Θα επιστρέψουν στο καθολικό της Μονής της Οδηγήτριας μετά τη συντήρησή τους οι αποτοιχισμένες τοιχογραφίες που φυλάσσονται στη ΔΣΑΝΜ και το ΒΧΜ
Η καλύτερα σωζόμενη και επιβλητική τοιχογραφία της Ανάληψης από την ανατολική πλευρά του ναού (ΒΧΜ)
Με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού, που υπογράφεται από την κ. Ολυμπία Βικάτου, Προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, εγκρίθηκε η μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης των αποτοιχισμένων τοιχογραφιών και του ξυλόγλυπτου τέμπλου της Ιεράς Μονής Υπεραγίας Θεοτόκου Οδηγήτριας Απόλπαινας στη Λευκάδα, με τον όρο το σύνολο των αποτοιχισμένων τοιχογραφιών του μνημείου, δώδεκα τεμάχια που φυλάσσονται στη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων (ΔΣΑΝΜ), δύο τεμάχια που φυλάσσονται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (ΒΧΜ) και το τμήμα του διακόσμου του ναού που εκτίθεται σε αίθουσα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, να επιστρέψουν και να επανατοποθετηθούν στο μνημείο.
Η Ανάληψη και οι τοιχογραφίες του ανατολικού τοίχου όπως εκτίθενται στο ΒΧΜ
Όπως σημειώνει στη διπλωματική του εργασία «Ιερά Μονή Οδηγήτριας Λευκάδας. Ιστορία-Αρχιτεκτονική-Ζωγραφική» που εκπονήθηκε το 2024 στα πλαίσια του διϊδρυματικού προγράμματος Μεταπτυχιακών σπουδών: «Ελλάδα: Εκκλησιαστική Ιστορία και Πολιτισμός», από τα τμήματα Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Πρωτοπρεσβύτερος Παναγιώτης (Πάνος) Ζαβιτσάνος, μια πρώτη κακοποίηση είχαν υποστεί οι τοιχογραφίες κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1479-1684) από τους βανδαλισμούς των Οθωμανών κατακτητών. Καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό τα πρόσωπα των μορφών και ασβεστώθηκαν όλες οι παραστάσεις, μια πάγια τακτική των Οθωμανών όταν καταλάμβαναν χριστιανικούς ναούς και τους μεταποιούσαν σε τζαμιά. Είναι εμφανείς οι αλλοιώσεις ιδιαιτέρως των προσώπων καθώς και οι επιζωγραφίσεις από την περίοδο της Τουρκοκρατίας με φράσεις από το κοράνι.
Η Ανάληψη και οι υπόλοιπες τοιχογραφίες του ανατολικού τοίχου πριν την αποτοίχισή τους
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, οι τοιχογραφίες ήταν καλυμμένες με πολλαπλά στρώματα ασβέστη και κανείς δεν υποψιάζονταν την υψηλή τέχνη που κρύβονταν πίσω από αυτά τα επιχρίσματα. Όταν το 1953, προσωπική έρευνα του κορυφαίου ιστορικού της Λευκάδας Πάνου Ροντογιάννη τις έφερε στο προσκήνιο, άρχισε να γίνεται εντονότερο το ενδιαφέρον για το μνημείο. Ο Ροντογιάννης με προσωπική του πρωτοβουλία και με τη συνδρομή κάποιων ακόμη φίλων του με τις ίδιες ευαισθησίες και με κίνητρο την αδιαφορία των αρμοδίων αρχών, άρχισαν να αποκαλύπτουν από τους ασβέστες τον κρυμμένο τοιχογραφικό διάκοσμο και να προβάλουν στο φως το σκοτεινό και ένδοξο παρελθόν του. Η πρωτοβουλία αυτή ήταν το πρώτο ερέθισμα για να κινητοποιηθούν τα αντανακλαστικά των αρμόδιων φορέων. Οι «αυθαίρετες» όμως αυτές επεμβάσεις, όσο κι αν προσέβλεπαν στην καλή αγωνία διάσωσης του μνημείου, δημιούργησαν και προβλήματα, καταστρέφοντας έτι περεταίρω κάποια σημεία τους, που ένα εξειδικευμένο συνεργείο θα μπορούσε να προλάβει. Ωστόσο δεν μειώνουν καθόλου την αξία της προσπάθειας, τον κόπο, το προσωπικό και οικονομικό κόστος του Ροντογιάννη χωρίς τη συμβολή του οποίου είναι αβέβαιο αν θα είχαν διασωθεί ακόμη και στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα.
Η επέμβαση της Αρχαιολογικής Εταιρείας το 1960, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών Δημητρίου Πάλλα (+1995) και των συνεργατών του, πρωταρχικά απέβλεπε στην προστασία των τοιχογραφιών από την υγρασία και στην ενίσχυση της τοιχοποιίας, η οποία βρισκόταν υπό κατάρρευση. Η στέγη του μνημείου που από ετών είχε υποχωρήσει και η ανοιγμένη τοιχοποιία παρουσίαζαν ένα μνημείο παραδομένο στη μανία των φυσικών φαινόμενων και στην ευλαβή, όμως ελλειπή και όχι εξειδικευμένη, φροντίδα των κατοίκων της περιοχής. Στερεώθηκαν πρωταρχικά με ειδικές επεμβάσεις οι τοίχοι και αποκαλύφθηκαν οι τοιχογραφίες σε ολόκληρο τον ανατολικό και τον νότιο τοίχο, καθώς και στο ανατολικό τμήμα του βόρειου τοίχου.
Παράλληλα, αποφασίστηκε η αποτοίχιση τους, η οποία έλαβε χώρα σε δύο φάσεις. Στο δίμηνο Σεπτέμβριος και Οκτώβριος 1968 αποτοιχίστηκαν οι τοιχογραφίες του νότιου τοίχου με υπεύθυνη τη συντηρήτρια κ. Φλωρεντία Ασημάκου και τον Μάρτιο του 1969 αφαιρέθηκαν οι τοιχογραφίες του βόρειου και ανατολικού τοίχου.
Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του τοιχογραφικού διακόσμου διασώθηκε και αποτοιχίστηκε, αφήνοντας στους τοίχους ελάχιστα σκόρπια σπαράγματα τοιχογραφιών που διακρίνονται αμυδρά. Οι τοιχογραφίες μεταφέρθηκαν για συντήρηση και προσωρινή φύλαξη στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος τους έχει συντηρηθεί και εκτέθηκε από το Μουσείο κατά το χρονικό διάστημα, από τις 20 Δεκεμβρίου του 2000 έως και τις 28 Φεβρουαρίου του 2001. Αντιπροσωπευτικά μέρη του, παρέμειναν σε μόνιμη έκθεση του Μουσείου που συνθέτουν την ενότητα: «Η πνευματική και καλλιτεχνική κινητικότητα του 15ου αι.». Η έκθεσή τους συνετέλεσε στη μελέτη και ερμηνεία τους, τόσο για την τέχνη την οποία εκπροσωπούν, όσο και για το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο δημιουργήθηκαν.
Φράσεις από το Κοράνι στις παλιές τοιχογραφίες
Φαίνεται μέχρι και σήμερα η καταστροφή των προσώπων των παραστάσεων κατά την Οθωμανική περίοδο
Όσο όμως κι αν οι τοιχογραφίες αυτές αποτελούν τα «λείψανα ενός συνόλου κακοποιημένου από τους ανθρώπους και τους φορείς τους» δεν παύουν να αποτελούν ένα σημαντικότατο δείγμα του συμφυρμού του βυζαντινού και υστερογοτθικού στυλ που έλαβε χώρα στο νησί κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1292-1479) αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα τους.
Για την ταυτότητα του δημιουργού των τοιχογραφιών γράφει ο π. Πάνος Ζαβιτσάνος: «Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταυτότητα του δημιουργού των τοιχογραφιών, η οποία παραμένει άγνωστη, αφού δεν έχει διασωθεί κάποια επιγραφή στις παραστάσεις ή κάποια άλλη μαρτυρία που να προσωποποιεί τον τεχνίτη. Άλλωστε, οι μεταβυζαντινοί ζωγράφοι σπάνια υπέγραφαν τα έργα τους και ακόμη σπανιότερα τα χρονολογούσαν, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την αποκάλυψη της ταυτότητας του δημιουργού. Παρά την άγνοιά μας αυτή είναι ευρέως αποδεκτό ότι η εικονογράφηση έλαβε χώρα κατά το 1450, έτος γενικής ανακαίνισης της μονής όπως μαρτυρεί η εντοιχισμένη επιγραφή της εισόδου και μάλιστα με χορηγούς τον Ιάκωβο Ρούφο ή Rosso και τη Ζαμπία. Ο Ιάκωβος, ως Φράγκος αξιωματούχος και χορηγός της μονής σίγουρα έδωσε το δικό του στίγμα και στον εικονογραφικό διάκοσμο.
Η εντειχισμένη επιγραφή στην είσοδο της Μονής. Σύμφνα με νεότερη ανάγνωση της καθηγήτριας Α. Σταυροπούλου, το κείμενο έχει ως εξής: ΤΟ ΘΕΙΟΝ ΕΝΤΑΥΘΑ ΑΝ – Α{ΓΕΙ}ΡΕΙ ΙΑΚΟΒΟΣ ΚΑΙ ΖΑΜΠΙΑ –
ΟΥΤΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ ΚΑΘΩΣ – Θ{ΜΛ}ΩΘΗ ΤΟ ΚΤΗΤΟΡΙ – {ΕΤΟΥΣ} ΣΤ ΝΗ
Οι τοιχογραφίες χαρακτηρίστηκαν ως έργα υψηλής ποιότητας, δομημένες σε ένα πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα, το οποίο υπαγορεύθηκε από τους επιφανείς χορηγούς του και τους μοναχούς του κοινοβίου. Η διαπίστωση αυτή φανερώνει τον συνδυασμό δύο διαφορετικών κόσμων όπως αποτυπώνονται από τις αντίστοιχες παραδόσεις τους. Από τη μια, οι δυτικογαλουχημένοι χορηγοί και από την άλλη, οι ένοικοι μοναχοί εκφραστές της Βυζαντινής παράδοσης, συναντώνται για να αποδώσουν στο μνημείο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και το πετυχαίνουν. Χαρακτηριστικό της τάσης αυτής είναι η συνάντηση του όψιμου παλαιολόγειου στυλ (1350-1453) με το όψιμο γοτθικό (ή διεθνές, αυλικό, ωραίο, μαλακό) ύφος της Δύσης (περ. 1380-1430) που γύρω στα 1400 διαδίδεται ευρύτερα στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη.
Ωστόσο ο καλλιτέχνης μένει πιστός στις αρχαίες μεθόδους ζωγραφικής με τις πλαστικές ζωγραφικά αποδομένες μορφές, τον αυθορμητισμό στην κίνηση, την περιορισμένη χρήση του περιγράμματος και την πλούσια ανάμειξη των χρωμάτων που διαβαθμίζονται με ιδιαίτερη επιτυχία, γεγονός που αποβαίνει βασικό καλλιτεχνικό μέσο για την αρμονική ένταξη των μορφών στο χώρο και τη δημιουργία της τρίτης διάστασης.
Η δυσκολία όμως διατύπωσης με σιγουριά της προέλευσης του τεχνίτη παραμένει για δύο κυρίως λόγους. Από τη μία, οι τοιχογραφίες δεν έχουν τεχνοτροπικό παράλληλο και από την άλλη, η διατήρηση τους είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Υποθετικά μπορούμε να διατυπώσουμε την άποψη πως πρέπει να εκτελέστηκαν από ιταλό ζωγράφο αν κρίνουμε από την τεχνοτροπική μοναδικότητα του διακόσμου ή από ιταλίζοντα βυζαντινό που καθώς δεν έβρισκε στις δικές του παραδόσεις τις δυνατότητες γι’ αυτή την ανανέωση που επιθυμούσε στράφηκε προς τα παραδείγματα που του πρόσφερε η Ιταλία. Ανάλογη παρουσία της ιταλικής τέχνης συναντάμε και στην Κωνσταντινούπολη σε μια τοιχογραφία που κοσμούσε αρκοσόλιο πάνω από ένα τάφο στο δυτικό τοίχος του νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη (Καχριέ Τζαμί).
Συμπερασματικά, με βάση τα παραπάνω θα μπορούσαμε εύλογα να υποθέσουμε, ότι ο δημιουργός των τοιχογραφιών καλέστηκε από τους ανακαινιστές από κάποιο άλλο καλλιτεχνικό κέντρο, πιθανότατα την Κωνσταντινούπολη και του ζητήθηκε να εκφραστεί συνδυάζοντας τόσο την τοπική βυζαντινή παράδοση, όσο και την νέα τάση στη τέχνη που εκφράζονταν μέσα από τους ανακαινιστές και τις δυτικές καταβολές τους. Ο δημιουργός συνδύασε με μεγάλη επιτυχία το εγχείρημα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη και τις δύο παραδόσεις, παραδίδοντας εκπληκτικά δείγματα της μίξης αυτής που χαρακτηρίζονται μοναδικά στον ελλαδικό χώρο».
Ο ναός της Οδηγήτριας υπήρξε άλλοτε καθολικό μονής. Κτίστηκε στα μέσα του 15ου αιώνα και αποτελεί ένα από τα παλαιότερα βυζαντινά μνημεία της Λευκάδας. Σύμφωνα με την παράδοση εδώ μόνασε η Ελένη Παλαιολογίνα, αδελφή του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου και πεθερά του τελευταίου δούκα της Λευκάδας, Λεονάρδου Β΄ Τόκκου. Πιθανόν με την Ελένη Παλαιολογίνα συνδέεται η τοιχογράφηση του ναού. Οι τοιχογραφίες, εξαιρετικής ποιότητας, ανάγονται στα μέσα του 15ου αιώνα. Στις αρχές του 18ου αιώνα ο ναός ήταν μετόχι της μονής Αγ. Ιωάννη Θεολόγου στην Καρυά και είχε σημαντική κτηματική περιουσία ως το 1927, που απαλλοτριώθηκε.
Ο ναός της Παναγίας Οδηγήτριας βρίσκεται στην Απόλπαινα, χωριό 2 χιλιόμετρα νότια της πόλης της Λευκάδας. Είναι μονόκλιτος ξυλόστεγος ναός, με τρίπλευρη αψίδα στα ανατολικά, στην οποία ανοίγεται δίλοβο παράθυρο. Οι τοίχοι του ναού είναι κτισμένοι με αργολιθοδομή ενώ τα κατώτερα τμήματα και η αψίδα εξαίρονται με πλινθοπερίκλειστες πέτρες. Η είσοδος γίνεται από θύρα στη βόρεια πλευρά του ναού. Στο εσωτερικό σώζονται τοιχογραφίες στο νότιο και στον ανατολικό τοίχο. Από τον ανατολικό τοίχο προέρχεται μνημειακή παράσταση της Ανάληψης, η οποία αποτοιχίστηκε και φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.
Διαβάστε εδώ την διπλωματική εργασία «Ιερά Μονή Οδηγήτριας Λευκάδας. Ιστορία-Αρχιτεκτονική-Ζωγραφική» (2024) του Πρωτοπρεσβύτερου Παναγιώτη (Πάνος) Ζαβιτσάνου.