκλοφόρησε το 1924, ήταν ένα από τα πρώτα δείγματα του «ιστορικού υλισμού» στην Ελλάδα, και προκάλεσε ποικίλες και έντονες αντιδράσεις. Παρόμοιες αντιδράσεις προκάλεσε και το βιβλίο του Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, μια «κριτική έρευνα», όπως γράφει ο ίδιος, «πάνω στο μεγαλύτερο επαναστατικό κίνημα που συγκλόνισε τον κόσμο, τον χριστιανισμό και το λαϊκό ηγέτη και επαναστάτη Χριστό». Το βιβλίο αυτό, αν και αποτέλεσμα μόχθου 20 ετών, δεν κυκλοφόρησε παρά μόνο μετά τον θάνατό του, καθώς κανένας εκδότης δεν τολμούσε να αναλάβει την έκδοσή του. Ήταν επίσης μεγάλος γνώστης της Ελληνικής Γραμματείας, αρχαίας και νέας, και ασχολήθηκε επαγγελματικά ως επιμελητής των εκδόσεων της κλασικής Ελληνικής Γραμματείας, που κυκλοφόρησαν από τον οίκο του Ι. Χ. Ζαχαρόπουλου.

Σήμερα, στην γενέτειρά του Ζαγορά, λειτουργεί πολιτιστικός σύλλογος που φέρει το όνομά του, ενώ το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε κεντρικό αμφιθέατρο στο κτίριο Παπαστράτου στον Βόλο. (Πηγή: Βιβλιονέτ).


Displaying 1 Comments
Have Your Say
  1. Δεν θα πρέπει να παρακάμπτεται ότι η ερμηνευτική για το 1821 του Γιάννη Κορδάτου, δεν λαμβάνει υπ όψιν όσο πρέπει ή καθόλου ότι το πλήθος των Ελλήνων της εποχής ήταν όχι πάνω από 700 χιλιάδες κατοίκους και αυτοί περιορισμένοι το πλήθος κατισθμίως και στην Χέρσο Ελλάδα.
    Ακόμη ότι οι αέρηδες της πνευματικής μεταφοράς των της Γαλλικής Επανάστασης , επέδρασε σημαντικά στην ενεργοποίηση και τον αναβιβασμό της αναγκαιότητας της αυτοκυριαρχίας του Εθνικού στοιχείου.
    Ασφαλώς και ο ερμνηνευτισμός του Κορδάτου για το 1821, εισφέρει από μια ειδικά καθορισμένη σκοπιά, αλλά με μια αιτιακότητα στεγνή και περιορισμένη , στην οργάνωση των πληροφοριών.
    Το πρόβλημα της ερμηνευτικής του Κορδάτου είναι ότι μεταφέρεται στο ταξικό χωρίς αναφορά του ποσοτικού , και έτσι δεν μπορεί να καταλήξει μέσω του πραγματολογικού στο εννοιολογικό.
    Ασφαλώς τα χρόνια της μελέτης του Γιάννη Κορδάτου, δεν είχε οργανωθεί και η ανάγνωση της Ελληνικής Ιστορίας με βάση περισσότερο ποσοτικά στοιχεία έδρασης για την εννοιολόγηση.
    Ήρθε τα επόμενα χρόνια την δεκαετία του 1950( η Ελλάδα το ανακάλυψε πολύ αργότερα ένεκα των πολιτικών Εθνικιστικών αφορισμών), ήρθε το » Εμπόριο στην Θεσσαλονίκη τον 18ο αιώνα» του Ν.Σβορώνου, μαζί με την ιστορική μεθοδολογική του ( του Σβορώνου) αναφορά , για να δομηθεί σε ποιο στέρεα βάθρα μια συνολική ανάλυση για το 1821 και γενικά την ΝΕοελληνική ιστορία.

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>