Το Κουτί του Αμίρ (της Υπαπαντής Θερμού)
Γράφει η Υπαπαντή Θερμού
Όταν έγραψα αυτό το παραμύθι, δεν γνώριζα τον Αμίρ. Διάλεξα το όνομά του ψάχνοντας παλαιστινιακά ονόματα, βάζοντάς το μέσα σε μια στενή λωρίδα γης, ένα κουτί – σαν τη Λωρίδα της Γάζας. Εκεί φαντάστηκα ένα παιδί που παγιδευμένο έβρισκε έναν τρόπο να μιλήσει στον κόσμο: με χάρτινα καραβάκια γεμάτα λέξεις και μηνύματα ελπίδας.
Προχτές διάβασα την είδηση πως ένα παιδί με το ίδιο όνομα, ο Αμίρ σκοτώθηκε στη Γάζα, ενώ δεχόταν ανθρωπιστική βοήθεια. Δεν κρατούσε καραβάκι. Ήταν εκεί ζητώντας τροφή, ένα παιδί που ζητούσε μόνο να ζήσει.
Τώρα, κάθε φορά που σκέφτομαι τον μικρό μου ήρωα, σκέφτομαι και τον αληθινό Αμίρ. Σκέφτομαι πως τελείωσαν τα καραβάκια με τα μηνύματα ελπίδας, πως έγινε ο ίδιος ένα μήνυμα σε έναν κόσμο που βουλιάζει καραβάκια με μηνύματα ελπίδας… και κλαίω γιατί ήταν και δικός μου, γιατί του έδωσα μια προοπτική για διέξοδο που η πραγματικότητα του στέρησε…
Η Γιανκίν είχε, επίσης, σκοτωθεί σε βομβαρδισμό.
Αυτό το παραμύθι, λοιπόν, είναι για τον Αμίρ, για την Γιανκίν και για κάθε παιδί που δεν το άφησαν να μεγαλώσει.
Ακολουθεί το παραμύθι:
«Το Κουτί του Αμίρ
(Ένα παραμύθι για την απομόνωση, την φαντασία και την ελπίδα)
Ο Αμίρ ζούσε, κάποτε, σε έναν τόπο όπου όλα είχαν στενέψει περίεργα: οι δρόμοι, οι αυλές, τα παράθυρα, τα σπίτια…. Οι μεγάλοι έλεγαν πως ο τόπος τους ήταν μέσα σε μια Ζώνη. Μέσα σε μια Λωρίδα γης που όλο μίκραινε. Κανείς δεν ήξερε ποιος έβαζε τα όρια, ούτε με ποιους κανόνες. Ήταν σαν να είχαν βρεθεί μέσα σε ένα αόρατο κουτί, που τους πίεζε από κάθε πλευρά.
Ο Αμίρ δεν είχε δει πολλά πράματα στη ζωή του αλλά είχε μάθει να ξεχωρίζει όλους τους ήχους αυτού του κουτιού, ακόμα κι εκείνους που είχαν πολύ μικρές διαφορές μεταξύ τους. Ποιοι ήταν οι ήχοι του κουτιού του; Ο ήχος της σειρήνας, ο ήχος της βιαστικής φωνής που έλεγε «Μπες μέσα» ή «Τρέξε!», ο ήχος της σιωπής πριν το θόρυβο, ο ήχος της καρδιάς του που γινόταν γρήγορος. Κι εκείνος δεν είχε βγει ποτέ από εκεί…
Στο κουτί του Αμίρ δεν υπήρχε παιδική χαρά, δεν υπήρχαν παιχνίδια, δεν υπήρχαν γέλια και χαρές. Υπήρχαν μόνο αυλές με πέτρες και σκοινιά που κάποτε ήταν κούνιες. Δεν υπήρχε θάλασσα. Υπήρχε μόνο σκόνη. Δεν υπήρχαν παράθυρα ανοιχτά. Μόνο τοίχοι και σκιές.
Μα τα βράδια, ο Αμίρ έμενε ξάγρυπνος και ζωγράφιζε. Του άρεσε πολύ να ζωγραφίζει…
Με ένα ταλαιπωρημένο μολύβι και διαφορά χαρτιά που έβρισκε εδώ κι εκεί, ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε πόρτες. Πόρτες που άνοιγαν σε κήπους, σε βουνά, σε θάλασσες, σε παιδικές χαρές….. Και πάντα, πίσω από κάθε πόρτα, ένα κορίτσι που γελούσε. Δεν ήξερε ποια ήταν. Μόνο ότι τον έβλεπε κι εκείνη και γελούσε.
Μια νύχτα, άκουσε ένα τακ τακ! Παράξενος ήχος και ασυνήθιστος στο Κουτί του. Έμοιαζε με ένα ελαφρύ χτύπημα στον τοίχο. Τι ήταν αυτός ο ήχος; Πόση περιέργεια! Άνοιξε δειλά το παραθυρόφυλλο και είδε στο περβάζι κάτι περίεργο: ένα μικρό καραβάκι φτιαγμένο από χαρτί. Το πήρε στα χέρια του, το περιεργάστηκε, το ξεδίπλωσε και διάβασε το μήνυμα που είχε στο εσωτερικό του. Έγραφε: “Σε βλέπω όταν ο κόσμος κοιμάται” και από κάτω μια υπογραφή με το όνομα Γιανκίν.
Ο Αμίρ δεν ήξερε ποια ήταν η Γιανκίν. Δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά το όνομα αυτό. Ούτε φανταζόταν ποια μπορεί να ήταν. Μα από τότε και κάθε νύχτα περίμενε. Και δεν περίμενε άδικα γιατί κάθε βράδυ η Γιανκίν πάντα του άφηνε κάτι: μια ζωγραφιά με δέντρα που δεν είχε δει ποτέ, ένα ποίημα για το φως που περνά από χαραμάδες, μια λέξη που δεν υπήρχε σε καμία γλώσσα, αλλά υπήρχε μονάχα στη δική τους φαντασία.
Ο Αμίρ χαμογελούσε… Κάθε φορά χαμογελούσε με τα χάρτινα καραβάκια που έβρισκε έξω από το παραθυρόφυλλο του. Οι εικόνες που του άφηνε η Γιανκίν ήταν τόσο μακρινές για τον ίδιο… Κι άρχισε κι εκείνος να της αφήνει καραβάκια… καραβάκια με ερωτήσεις για όσα ήθελε να μάθει. Ίσως η Γιανκίν να είχε τις απαντήσεις… Και τι να ρωτούσε, άραγε, ο Αμίρ;
«Γίνεται να φυτέψεις τον ήλιο σε μια γλάστρα;»
«Γίνεται να ζωγραφίσεις ήσυχα ένα τραγούδι;»
«Μπορεί να χωρέσει η θάλασσα σε ένα κουτί;»
«Χτυπά η καρδιά πιο δυνατά όταν σε σκέφτονται;»
Ο Αμίρ και η Γιανκίν δεν συναντήθηκαν ποτέ. Κανείς από τους δυο δεν άκουσε τη φωνή του αλλού… Κανείς από τους δυο δεν έπιασε το χέρι του άλλου. Ίσως να ήταν μακριά…. Ίσως και πολύ κοντά, αλλά δεν μπόρεσαν να συναντηθούν…
Και η Ζώνη; Αυτή η Λωρίδα που όλο στένευε και πίεζε τα πάντα, που έκανε το αόρατο κουτί γύρω του να μικραίνει… ίσως να μην άλλαζε… Ποιος ήξερε αν μπορούσε να αλλάξει.. Όλα έμοιαζαν ίδια… Οι έλεγχοι, οι φόβοι, οι σιωπές και οι κρότοι. Τίποτα δεν έμοιαζε να αλλάζει στο Κουτί του.
Κάτι άλλο άλλαξε. Μέσα του…. Μέσα στον Αμίρ!
Ο μικρός Αμίρ κατάλαβε πως ένα κουτί — ίσως το πιο μικρό απ’ όλα — ζούσε μέσα του. Κι εκείνο μπορούσε να το μεγαλώσει, να του ανοίξει παράθυρα, να του δώσει χρώμα, να του δώσει φωνή. Γιατί η φαντασία δεν έχει σύνορα, δεν γνωρίσει όρια….
Και τότε, ο Αμίρ άρχισε μα φτιάχνει χάρτινα καραβάκια, πολλά καραβάκια και να μαθαίνει και στα άλλα παιδιά πώς να φτιάχνουν…. Να τα γεμίζουν με λέξεις, ζωγραφιές, ερωτήσεις και να τα βγάζουν το βράδυ στο δρόμο. Ώσπου μια μέρα, η Ζώνη — εκείνη που στένευε κάθε μέρα — γέμισε με χιλιάδες μικρά, χάρτινα καραβάκια. Όλα ταξίδευαν, όχι σε νερό, αλλά πάνω στο χώμα.
Και κάπου, λένε, σε μια γωνιά του κόσμου, κάποιο παιδί, που ένιωσε μόνο, βρήκε ένα καραβάκι στο περβάζι του. Το άνοιξε και μέσα διάβασε τη φράση
«Δεν είσαι μόνος. Μια μέρα θα γίνουμε όλοι μια αγκαλιά!»
Γιατί όταν τα παιδιά ονειρεύονται μαζί, τα κουτιά αρχίζουν να ραγίζουν και να σπάνε… από μέσα. Και μια βαρκούλα — έστω μικρή — φτάνει για να μεταφέρει το μήνυμα της ελπίδας πως τα κουτιά που όλο στενεύουν κάποτε θα σπάσουν και θα αφήσουν ελεύθερα τα όνειρα και τα παιδιά να παίζουν, να ζωγραφίζουν, να γελούν».
Συγχαρητήρια!!!