Σήμερα οι βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Κυ, Σεπ 24th, 2017

Σήμερα οι βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία

Σταθερό προβάδισμα στους Χριστιανοδημοκράτες υπό την Άγκελα Μέρκελ δίνουν οι δημοσκοπήσεις

Wahlplakate in BerlinFoto: Christina Peters/dpa +++(c) dpa – Bildfunk+++

Με τις δημοσκοπήσεις τους τελευταίους μήνες να δίνουν σταθερό προβάδισμα στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) υπό την Άγκελα Μέρκελ, έναντι των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) του Μάρτιν Σουλτς, το ενδιαφέρον να έχει μετατοπιστεί στη «μάχη» της τρίτης θέσης και τις συζητήσεις για τους πιθανούς σχηματισμούς να έχουν «φουντώσει», διεξάγονται σήμερα οι ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία.

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις επικρατέστερα κόμματα για την τρίτη θέση είναι το ευρωσκεπτικιστικό – αντιμεταναστευτικό «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) και το σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα «Η Αριστερά», ενώ ακολουθούν το φιλελεύθερο «Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα» (FDP) και οι Πράσινοι.

Τα πιο πιθανά σενάρια είναι είτε η συνέχιση του «μεγάλου συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών που είχε προκύψει μετά τις εκλογές του 2013 (θα είναι η τρίτη φορά που συγκυβερνούν), είτε ένας συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών – Φιλελευθέρων – Πρασίνων.

Σε κάθε περίπτωση, η ατζέντα της επόμενης μέρας έχει καθοριστεί: Πώς θα παραμείνει η καπιταλιστική οικονομία της Γερμανίας και τα επόμενα χρόνια τόσο ισχυρή όσο είναι σήμερα, πώς το γερμανικό κεφάλαιο θα ενισχύσει τη θέση του στον διεθνή ανταγωνισμό. Αυτό απασχολεί τα προεκλογικά προγράμματα όλων των αστικών κομμάτων, άσχετα από επιμέρους παραλλαγές. Απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχιστεί το «γερμανικό θαύμα» είναι η ένταση της εκμετάλλευσης, η ελαστική εργασία, οι αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, η διατήρηση ενός μεγάλου αριθμού χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων.

Από το 2005, όταν η Γερμανία χαρακτηριζόταν «ο ασθενής της Ευρώπης», μέχρι σήμερα που είναι η «ατμομηχανή της Ευρώπης», τα «νούμερα» της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι εντυπωσιακά. Η Γερμανία είναι η τέταρτη ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο, με το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα (σε ποσοστό), με δυσθεώρητα έσοδα από τη βαριά λαϊκή φορολογία, μεγάλο πλεόνασμα στον προϋπολογισμό και το κρατικό χρέος να έχει μειωθεί περίπου στο 68% του ΑΕΠ. Ας δούμε τι «συντρίμμια» αφήνει πίσω της η αλματώδης ανάπτυξη για ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού λαού.

Πώς μειώθηκε η ανεργία

Το ποσοστό απασχόλησης αγγίζει το 75% (44,3 εκατ. εργαζόμενοι σε ιδιωτικό, δημόσιο τομέα και αυτοαπασχολούμενοι) και οι άνεργοι μειώθηκαν από 4,8 εκατ. το 2005 σε 2,5 εκατ. σήμερα (περίπου 5,7%). Αυτή η εκτίναξη της απασχόλησης, σημειώνουν Γερμανοί οικονομολόγοι, δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τις …μεταρρυθμίσεις, που είχε ξεκινήσει από το 2003 η προηγούμενη κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη, Γκέρχαρντ Σρέντερ, γνωστή ως «Ατζέντα 2010» και ανάμεσα σε άλλα προέβλεπαν: Δραστική μείωση επιδομάτων ανεργίας, εξαναγκασμός των ανέργων για άμεση ένταξη στην αγορά εργασίας, επιδότηση των ελαστικών μορφών εργασίας που εκτινάχθηκαν.

Έτσι, σήμερα οι εργαζόμενοι στη Γερμανία με τις λεγόμενες «άτυπες μορφές» μερικής απασχόλησης (μίνι τζομπς, ορισμένου χρόνου, ενοικιαζόμενοι) ανέρχονται σε 16,5 εκατ., δηλαδή σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα (στοιχεία 2016 του Ινστιτούτου Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών – WSI). Η κατάσταση αυτή θα διατηρηθεί και θα επιδεινωθεί καθώς ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) ζητάει για «την εποχή της ψηφιοποίησης» «πιο ευέλικτες μορφές απασχόλησης» και αυτές «να μην εμποδίζονται από τη νομοθεσία».

Επίσης, το 37% των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι (900.000 άνθρωποι) και είναι κυρίως εργαζόμενοι άνω των 50 ετών που ενδεχομένως να έχουν εξειδίκευση, αλλά όχι σε «περιζήτητο» από τις επιχειρήσεις τομέα ή όσους δεν έχουν κάποια εξειδίκευση, ενώ συχνά είναι εργαζόμενοι που η εργασία τους μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί από μια μηχανή.

Οι «φτωχοί εργαζόμενοι»

Ο όρος «φτωχοί εργαζόμενοι» συναντάται όλο και πιο συχνά στη Γερμανία, μια από τις χώρες με τη μεγαλύτερη αναλογία χαμηλόμισθων, ενώ το 9,7% των εργαζομένων απειλούνται από τη φτώχεια, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (2015). Συνολικά οι εργαζόμενοι με μισθό φτώχειας στη Γερμανία είναι περίπου 7,5 εκατ.

4,7 εκατ. είναι οι εργαζόμενοι με μίνι τζομπς (mini jobbs), δηλαδή με μισθούς της τάξης των 450 ευρώ και συνήθως ανασφάλιστοι. Για να γίνει αντιληπτό σε τι συνθήκες καλούνται να ζήσουν αυτοί οι εργαζόμενοι, να σημειωθεί ότι το όριο της φτώχειας στη Γερμανία με βάση το κόστος ζωής και τον μέσο μισθό καθορίζεται στα 850 ευρώ.

Επίσης 2,7 εκατ. έχουν μια μίνι τζομπ, ως συμπληρωματική δουλειά, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο για την Εργασία, έχουν δηλαδή τουλάχιστον δύο εργοδότες και εργάζονται ως και 50 – 60 ώρες τη βδομάδα για να τα βγάλουν πέρα. Οι περισσότεροι εργάζονται στον τομέα των υπηρεσιών, ως εμποροϋπάλληλοι, κούριερ, οδηγοί ταξί, στην εστίαση, στην καθαριότητα, αλλά και στη φροντίδα ηλικιωμένων, στη φύλαξη παιδιών. Ο αριθμός αυτών αυξήθηκε κατά 1 εκατ. μεταξύ 2004 – 2016 και είναι υπερδιπλάσιος σε σχέση με τη δεκαετία του ’90.

Βέβαια στους «μίνι τζόμπερς» πρέπει να προστεθούν και όσοι εργάζονται μεν με πλήρες ωράριο, αλλά με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ή μέσω εργολαβικών συνεργείων που κατά κανόνα έχουν χαμηλούς μισθούς.

Η κατάσταση των συνταξιούχων

Ολοένα και μεγαλώνει η φτώχεια των ηλικιωμένων, εξαιτίας των ελαστικών μορφών και της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας αλλά και της μείωσης των συντάξεων (του μέρους που καταβάλλει το κράτος) περίπου στο 48% του μέσου μισθού. Πριν από λίγους μήνες η γερμανική κυβέρνηση προειδοποιούσε για τη φτώχεια των ηλικιωμένων και στην ετήσια έκθεση για τις συντάξεις (2016) έλεγε ξεκάθαρα ότι «χωρίς πρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση το επίπεδο των συνταξιούχων θα πέσει πολύ τα επόμενα χρόνια» (στη Γερμανία ισχύει το σύστημα των 3 πυλώνων). «Ιδιαίτερα μεγάλος είναι ο κίνδυνος για τους χαμηλόμισθους», πρόσθετε.

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (2016): Το 11% των ηλικιωμένων 65 – 74 ετών εργάζονται (942.000 άτομα), είτε ως βασική πηγή εσόδων, είτε συμπληρωματικά με τη σύνταξη. Το ποσοστό αυτό ήταν 5% πριν από δέκα χρόνια. Επίσης το 15,9% των συνταξιούχων ζουν σε συνθήκες φτώχειας.

Αλλη έρευνα (του ινστιτούτου «Bertelsmann Stiftung») σημειώνει ότι το 20% των νέων συνταξιούχων από το 2022 θα απειλείται από τη φτώχεια, δηλαδή θα παίρνει μηνιαία σύνταξη κάτω των 958 ευρώ το μήνα.

Παράλληλα, οικονομολόγοι και ινστιτούτα προδιαγράφουν ότι αμέσως μετά τις εκλογές θα τεθεί έντονα το θέμα νέων αντιασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων, δηλαδή αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 χρόνια, αύξηση των εισφορών στο 22% (από 18%), ενώ οι συντάξεις θα μειωθούν κι άλλο.

Οι «αποκλεισμένοι» από την αγορά εργασίας

Στην «ευημερούσα» Γερμανία του 21ου αιώνα, πολλές «κατηγορίες» ανθρώπων είναι αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας, είτε λόγω έλλειψης προνοιακών δομών, είτε επειδή δεν είναι «συμφέρουσες» για τους εργοδότες, είτε επειδή λόγω και των ταξικών φραγμών δεν έχουν επαρκή εκπαίδευση ή κατάρτιση.

Στα 2,7 εκατ. υπολογίζονται οι μονογονεϊκές οικογένειες στη Γερμανία και οι μισές καλούνται να ζήσουν με λιγότερα από 1.100 ευρώ το μήνα, δηλαδή στο όριο της φτώχειας σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία. Μάλιστα, οι περισσότερες ζουν σε μεγάλες πόλεις όπου τα ενοίκια είναι ιδιαίτερα υψηλά. Μόλις το 5% των γυναικών που μεγαλώνουν μόνες τους παιδί ή παιδιά εργάζονται πλήρες ωράριο, είτε επειδή δεν μπορούν να πληρώσουν για ολοήμερο παιδικό σταθμό, είτε επειδή δεν «προτιμώνται» για πλήρη εργασία (και λόγω μητρότητας).

Στη …«σκιά» της μειωμένης ανεργίας στη Γερμανία ζει το 14% των νέων 20 – 24 ετών και το 17% 25 – 29 ετών, που δεν συμμετέχει ούτε στην εκπαίδευση, ούτε στην κατάρτιση, ούτε εργάζεται. Οι περισσότεροι από αυτούς ζουν στην επαρχία ή σε μικρές πόλεις όπου οι θέσεις μαθητείας και κατάρτισης είναι περιορισμένες και έτσι δεν έχουν καμία ειδίκευση. Περίπου 1,5 εκατ. νέοι δεν έχουν αποκτήσει κάποια επαγγελματική κατάρτιση και είτε είναι άνεργοι, είτε εργάζονται περιστασιακά, με πολύ λίγα χρήματα, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

Συνολικά 1,7 εκατ. εργαζόμενοι στη Γερμανία που νόσησαν σοβαρά και πλέον δεν μπορούν να εργαστούν (είτε καθόλου, είτε πλήρες ωράριο) ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Σύμφωνα με τη γερμανική υπηρεσία Ασφάλισης/Σύνταξης οι συνηθέστερες ασθένειες είναι ψυχικές, μυοσκελετικές, καρδιαγγειακές και καρκίνος και κατά μέσον όρο αφορά εργαζόμενους 51 ετών. Το κράτος παρέχει μια βασική σύνταξη για «μειωμένης ικανότητας εργαζόμενους», η οποία όμως είναι στα 741 ευρώ μεσοσταθμικά, ανάλογα με το ποσό που είχε καταβληθεί στο ταμείο συντάξεων. Παράλληλα, ιδιωτική ασφάλιση δεν έχουν όλοι (ούτε 1 στους 3). Αλλά και όσοι βρίσκουν μια ημιαπασχόληση δεν καταφέρνουν ποτέ να φτάσουν τα επίπεδα του προηγούμενου εισοδήματός τους.

Οι γυναίκες με μικρά παιδιά θεωρούνται επίσης ως μια …«ευάλωτη» πληθυσμιακή ομάδα. Σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας (2016) μόλις 1 στις 10 γυναίκες με παιδί κάτω των 3 ετών εργάζεται πλήρως, καθώς μόλις το 1/3 των παιδιών κάτω των 3 ετών πηγαίνουν σε βρεφονηπιακό σταθμό, δηλαδή 719.000 παιδιά. Αυτό οφείλεται είτε στο ότι δεν επαρκούν οι θέσεις, είτε στο υψηλό κόστος της Προσχολικής Αγωγής που κυμαίνεται 200 – 400 ευρώ το μήνα χωρίς τα έξοδα της διατροφής του παιδιού.

(Ε.Μ., Ριζοσπάστης, Κυριακή 24 Σεπτέμβρη 2017)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>