Τ΄ Αϊ-Βασιλειού με τους σέμπρους (Έθιμα της Πρωτοχρονιάς στη Λευκάδα) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πε, Δεκ 31st, 2020

Τ΄ Αϊ-Βασιλειού με τους σέμπρους (Έθιμα της Πρωτοχρονιάς στη Λευκάδα)

ladopita

Της Κωνσταντίνας Γεωργακάκη

Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Δυνατός νοτιάς φορτωμένος υγρασία είχε εκτοπίσει τον βόρειο άνεμο, που από τα Χριστούγεννα είχε παγώσει τα πάντα. Η αδελφή μου παταγουδιασμένη από το κρύο αντιδρούσε απαγγέλλοντας το «ο Βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει» κι εγώ με τον αδελφό μας κλαίγαμε ακούγοντας τους στίχους και τα δάκρυά μας ζέσταιναν τα χέρια μας που ήταν γεμάτα χιονίστρες.

Στη γειτονιά ετοίμαζαν τις βασιλόπιτες, δηλαδή τις λευκαδίτικες λαδόπιτες κι ο τόπος μύριζε κανέλλα και γαρύφαλλα, καθώς έριχναν με την κουτάλα το σιρόπι που κόχλαζε, στη μεγάλη μπακιρένια κατσαρόλα με το χαλβά.

2

Παρέες παιδιών από μακρινές γειτονιές έψελναν τα κάλαντα και οι νοικοκυραίοι έσφαζαν τους κοκοτούς για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.

Προσμέναμε τον Αη Βασίλη κι η προσδοκία μας δεν έφτανε πέρα από ένα μεγάλο μπαλόνι με πολλά χρώματα και τη στρούνα μας, μερικές δραχμές από τον πατέρα και τους στενούς συγγενείς, που για μας ήσαν ολάκερος θησαυρός.

3

Η Σόρα Κάτε ξεθάρρεψε με το νοτιά, εξέτασε τη δύση, τη βρήκε πιασμένη αλλά όχι σε ανησυχητικό βαθμό και αποφάσισε να πάει στον Αϊ-Γιάννη ν΄ ανάψει τα καντήλια για να μη βρει ο καινούργιος χρόνος κατασκότεινη την εκκλησία. Ο πατέρας μου προσπάθησε να την εμποδίσει, αλλά εκείνη τον διαβεβαίωσε ότι τρέχοντας θα πήγαινε, θα άναβε τα καντήλια και τρέχοντας θα γύριζε. Ξεσηκώθηκα να πάω μαζί της, έγινε φασαρία, άρχισα να κλαίω και τελικά με άφησαν να την ακολουθήσω.

4

Ξεκινήσαμε βιαστικά χωρίς προμήθειες, διότι νωρίς το απόγευμα θα είχαμε γυρίσει. Μπήκαμε στον ελαιώνα, κόψαμε από τα πιο σύντομα μονοπάτια, παρακάμψαμε σημεία που είχαν μετατραπεί σε λίμνες από τις βροχές, αντισταθήκαμε στη θέα των άγριων χόρτων, που είχαν φυτρώσει παντού και μόνο μερικές άγριες βιολέτες με το μεθυστικό άρωμα κόψαμε, για τον Άγιο.

12

Ο ελαιώνας μύριζε υγρασία και ήταν τυλιγμένος σε μια απαλή πάχνη που ίσα-ίσα έσβηνε την ευκρίνεια των σχημάτων, αλάφρωνε τους όγκους και δημιουργούσε μυστηριακή προοπτική. Τα σύννεφα στον ουρανό βάραιναν και τα πουλιά του κάμπου είχαν εξαφανιστεί.

16

Φτάσαμε πολύ γρήγορα στο βασίλειό μας. Οι βροχές είχαν κατεβάσει κοκκινόχωμα από το βουνό και οι τοίχοι του ναού, τα πεζούλια, καθώς και το καμπαναριό είχαν χρωματιστεί. Τα κυπαρίσσια ξεπλυμένα ανέδιδαν την τόσο οικεία οσμή τους, καθώς ο νοτιάς ανάδευε τους κλώνους τους και τα κυπαρισσόμηλα είχαν σχηματίσει σωρούς στο χώμα.

13

Η θάλασσα μπροστά μας ανάσαινε βαριά κι ο βράχος μόλις ξεχώριζε στη θολούρα που ολοένα και πύκνωνε, καθώς τα σύννεφα κατέβαιναν βιαστικά απ΄ τα ψηλώματα. Η Σόρα Κάτε κοίταζε συνέχεια τον ουρανό με ανήσυχο βλέμμα και βιαστικά άνοιξε το κελλί, πήρε καινούργιες καντηλήθρες και μπαμπάκι και μπήκε στο ναό για να ετοιμάσει τα καντήλια. Την ακολούθησα.

6

Ήταν σκοτεινά, είχε πολλή υγρασία και παγωνιά, ένα σωρό σαρανταποδαρούσες σεργιάνιζαν αργά στις υγρές πλάκες και ο τοίχος από την πλευρά του βουνού έσταζε υγρασία. Καθάρισε πρόχειρα τις πλάκες του δαπέδου, άναψε τα καντήλια κι εγώ ετοίμασα το θυμιατό. Πυκνό θυμίαμα απλώθηκε παντού και στο φως των καντηλιών όλα μεταμορφώθηκαν. Η ερημιά κι η εγκατάλειψη απομακρύνθηκαν και ο ναός απέκτησε την τόσο οικεία σε μας ατμόσφαιρά του. Οι αγριοβιολέτες, κατάλευκα μικρά αστέρια, είχαν κάνει κιόλας το θαύμα τους: έδιωξαν μακριά την οσμή της μούχλας και της υγρασίας…

7

Της ζήτησα να πούμε το «Φως ιλαρόν», όμως εκείνη φάνηκε πολύ βιαστική, ανασπάστηκε όλες τις εικόνες, έσβησε το θυμιατό, έκανε και την ύστατη υπόκλιση στον Άγιο, καθώς έκλεινε την πόρτα και ετοιμάστηκε να κλειδώσει την πόρτα του κελλιού για να φύγουμε.

8

Ένοιωσα απογοητευμένη και διαμαρτυρήθηκα. Ήθελα να μείνω περισσότερο, να τρέξω στην παραλία στα λημέρια μου και να φάω το ψωμοτύρι μου απαγκιασμένη στο αλμυρίκι μου. «Σκιάζομαι μη μας πιάσει το νερό, ψυχή μου», απολογήθηκε. «Μόνο για λίγο», ικέτευσα κι όταν μου χαμογέλασε, έτρεξα ακάθεκτη προς την ακρογιαλιά. Η παραλία, απέραντη λευκή, ψιλή άμμος, ήταν απάτητη και λεία, αρκετά φαγωμένη από τις φουρτούνες και με σωρούς φυκιών κατά διαστήματα.

Οι παράγκες των παραθεριστών έρημες και οι αυλές τους χορταριασμένες.

9

Μόνο τα δικά μου ίχνη υπήρχαν σ΄ ολόκληρη αυτή την απεραντοσύνη. Κοίταξα πίσω μου. Τα δασωμένα βουνά έμοιαζαν να κατηφορίζουν στο γιαλό, καθώς τα σύννεφα σπρωγμένα απ΄ τον άνεμο έτρεχαν προς τα χαμηλώματα. Το σπίτι στην άκρη του εγκρεμνού πάνω από τη θάλασσα μόλις και ξεχώριζε στη θολούρα που ολοένα και πύκνωνε. Τα θροΐσματα από τον κοντινό πευκώνα είχαν δυναμώσει, ο ορίζοντας είχε χαθεί και ο ήλιος ήταν εντελώς κρυμμένος. Ο αέρας μετέφερε πια κόκκινο χώμα, παρέσερνε τα φυτά και σήκωνε θάλασσα. Στον ουρανό, σμήνη από τριροπούλια πέταγαν ανήσυχα πέρα δώθε σε συνεχώς μεταβαλλόμενους σχηματισμούς.

10

Ένας τρομερός κεραυνός χαράκωσε τα σύννεφα στη μεριά της δύσης. Το τοπίο αγρίεψε κι άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες χοντρές στάλες. Τρέχοντας, έφτασα στο κελλί όπου η Σόρα Κάτε είχε ανάψει τη φωτιά κι έβραζε αλιφασκιά. Κάθισα στο χαμηλό σκαμνάκι και την κοίταξα ανήσυχη. «Μπόρα είναι, θα περάσει…», είπε καθησυχαστικά. Ήπια την αλιφασκιά μου κοιτάζοντας τις φλόγες ενώ από πάνω μας τα παλιά κεραμίδια δέχονταν καρτερικά τη βροχή.

Η μπόρα όμως δεν περνούσε. Αντίθετα δυνάμωνε. Οι ρονιές έγιναν μικροί καταρράκτες, η αυλή λίμνη και η φωτιά μας έμοιαζε ανίσχυρη μπροστά στη μανία των στοιχείων. Δυνάμωσε τη φωτιά, ευτυχώς υπήρχαν πολλά κούτσουρα ελιάς στη γωνιά μας και άρχισε να ψάχνει τις προμήθειές μας. Υπήρχε λάδι, ρύζι, τοματοπελτές, αλεύρι, πεκιμέζι, σταφίδες και ελιές. Ευτυχώς, η στέγη μας δεν έσταζε καθόλου κι ο χώρος είχε ήδη ζεσταθεί.

5

«Που θα πάει, όπου να ΄ναι θα σταματήσει…», μονολογούσε. Δεν σταματούσε και οι ώρες περνούσαν, έπεφτε το σκοτάδι κι ανάψαμε τη λάμπα που ήταν πάντα κρεμασμένη στον τοίχο, γεμάτη πετρέλαιο και με πεντακάθαρο το λαμπογυάλι της. Τώρα πια και να σταματούσε η νεροποντή, ήταν αδύνατο να γυρίσουμε, γιατί ο κάμπος ήταν αδιάβατος, τα μονοπάτια θα είχαν χαθεί στα νερά και δεν θα ξέραμε από που να διαβούμε μέσα στο σκοτάδι. Θα υποδεχόμασταν τον καινούργιο χρόνο στον Αϊ-Γιάννη κι Εκείνος όλο και κάτι θα οικονομούσε για μας, όπως έκανε κάθε φορά που τα πράγματα δυσκόλευαν…

Δυνάμωσε τη φωτιά και με έβαλε να πυρώνω τα κλινοσκεπάσματα για να φύγει η υγρασία ενώ εκείνη ανάπιασε το προζύμι που πάντα διατηρούσε μέσα σε πήλινο κεσεδάκι με λάδι. «Θα σου φκιάσω τηγανόψωμα με πεκιμέζι και μια νόστιμη σούπα με ρύζι και πάστα ντομάτα. Θα φάμε σα βασιλιάδες απόψε… Δόξα Σοι ο Θεός, πλούσια τα ελέη Του…»

Πύρωνα τα νοτισμένα σεντόνια στη φωτιά με ενθουσιασμό και προσδοκία. Εκεί μέσα στην ερημιά είχαμε μια γερή στέγη, με κεραμίδια πάνω από το κεφάλι μας, μια ζεστή φωτιά, μια λάμπα στον τοίχο που έδιωχνε το σκοτάδι, τον Αϊ-Γιάννη στο πλευρό μας, αλεύρι που σε λίγο θα γινόταν ψωμί και ποιος ξέρει, ο Αϊ-Βασίλης Άγιος είναι, ό,τι θέλει κάνει, μπορεί και να περνούσε απ΄ το κελλάκι μας…

Ακούσαμε χτύπο στην πόρτα. Ξεκρέμασε τη λάμπα και πήγε ν΄ ανοίξει. Η κυρά Λισσάβω η σέμπρα τυλιγμένη στον παλιό της μουσαμά, με τις γαλότσες της κι ένα μπουκάλι λάδι στο χέρι είχε κατηφορήσει από το σπίτι στην άκρη του βράχου, πάνω από τη θάλασσα, μόλις σταμάτησε κάπως η βροχή, για ν΄ ανάψει τα καντήλια της Χάρης Του, μέρα που ξημέρωνε. Παραξενεύτηκε που είδε τον καπνό και κατάλαβε πως η Σόρα Κάτε είχε αποκλειστεί απ΄ τον καιρό.

Ήταν φιλενάδες αγαπημένες και συχνά τα μιλούσαν καθισμένες στα πεζούλια τ΄ Αϊ-Γιαννιού. Με τον άντρα της και τα πέντε παιδιά τους δούλευαν ολοχρονίς την ξένη περιουσία κι έμεναν στο μικρό σπιτάκι δίπλα από το μεγάλο των αφεντικών που δέσποζε στην άκρη του βράχου. Δούλευε σκληρά από φως σε φως αλλά ήταν πάντα γελαστή και γλυκομίλητη. Κάθε φορά που περνούσε απ΄ τον Αϊ-Γιάννη, έριχνε στη γη το δεμάτι με τα ξύλα ή το κλαρί για τα ζώα που κουβαλούσε στο κεφάλι της κι έπαιρνε μιαν ανάσα κοντά στη Σόρα Κάτε.

Απόψε έδειχνε ενθουσιασμένη που την έβλεπε και μας κάλεσε να περάσουμε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στο κονάκι της. Αψήφησε τους δισταγμούς της φιλενάδας της κι επέμενε να σβήσουμε αμέσως τη φωτιά και να πάμε μαζί της όχι μόνο για το δείπνο αλλά και για να περάσουμε όλη τη νύχτα κοντά τους.

Η Σόρα Κάτε υποσχέθηκε πως θα ανεβαίναμε για το δείπνο και μετά την αλλαγή του χρόνου θα γυρίζαμε να κοιμηθούμε στο κελλί, όπου η δυνατή φωτιά είχε διώξει πια την υγρασία. Η κυρά Λισσάβω χαμογελώντας πλατιά μας είπε πως θα μας περίμεναν και θα κρατούσαν δεμένα τα σκυλιά.

Η Σόρα Κάτε ετοίμασε τότε τα πιο υπέροχα τηγανόψωμα που είχε φτιάξει ποτέ. Βλαχοπούλες και βλαχόπουλα με ματάκια από σταφίδες, κοτσίδες και φέσι στο κεφάλι. Χάραξε κεντίδια με το πιρούνι, τα τηγάνησε στο καυτό λάδι, τα τοποθέτησε προσεκτικά στην απλάδενα, τα κούπωσε και τα τύλιξε στο καθαρό μεσάλι για να διατηρηθούν ζεστά.

Σκέπασε τα κούτσουρα με τη στάχτη για να διατηρηθεί η φωτιά, χαμήλωσε τη λάμπα, πήρε τα τηγανόψωμα, μου έδωσε να κρατώ εγώ το φακό κι αρχίσαμε ν΄ ανηφορίζουμε προς το σπιτάκι των σέμπρων. Η βροχή είχε σταματήσει αλλά η υγρασία περόνιαζε. Σκοτάδι πήχτρα, νερό και λασπουριά. Τα σκυλιά, με πρώτη τη Λάμια, μας μυρίστηκαν κι αγρίεψαν. Η κυρά Λισσάβω με το λαδοφάναρό της μας περίμενε στο τέλος του μονοπατιού και φώναζε στα σκυλιά να σταματήσουν. Η μυρωδιά των ξύλων που έκαιγαν, μας υποδέχτηκε μαζί με τα παιδιά και το σέμπρο που είχαν βγει στη λιθόστρωτη αυλή. Χαρές και γέλια για τούτο το απροσδόκητο συναπάντημα παραμονή Αϊ-Βασιλειού.

Το δωμάτιο ήταν ζεστό και στρωμένο με κουρελούδες. Μύριζε σέλινο από την σούπα που κόχλαζε στη μεγάλη κατσαρόλα πάνω στην πυροστιά του τζακιού. Μπροστά του, ένα χαμηλό στρογγυλό τραπέζι κι αντικριστά δυο ντιβάνια στρωμένα με βαριά υφαντά. Χαμηλά σκαμνάκια γύρω από το τραπέζι μάζευαν εκεί την οικογένεια. Τον σέμπρο, που κανένας δεν ήξερε το όνομά του και τον αποκαλούσαν έτσι όταν δεν ήταν παρών και «του λόγου σου» όταν ήσαν πρόσωπο με πρόσωπο, τις δυο μεγάλες κόρες του και τους τρεις γιους τους, ο μικρότερος απ΄ τους οποίους ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα. Τα αγόρια έπαιζαν με στραγάλια και με μια σβούρα, που την έριχναν στο κέντρο του μικρού τραπεζιού και σε κάθε πλευρά της ήταν γραμμένες εντολές: «πάρτα όλα, βάλε δύο, πάρε τρία…», έτρωγαν στραγαλοστάφιδα και μου έδωσαν κι εμένα να φάω και να παίξω, ενώ οι αδελφές τους έτρεχαν μέσα έξω με τις ετοιμασίες. Ο σέμπρος έπινε μαύρο κρασί ακουμπισμένος στη κορφή του ντιβανιού δίπλα στο τζάκι και πρόσφερε ένα ποτήρι και στη γιαγιά μου.

Η κυρά Λισσάβω γέμισε τα πήλινα πιάτα της μέχρι επάνω με την αυγοκομμένη κοτόσουπα. Στο τραπέζι έβαλαν μεγάλες φέτες δικό τους ψωμί, που μύριζε προζύμι και τυρί που έπηζαν οι ίδιοι, καθώς και τα κομμάτια της βρασμένης κότας. Καθένας είχε το δικό του ποτήρι με το μαύρο κρασί. Η Σόρα Κάτε με τη γλυκιά χαμηλή φωνή της ζήτησε από τον Κύριο των Δυνάμεων να ευλογήσει «την βρώσιν και την πόσιν μας» και στο δι΄ ευχών ζήτησε το έλεος του Αγίου Βασιλείου που είναι: «Πατήρ ορφανών και χηρών προασπιστής και πλούτος πένησι, των ασθενούντων η παράκλησις και των εν πλούτω κυβέρνησις, γήρως βακτηρία, παιδαγωγία νεότητος και μοναζόντων αρετή…»

Φάγαμε πραγματικά σαν βασιλιάδες, όπως μου είχε υποσχεθεί. Ο Αϊ-Γιάννης, γι΄ άλλη μια φορά, είχε οικονομήσει την περίσταση. Το κρασί με είχε ζαλίσει κι ένοιωθα τόσο ανάλαφρη σαν να μην είχα σώμα. Ένα κύμα χαράς μας ταξίδευε όλους σε άγνωστες θάλασσες. Γελούσαμε και κοιταζόμασταν στα μάτια. Ρολόι δεν υπήρχε και τα ζωντανά είχαν λουφάξει απ΄ την νεροποντή. Ο ουρανός ήταν πιασμένος και δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε την ώρα από τη θέση των άστρων. Έτσι, υποδεχτήκαμε τον καινούργιο χρόνο στην τύχη και χαθήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου…

Ούτε κατάλαβα πότε και πως βρέθηκα πίσω στο κελλί στο κρεβάτι μου. Ξύπνησα το πρωί επειδή μια ακτίνα από το φεγγίτη έφτασε στα μάτια μου. Δίπλα μου υπήρχε ένα κουτί από χαρτόνι και μέσα σ΄ αυτό το κουτί στερεωμένη με σπάγγο από τα πόδια και το λαιμό μια πάνινη κούκλα ντυμένη βλαχοπούλα… Με τις μαύρες κοτσίδες της, τα γιορντάνια της, την ποδιά της, το δαντελένιο μπούστο και τα παπουτσάκια της, με τα όλα της…

Την αγκάλιασα μαζί με το κουτί χωρίς να μπορώ να το πιστέψω και τότε άκουσα τη φωνή του πατέρα μου, που ανήσυχος είχε έρθει να δει τι γίναμε.

Όλη εκείνη τη μέρα γύριζα με την κούκλα στην αγκαλιά μέσα στο κουτί της και μυστικά μέσα μου ευχαριστούσα τον Αϊ-Βασίλη που Άγιος ήταν κι όπου ήθελε μπορούσε να πάει κι έτσι έφτασε και μέχρι το μικρό κελλάκι μας στη μέση της ερημιάς και της άγριας νύχτας.

(Από το βιβλίο Σόρα Κάτε, Εκδόσεις Στοχαστής, 2007 – Τα μαύρα γράμματα στο κείμενο είναι δικά μας)

28616* Η Κωνσταντίνα Γεωργακάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκάδα. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασκεί μαχόμενη δικηγορία. Είναι παντρεμένη με τον Ευτύχη Γεωργακάκη, πολιτικό μηχανικό και έχουν δυο παιδιά. Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» έχει εκδοθεί το συλλογικό βιβλίο Αίσθηση Γυναίκας στο οποίο και συμμετέχει, ενώ κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ευθύνη» και στην εφημερίδα «Καθημερινή». Από τις εκδόσεις «Στοχαστής» έχουν εκδοθεί τα βιβλία Σόρα Κάτε (2007), Στον αστερισμό των Πλειάδων (2010) και Αγιομαυρίτικες ιστορίες (2012).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>