«O βαθμός μηδέν της πολιτικής»
Ο τίτλος του κειμένου τούτου «ο βαθμός μηδέν της πολιτικής» δεν είναι πρωτότυπος. Είναι από τον «βαθμό μηδέν της γραφής» του Γάλλου διανοούμενου – φιλοσόφου Ρολάν Μπαρτ σχετικά με τις περιπέτειες των γραμμάτων στον πολιτισμό.
Παραθέτω τις καταπληκτικές σκέψεις του Νίκου Σβορώνου για την μεταπολεμική εμπειρία και τις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που αποτόλμησαν το εγχείρημα για την κοινοβουλευτική συγκρότηση της χώρας: «Ωστόσο οι δυνάμεις εκείνες που προπολεμικά -στον μεσοπόλεμο- αποτόλμησαν, χωρίς βέβαια επιτυχία την πρώτη πραγματική κοινοβουλευτική δημοκρατία (1924-1935), περνούν μέσα από την μέγγενη των δικτατοριών και των στρατιωτικών πραξικοπημάτων, ενισχυόμενες από τις κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις. Και αποδεσμεύονται σταδιακά, από τους κυρίαρχους πολιτικούς σχηματισμούς και αποσαφηνίζοντας τις κοινωνικές δομές τους ορίζουν σαφέστερη την διαχωριστική γραμμή από τα κόμματα της ως τότε αστικής εξουσίας. Έτσι αργότερα, μετά την κρίση του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και των συνεπειών του, να είναι σε θέση να συμβάλουν στην επιβίωση του κοινοβουλευτισμού στα πλαίσια του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους».
Και αυτός ο μεταπολεμικός κοινοβουλευτισμός (λειψός αρχικά αλλά κοινοβουλευτισμός ιδιαίτερα μετά το 1950) πιστώνεται και στα πολιτικά πρόσωπα που υπερέβαλαν τις προπολεμικές διαφωνίες και ιδεολογικές ακαμψίες μέχρι και υπερέβαλαν τα προσωπικά πάθη και συναίνεσαν τελικά στην συγκρότηση της κοινοβουλευτικής πολιτικής διαχειρίσεως -ακόμα και υπό το μοναρχικό συνταγματικά καθεστώς την δεκαετία του 1950- της οργάνωσης του πολιτειακού της χώρας. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής συναίνεσης υπό κοινοβουλευτική διαχείριση, τα χρόνια 1950-1965, ήταν ευεργετικά για την ελληνική πραγματικότητα ως αναπτυξιακά, δημιουργία υποδομών και επενδεδυμένου παγίου κεφαλαίου, αύξηση του εθνικού εισοδήματος, και του κατά κεφαλήν εισοδήματος, δωρεάν παιδεία, ελαφρά και μέση κυρίως βιομηχανία, βελτίωση της κοινωνικής πρόνοιας (και συντάξεις αγροτών) κλπ, ευεργετικά κοινωνικά της αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος.
Μετά το 1974, και αφού τα έτη 1967-1974 ανεστάλη σημαντικά από τα δικτατορικά κνώδαλα η συνέχεια της πορείας της χώρας, για πιότερο εκδημοκρατισμό και ανάπτυξη υπό κοινοβουλευτική διαχείριση.
Μετά το 1974 οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας και τα εναπομείναντα από τα προδικτατορικά πρόσωπα πολιτικοί, με μια ευρεία συναίνεση υλοποίησαν για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία του νεοελληνικού κράτους τον πλέριο κοινοβουλευτισμό και σε ιστορική διάρκεια πλέον (άνω των 30 ετών ως minimum ελάχιστη χρονική διάρκεια).
Τα αποτελέσματα της συνταγματικής κοινοβουλευτικής οργάνωσης μεταπολιτευτικά της χώρας υπήρξαν προφανή ευεργετικά για το σύνολο του πληθυσμού. Και για πρώτη φορά η Ελλάδα έζησε τέτοιας μορφής ελευθερία με δείκτες ευημερίας που την κατηγοροποιούσαν μέσα στις πρώτες 20-25 ευημερούσες χώρες του πλανήτη. Και ακόμα παρά την τελευταία επταετή (2008-2015) για τα καλά οικονομική κρίση η χώρα βρίσκεται ακόμα ψηλά σε δείκτες ευημερίας του ΟΗΕ.
Όμως υπάρχουν και παράμετροι που διατρέχουν μόνιμα πλέον της δυσλειτουργίες της μεταπολιτευτικής πολιτικής οργάνωσης της χώρας και που έγιναν εμφανείς στην χρονική αλληλουχία της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Ασφαλώς υπάρχουν και άλλες δυσλειτουργικές επισημάνσεις, αλλά παρακάτω θα αναφερθώ για την ανανέωση του πολιτικού δυναμικού της χώρας.
Έτσι γενεαλογικά με την απουσία της πρώτης ομάδας πολιτικών προσώπων, που στελέχωσαν τον μεταπολιτευτικό κοινοβουλευτισμό και για την ανανέωση αυτής της ομάδας συν των χρόνω, αυτή η ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού του πολιτικού προσωπικού έγινε και με κριτήρια, κληρονομικότητας για την κάλυψη της πολιτικής θέσης (η δημοκρατία στην Ελλάδα είναι θέμα κληρονομικό), από τους επιγόνους φίλους κατιόντες και κυρίως και απογόνους του πρωθύστερου πολιτικού προσωπικού. Οι κατιόντες αυτοί οικογενειακοί φίλοι και οι πρώτης και δεύτερης γραμμής απόγονοι, μεγαλωμένοι μέσα στον πολιτικό προστατευτισμό των ανιόντων συγγενών, ερχόμενοι για να επανδρώσουν (κληρονομικά) τις κύριες θέσεις του πολιτικού συστήματος της χώρας, θεώρησαν ότι ο στρωμένος πλέον κοινοβουλευτισμός στην χώρα μετά το 1974 μπορεί να λειτουργεί και να αποδίδει οικονομική και κοινωνική ευημερία, χωρίς επαγρύπνηση για την λειτουργικότητά του και τις αναγκαίες εκάστοτε απαιτούμενες ποσοτικές, οικονομικές, αλλά και θεσμικές προσαρμογές!!!!
Κοντολογίς η μεταπολιτευτική αναγκαία κοινοβουλευτική οργάνωση της χώρας, παρά τα πρωτοφανή επίπεδα ευημερίας στα οποία έφερε στην χώρα, ταυτόχρονα λειτούργησε και ως χώρος ελάχιστης υπόρρητης επεξεργασίας και εμπειρίας για το πολιτικό προσωπικό το οποίο ανέδειξε (και ελέω κληρονομισμού ονοματοθεσίας) για να την υπηρετήσει.
Δεν αμφισβητούνται οι αγαθές προθέσεις των Ελλήνων πολιτικών της δεύτερης ή και τρίτης ακόμα (νεαρότατοι πολιτικοί στις τωρινές μέρες μας) γενεάς που επανδρώνουν ως προσωπικό το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Αλλά ήταν λάθος το υπόβαθρο των σκέψεων και οι προϋποθέσεις των συλλογισμών των, ιδιαίτερα αυτών των κληρονόμων στην πολιτική κυρίως, αλλά και αλλαχού, ότι η κοινωνική ευημερία -την οποία αυτοί στα νέα των χρόνια απήλαυσαν μετά το 1974- παρέχεται ανέξοδα και μεταφέρεται κληρονομημένα.
Και αρκεί η κατάληψη κληρονομικά μιας πολιτικής θέσης διαχείρισης των κοινών, για να καταστεί κάποιος ιστορικό πρόσωπο στην χρονική διελκυστίνδα της πολιτικής ιστορίας της χώρας.
Μεταφέροντας την παραπάνω επισήμανση του Νίκου Σβορώνου στα σημερινά (σε όποια αναλογία αντίθετης νοηματικής μεταφοράς) θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε γιατί η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών στην χώρα έχει κοινωνικό υπόβαθρο.
Και το υπόβαθρο αυτό είναι άκρως συντηρητικό σε μια άκρως συντηρητική ελληνική κοινωνία, μια και εμφαίνει στην διαιώνιση της κληρονομικής πρωτοκαθεδρίας, εξ οφικίου, στην καθημερινή διαχείριση στα κοινά των πολιτών. Παρακάμπτοντας έτσι την προσωπική προσπάθεια και τον καθημερινό μόχθο ως κριτήριο κοινωνικής ένταξης, υπέρ της διαιώνισης (ελέω σόι) του κληρονομημένου ονόματος.
Και δυστυχώς περίσσεψαν στις τωρινές μέρες μας οι πολιτικές πρωθύστερες οικογένειες (σόγια) που κληρονομήθηκαν στο πολιτικό προσωπικό της χώρας, αλλά και ζητάνε να κληρονομηθούν στα παραπέρα χρόνια.
Το προεκλογικό de bate των επτά πολιτικών αρχηγών, απέναντι από τους επτά σημαντικότερους προβεβλημένα τηλεδημοσιογράφους της χώρας, σε ένα τηλεοπτικό σκηνικό που θύμιζε ερζάτς μονομάχους (ψευτομονομάχους) άλλων ηρωϊκών εποχών, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προφανής καταδήλωση της απουσίας της πολιτικής, υπέρ του επικοινωνισμού για την πολιτική. Η πολιτική διαχείριση -κατά τους τηλεοπτικούς πολιτικούς- οφείλει και πρέπει να υποβάλλεται και να κυρώνεται από τα τηλεοπτικά κανάλια (ελέω δήθεν διαφάνειας), και τα τηλεοπτικά κανάλια (είναι ιδιωτικαί επιχειρήσεις) είναι αυτά που που θα αναδεικνύουν και θα αποφασίζουν τι είναι πολιτική διαχείριση πλέον. Χωρίς να το καταλαβαίνουν ως εικόνα γενικά (μέσω τηλεόρασης), ως ψευτομονομάχοι της εποχής μας αντιπαρατιθέμενοι συμβολικά, το πολιτικό προσωπικό της χώρας και το δημοσιογραφικό προσωπικό της χώρας (όλα σε ανώτατο επίπεδο) με την τηλεμαχία της 09/09/2015 έδειξαν και απεκάλυψαν «τον βαθμό μηδέν της πολιτικής» στην σημερινή Ελλάδα.
Το 70% της ανεργίας των νέων, το 30% της γενικής ανεργίας, το 6,3 εκατομμύρια Ελλήνων στα όρια της φτώχειας, οι 180.000 νέοι επιστήμονες μεταναστεύσαντες απ΄ την χώρα από το 2010 και δώθε, και τα συμπτώματα της αυξημένης ασιτίας των μαθητών των δημοτικών σχολίων, εξηγούνται.
Από το κάθε …μηδέν (ως κενό γεμάτο δυνατότητες) θα προβάλει το κάθε νέο πάντα.



















































































