Πίντα (η);
Τα δοχεία αυτά που σχετίζονται κυρίως με το ελαιόλαδο τα φωτογραφήσαμε σήμερα σε μια παλιά τσίγκινη καζάρμα στην περιοχή της Νικιάνας.
Κάπου που δείξαμε την φωτογραφία του πρώτου δοχείου μας είπαν ότι αυτό λεγόταν πίντα. Ο Πανταζής Κοντομίχης στο λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος γράφει ότι η πίντα ήταν μέτρο χωρητικότητας υγρών, ιδίως λαδιού, που χωρούσε 4 καρτούτσια. Ένα καρτούτσο ήταν περίπου 460 ml.
Άλλοι πάλι μας είπαν ότι το δοχείο αυτό απλά χρησίμευε για να γεμίζουν το λάδι στα ασκιά ή στα μεταλλικά δοχεία, κατά την μεταφορά του από το λιτρουβιό στα σπίτια. Ο Θοδωρής Γεωργάκης στο πόνημά του «Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες», περιγράφοντας την πιο κάτω παλιά φωτογραφία γράφει ότι «ο λιτροβιάρης, κρατάει την πίντα με την οποία γίνονταν το λιμπάδιασμα του λαδιού σε ασκιά και δεπόζιτα». Στη φωτογραφία αυτή η πίντα δείχνει να είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτή που φωτογραφήσαμε, αν πρόκειται όντως για το δοχείο αυτό.
Το παρακάτω μεταλλικό δοχείο χρησίμευε για την μεταφορά και αποθήκευση κυρίως του λαδιού. Αν είχε κάποια ειδική ονομασία δεν γνωρίζουμε. Αντικατέστησε τα ασκιά (δέρματα ζώων) με τα οποία γινόταν αρχικά η μεταφορά του προϊόντος αυτού. Στην πλάτη του ήταν επίπεδο για να εφάπτεται και να φορτώνεται καλύτερα στο σαμάρι των ζώων.
Η πίντα είναι μέτρο ίσο 4 καρτούτσα.
Αλλά το καρτούτσο για το λάδι ήταν μικρότερο απ το καρτούτσο για άλλα υγρά. Ήταν το μικρό καρτούτσο 365 gr και όχι το μεγαλύτερο ( για τα άλλα τα υγρά) 462 γραμμάρια.
Η αναφορά σε γραμμάρια έγινε το 1959, γιατί ώς τότε ήταν η ΟΚΑ με τα δράμια.
Η εμπορική διαχείρηση παλιά, βολευίνταν να πουλάει αδι με την πίντα και να αγοράζει με την πίντα. Διότι αγόραζε λάδι με την μεγάλη πίντα ( 4 καρτούτσα χ 462gr) και πούλαγε με την μικρή πίντα ( 4 καρτούτσα χ 365 gr) αντίστοιχα σε δράμια.
Για τούτο υπήρχαν και διαφορετικά σκεύη του ενός καρτούτσου και της πίντας.
Η Οκα το λάδι ήταν το σιγουρότερο κάπως μέτρο μέτρησης λαδιού, για έναν εσωτερικό του ειδικού βάρους λόγο.
Για τούτο υπήρχε και ανεξάρτητο δοχείο οκά λαδιού.
Στην Λευκάδα οικογένεια -του κεντρικού παζαριού- αρχόντων προπολεμικών με λιτρουβιό , την διαχείρηση του λαδιού ( αγοραπωλησία) την έπαιζε με τις πίντες ή τα καρτούτσα όπως βολευόνταν πάντα για το κέρδος. Και όπου μπορούσε βάραγε στο σταυρό.
Ευτυχώς για την εξυγίανση των συναλλαγών που το 1959 επεβλήθησαν νέα μέτρα και σταθμά ( κύρια το κιλό και το μέτρο ώς μήκος).
Αλλά και πάλι το εμπορικό κερδώο νταραβέρι, βρήκε τρόπο για πάρτυ του με το λίτρο για τα υγρά ουσιαστικλα επιβλήθηκε το λίτρο απ την Ευρώπη προοδευτικά απ την δεκαετία του 1960.
Και στην Ελλάδα με τα χρόνια η εμπορική πολιτική για το κέρδος , κατεβάζει τις ποσότητες για να αφήσει ίδιες τις τιμές. Και για τούτο φτάσαμε στις ντομάτες νούμερο 6-7-8 για τα γεμιστά στα εστιατόρια. Και στα μικρά μπουκαλάκια αναψυκτικά.
Κ
Η αγγλική οκά για λάδι, στην Αγγλική Επτάνησο, είχε καθιερωθεί ίση με 2,5 καρτούτσα λάδι. Και το καρτούτσο το όριζαν ίσο με 365 γραμμάρια σημερινά μετρημένο σε 114 Οθωμανικά δράμια).
Έτσι μια οκά λάδι την ορισαν στα 1000 ml λαδιού( λίτρο) σε βάρος, μια και το ειδικό βάρος του λαδιού είναι 0,915 περίπου.
Διαφοροποίησαν έτσι το εκάστοτε συναλακτικό καρτούτσο που ήταν εκάστοτε 144 Οθωμανικά δράμια ( 462 γραμμάρια) , και που εκάστοτε αναφερόνταν και ώς επτανησιακή λίτρα ( 144 δράμια).
Τα παλιά μέτρα και σταθμά ( πήχες, οργιές, οκάδες, δράμια, κλπ) ήταν ουσιαστικά σχέσεις εξουσίας που πάντα βέβαια βόλευαν το κέρδος των κυρίαρχων τάξεων, σαράφηδες, χρυσοκάνθαρους, κτηματίες, τσιφλικάδες, άρχοντες, και απατεώνες του κέρδους , πωλητές σπόρων στην βάση της προαγοράς στον αγροτικό τομέα , μέσα στην καθημερινότητα των τότε πολιτών ή του πόπολου ( λαού).
Οι εκμεταλευτικές αυτές κυρίαρχες ομαδες, ήταν μέσα στο Ελληνικό κράτος που εμπόδισαν λυσαλέα ώς το 1959 την εφαρμογή των νέων μέτρων ( μέτρου και κιλού ).
Αλλαγές μέτρων και σταθμών, που είχαν αρχίσει να συζητιούνται από το τέλος της δεκαετίας του 1920 και ιδιαίτερα απ το 1928 και μετά ( εκσυγχρονιστική τετραετία του Βενιζέλου).
Τα ώς τότε στο νεοελληνικό κράτος συμφέροντα ήταν δομημένα πολιτικά στην βάση κύρια των πολιτικών πληρεξουσίων που ήταν και τσιφλικάδες. Και μόνο μετά την μικρασιατική καταστροφή και την αναγκαστική το 1923 επαναστατικώ του Πλαστήρα δικαίω, απαλλοτρίωση των τσιφλικιών χωρίς αποζημίωση , σρχισε κάτι να αλλάζει , και μέσα απ τις διεκδικήσεις των λαικών μετώπων της δεκαετίας του 1930.
Η δικτατορία του Μεταξά ο πόλεμος κλπ έστειλαν το όλο θέμα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 , που πλέον οι κοινωνικές διεκδικήσεις και η ανάπτυξη της δεκαετίας του 1950 άλλαζαν και τους τρόπους διαφάνειας των συναλλαγών.
Μρς την χρεωκοπική δεκαετία του 2010, κσι όταν το κράτος επέβαλε φπα 13 ή 24% στην εστίαση για κάποιο διάστημα καιωσε διάφορα προ’ι’όντα τα παλαιομοδλητικα κόλπα της αρπαχτής των Ελλήνων ψευτοεμπόρων και χασαποταβερνιλαρηδων ή σουβλατζήδων της τσίκνας, επανέφεραν τα κολπέτα, της μείωσης της ποσότητας, για να διατηρηθεί ανέπαφοωή και να μεγαλώσει το κέρδος.
Στα γεμιστά που πουλάνε χύμα τα Ελληνικά ψευτοεστιατόρια, βάλανε ντομάρα 5 ή 6 νούμερο δηλαδή 5-6 cm διάμετρο ντομάτα για γεμιστή. Και το ίδιο και πιπεριά γεμιστή αν βάλουν. Και τα αναψυκτικά κλπ μπουκαλάκια των 200-250 ml έναντι των 330ml που ήταν.
Και σε κάθε ευκαιρία ανεβάζουν τις τιμές.