Η Λευκάδα στην μέση Βυζαντινή περίοδο | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πε, Μαρ 29th, 2018

Η Λευκάδα στην μέση Βυζαντινή περίοδο

Μία ιστορική τοπογραφία

lefkada_mesobyzantini-periodos

Του Γιάννη Σ. Βλάχου

Η εξέλιξη ενός τμήματος του χώρου της επαρχίας της Παλαιάς Ηπείρου αφορά την παρουσίαση αυτή, εστιάζοντας στο νησί της Λευκάδας στην διάρκεια της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η μεσοβυζαντινή περίοδος εκτείνεται από μετά το (συμβατικό) τέλος της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Είναι μια πολύ σημαντική περίοδος μετασχηματισμού, επιβίωσης αλλά και ανάπτυξης του βυζαντινού κράτους, μέχρι την αποκατάσταση του βυζαντινού ελέγχου στην περιοχή τον 9° αιώνα. Η Ήπειρος, ταλανίζεται από εκτεταμένες πολεμικές επιχειρήσεις εισβολές και μετακινήσεις πληθυσμών. Η επαρχία αυτή κατά τους 9°-12° αιώνες οργανώθηκε διοικητικά με τα γνωστά Θέματα Κεφαλληνία / Κεφαλληνία, Νικόπολη και ενδεχομένως Βαγενετία και ανήκε στην ευρύτερη διοικητική υποδιαίρεση της βυζαντινής αυτοκρατορίας που ονομαζόταν Δύσις.

Πρόκειται για έναν σχεδόν αποκλειστικά ορεινό χώρο που καθορίζεται από την έντονη παρουσία υδάτινων συστημάτων τα οποία προσφέρουν τη διέξοδο επικοινωνίας δείχνοντας τον δρόμο προς την θάλασσα (το Ιόνιο Πέλαγος και τον Βόρειο Κορινθιακό Κόλπο).

Παρουσίαση

Οριοθέτηση του θέματος: ο χρόνος

Η Μέσο Βυζαντινή περίοδος (7ος-12ος άι.) χαρακτηρίζεται από ποικίλες αλλαγές. Εκτείνεται από μετά το τέλος της πρώτο βυζαντινής περιόδου (δηλαδή τέλη 6ου – αρχή 7ου αιώνα) έως την ίδρυση του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου το 1204. Στην διάρκεια αυτής της περιόδου το δυτικό τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας χάθηκε οριστικά κι έτσι το κράτος απέκτησε μεγαλύτερη ομοιογένεια. Η περίοδος αυτή στην ιστορία της βυζαντινής Ηπείρου (όπως και γενικά του βυζαντινού κράτους) έχει χαρακτηριστεί συμβατικά ως μέσο-Βυζαντινή και αυτός ο χαρακτηρισμός έχει επικρατήσει στους τομείς της αρχαιολογικής έρευνας.

Οριοθέτηση του θέματος: ο χώρος

Συνολικά ο σημερινός φυσικός χώρος που αντιστοιχούσε στην βυζαντινή διοικητική διαίρεση της Παλαιάς Ηπείρου ή των Θεμάτων Νικόπολη και Κεφαλληνία. Είναι η δυτική ηπειρωτική χώρα της Ελλάδας που διοικητικά περιλαμβάνει την περιφέρεια της Ηπείρου, το Νομό Αιτωλοακαρνανίας και ένα πολύ μικρό τμήμα του Νομού Φωκίδας (επαρχία Δωρίδας) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, τη νησιωτική χώρα του Ιονίου πελάγους και ένα τμήμα της νότιας Αλβανίας (στα αλβανικά Epir).

Η Βυζαντινή «Δύσις»

Η παλαιά Ήπειρος. Με την αποκατάσταση του βυζαντινού ελέγχου στην περιοχή τον 9° αιώνα η ονομασία Ήπειρος ως διοικητικής υποδιαίρεσης του κράτους αντικαταστάθηκε από τα ονόματα των Θεμάτων Νικόπολη & Κεφαλληνία, και ανήκε στην ευρύτερη διοικητική υποδιαίρεση της βυζαντινής αυτοκρατορίας που ονομαζόταν «Δύσις».

H σημερινή τεχνητή διαίρεση του ελληνικού χώρου βασίζεται σε μιαν αντίληψη που θεωρεί ως ενότητες τα τμήματα ξηράς. Ανάλογη αντίληψη δεν ίσχυε στο Βυζάντιο. Οι εκτεταμένες πολεμικές επιχειρήσεις, μετέβαλαν συνεχώς την κατανομή των εδαφών, δυσχέραιναν τις μετακινήσεις, καθιστούσαν επικίνδυνες παλαιότερες μεγάλες χερσαίες οδικές αρτηρίες και τις έθεταν εκτός λειτουργίας, αναβαθμίζοντας τον ρόλο της ναυσιπλοΐας.

Στο Περί των θεμάτων του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, αναφέρεται η παλαιά Ήπειρος ως επαρχία του θέματος Νικόπολη.

Τώρα στο Θέμα περιλαμβάνεται και η περιοχή της Αιτωλίας που την πρωτοβυζαντινή περίοδο ανήκε στην Αχαΐα και αργότερα στην Ελλάδα, ενώ αντίθετα η Κεφαλληνία υπολογίζεται τώρα ως τμήμα της περιοχής της Πελοποννήσου, σε αντίθεση με το νησί της Λευκάδας.

Το νότιο μισό τμήμα της βυζαντινής παλαιάς Ηπείρου

Η Αιτωλική πεδιάδα, με προσανατολισμό στον Β. Κορινθιακό κόλπο, η Ακαρνανία και την πεδινή ενδοχώρα της Αιτωλοακαρνανίας, με προσανατολισμό προς το Ιόνιο πέλαγος και η περιοχή του Αμβρακικού κόλπου, που πρόσφερε δυνατότητες επικοινωνίας προς τα δυτικά μέσω του Ιονίου πελάγους.

Ενώ κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, όλες σχεδόν οι πρώιμες βυζαντινές πόλεις είναι ήδη υφιστάμενα ρωμαϊκά αστικά κέντρα, οπωσδήποτε οι ανάγκες για ασφάλεια και οικονομική επιβίωση σε μια φτωχή περιοχή μέσα στις νέες συνθήκες της αρχής της μεσοβυζαντινής περιόδου μετασχηματίζει την γεωγραφία των οικιστικών θέσεων.

Η περιοχή αυτή διαθέτει αρκετό υλικό, ιδανικό ποσοτικά, ποικίλο ως προς τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, και ομοιότητες στην γεωμορφολογία και στο κλίμα.

Οικιστικές εγκαταστάσεις

Με βάση την ιστορική μαρτυρία, την ανάλυση και την χρονολογική εξέλιξη, οι οικιστικές εγκαταστάσεις, διακρίνονται, σε αυτές με οχύρωση, σε οικιστικές εγκαταστάσεις χωρίς οχύρωση και σε μοναστηριακές οικιστικές εγκαταστάσεις. Οι θέσεις αυτές θα εξεταστούν ως προς τις δυνατότητες επικοινωνίας που παρείχαν σε σχέση με το χερσαίο και θαλάσσιο οδικό δίκτυο της εποχής.

Σχεδόν όλες οι οχυρωμένες οικιστικές θέσεις κατοικήθηκαν κατά την κλασική ή / και ελληνιστική εποχή ή σε κάποιες περιπτώσεις από την προϊστορική περίοδο, και έχουν την μορφή προστατευμένων και επίπεδων λόφων, με πόσιμο νερό και απρόσκοπτη θέα στην γύρω περιοχή. Συνδεόταν με την παροχή έτοιμου οικοδομικού υλικού απαραίτητου για οχυρωματικές εργασίες. Οι οικιστικές θέσεις χωρίς οχυρώσεις εντοπίζονται σε όλη την περιοχή. Οι συγκεκριμένες θέσεις ήταν την εποχή εκείνη προσιτές για εγκατάσταση.

Μονές. Από τον 9°-10° αιώνα και εξής παρατηρείται στην περιοχή που εξετάσαμε, όπως και γενικά στο Βυζάντιο, μια κίνηση προς το μοναχισμό. Η κατανομή των μονών στον χώρο ακολουθεί αυτήν των υπόλοιπων οικιστικών θέσεων και φαίνεται να αναφέρεται σε πέντε κύρια κέντρα: του Αρακύνθου, της Βαράσοβας, της Ακαρνανίας, του Αμβρακικού και της Ναυπάκτου.

Εντοπίζονται συνολικά 121 αρχαιολογικές θέσεις. Ο προσδιορισμός και η ταξινόμηση των οικιστικών θέσεων, έγινε με βάση την χρήση ή τα υλικά και τους τρόπους δομής, ή κινητά ευρήματα κεραμικής, μεταλλικά ή γυάλινα αντικείμενα, γλυπτά, μολυβδόβουλα, νομίσματα κλπ

Επικοινωνία

Παρατηρούμε, ότι γενικά οι οικιστικές θέσεις όλων των κατηγοριών, εκτός ίσως κάποιες φορές από θέσεις μοναστηριών, ακολουθούν τα ίχνη της πορείας των παλιών ρωμαϊκών χερσαίων και θαλάσσιων οδών.

Στον χάρτη απεικονίζεται η παλαιά ρωμαϊκή χερσαία οδός, και οι σταθμοί του παραπάνω θαλάσσιου δρόμου, οι λιμένες ή τόποι σκαλώματος, και οι ποτάμιοι οδοί. Από βυζαντινές πηγές επιβεβαιώνεται ότι η επικοινωνία μέσω των πλωτών ποταμών στο Βαλκανικό χώρο ήταν πολύ συνηθισμένη κατά τους 9° και 10° αιώνα. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι οικιστικές θέσεις που είδαμε είτε ακολουθούν το ρου ποταμών ή βρίσκονται κοντά στην ακτή αλλά δεν είναι πια εκτεθειμένες. Ενώ οι χερσαίοι ήταν πολύ πιο χρονοβόροι κι επίπονοι, ούτως ή άλλως, η μετακίνηση από υδάτινες οδούς ήταν συγκριτικά πολύ ευκολότερη και ταχύτατη, σταδιακά η επικράτηση της ναυσιπλοΐας σε σχέση με την χερσαία μετακίνηση καθίσταται γεγονός.

Η Λευκάδα, ο Κάλαμος και η νότια βυζαντινή Ήπειρος

Τα δύο νησιά, η Λευκάδα και ο Κάλαμος συνδέονταν πολύ πιο άμεσα με την χερσαία περιοχή, εξαιρετικά κοντά με την ηπειρωτική χώρα, προς την οποία ήταν προσανατολισμένα τα λιμάνια τους και οι αρχαιολογικές τους θέσεις, επάνω στο βασικό ναυτικό δρομολόγιο προς την Δύση. Μάλιστα, στην περίπτωση της Λευκάδας, το νησί θεωρείται μάλλον προέκταση της Ακαρνανικής ακτής, όπως ήταν εξάλλου αρχικά, εφόσον ο πορθμός μεταξύ τους ήταν άλλοτε κλειστός και άλλοτε ανοιχτός για τα πλοία ενώνοντας το νησί για κάποια διαστήματα με την ξηρά.

Η Λευκάδα συγκεκριμένα, μαρτυρείται από τις Notitiae ως αυτοκέφαλος αρχιεπισκοπή, από τον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο ως ανήκουσα στο θέμα Κεφαλληνίας και από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης τον 12° αιώνα ως «πόλις της Ηπείρου».

Οικιστικές θέσεις στην Λευκάδα και τον Κάλαμο

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα εντοπίζονται οι εξής θέσεις:

► Λευκάδα Κούλμος, Κάστρο

► Απόλπαινα – Μονή Οδηγήτριας

► Βουρνικάς- Ναός Αγίου Ιωάννη

► Βουρνικάς- Μονή Άη-Γιάννη στο Ροδάκι

► Κάλαμος, Επισκοπή

Κούλμος – Κάστρο

Η μεσαιωνική οχύρωση βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της Δ. πλευράς της αρχαίας οχύρωσης και αποτελεί ανωδομή της. Ο περίβολός της οριοθετεί μιαν έκταση 21 στρεμμάτων περίπου. Τμήματα της βυζαντινής οχύρωσης σώζονται σήμερα σε καλή κατάσταση (σχέδιο 44 στον χάρτη).

Ο Ροντογιάννης φαίνεται ότι διέκρινε, πριν από περισσότερα από 20 χρόνια, όχι μόνον ολόκληρο το περίγραμμα της μεσαιωνικής οχύρωσης, αλλά, επίσης, περισσότερες κλίμακες, αυλάκι υδραγωγείου, αναλήμματα, ίχνη πύργου ή ακροπυργίου και τουλάχιστον πέντε ή έξι κτίσματα που διατηρούνταν όλα στο εσωτερικό της Ακρόπολης.

Κατάλοιπα με βάση την τοιχοποιία, το κονίαμα από λάσπη (αργιλοκονιάμα), οδήγησαν (και στο παρελθόν τον Ροντογιάννη) στο χαρακτηρισμό του συνόλου αυτού ως «μεσαιωνικής πολίχνης της Λευκάδας».

Στο χώρο του Κάστρου εντοπίστηκε το κάτω τμήμα σώματος ακόσμητου χρηστικού κλειστού αγγείου (εικ. 696), ενώ έχει εντοπιστεί στο αρχαίο και βυζαντινό λιμάνι, στην Α. ακτή της Λευκάδας, στη θέση που ονομάζεται Αλυκές Αλεξάνδρου, δύο τμήματα χείλους πινακίου με κίτρινη αδιαφανή εφυάλωση (εικ. 697).

Το λιμάνι & η μεσαιωνική πολίχνη

Στην παραλία, στη θέση Άγιος Γεώργιος (εικ. 474), σε απόσταση 750 μ. από την Ακρόπολη του Κούλμου, βρισκόταν το λιμάνι, που πιθανότατα να λειτουργούσε και κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο, εφόσον ήταν ακόμη σε λειτουργία την μεταβυζαντινή περίοδο.

Η μνεία από την επίσκεψη του επισκόπου της Κρεμώνας Λιουτπράνδου ότι «τη 6η Δεκεμβρίου προσωρμίσθημεν εις Λευκάδα…ένθα ελάβαμεν υποδοχήν» το 968 μ.χ …«έφτασε στην Λευκάδα με πλοίο, και αποβιβάστηκε σε κάποιο λιμάνι και πόλη όπου και φιλοξενήθηκε από τον Επίσκοπο του οποίου η έδρα ήταν σε αυτό το λιμάνι και αυτήν την πόλη» αναφέρει ο Π.Γ. Ροντογιάννης. Άλλη θέση από εκείνη του αρχαίου λιμανιού και της μεσαιωνικής πολίχνης στην θέση «Κάστρο Κούλμου» δεν ακούστηκε ποτέ για το νησί της Λευκάδας.

Μονή Οδηγήτριας

Το σημερινό καθολικό της Μονής της Οδηγήτριας χρονολογείται με επιγραφή το 1449/50. Διατηρούνται επίσης τμήματα του περιβόλου και ερείπια ενός κωδωνοστασίου στην Ν.Α. γωνία. Ενδεχομένως μεσοβυζαντινή περίοδος

Ναός Αγίου Ιωάννη Πρόδρομου των Καραβιάδων

Μονόκλιτη δρομική βασιλική με αψίδα τρίπλευρη εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά. Από την αρχική φάση διατηρούνται η εσωτερική πλευρά της αψίδας, ο Ν. τοίχος ως το νάρθηκα (εικ. 436). Η τοιχοποιία είναι άργιλο – λιθοδομή με παρεμβολή κεραμιδιών σε ακανόνιστες οριζόντιες στρώσεις (εικ. 437). Στο ανατολικό αέτωμα υπήρχαν εντοιχισμένα τρία σκυφία εκ των οποίων στην θέση του υπάρχει μόνο ένα (εικ. 439). Γενικό χαρακτηριστικό της συντριπτικής πλειονότητας των μεσοβυζαντινών εκκλησιαστικών μνημείων αποτελούν οι διάφορες επισκευάστηκες φάσεις, που ακολούθησαν την αρχική κατασκευή, η οποία λάμβανε χώρα στην θέση πρώτο βυζαντινών κτισμάτων.

Μονή Άη – Γιάννη στο Ροδάκι

Η Μονή του Αγίου Ιωάννη στο Ροδάκι / του Ροδάκη αποτελείται από κτίσματα στα οποία έχει ενσωματωθεί οικοδομικό υλικό προγενέστερων οικοδομών (εικ. 430). Στο Ν. τοίχο του Καθολικού υπάρχουν αρκετά εντοιχισμένα οικοδομικά λείψανα αρχαίου κτίσματος (εικ. 432), προφανώς του αρχαίου ναού επάνω στον οποίο είναι χτισμένος. Ο Dörpfeld αναφέρει, ότι κάτω από το καθολικό είδε και βυζαντινά θεμέλια. Στην αυλή βρέθηκε τμήμα βάσης πινακίου τύπου μονόχρωμης εφυαλωμένης κεραμικής (εικ. 695) που ανάγεται πιθανότατα στη μεσοβυζαντινή περίοδο και ειδικότερα στα τέλη του 11ου ή το 12° αιώνα.

Κάλαμος, Επισκοπή

Στην περιοχή της Επισκοπής εντοπίζονται αρχαιολογικά κατάλοιπα που χρονολογούνται πιθανότατα από τον 6° αιώνα. Λείψανα του αρχαίου πολίσματος είναι ορατά στην πλαγιά ενός λόφου, και ειδικότερα στην περιοχή του Αγίου Μηνά (εικ. 427). Εκεί βρίσκεται και ο ναός του Αγίου Μηνά Επισκοπής (εικ. 426). Είναι δρομικό, λιθόκτιστο, μονόχωρο ναϋδριο μικρών διαστάσεων, άσκεπο σήμερα, που ανατολικά απολήγει σε εξωτερικά ήμι-εξαγωνική αψίδα. Διασώζει υπολείμματα τοιχογραφιών. Από το λιμάνι της ο δρόμος οδηγεί στο Κάστρο, βόρεια, της Επισκοπής. Το εσωτερικό του είναι αρκετά εντυπωσιακό με διαδοχικά αψιδώματα που προστατεύουν τις πολεμίστρες (εικ. 428). Τοιχοποιία: κεραμοπλαστικά κοσμήματα, πλίνθινοι σταυροί στα ψηλότερα μέρη,εναλλαγή αργών λίθων με 2-3 πλίνθινες ζώνες από 5 σειρές πλίνθων η καθεμία (εικ. 429).

Ο χαρακτήρας της κατοίκησης μικρών νησιών από την κατοίκηση της υπόλοιπης ηπειρωτικής χώρας, θα πρέπει να συζητηθεί καταρχήν η εξέλιξη τους είναι τα νησιωτικά καταφύγια. Ενδιαφέρον είναι το ερώτημα αν και ο Κάλαμος, όπου υπήρχε ίσως προγενέστερη οικιστική εγκατάσταση και που η θέση ήταν κατάλληλη, χρησίμευσε ως καταφύγιο για τους κατοίκους της Κανδήλας ή ίσως ως μεταγενέστερος οχυρωμένος νησιωτικός σταθμός της περιόδου αυτής.

Δια ορατότητα

Η θέα κυρίως, η επίπεδη κορυφή και το νερό είναι σημαντικότεροι παράγοντες για τήν επιλογή μιας οχυρωματικής θέσης. Το Κάστρο του Κούλμου, συγκεντρώνεται σε μια γεωγραφική θέση οχυρή, κρυμμένη αλλά με δυνατότητα για οπτικό έλεγχο της γύρω θαλάσσιας περιοχής. Σταδιακά η κατοίκηση κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο επιστρέφει σ΄ έναν προγενέστερο τρόπο οικιστικής οργάνωσης. Οι εκτεθειμένες πεδινές και παραλιακές περιοχές εγκαταλείπονται. Η οπτική επικοινωνία άλληλο-ορατών θέσεων ή «δια ορατότητα» αποτελεί αρχή για την επιλογή μιας οικιστικής εγκατάστασης την περίοδο αυτή.

Συμπεράσματα

Παρατηρούμε από τη παρουσίαση ότι ο χώρος κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο στην Λευκάδα περιορίζεται. Όλες οι προηγούμενες διάσπαρτες τοπωνυμικές, η οικιστικές μορφές της προηγούμενων ιστορικών περιόδων: αρχαία/ρωμαϊκή, που γνωρίζουμε, δεν εντοπίζονται, ούτε αναφέρονται. Στις ιστορικές συνθήκες είχε ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό του τρόπου κατοίκησης την περίοδο αυτή σε σχέση με την προηγούμενη.

Στην περίπτωση της μεσοβυζαντινής Λευκάδας, οι οικιστικές θέσεις, έχουν χαρακτήρα οχυρωματικό ή μοναστικό, είναι διάσπαρτες, και μάλιστα σε σχετικά απομονωμένες τοποθεσίες, διαθέτουν φυσική οχυρότητα, δυνατότητα επικοινωνίας και οπτικού ελέγχου της περιοχής τους, πόσιμο νερό, διαθέσιμο οικοδομικό υλικό για ανα-κατοίκηση, και είναι απομακρυσμένες από την παραλία.

Η ιστορική διαχρονική τους λειτουργία μαρτυράτε από τα ευρήματα διάφορων ιστορικών περιόδων, καθώς κάθε παλιότερο υλικό κατάλοιπο ήταν χρήσιμο στην νέα κατασκευή.

Η παρουσίαση βασίζεται σε διδακτορική διατριβή της Μυρτώ Βέικου.

Πηγή: Βέικου, Μυρτώ (2007, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Οικιστικές θέσεις στην Βυζαντινή Ήπειρο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα: μια τοπογραφία του μετασχηματισμού. © Μυρτώ Βέικου

Τα κείμενα εκτός από τα συμπεράσματα είναι αποσπάσματα από την διδακτορική διατριβή. Επιμέλεια παρουσίασης & επιλογή αποσπασμάτων, δημιουργία χαρτογραφικών υποβάθρων, επιμέλεια παρουσίασης & χαρτογραφικών υποβάθρων Γιάννης Βλάχος.

Το πρότυπο της εφαρμογής βασίστηκε στο The Story Map Cascade esri.

ΚΛΙΚ ΕΔΩ για να ανοίξετε την παρουσίαση σε καινούργιο παράθυρο

Displaying 2 Comments
Have Your Say
  1. Ο/Η μακης μελας λέει:

    Κυριε Κολυβα, οταν συνταχθηκε η διδακτορικη διατριβη, ο σταυροειδης ναος του Αγιου Νικολαου στον οικισμο Νικολη ηταν ηδη γνωστος ως καταλοιπο της μεσοβυζαντινης περιοδου μετα την πρωτη ανεπισημη αξιολογιση του μεταξυ 2003 και 2006 απο αρχαιολογους. Αργοτερα εγινε αποτυπωση και μετα παρουσιαση σε εκδηλωση της Ετ Λευκαδ Μελετων. Ισως τοτε [ το 2007 ] η κα Βεικου να μην ειχε πληροφοριες γι αυτον, σημερα ομως θαπρεπε να συμπεριλαμβανεται μεσα στα οικιστικα καταλοιπα η τα μνημεια της περιοδου εστω σε υποσημειωση απο τον κο Βλαχο τον οποιο και ευχαριστω για την παρουσιαση του θεματος. μακης μελας 30 μαρ 2018

  2. Ο/Η Γιάννης Βλάχος λέει:

    Κύριε Μελά σας ευχαριστώ για την παρατήρηση σας. Εγώ “αποτύπωσα” σε αντιγραφή τις θέσεις που εντόπιζε στην εργασία της η κα Βείκου, και αναπαράσταση τα δεδομένα της ερευνάς της. Για τον ναό του Αγίου Νικολάου στον οικισμό Νικολή, δεν το γνώριζα, ούτε και την σχετική εισήγηση στην σχετική εκδήλωση της της Ετ Λευκαδ Μελετών. Θα διορθώσω την παρουσίαση και θα θέσω υπ όψη την παρατήρησή σας.

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>