Λευκαδίτικοι θρύλοι και ιστορίες: Ο θρύλος για το «Κοντρί του Αργύρη» (του Πανταζή Κοντομίχη)
Ο βράχος που δείχνεται ως «Κοντρί του Αργύρη» στην τοποθεσία «Δημοσάρι» στην κοίτη του ομώνυμου χειμάρρου πάνω από το Νυδρί
«Είναι ατύχημα για την ιστορία ενός τόπου, που εκείνοι τραγούδησαν έναν κακούργο που και μεις μιλάμε με πνεύμα καταδικαστικό. Θάταν ένας ήρωας του τόπου αν έδινε τις δυνάμεις του όχι στο έγκλημα, μα στην υπηρεσία της Πατρίδος του, για την απελευθέρωσή της. Όμως κάθε συμπάθεια γι΄ αυτόν ήταν περιττή και άστοχη μια και δεν κατάφερε ούτε για μια στιγμή να καταλάβει, πως εχθρός του δεν ήταν οι συγχωριανοί του, αλλά εκείνοι, που πατήσανε το νησί του και του καταλύσανε τη λευτεριά».
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει με αδιαφιλονίκητα στοιχεία ο Πανταζής Κοντομίχης, ο οποίος πραγματοποίησε μία εξονυχιστική έρευνα στο τότε Αρχειοφυλακείο Λευκάδας (σημερινά ΓΑΚ-Αρχεία Ν. Λευκάδας) για τον Καλαμιτσιώτη Αργύρη Περδικάρη, τον οποίο ο λαός της περιοχής του αφιέρωσε μετά το θάνατό του το παρακάτω τραγούδι – Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία» 4 (1955) 771-776, με τίτλο «Λευκαδίτικοι θρύλοι και ιστορία. Ο θρύλος για το «Κοντρί του Αργύρη»»:
Τρία πουλάκια κάθονται στης Εγκλουβής τα μέρη
τόνα τηράει τη Βαυκερή, τάλλο το Καλαμίτσι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Δε στόπα εγώ χρυσό πουλί, δε στόπα γώ η Ελένη,
στην Εγκλουβή να μην διαβείς, μάδε να μην περάσεις,
με Κούρτη φίλο μην πιαστείς και μπέσα μην του δώσεις
γιατ’ είν’ ο Κούρτης άπιστος και θε να σε σκοτώσει;»
-«Νάθε το ξέρ’ από βραδύς, νάθε το καταλάβω
να κάμω την Πατράλαινα να κλαίει νύχτα-μέρα».
Γράφει ανάμεσα στα άλλα ο Π. Κοντομίχης: «Γεννήθηκε στο Καλαμίτσι. Η ληξιαρχική πράξη της βάφτισης του Αργύρη Περδικάρη όπως βρέθηκε στα «ληξιαρχικά βιβλία βαπτίσεως» του Καλαμιτσίου έχει έτσι: «Φεβρουαρίου 24… τη αυτή ανεδέχθη εκ του αγίου Βαπτίσματος ο Θεοδωρής Καρύδης παιδί αρσενικό του Χαραλάμπους Περδικάρη και το ωνόμασε Αργύρη».
Τι να πούμε για την ανατροφή του ως την εποχή που βγήκε στο κλαρί; Μεγάλωσε στο λόγγο, κυνηγώντας τα γίδια του από βράχο σε βράχο. Για σχολειό ούτε λόγος να γίνεται, μια και, ουσιαστικά, δεν υπήρχε εκπαίδευση τότε στο νησί. Το μεγαλύτερο ποσοστό της εξοχής δεν μάθαινε ούτε τόνομά του να γράφει. Σκοτάδι και τίποτα άλλο. Οξύθυμος και πεισματάρης δημιουργούσε συνεχώς επεισόδια. Γύρω στα είκοσι χρόνια του βγήκε στο κλαρί. Οι βιοπραγίες που στο μεταξύ είχε κάμει ήταν άμετρες. Απαιτούσε να τον προσκυνάνε και τρέμανε στο όνομά του. Έτσι απ΄ όπου περνούσε όλοι τον βοηθούσαν πρόθυμα να φυλάγεται και τον τρέφανε κιόλας.
Τον Σεπτέμβρη του 1819 έγινε η επανάσταση των χωρικών εναντίον των Άγγλων. Ο Αργύρης δεν φαίνεται από πουθενά να πήρε μέρος. Κι ήταν τότε είκοσι χρονών. Στην αλληλογραφία της Αγγλικής Διοίκησης και των Αστυνομικών που αναλάβανε την καταδίωξή του δεν γίνεται ούτε και ο ελάχιστος υπαινιγμός. Οι Άγγλοι τότε κρεμάσανε μερικούς πρωτοστάτες από τα χωριά, για τον πατριωτισμό και τη θυσία τους. Η Λευκάδα «εστέναζεν από την μάστιγα των προστατών της Επτανήσου και έντρομος εθεώρει τα λείψανα των απαγχονιζόμενων τέκνων της σειόμενα υπό των ανέμων εντός των σιδηρών κλωβίων των» (Αριστ. Βαλαωρίτης, «Έργα», Έκδ. Σ.Ω.Β. [Κ. Καιροφύλα] , τόμ. Β΄ σελ. 29). Κι΄ ο Αργύρης γύριζε τη νύχτα σαν φάντασμα και τρομοκρατούσε όλη την εξοχή. Δεν συγκινήθηκε από την Επανάσταση. Έπειτα κι αν δεν είχε αναμιχθεί τότε, θα μπορούσε μετά στα κατοπινά χρόνια να περάσει απέναντι στη Στερεά, στην Ακαρνανία, που ο αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδας είχεν αρχίσει κι΄ οι θυσίες κι΄ ηρωϊσμοί συγκινούσαν ακόμη και τις πέτρες, για να αποφύγει τουλάχιστον τη σύλληψή του, έπειτα από μία πολυετή επικήρυξη. Μα φαίνεται πως τον ενοχλούσε ο αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδος και του νησιού. Του άρεσε να εκδηλώνει την παληκαριά του στους συγχωριανούς του και να κάνει εγκλήματα χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να τον τρέμουν.
Κάποτε είχε διαφορές με έναν συγχωριανό του. Τον αναζητούσε παντού με πρόθεση να τον σκοτώσει. Εκείνος γνωρίζοντας την σκληρότητα του Αργύρη, φυλάγονταν, μα τελικά ο ληστής τον σκότωσε. Και τον σκότωσε μ΄ αυτόν τον τρόπο: Στην τοποθεσία «Κάθισμα» ανάμεσα Αγ. Νικήτα και Καλαμίτσι, ο ατυχής Καλαμιτσιώτης έβοσκε τα βόδια του. Ο Αργύρης παραφύλαξε, του πήρε το ένα βόδι, το έδεσε από ένα δέντρο και κρύφτηκε κάπου κοντά. Όταν ο άλλος πήγε ανύποπτος να λύσει το ζώο, ο Αργύρης τον τουφέκισε και τον άφησε νεκρό.
Μίαν άλλη φορά ήταν στο δάσος «Πευκούλια» μαζί με σύντροφό του Καλαμιτσιώτη. Απ΄ το ανηφορικό μονοπάτι του δάσους έτυχε να περάσει άλλος συγχωριανός του, άγνωστο αν ήταν εχθρός του ή όχι. Ο Αργύρης με το τουφέκι στα χέρια είπε στο σύντροφό του: «Που θέλεις να τον πάρω;». Ήθελε να δείξει πως είναι άριστος σημαδευτής, και τον σημάδεψε στο μέρος που του είπε ο σύντροφός του. Έπειτα τον έστειλε και διαπίστωσε πως τον πέτυχε στο ίδιο μέρις και πως τον είχε σκοτωμένο κιόλας. Φυσικά η Αστυνομία τον κατεδίωκε κι΄ ο Αργύρης ήταν διαρκώς φυγόδικος. ΟΙ Αστυνομικοί πιάσανε αρκετά άτομα από αυτά που τον βοηθούσαν. Έτσι σε μια αναφορά που στέλνει ο Επιθεωρητής της εκτελεστικής Αστυνομίας, Ιωάννης Σαβέν, αναφέρεται πως πιάστηκαν οι: Νικόλαος, Διονύσιος και Ιωάννης Παπανελλόπουλος απ΄ το Καλαμίτσι και οι: Αθανάσιος και Γεώργιος Γράψας απ΄ την Εξάνθεια (Έγγραφα Γερουσίας. Ιωάννου Σαβέν προς Τοποτηρητήν 30 Νοεμβρίου 1825. Αρχειοφυλακείον Λευκάδος).
Τότε ήταν που ερωτεύτηκε την Ελένη Περδικάρη, μια κοπέλα απ΄ το Καλαμίτσι, κόρη του Μιχάλη Περδικάρη. Ήταν λεβεντόκορμος και παλληκαράς κι΄ η Ελένη δεν φαίνεται να απέκρουε τον έρωτά του. Την ζήτησε σε γάμο μα οι γονείς της αρνηθήκανε να δώσουνε την κόρη τους σ΄ αυτόν που βρισκότανε στο λόγγο και μάλιστα σε διωγμό και που η ζωή του φυσικά δεν ήταν ασφαλισμένη. Από δω και πέρα αρχίσουν οι προστριβές και τα επεισόδιά που είχανε τόσο τραγικό τέλος (Τα παραπάνω τα παίρνουμε από την παράδοση).
Κάποτε η όμορφη συγχωριανή του πήγε έξω από το χωριό στους κήπους που ο πατέρας της είχε εκεί τον μύλο του και ένα μικρό περιβόλι με μποστανικά. Ο Αργύρης την πήρε από κοντά. «Την πείραξε» και οι διαθέσεις του δεν ήταν καθόλου καλές. Ο πατέρας έμαθε μετά από δυο-τρεις μέρες τα συμβάντα και γιόμισε από οργή και μίσος εκδικητικό. Έπιασε καρτέρι κοντά στο μύλο του και κάποτε που ο Αργύρης πέρασε από εκεί τον τουφέκισε και τον τραυμάτισε στο πόδι. Ο ερωτευμένος ληστής σύρθηκε σε μια σπηλιά της περιοχής, στην τοποθεσία «Αφελουργιά», μέσα στους βράχους. Υπόφερε φρικτά και βογγούσε σα θεριό. Και μέσα στους βαρειούς του πόνους μηχανεύτηκε να δράσει αποφασιστικά πια. Έγινε καλά. Άφησε να περάσει λίγος καιρός κι΄ έκαμε ύστερα με επιτυχία το πιο αποφασιστικό βήμα: Την απαγωγή της Ελένης.
(Συνεχίζεται)