Νοσταλγία (ποίημα του Διονύση Δουβίτσα)
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Ζεστή γωνίτσα του χωριού μου νάρθω κοντά σου νοσταλγώ
στις πέτρες σου να περπατήσω και στα στενά σου να διαβώ.
Ζεστή γωνίτσα του χωριού μου με σπίτια πέτρινα παλιά,
να ΄μουνα θέλω στην πλατεία να κάτσω κάτω απ΄ τη σκαμνιά.
Και νάν΄ εκεί όλοι οι φίλοι που μεγαλώσαμε μαζί
και πήραμ΄ από την καρδιά σου την πρώτη ανάσα για ζωή.
Να παίξουμε τις κουμπανιάτες, τον πρίτσολα και τη φωτιά,
να κυνηγιόμαστε στη Ράχη κι΄ απ΄ το σκολιό στα Κοντριά.
Σ΄ όλα τα μέρη σου να πάμε που περπατήσαμε παιδιά,
Κουφή Λαγκάδα και Κουτούπια, Φτεριώνα, Βάλτες και Καδιά.
Και κείθε κάτω στο Λιβάδι. Και ακόμα πέρα στα Σχοινιά,
στ΄ Αλώνια κι από κει στο Σπήλιο κάτω στην βρύση την παλιά.
Νερό να πιούμε με τη χούφτα κι ύστερ΄ από τον ανασασμό,
να σκαπετήσουμ΄ από κείθε στους Σκάρους πάνω στο βουνό.
Στα Κολυβάτα να διαβούμε, πίσω στο Ξήλωμα μετά,
Αγιά Πατέρες και Νικιάνα κάτω στην ακροθαλασσά.
Πόσες και πόσες αναμνήσεις, δάκρυα, πίκρες ή χαρές
σε κάθε μέρος σου θα βρούμε, χωριό μου, απ΄ άλλες εποχές.
Αλέξανδρε, μικρό χωριό μου, λίγο, για σένα ό,τι κι αν πω,
θα σ΄ έχω πάντα στη ψυχή μου και πάντα θα σε νοσταλγώ.