Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Γέμισε η χώρα μας από Τορκουεμάδες» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Γέμισε η χώρα μας από Τορκουεμάδες»

Torquemada_Emilio_Sala

Του Χρήστου Σκιαδαρέση,
-Φιλολόγου,
-Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

Όποτε κι αν ανατρέχω στα κείμενα των αρχαίων προπατόρων μας, πάντοτε εκπλήσσομαι για την υψηλή ποιότητα του πολιτισμού τους καθώς και για το διαυγή τρόπο με τον οποίο προσέγγιζαν τη ζωή και τα πνευματικά αγαθά της επικοινωνίας, της αλήθειας και του στοχασμού.

Αυτό που, πρωτίστως, τους ενδιέφερε ήταν να διαμορφώσουν κοινωνίες που θα επανδρώνονται από ανθρώπους αντιδογματικούς, από πολίτες που θα εξέταζαν κριτικά και σε βάθος κάθε ιδέα που τυχόν θα αντιμαχόταν την ελευθερία της σκέψης τους ή θα στένευε επικίνδυνα τους πνευματικούς τους ορίζοντες.

Πίστευαν, μεταξύ άλλων, ότι η αλήθεια έχει πολλές πλευρές και δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι την κατέχει απόλυτα. Γι’ αυτό και αντιστρατεύονταν την τυφλή βεβαιότητα των φανατικών ανθρώπων, διότι, απλούστατα, έβλεπαν ότι οι άνθρωποι αυτοί αφοσιώνονται αράγιστα και ευλαβικά σε μία και μόνο αυθεντία, με ένα πείσμα ακατανίκητο, με ένα πάθος σκαιό.

Δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία αν ο εφελκυσμός αυτός γινόταν -και συνεχίζει να γίνεται- προς χάρη μιας ιδεολογίας ή κατάστασης, ενός προσώπου ή θεσμού.

Από τη στιγμή που ορισμένοι συνάνθρωποί μας καταλαμβάνονται από ιερή μανία για κάποιο δόγμα, αυτό αυτομάτως σημαίνει ότι έχουν προσδεθεί σε κάποια ιδέα, που την έχουν αναγάγει σε αυθεντία, σε είδωλο, σε αξίωμα, σε πεποίθηση και, μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό που καθηλώνονται στην πίστη αυτή, υπόκεινται ένα είδος διανοητικής ακαμψίας και αδράνειας, μία μορφή πειθαναγκασμού και χειραγώγησης, προκειμένου να προσηλωθούν -όσο γίνεται πιο πολύ- στο ιδεολόγημά της, ακόμα κι αν συνιστά την ευκολότερη των λύσεων, ακόμα κι αν αφορά την απλοϊκότερη των ερμηνειών.

Και το κακό αυτό επεκτείνεται μετά και σε άλλα πεδία.

Ο άνθρωπος αποκτά μια μυστική, ανεξήγητη έλξη προς κάποια πολύ ακραία ιδεολογήματα, ταυτίζεται τόσο πολύ με αυτά, που περιχαρακώνεται, δογματίζεται, απορρίπτει τη διαφορετικότητα, κινητοποιείται με το παραμικρό εις βάρος των ετερόδοξων, μαζοποιείται, χάνει την προσωπική του ταυτότητα, υποτάσσεται στη βούληση τρίτων, παραπλανάται από υποσχέσεις οικείων σε αυτόν διακυβευμάτων, επιδιώκει την απόλυτη εφαρμογή των αρχών στις οποίες πιστεύει, αντιπαρατίθεται βίαια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε τολμάει και ελέγχει την ορθότητα των ιδεών του ή αμφισβητεί τη βαρύτητα των επιχειρημάτων του, διψά για αυτοεπιβεβαίωση και επίδειξη του βαθμού προσήλωσής του στη «μία και μοναδική αλήθεια» που πρεσβεύει, βιάζεται να κρίνει τους άλλους αλλά ποτέ τον εαυτό του και, εν πάση περιπτώσει, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να διασώσει τις ιδέες του και να αναιρέσει τις θέσεις των αντιφρονούντων.

Ακόμη και αν αναγνωρίζει ότι οι πίστεις από τις οποίες «αγκιστρώνεται» είναι ατελείς, αθεμελίωτες και εσφαλμένες, είναι άκρως εχθρικός και ενάντιος στο ενδεχόμενο να αντικρίσει κατάματα τη «γυμνή» πραγματικότητα, πόσω μάλλον στο να γεφυρώσει ή, έστω, να διευθετήσει τις διαφορές που τον χωρίζουν με τον συνάνθρωπο.

Έτσι, τον βλέπεις να στηρίζει όλη του την ισχύ στο δόγμα του, να διαφωνεί μονίμως με την έτερη άποψη, να μην επιθυμεί επ’ ουδενί να τροποποιήσει, πόσω μάλλον να απορρίψει, την άποψή του, στην περίπτωση που η αντίπαλη αποδειχθεί κατά τι πιο ευσταθής και περισσότερο στέρεη.

Βέβαια, για να ισχύσει το παραπάνω, πρέπει, πριν απ’ όλα, να επιθυμεί να προσέρχεται στο διάλογο με διάθεση όχι μόνο να πείσει αλλά και να πειστεί. Να προσέρχεται, δηλαδή, με απροκατάληπτη, καλόπιστη και εμφανή πρόθεση να αντιπαραθέσει επιχειρήματα, με σκοπό, όχι να πετύχει την αυτοπροβολή του, να κάνει επίδειξη γνώσεων ή να ικανοποιήσει τον εγωισμό του, αλλά να επιλύσει το τρέχον πρόβλημα, να προσεγγίσει την αλήθεια, να εξάγει ένα γόνιμο συμπέρασμα.

«Στο διάλογο…», γράφει ο Ευάγγελος Παπανούτσος «δεν πάμε να σώσουμε τις ιδέες μας. Πάμε να σώσουμε την αλήθεια. Γι’ αυτό και η μέθοδος του διαλόγου (πρέπει να) είναι η πειθώ. Ούτε η γοητεία, ούτε η απάτη».

Μάλιστα. Ποιος από εμάς διαπιστώνει ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα του σήμερα;

Ποιος τολμά να διακινήσει ελεύθερα τις ιδέες του, όταν ξέρει ότι θα λογοκριθεί ή θα καταδιωχθεί, ενδεχομένως και άγρια;

Ποιος τολμά, αφού πρώτα συγκρίνει και επεξεργαστεί κριτικά τα στοιχεία που υποπέσουν στην αντίληψή του, να σχηματίσει τη δική του άποψη και να την πει ευθαρσώς;

Ποιος από εμάς, μόλις αισθανθεί ότι «στριμώχνεται» στη συνομιλία του, ότι χάνει κατά κράτος τις εντυπώσεις, ότι υπόκειτο τόσο καιρό σε πλάνη, δεν βιάζεται να πάρει το λόγο, δεν διακόπτει άσκοπα ή αγενώς το συνομιλητή του, δεν χάνει την ευπρέπειά του και δεν επιδίδεται σε αφοριστικούς και υβριστικούς χαρακτηρισμούς, για να μετατρέψει επίτηδες το διάλογο σε στείρα λογομαχία και προσωπική διένεξη;

Ποιος από εμάς δεν μεταχειρίζεται τη διαφωνία σαν τέχνασμα, ως προκάλυμμα των συμφερόντων του, μόνο και μόνο για να πετύχει στο τέλος να εκτρέψει τη συζήτηση από το θέμα της;

«Για το άγρυπνο πνεύμα δεν υπάρχουν λύσεις ανέκκλητες και τελικές παρά μόνο προσωρινές αναπαύσεις…» έλεγε ο Ευάγγελος Παπανούτσος.

Ναι. Άντε βρες άγρυπνα πνεύματα στην Ελλάδα του σήμερα που να διαθέτουν γνήσια πνευματική ανησυχία, που να αντιμετωπίζουν το διάλογο σαν πνευματική απόλαυση, που να αρέσκονται να ακονίζουν την κρίση τους, που να επιθυμούν ειλικρινά να ανανεώσουν ή να εγκαταλείψουν παντελώς τις παραδοχές τους, τον υπερφίαλο ατομοκεντρισμό και την οίησή τους, που να θέλουν να γυμνάζουν συστηματικά τη σκέψη τους και να λυτρώνονται από τις ιδεοληψίες και τον στείρο σκεπτικισμό που τους διακατέχει και με τα οποία τους διαποτίζουν δεκαετίες τώρα η οικογενειοκρατία, οι πελατειακές σχέσεις και εξυπηρετήσεις, η πατρωνία, η αναξιοκρατία, οι φαύλες πολιτικές πρακτικές της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, η εμπρόθετη σπίλωση των πολιτικών αντιπάλων, η προπαγάνδα, η διαφθορά των πολιτικών ηθών, οι κομματικές φράξιες κ.λπ., κ.λπ.

Οι πιο πολλοί, έχοντας βολευτεί και επαναπαυτεί κάτω από μια συγκεκριμένη κομματική ριτσέτα, συνδικαλίζονται και πολιτικοποιούνται, όχι με σκοπό να προάγουν τη δημοκρατική ιδέα, το σεβασμό και την υπακοή στους νόμους, την ισηγορία και την παρρησία, τις γνήσιες δημοκρατικές πρακτικές και το σταδιακό εσωτερικό εκπολιτισμό των συμπολιτών τους, αλλά για να ικανοποιήσουν τις ματαιόδοξες βλέψεις τους, τα οικονομικά τους συμφέροντα, τις μικροπολιτικές τους σκοπιμότητες.

Και, όποτε βλέπουν ότι πάει να κλονιστεί η τυφλή βεβαιότητά τους, γίνονται μισαλλόδοξοι, επιθετικοί, απάνθρωποι, εμπαθείς, εκδικητικοί, αναξιοπρεπείς και αποτροπιαστικοί.

Είναι διατεθειμένοι να εξοντώσουν (πολιτικά, εννοείται) τον ιδεολογικό τους αντίπαλο, αρκεί να επιβάλουν πρώτοι εκείνοι τις απόψεις τους.

Απαγορεύεται η πολυφωνία για αυτούς. Όπως και η όποια διαφωνία εις βάρος των «πιστεύω» τους.

Μόνο μονόλογος και βία. Μονόλογος και βία. Μονόλογος και βία.

Γι’ αυτό γέμισε η χώρα μας από Τορκουεμάδες*.

Γιατί γίναμε πολίτες – «νήπια», άβουλα και νωθρά μέλη μιας πειθήνιας αγέλης, πολίτες – μαριονέτες, ισοπεδωμένες και ομοιομορφοποιημένες προσωπικότητες.

Και πήραμε στο λαιμό μας και τα παιδιά μας, την ελληνική οικογένεια, το ελληνικό σχολειό, το κράτος μας, όλα.

Μέχρι πότε, Συνέλληνες, θα συμβιβαζόμαστε με αυτό τον γενικευμένο και πολυειδή εκφυλισμό;

(Φωτό: Ο Τορκουεμάδας στην «Απέλαση των Εβραίων από την Ισπανία» του Emilio Sala, 1889, Μουσείο Πράντο)

*Ο Τορκουεμάδας (1420-1498) ήταν Ισπανός μοναχός και ιεροεξεταστής που καταδίκασε σε θάνατο 9.000 συμπατριώτες του και βασάνισε πάνω από 90.000!