ΑΥΔΙΚΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ, Οι τελευταίες πεντάρες. | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τε, Μάι 4th, 2022

ΑΥΔΙΚΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ, Οι τελευταίες πεντάρες.

teleftaies_pentares_avdikos

«Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,
παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι…»

Mάνος Ελευθερίου

Maria_N_AngeliΓράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη

Νομίζω ότι οι στίχοι ταιριάζουν με το μυθιστόρημα: Οι τελευταίες πεντάρες, του Βαγγέλη Αυδίκου. Ο τίτλος βέβαια δεν μας προδιαθέτει να κάνουμε εξαρχής τον παραλληλισμό με το ποίημα.

Η Πρέβεζα, ο γενέθλιος τόπος του συγγραφέα, γίνεται μυθοπλαστικός τόπος. Ιστορικά, κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία και μαρτυρίες των Πρεβεζάνων περνούν στις συζητήσεις και τους μονολόγους των ηρώων του μυθιστορήματος.

Η υπόθεση: Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Σπυρίδων Γουάιτ, εγγονός ενός Άγγλου φιλοπρεβεζάνου, επισκέπτεται την Πρέβεζα για να εκπληρώσει μια υπόσχεση προς τον παππού και την αγαπημένη του Νίκη. Ο Άγγλος παππούς του βρέθηκε στην Πρέβεζα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο παππούς της Ελληνίδας συντρόφου του εκτελέστηκε ως αριστερός…

Ο Σπυρίδων τραβάει το πέπλο της σιωπής που σκεπάζει για δεκαετίες τα γεγονότα του ματωμένου Σεπτεμβρίου του 1944. Τα ιστορικά αυτά γεγονότα δίνουν αφορμή για τη μυθοπλασία. Το Σεπτέμβριο του 1944 εκτελέστηκαν σαρανταοχτώ (48) πολίτες προσκείμενοι στην αριστερά (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ). Ανάμεσά τους 14 νέοι, μέλη της ΕΠΟΝ. Το γεγονός συνέβη αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης από τη Ναζιστική Κατοχή! Η ομαδική αυτή εκτέλεση έγινε στην Παργινόσκαλα από το τάγμα του ΕΔΕΣ. Ακολούθησαν τα αντίποινα στο Νταλαμάνι, όπου ο ΕΛΑΣ εκτέλεσε σαράντα (40) ντόπιους προσκείμενους στη δεξιά (ΕΔΕΣ).

Ο Άγγλος ερευνητής θέλει να μάθει για την περίοδο αυτή. Οι άνθρωποι όμως που βίωσαν τα γεγονότα είναι κλειστοί.

«Ας αφήσουμε την πληγή να κλείσει… Όσο την πειράζουμε ματώνει» (σ.105).

Είναι μια φράση που δείχνει ότι προτιμούν τη σιωπή. Ο Σπυρίδων όμως έχει διαφορετική άποψη και τους προτρέπει να μιλήσουν.

«Καμιά πληγή δεν κλείνει αν δεν την ψηλαφίσουμε. Αν δεν ξέρουμε τον λόγο που άνοιξε, δεν κλείνει εύκολα. Πώς εξηγείτε που η σύντροφός μου, η Νίκη, ασχολείται μ’ αυτή την πληγή εβδομήντα χρόνια μετά; Δεν έζησε τα γεγονότα. Άκουγε μόνο το κλάμα της γιαγιάς της στα τέλη του Σεπτέμβρη…» (σ.105).

Τελικά ο ήρωας πετυχαίνει να του αφηγηθούν το παρελθόν τους. Μιλούν για τα γεγονότα που βίωσαν, για τα πάθη και τις αντιπαλότητες, για τους έρωτες που πόνεσαν, αλλά και ξεπέρασαν τις αντιθέσεις, για την πόλη που χωρίστηκε στα δύο, για τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν…

Στο σημείο αυτό παραθέτω ένα απόσπασμα που δείχνει την αναγκαστική εγκατάλειψη της πόλης, αλλά και το χρέος προς τους νεκρούς:

«Σ’ αυτούς που έφυγαν από την πόλη ανήκε και η οικογένεια της Νίκης. Η γιαγιά της δεν μπόρεσε να αντέξει την εκτέλεση του αδερφού της στην Παργινόσκαλα. Ήταν ένα κόσμημα αυτός ο άνθρωπος έλεγε και ξανάλεγε η Νίκη.[…]Αν επιθυμείς όμως, να με μάθεις, άκου την οικογενειακή μου ιστορία. Προσπάθησε να την καταλάβεις. Νιώθω Σπυρίδων μου, ως σκυταλοδρόμος σε μια οικογενειακή ιστορία. Δεν έχω το δικαίωμα ν’ αφήσω να πέσει κάτω η σκυτάλη. Να χαθεί. Το χρωστάω στη γιαγιά μου. Θα πεθάνω μισός άνθρωπος, μου έλεγε. Κάνε κάτι για τον αδελφό μου, πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Τον έφαγαν άδικα» (σ. 116-117).

Ο συγγραφέας θέλει να μιλήσει για τους νεκρούς συμπατριώτες του, να αποκαταστήσει τη μνήμη τους. Επιδιώκει να φωτίσει τα δραματικά γεγονότα που συνέβησαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου… Είναι μια προσπάθεια αποκατάστασης των θυμάτων της εμφύλιας διαμάχης.

Στη συνέχεια θα αναφέρω τους λόγους για τους οποίους κατά τη γνώμη μου αξίζει να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο:

1). Ο Βαγγέλης Αυδίκος ιστορεί με λογοτεχνική δεινότητα τα τραγικά γεγονότα της Πρέβεζας.

Δεν ξεθάβει όμως το διχαστικό παρελθόν. Δεν ξεθάβει το τσεκούρι της εχθρότητας. Θέλει να γίνει αυτό το γεγονός κομμάτι της Τοπικής ιστορίας. Για να ησυχάσουν οι ψυχές των νεκρών. Ως αναγνώστες παρακολουθούμε όλα τα ιστορικά γεγονότα μέσα από τις αφηγήσεις των ηρώων του μυθιστορήματος. Συμμετέχουμε στο δράμα που έζησαν. Μαθαίνουμε και διδασκόμαστε από αυτό.

2). Ο Άγγλος ερευνητής, ο Σπυρίδων καταφέρνει να τον εμπιστευτούν οι Πρεβεζάνοι και να του μιλήσουν. Η Παργινόσκαλα τους μάτωσε, τους δίχασε… Οι άνθρωποι έμαθαν να σιωπούν… Να κρύβουν τις πληγές τους. Κάποιοι μάλιστα είχαν συγγενικούς δεσμούς με τις δύο πλευρές των επεισοδίων αυτής της περιόδου. Όπως για παράδειγμα ο Πύρρος. Με ποιους να παραταχτεί;

Σας διαβάζω ένα διάλογο με τη χαροκαμένη μάνα του:

«-Ακούω για Εδεσίτες και ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μου, παιδί μου, τους φοβάμαι.

Το ίδιο λένε κι αυτοί για τους Εαμίτες μάνα. Ο πόλεμος τα ’χει αυτά, εσύ δεν μου έλεγες πάντα, ο Εμφύλιος είναι σαν τον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του;

Κούνησε το κεφάλι της ακουμπώντας στο τραπέζι…» (σ.179).

Οι ήρωες του μυθιστορήματος σπάνε τη σιωπή τους, ξετυλίγουν το κουβάρι της μνήμης τους και μιλάνε στον ξένο που ήταν ο πιο κατάλληλος συνομιλητής. Αυτός δεν είχε καμιά εμπλοκή με τα τραγικά γεγονότα. Μπορούσε να ακούει ψύχραιμα. Όλες οι συζητήσεις ήταν μια ανάσα για όλους. Μια εξομολόγηση. Και κυρίως, για κείνους που βρίσκονταν κοντά στη βιολογική έξοδο. Οι ήρωες στο τέλος ανακουφίζονται, εξιλεώνονται, «ξαλαφρώνουν οι ψυχές τους», για να χρησιμοποιήσω την έκφραση μιας ηρωίδας.

«Oι πληγές της ψυχής κλείνουν, όταν συμφιλιωθούμε με τα γεγονότα. Η αλήθεια μπορεί να ανακουφίσει» (σ. 149).

3). Η Πρέβεζα, η γενέτειρα του συγγραφέα είναι παρούσα από την αρχή μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος. Η σχέση με το γενέθλιο τόπο είναι καθοριστική και παντοτινή θα έλεγα. Ο Αυδίκος καταγράφει τη φυσική ομορφιά της περιοχής, την αρχόντισσα του Αμβρακικού, τις καρτ ποστάλ των τοπίων της, τις αγαπημένες του. Παραθέτω ένα απόσπασμα:

«Κάθε πόλη έχει τους δικούς της χώρους. Είναι αυτοί που μπορούν να αφηγηθούν ιστορίες για παλιούς ανθρώπους. Για εποχές ακμής και παρακμής. Για την ιδιαιτερότητα του τόπου. Είναι πλατείες, αλάνες, δρόμοι. Είναι αυτοί οι χώροι που κάποια φορά απεικονίζουν το παρελθόν αλλά και τον τρόπο που οι κάτοικοι το διαχειρίζονται… Στην Πρέβεζα τέτοιος σημαντικός τόπος είναι το Σεϊτάν παζάρ (Διαβολοπάζαρο).Είναι ένας στενός ανηφορικός δρόμος που συνδέει την αγορά με το ποτάμι, τη σημερινή λεωφόρο Ειρήνης, καταλήγοντας στον προφήτη Ηλία, στην άλλοτε ντάπια δηλαδή, όπου τέλειωνε ο αστικός χώρος. Με άλλα λόγια ο δρόμος αυτός ταξινομούσε τον δημόσιο χώρο της πόλης.[…]

Ο ίδιος ο δρόμος φιλοξένησε δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου ταβέρνες, καφενεία. Σ’ αυτό το δρόμο είχε την έδρα του ο πολυάνθρωπος σύλλογος μουσικών. Έγινε λοιπόν ο δρόμος το σύμβολο του λαϊκού πολιτισμού και της καθημερινότητας των λιμενεργατών αλλά και των άλλων στρωμάτων εργαζομένων της πόλης.[…]

Με τον καιρό ο δρόμος άλλαξε. Τα παλιά μαγαζιά έκλεισαν. Η μεταπολεμική μετανάστευση στην Αθήνα άλλαξε τη σύνθεση του πληθυσμού αλλά και τις συνήθειες. Ο δρόμος έχασε τους παλιούς του γνώριμους. Μετά τη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκαν στην περιοχή νέες φάτσες που έψαχναν το σπίτι του Καρυωτάκη, στο τέλος της ανηφόρας. Ήταν η αρχή για τη συμβίωση της πόλης με τον ποιητή. Σταδιακά ο δρόμος έγινε πάλι σύμβολο. Τώρα όμως εξέφραζε την ανάγκη των Πρεβεζάνων να δουν την τοπική τους ιστορία μέσα από τα μνημεία τους. Ο δρόμος έγινε σύμβολο της Πρέβεζας που πέρασε. Της χαμένης αθωότητας των παιδιών που μεγάλωσαν στις δεκαετίες του 1950 και 1960» (σ. 112-113).

Η περιήγηση του Σπυρίδωνα στην πόλη είναι και μια περιήγηση του αναγνώστη σ’ αυτή. Και είναι όμορφη. Ο συγγραφέας πετυχαίνει έτσι και μια Πολιτιστική και Τουριστική προβολή της Πρέβεζας και της Νικόπολης στην οποία μάλιστα έχει ειδίκευση ο Σπυρίδων ως αρχαιολόγος.

4). Η φιλοξενία και η καλοσύνη των Πρεβεζάνων προβάλλονται ιδιαίτερα στον τρόπο που δέχονται το Σπυρίδωνα. Η τοπική κουζίνα με τη φημισμένη «παπαλίνα», όπως λένε την ψητή σαρδέλα στα κάρβουνα, με το «πετάλι» και με τις «γάμπαρες», τις περίφημες γαρίδες του Αμβρακικού ικανοποιεί ντόπιους και επισκέπτες… Το νόστιμο φαγητό και το κρασάκι λύνουν τη γλώσσα. Τα ερμητικά κλειστά στόματα ανοίγουν. Οι άνθρωποι ανοίγονται. Μιλάνε για πάθη και αδυναμίες, για συγκρούσεις και απογοητεύσεις. Μιλάνε αυθόρμητα χωρίς να μακιγιάρουν τα πράγματα. Μιλάνε για τους νεκρούς που τους έχουν χρόνια θαμμένους στη μνήμη τους.

5). Ο συγγραφέας καταγράφει και διασώσει την ντοπιολαλιά της Πρέβεζας. Οι ήρωες του μυθιστορήματος και ιδιαίτερα οι λαϊκοί τύποι «μιλούν και γράφουν» τα πρεβεζάνικα. Διαπίστωσα τη συγγένεια που έχουν με τα ξηρομερίτικα που τα γνωρίζω καλά λόγω της καταγωγής μου. Και με τα αγρινιώτικα θα έλεγα που τα γνωρίζω επίσης, λόγω της διαμονής μου.

Λέξεις, λαϊκές εκφράσεις, παροιμίες, παρατσούκλια κλπ. διανθίζουν το κείμενο. Και για όσους δεν είναι μυημένοι στην χαρακτηριστική ντοπιολαλιά στο τέλος της σελίδας παρατίθεται η εξήγηση κάποιων λέξεων ή εκφράσεων.

6). Ο συγγραφέας θέλει να μιλήσει για τους νεκρούς συμπατριώτες του σε μια προσπάθεια αποκατάστασης των θυμάτων του εμφυλίου, όπως αναφέραμε. Ο ίδιος γνωρίζει καλά την ιστορία της γενέτειράς του. Προφανώς, ασχολήθηκε πολύ με την καταγραφή και ερμηνεία προφορικών μαρτυριών των συμπατριωτών του. Οι προφορικές μαρτυρίες συμπληρώνουν τα κενά που αφήνουν οι γραπτές πηγές.

Ο Σπυρίδων λέει χαρακτηριστικά: « Έδεσε με το σαμπάνι το κιβώτιο της μνήμης των Πρεβεζάνων, που είχαν ξεχαστεί στ΄ αμπάρια της τοπικής ιστορίας, και τα ανέσυρε στο φως του καταστρώματος. Ήταν μουχλιασμένες αλλά ο αέρας τους έδωσε ζωή, μόλο που προκάλεσαν πόνο…» (σ.311).

Ο τοπικός τύπος είναι επίσης μια πολύ σημαντική πηγή πληροφοριών για την Τοπική ιστορία. Κάποια αποσπάσματά του δημοσιεύονται στο βιβλίο για να φωτίσουν τα γεγονότα και να συμπληρώσουν τις αφηγήσεις των ηρώων.

Αυτά τα ιστορικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και λαογραφικά στοιχεία της έρευνας του Αυδίκου με λογοτεχνική μαεστρία μεταφέρονται στους αναγνώστες.

7). Το βασικό μήνυμα αυτού του βιβλίου είναι να μάθουμε την ιστορία της συγκεκριμένης περιόδου. Να βγάλουμε το φανατισμό, τη μισαλλοδοξία, τη μνησικακία και την προκατάληψη από την καρδιά μας. Να μην τα μεταφέρουμε και μπολιάζουμε τη νέα γενιά. Να τιμήσουμε τους νεκρούς της περιόδου και να προχωρήσουμε Ενωμένοι. Η Παργινόσκαλα ως μνημονικός τόπος να μη στοιχειώνει πια. Να Ενώνει!

Κλείνοντας θα σας διαβάσω από το βιβλίο το γράμμα μιας χαροκαμένης μάνας προς τον αδικοσκοτωμένο μοναχογιό της, το Λώλο. Το έγραψε σ’ ένα γηροκομείο της Αθήνας όπου ζούσε στα στερνά της και το παρέδωσε σε συγγενικό πρόσωπο να το μεταφέρει στην Πρέβεζα, στο μνήμα του γιου της.

[Στα ονόματα των εκτελεσθέντων στην Παργινόσκαλα υπάρχει το όνομα Θόδωρος(Λώλος) Καββαδία 15 ετών].

«Λώλο μ’, έχουν στεγνώσει τα μάτια μ’, ούτε ένα δάκρυ δεν βγαίνει απ’ τα μάτια μ’. Όσες φορές πήρα χαρτί να σ’ γράψω, το χαρτί μούσκευε απ’ τα δάκρυά μου, ποτάμια τα μάγουλά μου, παράταγα το μολύβι. Τώρα, τα μάτια μ’ στέρεψαν. Είμι μόνη μ’ στο γηροκομείο, ήρθε η ώρα ν’ ανταμωθούμι, νισιάνι μ’. Ακούω τον χάρο να τριγυρίζει στο γηροκομείο, δεν κρατιέται, θέλει να με πάρει. Κουράστ’κα, π’δάκι μ’, έμεινα μόνη μ’. Έφκα απ’ το σπίτι τς αδερφής μ’. Η ξαδέρφη σ’ η Άννα, σαν αδέρφια ήσασταν, παντρεύτκι έναν από τ’ς Εδεσίτες, σαν να σε σκότωναν για δεύτερη φορά. Πώς το ’κανε η Αννούλα, ήταν η αδυναμία μου, όμως σε πρόδωσε, έτσι το πήρα εγώ. Δεν είπα τίποτες, μια μέρα που ήμ’να μόνη μ’ στο σπίτι, μάζεψα σε μια βαλίτσα τα πράματά μου και πήγα σ’ ένα γηροκομείο, τους έδωσα τη μικρή μ’ σύνταξη.

Λώλο μ’, έζγα με σένανι, δεν ήθελα κανέναν. Όλοι σε πρόδωσαν, σ’ μίλαγα ικειά τα χρόνια και η ανάσα μ’ έκαιγε, είχα φωτιά στα σπλάχνα μ’, ήμ’να παραλοϊσμένη. Τι μο ’φταιγε ικειό το δόλιο, η Αννούλα, η ξαδέλφη σ’; Καλό είχε αυτή; Σ’ έκλαψε, πώς το ‘κανε και πήρε αυτόν που οι δ’κοί του έβαψαν μαύρο όλο το σπιτικό μας; Αλλά μετά που στέρεψαν τα δάκρυα, είδα καλύτερα. Αγάπ’σε η Άννα, η αγάπη είναι άλλη φουτιά, τα γκρεμίζει όλα. Άκ’γα, περνούσε καλά μαζί τ’, καλός νοικοκύρ’ς, μη στάξει και μη βρέξει την είχε τ’ν Αννούλα μας. Οι ανθρώποι γένονται θεριά ανήμερα στον πόλεμο. Αδερφός κομματιάζει τον αδερφό του, υπάρχ’νι μεγαλύτερα θεριά απ’ τ’ αδέρφια, όταν μαλώνουν;

Λώλο μ’, νισιάνι μ’, περιμένω τον χάρο να ανταμώσουμι, να γένουμι ξανά οικογένεια. Με τον καιρό η καρδιά μ’ μαλάκωσε. Δεν θέλω άλλη μάνα να κλάψει για το παιδί τ’ς που χάθ’κι σε αδελφικά. Μαλάκωσε, χάθ’κι η έχτρα απ’ τα φυλλοκάρδια μ’. Ικειό που θέλω τώρα είνι να σε θυμούνται» (σ.359-360).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>