Ο Γλάρος Γρηγοράκης κι ο Άϊ-Βασίλης (παραμύθι) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πα, Ιαν 22nd, 2021

Ο Γλάρος Γρηγοράκης κι ο Άϊ-Βασίλης (παραμύθι)

Το παραμύθι που ακολουθεί βραβεύτηκε από τον ΕΠΟΚ σε Χριστουγεννιάτικο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του 2020 για παραμύθι.

glaros

Της Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα πανέμορφο νησί ο μικρός Φοίβος. Ήταν ευτυχισμένος, οι γονείς του τον αγαπούσαν πολύ, δεν είχαν άλλο παιδί και όταν πήγαιναν στη δουλειά, τον άφηναν με τη γιαγιά Ευδοκία και τον παππού Γρηγόρη.

Το σπίτι του ήταν κοντά στην Ασημένια παραλία, από τις καλύτερες του νησιού, με ασημένιο βότσαλο και πεντακάθαρα νερά. Κάθε Αύγουστο πολύς κόσμος, ντόπιοι και ξένοι, απολάμβαναν αυτό το δώρο της φύσης, κολυμπώντας εκεί. Ο Φοίβος όμως δεν ήθελε να πάει σε άλλο σημείο του νησιού για κολύμπι. Καθόταν με τις ώρες κι έπαιζε, με φίλους ή με τον παππού Γρηγόρη. Η γιαγιά ήταν συνήθως κουρασμένη και πολλές φορές επέστρεφε σπίτι να ετοιμάσει το φαγητό, αφήνοντάς τους εκεί. Όταν ο παππούς συναντούσε φίλους ή γνωστούς, έπιανε την κουβέντα και τότε ο Φοίβος ασχολούνταν με τους γλάρους, που δεν έλειπαν ποτέ από κει, αντίθετα με τα ναζιάρικα κρωξίματα και πεταρίσματά τους τον είχαν μαγέψει. Προσπαθούσε να τους πλησιάσει, μα αυτοί έφευγαν λίγο πιο πέρα, αναγκάζοντάς τον να τους κυνηγάει κατά μήκος της παραλίας. Κι έπειτα βουτούσαν με χάρη στο νερό, να βρούνε την τροφή τους. Ο Φοίβος ήταν θλιμμένος, που δεν μπορούσε να πετάξει μαζί τους. Ο παππούς Γρηγόρης του εξήγησε πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει, γιατί κανένας άνθρωπος δεν έχει φτερά να πετάει μαζί με τα πουλιά.

Καθώς οι μέρες περνούσαν και το Καλοκαιράκι έφτανε στο τέλος του, ο μικρός Φοίβος παρακαλούσε καθημερινά τον παππού του να τον πηγαίνει στην Ασημένια παραλία, ελπίζοντας κάτι να αλλάξει. Ένα ζεστό μεσημεράκι ένας από τους γλάρους, ο πιο καμαρωτός και πιο όμορφος, τον πλησίασε περισσότερο, γιατί κατάλαβε πως είχε στενοχωρηθεί πολύ ο μικρός θαυμαστής του. Και τότε ο Φοίβος έκανε ένα γρήγορο τρέξιμο που ο γλάρος τον φοβήθηκε και άρχισε να απομακρύνεται. Ο Φοίβος τον ακολούθησε και έτρεξε τόσο πολύ, που ο παππούς του ανησύχησε και του φώναζε να γυρίσει. Κάποια στιγμή ο Φοίβος απελπίστηκε και επιστρέφοντας στον παππού του, άρχισε να κλαίει.

Ο παππούς Γρηγόρης του έδωσε συμβουλές να μην ξανακάνει κάτι τέτοιο και να μη φοβίζει τα πουλιά, γιατί καταλαβαίνουν. Ο μικρός υποσχέθηκε να δείξει περισσότερη αγάπη και πρότεινε να δώσουν στο γλάρο το όνομα Γρηγοράκης «είναι καλός σαν εσένα παππού κι αφού οι γονείς μου δε μου έδωσαν το όνομά σου, να τον πούμε Γρηγοράκη. Πού ξέρεις, μπορεί να καθίσει να τον χαϊδέψω, αν ακούει το όνομά του». Γέλασε ο παππούς, αλλά δε χάλασε το χατίρι του Φοίβου κι έτσι καθημερινά αναζητούσαν στην παραλία το Γρηγοράκη, που τώρα ήταν πιο καλός μαζί τους!

Οι μέρες περνούσαν, ο καιρός άλλαξε, άνοιξαν τα σχολεία και ο Γρηγοράκης μάταια αναζητούσε τη συντροφιά του Φοίβου, που τώρα πια πήγαινε σχολείο. Ένα βράδυ ο Γρηγοράκης παρουσιάστηκε στο όνειρό του και μιλούσε όπως οι συμμαθητές του! Τον παρακαλούσε να μην τον ξεχάσει, γιατί οι αληθινοί φίλοι δεν ξεχνιούνται ποτέ. Το πρωί ο Φοίβος παρακάλεσε τον παππού Γρηγόρη να φύγουν νωρίτερα για το σχολείο, για να περάσουν μια βόλτα από την Ασημένια παραλία. Σάστισε εκείνος, αλλά δεν ήθελε να τον απογοητεύσει. Για κακή τους τύχη όμως ο Γρηγοράκης δεν ήταν εκεί πρωί- πρωί. Έτσι ο Φοίβος απογοητευμένος διηγήθηκε στη δασκάλα του την πρωινή του περιπέτεια. Μετά από κάμποσο καιρό, μέσα στο χλωμό Φθινόπωρο, οι άνθρωποι άρχισαν να αρρωσταίνουν βαριά από ένα θανατηφόρο ιό, αόρατο εχθρό τον ονόμαζαν! Ο Φοίβος και οι συμμαθητές του πήγαιναν σχολείο με μάσκες, έβαζαν στα χέρια τους αντισηπτικό, να μην κολλήσουν και κρατούσαν αποστάσεις . Δεν μπορούσαν να παίζουν στην αυλή όλοι μαζί και ο παππούς δεν πήγαινε το Φοίβο σχολείο, ούτε μπορούσαν να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται όπως πριν! Για άλλη μια φορά ο Γρηγοράκης ήρθε στο όνειρο του Φοίβου και του είπε να κάνει όσα οι μεγάλοι τον συμβουλεύουν και όλα θα πάνε καλά. Και πάλι εξαφανίστηκε, σαν ο Φοίβος έκανε να τον πλησιάσει.

Το παιδί δεν έβλεπε τον παππού και τη γιαγιά του, μα ούτε το Γρηγοράκη. Ήταν πολύ σκεπτικός και προβληματισμένος, αλλά τα πράγματα έγιναν χειρότερα, όταν η δασκάλα αρρώστησε βαριά από τον ιό. Την αγαπούσε τη δασκάλα του, τηλεφώνησε στον παππού και του είπε τα νέα «παππού, να κάθεσαι κλεισμένος στο σπίτι, δε θέλω να πάθεις όπως η κυρία μου και να ξέρεις πως εγώ ακούω τις συμβουλές του Γρηγοράκη, που έρχεται στον ύπνο μου και μου μιλάει». «Τον έπιασες καμιά φορά;» είπε ο παππούς απορημένος. «Όχι φυσικά, αλλά πού θα μου πάει, θα γίνει κι αυτό». Έπειτα τα σχολεία έκλεισαν και ο Φοίβος έκανε τηλεκπαίδευση με τη βοήθεια της μαμάς του κάθε μεσημέρι. Έμενε σπίτι και μόνο στη μικρή του αυλή επιτρεπόταν να κατεβαίνει, ο Δεκέμβρης είχε φτάσει, άρχισαν οι ετοιμασίες για τα Χριστούγεννα. Στόλισε με τη μαμά το σπίτι και την αυλή κι έπειτα έκανε βιντεοκλήση στον παππού και τη γιαγιά, να τους τα δείξει. Όλοι χάρηκαν, ευτυχώς που βοηθάει και η τεχνολογία!

Κόντευαν Χριστούγεννα και τα σχολεία συνέχιζαν να είναι κλειστά. Οι άρρωστοι πολλοί, ο Γρηγοράκης δεν ξαναήρθε στον ύπνο του Φοίβου, ο παππούς μακριά του, όλα στραβά. Ένα κρύο πρωινό ο Φοίβος ντύθηκε ζεστά και βγήκε στην αυλή, να την καμαρώσει στολισμένη. Ανέβηκε στο ποδήλατό του, να κάνει μια μικρή βόλτα στο λίγο χώρο της.

Ξαφνικά άκουσε μια γέρικη φωνή και γύρισε αμέσως να κοιτάξει. Ήταν ο Άι – Βασίλης στα κάγκελα της αυλής! Φορούσε μάσκα, τα ρούχα του ήταν σκούρα, είχε στην πλάτη τα δώρα και έστειλε ένα φιλάκι στο Φοίβο, που πρώτη φορά έβλεπε τον Άι – Βασίλη στα κάγκελα του σπιτιού του! Ο μικρός αισθάνθηκε αμήχανα, αλλά ο Άι – Βασίλης με τον τρόπο του τον έκανε να διώξει μακριά τις φοβίες και άρχισαν να μιλάνε «Καλώς όρισες καλέ μου Άγιε, αλλά γιατί φοράς μάσκα, γιατί ήρθες από τα κάγκελα, γιατί τα ρούχα σου είναι σκούρα;» «Γνωρίζω πως είσαι καλό παιδί, φοράω σκούρα για τους νεκρούς από τον ιό, είμαι γέρος και κινδυνεύω κι εγώ όπως ο παππούς σου, γι’ αυτό δεν αποχωρίζομαι τη μάσκα μου, κρατάω αποστάσεις, δεν μπαίνω στα σπίτια, δεν κατεβαίνω φέτος από καμινάδες. Όλοι κινδυνεύουμε, αλλά πες μου ποιο δώρο θέλεις; Γιατί έχω πολλά παιδάκια που περιμένουν, πρέπει να φύγω».

«Άγιε μου Βασίλη σε ευχαριστώ που δε με ξέχασες, δε θέλω κανένα δώρο από αυτά που κουβαλάς, έχω πολλά παιχνίδια. Μείνε να σου πω το μυστικό μου. Θέλω να μπορώ χωρίς μάσκα να αγκαλιάσω τον παππού και τη γιαγιά μου, αλλά κυρίως έχω όνειρο ζωής να μπορέσω να πάρω κοντά μου ένα γλάρο, το Γρηγοράκη. Σε παρακαλώ κάνε κάτι, έστω για λίγο, μην το μαρτυρήσεις στον παππού μου, λέει πως δε γίνεται να πετάξουν οι άνθρωποι, πως μόνο τα πουλιά πετάνε».

«Καλά λέει μικρέ μου Φοίβε, δε γίνεται να αλλάξουμε τους νόμους της φύσης, αλλά αν αγαπάς τόσο το Γρηγοράκη, το φίλο σου, κάτι θα γίνει. Όσο για τον ιό, κάποια πράγματα συμβαίνουν, για να μάθουμε να εκτιμάμε κάτι που μας παίρνουν ξαφνικά. Θα αγαπήσεις δηλαδή πιο πολύ τον παππού, τη γιαγιά, το σχολείο, γιατί τώρα σου λείπουν». «Και με το Γρηγοράκη;». «Κάνε υπομονή και θα δεις, φεύγω τώρα, να προσέχεις». Δεν πρόλαβε ο Φοίβος να αρθρώσει λέξη κι ο Άι – Βασίλης συνέχισε το δρόμο του. Κανένας από τους μεγάλους δεν πίστεψε όσα το παιδί διηγήθηκε λίγο αργότερα.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο Φοίβος μόνος και απογοητευμένος που συνέχιζε ο ιός το έργο του και εξακολουθούσαν ο παππούς και η γιαγιά να είναι μακριά του, βγήκε πάλι στην αυλή. Κοιτούσε τα κάγκελα, έκανε κρύο, οι γονείς του ήταν στο σπίτι, ο ουρανός όμως ήταν καταγάλανος. Και ξαφνικά, ο Γρηγοράκης με το περήφανο πέταγμά του! Έκρωξε δυνατά, το παιδί τρόμαξε. Ο γλάρος ήρθε δίπλα του και του είπε «Είμαστε φίλοι, έτσι δεν είναι;». «ννναι, φυσικά», ψέλισε ο Φοίβος, μένοντας ακίνητος. «Με ζήτησες από τον Άι – Βασίλη, σωστά; Ανέβα στη ράχη μου, να σε πάω μια βόλτα στην πόλη. Μόνο εγώ, εσύ κι ο Άι – Βασίλης το ξέρουμε. Είναι το μυστικό μας. Θα μου υποσχεθείς όμως πως δε θα προδώσεις ποτέ τη φιλία μας». Ο Φοίβος έγινε ελαφρύς σαν πούπουλο κι ανέβηκε στο Γρηγοράκη! Έζησαν αυτοί καλά, δεν τους είδε κανείς, έφεραν βόλτα όλη την πόλη, είδαν εικόνες που αποτελούσαν τα μυστικά τους, απόλαυσαν τη φιλία και ευχαρίστησαν τον Άι – Βασίλη , που παρά την πανδημία δεν ξέχασε την υπόσχεσή του.

Όσο για τους άλλους, έζησαν καλύτερα; Όλοι υποδέχτηκαν το νέο χρόνο με μάσκες, ελπίζοντας πως ο ιός θα φύγει και θα κάνουν όσα δεν έκαναν τη χρονιά που πέρασε, εκτός βέβαια από το Φοίβο, που με τη βοήθεια του Άι – Βασίλη είχε γνωρίσει εκτός από τη φιλία και την αμόλυντη αγάπη!

r4YR6nGvcF



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>

            









Copy Protected by Chetan's WP-Copyprotect.