Τα φλύαρα ξωτικοπάπουτσα (Της Μυραλένας Μιχαλά) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Δε, Σεπ 28th, 2020

Τα φλύαρα ξωτικοπάπουτσα (Της Μυραλένας Μιχαλά)

1_xotikopapoutsa

Της Μυραλένας Μιχαλά*

Έναν καιρό κι ένα ζαμάνι, σ’ ένα μικρό χωριό στην άκρη ενός πυκνού δάσους με βελανιδιές, ζούσαν ευτυχισμένοι, ένας άξιος τσαγκάρης με τη γυναίκα του, μια κεντήστρα χρυσοχέρα.

Αγαπούσαν κι οι δυο πολύ τη δουλειά τους κι ήταν οι καλύτεροι τεχνίτες. Ο τσαγκάρης έκοβε κι έραβε γερά και καλοφτιαγμένα παπούτσια και η γυναίκα του τα στόλιζε και τα κεντούσε. Δούλευαν σκληρά, μα ήταν πάντα χαμογελαστοί και δεν παραπονιούνταν ποτέ.

1_xotikopapoutsaΤον τσαγκάρη και την κεντήστρα, όλοι τούς εκτιμούσαν, γιατί είχαν χρυσή καρδιά και μόλο που ήταν φτωχοί, έφτιαχναν και χάριζαν παπούτσια σε όσους τα είχαν ανάγκη μα δεν μπορούσαν να τα πληρώσουν.

«Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν είναι αυτοί που έχουν περισσότερα, μα αυτοί που δίνουν περισσότερα», έλεγε και ξανάλεγε το ευτυχισμένο ζευγάρι.

Μια μέρα που τους σώθηκαν τα δέρματα και οι κλωστές, ο τσαγκάρης πήρε το σάκο του στον ώμο και κίνησε να πάει στη μεγάλη πολιτεία για να αγοράσει καινούργια. Επειδή όμως βιαζόταν πολύ, αποφάσισε να κόψει δρόμο μέσα από το βελανιδόδασος.

Περπατούσε και σιγοτραγουδούσε για ώρα πολλή όταν ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα φωτεινό ξέφωτο, περιτρυγισμένο από λυγερόκορμα δέντρα με κατάλευκους κορμούς και κλαδιά που αγκαλιάζονταν.

«Τι ωραίο μέρος! Και τι όμορφα και περίεργα δέντρα!», σκέφτηκε και θαύμασε τις χοντρές τους ρίζες που έβγαιναν έξω από το χώμα, κι ήταν πλεγμένες σε κύκλο που έμοιαζε με τεράστια φωλιά.

2_xotikopapoutsaΌμως πριν προλάβει να τελειώσει τη σκέψη του, εμφανίστηκε μπροστά του μια όμορφη μικροκοπική κοπέλα. Ήταν ξυπόλητη και ντυμένη με μια αρχοντική πρασινωπή φορεσιά, στολισμένη με λαμπερά πετράδια. Είχε μακριά λαμπερά μαλλιά κι ένα ζευγάρι διάφανα φτερά πλεγμένο με κλαδιά δέντρου.

Η λυγερόκορομη κοπέλα κοίταξε τον τσαγκάρη με τα πελώρια πράσινα μάτια της και του είπε με μελωδική φωνή:

«Ξένε, καλωσόρισες στο δάσος μας. Είμαι η Δρυάδα η πριγκίπισσα των ξυλούληδων, των ξωτικών του δάσους. Πες μου τι γυρεύεις εδώ;»

Ο τσαγκάρης της εξήγησε ποιος ήταν και που πήγαινε.

Το ξωτικό, του χαμογέλασε κι έλαμψε ολόκληρο. Μετά, τίναξε τα διάφανα φτερά του και του είπε:

«Kαλέ μου τσαγκάρη, αν κάνεις αυτό που θα σου ζητήσω δεν θα χρειαστεί να πας στη πόλη για να αγοράσεις δέρματα και κλωστές».

«Μα σαν τι μπορεί να κάνει ένας τσαγκάρης για μια ξωτικοπριγκίπισσα;», απόρησε εκείνος.

Η Δρυάδα δεν αποκρίθηκε, μονάχα αναστέναξε λυπημένα κι έμεινε για λίγο σιωπηλή.

«Καλή μου πριγκίπισσα γιατί είσαι τόσο στεναχωρημένη;», τη ρώτησε πάλι ο ευγενικός τσαγκάρης.

«Σε επτά ημέρες από σήμερα είναι η γιορτή των λουλουδιών, η πρώτη γιορτή της Άνοιξης. Κάθε χρόνο, αυτή τη μέρα, όλα τα ξωτικά χορεύουν τον ξωτικοχορό για να την καλωσορίσουν. Με το χορό μας την προσκαλούμε να έρθει στον τόπο μας. Όμως αυτή τη φορά, ο γερο-χειμώνας δεν θέλει να φύγει και γιαυτό έκλεψε τα μαγικά ξωτικοπάπουτσά μας. Χωρίς αυτά, δεν μπορούμε να χορέψουμε κι η Άνοιξη δεν θα μας βρει. Αν εσύ μας έφτιαχνες καινούργια, τότε σίγουρα θα τα καταφέρναμε», του εξήγησε η θλιμμένη Δρυάδα.

«Με όλη μου τη καρδιά», της απάντησε ο τσαγκάρης, μα αμέσως το πρόσωπό του σκοτείνιασε κι αναρωτήθηκε φωναχτά:

«Όμως πώς θα γίνει αυτό, αφού δεν έχω τόσα πολλά δέρματα και κλωστές;»

«Θα βρεις ότι χρειάζεσαι μέσα στο σάκο σου», βιάστηκε να του απαντήσει το ξωτικό.

Ο τσαγκάρης άνοιξε το σάκο του και είδε με έκπληξη πως ήταν γεμάτος με ένα περίεργο μυρωδάτο ύφασμα, ελαφρύ σαν πούπουλο.

«Είναι ξωτικο-ύφασμα, φτιαγμένο από λουλούδια της άνοιξης, μελισσοκέρι και ρετσίνι από τους βελανιδοκορμούς του δάσους μας. Φτάνει και περισσεύει για τα εβδομήντα επτά ζευγάρια ξωτικοπάπουτσα που θα ράψεις με τούτη εδώ την κλωστή», του είπε η Δρυάδα και του έδωσε ένα μικροσκοπικό κουβάρι με διάφανη κλωστή που άλλαζε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και αστραποβολούσε.

«Εβδομήντα επτά ζευγάρια; Μα θα μου φτάσει αυτή η λιγοστή κλωστή για τόσα πολλά παπούτσια;», αναρωτήθηκε ο τσαγκάρης.

«Καλέ μου τσαγκάρη μην ανησυχείς. Η κλωστή θα σωθεί μόνο σαν ετοιμαστούν όλα τα παπούτσια. Μόλις τα τελειώσεις, θα φτιάξεις ακόμα δύο ζευγάρια. Ένα για σένα κι ένα για τη γυναίκα σου. Όμως δεν θα τα φορέσετε προτού μου τα φέρεις κι αυτά μαζί με τ’ άλλα», τον συμβούλεψε η πριγκίπισσα των ξωτικών.

Ο καλόκαρδος τσαγκάρης το θεώρησε μεγάλη τιμή που τα ξωτικά του είχαν αναθέσει μια τόσο σημαντική δουλειά και δέχτηκε δίχως να ρωτήσει περισσότερα.

Ξάφνου, μια παράξενη μελωδία ακούστηκε, κι η Δρυάδα άρχισε να τραγουδά γλυκά και να στριφογυρίζει. Τα λαμπερά μεταξένια της μαλλιά σκόρπισαν αστερόσκονη στον αέρα.

Ο τσαγκάρης έκλεισε μεμιάς τα θαμπωμένα μάτια του μα σαν τα ξανάνοιξε, το ξέφωτο κι η πριγκίπισσα είχαν χαθεί κι εκείνος δεν ήταν πια στο δάσος μα πίσω στο χωριό του, καθισμένος μπροστά στον πάγκο του μαγαζιού του.

3_xotikopapoutsaΔίχως να χάσει καθόλου καιρό, φώναξε τη γυναίκα του και της εξήγησε τι είχε συμβεί. Εκείνη συμφώνησε με χαρά να τον βοηθήσει κι έτσι οι δυό τους ρίχτηκαν αμέσως με τα μούτρα στη δουλειά, νύχτα και μέρα χωρίς σταματημό.

Ο τσαγκάρης έκοβε κι έραβε τα ξωτικοπάπουτσα με τη μαγική κλωστή που ήταν σκληρή και δυνατή κι ύστερα τα έδινε στη γυναίκα του για να τα κεντήσει.

4_xotikopapoutsaΣτα χέρια της χρυσοχέρας κεντήστρας, η μαγική κλωστή γινόταν μαλακιά σαν ζυμάρι κι εκείνη έβαζε όλη της την τέχνη για να κεντήσει και να στολίσει τα μικροκαμωμένα ξωτικοπάπουτσα.

Και σαν τέλειωνε ένα-ένα τα ζευγάρια, τα ακουμπούσε πάνω στο πάγκο κι εκείνα άστραφταν κι έλαμπαν και γίνονταν πολύχρωμα!

5_xotikopapoutsaΤο πιο όμορφο όμως ξωτικοζεύγαρο, το έφτιαξαν για την πριγκίπισσα των ξωτικών, τη Δρυάδα.

Στο τέλος της έκτης μέρας και τα εβδομήντα επτά ζευγάρια ήταν έτοιμα.

Ο καλοσυνάτος τσαγκάρης και η ευγενική κεντήστρα ακολούθησαν τη συμβουλή της Δρυάδας κι έφτιαξαν κι από ένα ζευγάρι για τον εαυτό τους, μα δεν τα φόρεσαν. Στην τελευταία βελονιά, σώθηκε κι η μαγική ξωτικοκλωστή όπως ακριβώς το είχε προβλέψει η ξωτικοπριγκίπισσα.

Χαρούμενοι που τα είχαν καταφέρει, τα έβαλαν όλα γρήγορα μέσα στο σάκο. Έπειτα, ο τσαγκάρης τον πήρε στον ώμο του και κίνησε βιαστικός για το δάσος. Τα ξωτικοπάπουτσα ήταν τόσο ελαφριά που δεν τον βάραιναν καθόλου.

6_xotikopapoutsaΟι ξυλούληδες, με εντολή της Δρυάδας, είχαν φωτίσει το μονοπάτι που οδηγούσε στο ξωτικοξέφωτο με μικρές πυγολαμπίδες που στέκονταν στη σειρά κι έλαμπαν σαν μικρά φαναράκια, για να βοηθήσουν τον τσαγκάρη να μην χαθεί.

Ακολουθώντας τις πυγολαμπίδες, ο τσαγκάρης έφτασε γρήγορα στο ξωτικοξέφωτο που τον περίμενε η Δρυάδα με ανυπομονησία. Υποκλίθηκε με σεβασμό και της έδωσε το σάκο. Η πριγκίπισσα, τον άνοιξε και ενθουσιάστηκε σαν είδε τα καλοραμμένα και καλοκεντημένα ξωτικοπάπουτσα.

«Πω, πω! Τι καλοταιριασμένα και κομψά που είναι! Τα ξωτικά του δάσους πολύ σας ευχαριστούμε για τον κόπο σας», του είπε χαρούμενη. Έπειτα, έβγαλε από το σάκο τα δυο ζευγάρια του τσαγκάρη και της κεντήστρας, έσκυψε πάνω τους και τίναξε λιγη από την αστερόσκονη των μαλλιών της. Ύστερα η ξωτικοπριγκίπισσα τα έδωσε στον τσαγκάρη και του είπε:

«Ευγενικέ μου τσαγκάρη, η γενναιοδωρία και η καλοσύνη πάντα ανταμοίβονται. Φορέστε τα ξωτικοπάπουτσά σας, εσύ και η γυναίκα σου, και κάντε ότι σας πουν.»

Ο τσαγκάρης δεν πολυκατάλαβε τι εννοούσε η Δρυάδα μα δεν πρόλαβε να την ρωτήσει γιατί εκείνη ανοιγόκλεισε με δύναμη τα φτερά της και μεμιάς ο τσαγκάρης βρέθηκε πάλι πίσω στο μαγαζί του.

Εκεί είδε με έκπληξη, πως ο πάγκος του είχε γεμίσει μ’ ένα σωρό καινούργια δέρματα και λαμπερές κι αστραφτερές κλωστές. Αυτός κι η γυναίκα του δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους. Φόρεσαν αμέσως τα κομψά ξωτικοπάπουτσά τους και περίμεναν.

7_xotikopapoutsaΣε λίγο, πέρασε το κατώφλι του παπουτσάδικου ένας κυνηγός που ερχόταν απ’ το δάσος.

«Καλέ μου τσαγκάρη, θέλω να μου φτιάξεις ένα ζευγάρι καινούργιες μπότες γιατί οι δικές μου τρύπησαν και δεν μπορώ πια να πάω για κυνήγι», είπε στον τσαγκάρη και του έδωσε τις μπότες που φορούσε για να πάρει μέτρα.

Μα μόλις είδε τα ξωτικοπάπουτσα που φορούσε ο τσαγκάρης, του άρεσαν τόσο πολύ που του ζήτησε ευγενικά να τα δοκιμάσει. Ο τσαγκάρης τα έβγαλε και του τα ΄δωσε. Τα ξωτικοπάπουτσα ταίριαξαν αμέσως στα πόδια του κυνηγού.

«Δεν έχω ξαναδεί πιο καλοραμμένα και άνετα παπούτσια. Εύχομαι κι οι νέες μου μπότες να γίνουν το ίδιο ωραίες. Θα έρθω σε τρεις μέρες να τις πάρω», του είπε ο κυνηγός κι αφού φόρεσε πάλι τις παλιές του μπότες έφυγε.

8_xotikopapoutsaΟ τσαγκάρης κοίταξε με περιέργεια τα ξωτικοπάπουτσά του και τότε εκείνα έλαμψαν κι έκαναν πλαφ, πλαφ, πλαφ κι οι γλώσσες τους άρχισαν να μιλούν:

«Αυτός είναι ο κυνηγός του βασιλιά κι όλη μέρα κυνηγάει στο δάσος για να γεμίσει τα πιάτα στο τραπέζι του παλατιού. Τις μπότες του να τις φτιάξεις απ’ το πιο σκληρό δέρμα. Να ΄χουν διπλό πάτο για να είναι γερές και να μην γλιστρούν», του είπαν και χάθηκε πάλι η λάμψη τους.

Ο τσαγκάρης τάχασε! Θυμήθηκε όμως τα λόγια της πριγκίπισσας των ξωτικών κι έκανε αυτό που του είπαν τα παπούτσια. Έβαλε όλη του την τέχνη κι άρχισε να φτιάχνει το πιο ωραίο και γερό ζευγάρι μπότες που είχε δει ποτέ ο κόσμος.

9_xotikopapoutsaΤην άλλη μέρα, μια άμαξα σταμάτησε μπροστά στο παπουτσάδικο και μια όμορφη αρχοντοπούλα κατέβηκε και μπήκε μέσα.

«Καλέ μου τσαγκάρη, θέλω να μου φτιάξεις ένα ζευγάρι καινούργια γοβάκια γιατί τα δικά μου χάλασαν όταν έκανα βόλτα στο δάσος», του είπε χαμογελώντας και του έδωσε τα γοβάκια της για να πάρει τα μέτρα.

10_xotikopapoutsaΜα όση ώρα περίμενε, είδε τα λαμπερά και λεπτοκεντημένα ξωτικοπάπουτσα της γυναίκας του τσαγκάρη που καθόταν και κεντούσε κοντά του, και της ζήτησε ευγενικά να τα δοκιμάσει.

Εκείνη δέχτηκε με χαρά και τη βοήθησε να τα φορέσει. Τα λουλουδιασμένα και μυρωδάτα ξωτικοπάπουτσα ταίριαξαν αμέσως στα λεπτά της ποδαράκια κι η αρχοντοπούλα θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά τους.

11_xotikopapoutsa«Πω, πω! Δεν έχω ξαναδεί πιο κομψά παπούτσια. Πόσο θα ήθελα τα νέα μου γοβάκια να είναι έτσι ωραία στολισμένα! Θα έρθω σε τρεις μέρες να τα πάρω», είπε η αρχοντοπούλα στον τσαγκάρη και στην κεντήστρα. Ύστερα, φόρεσε πάλι τα παλιά ξεχαρβαλωμένα γοβάκια της κι έφυγε παραπατώντας.

Η γυναίκα του τσαγκάρη πήρε στα χέρια της τα ξωτικοπάπουτσά της κι εκείνα έλαμψαν κι έκαναν πλαφ, πλαφ, πλαφ κι οι μύτες τους κουνήθηκαν κι άρχισαν να μιλούν:

«Η αρχοντοπούλα ζει στο παλάτι του βασιλιά και είναι η καλύτερη χορεύτρια του παλατιού. Τα γοβάκια της να τα φτιάξει ο άντρας σου από μαλακό δέρμα για να γίνουν ανάλαφρα κι εσύ να τα κεντήσεις μ’ ασημένια και χρυσή κλωστή», είπαν τα παπούτσια κι η λάμψη τους χάθηκε πάλι.

Η κεντήστρα κι ο άντρας της, έκαναν ότι τους είπαν τα ξωτικοπάπουτσα κι έφτιαξαν ένα ζευγάρι ασημοχρυσοκεντημένα γοβάκια για χορό που ήταν τα πιο ελαφριά και τα πιο κομψά του κόσμου.

12_xotikopapoutsaΣε τρεις μέρες, ήρθε ο κυνηγός να πάρει τις καινούργιες του μπότες και η αρχοντοπούλα τα καινούργια της γοβάκια. Κι ήταν τόσο πολύ ευχαριστημένοι, που τα φόρεσαν αμέσως κι αντάμειψαν γερά τον τσαγκάρη και την κεντήστρα για τη δουλειά τους.

Σαν γύρισαν στο παλάτι, όλοι τους ρωτούσαν για τα νέα τους παπούτσια και σε λίγο καιρό, κόσμος πολύς άρχισε να μπαινοβγαίνει στο παπουτσάδικο και να δίνει παραγγελίες.

Ο τσαγκάρης κι η κεντήστρα, τους έβαζαν πρώτα να δοκιμάσουν τα ξωτικοπάπουτσα κι ύστερα έφτιαχναν για τον καθένα ότι επιθυμούσε η καρδιά του. Στο τέλος, είχαν τόση πολλή δουλειά που πήραν και κάμποσους βοηθούς.

13_xotikopapoutsaΜια μέρα, ένας υπηρέτης του βασιλιά ήρθε στο παπουτσάδικο και τους ανήγγειλε πως ο βασιλιας ήθελε να πάνε να μείνουν στο παλάτι για να γίνουν οι προσωπικοί του παπουτσάδες.

Έτσι κι έγινε. Κι από κείνη τη μέρα, ο φτωχός τσαγκάρης κι η όμορφη κεντήστρα ζούσαν βασιλικά, μα ποτέ δεν ξέχασαν να βοηθούν όποιον είχε ανάγκη, λέγοντας:

«Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν είναι αυτοί που έχουν περισσότερα, μα αυτοί που δίνουν περισσότερα.»

Elena_michala* Η Μυραλένα Μιχαλά είναι γέννημα θρέμμα επτανήσιων και είναι μια παραμυθού. Η νομική της παιδεία της δίδαξε την γλώσσα της δικαιοσύνης. Εργάστηκε σαν στέλεχος σε πολυεθνικές εταιρείες με το μεγαλύτερο κομμάτι της εμπειρίας της να αφορά την τηλεόραση και τα πνευματικά δικαιώματα ταινιών. Φοιτήτρια ακόμα, βρέθηκε να υπηρετεί το καθηγητηλίκι για το χαρτζιλίκι. Σύντομα διαπίστωσε πως το άθλημα αυτό της πήγαινε πολύ! Η αγάπη της για επαφή με τα παιδιά και την μαγευτική πορεία τους προς την κοινωνικοποίηση, την ώθησε στο να πλάθει για χάρη τους, ιστορίες διδακτικές μα παραμυθένιες. Οι παραμυθο-ιστορίες της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά του τοπικού ελλαδικού τύπου.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>