Για τον «Αμερικάνο» του Παπαδιαμάντη από τον Δ, Βερύκιο στους Πηγαδησάνους
Της Χριστίνας Μιχαλά
Υπάρχουν Χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις και υπάρχουν εκείνες οι σπάνιες στιγμές όπου ο λόγος γίνεται μνήμη, προσευχή και ανθρώπινη εξομολόγηση. Η παρουσίαση του αριστουργηματικού διηγήματος «Ο Αμερικάνος» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025 στις 19:00 στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Πηγαδησάνων Λευκάδας, ανήκει αναμφίβολα στη δεύτερη κατηγορία.
Είμαι απόλυτα σίγουρη πως: Ο Δημήτρης Βερύκιος, με αφήγηση που κατοικεί το παπαδιαμαντικό σύμπαν, «εκριζώνει» τον Αμερικάνο από τη σιωπή των αιώνων και τον αντιπαραβάλλει στο σήμερα. Ανασύρει από το βάθος του κειμένου τον πόνο της ξενιτιάς, τη σιωπηλή αντοχή της αναμονής και τη λεπτή, σχεδόν άηχη, δικαίωση της αγάπης. Η σκηνοθετική του ματιά σέβεται απολύτως τον ρυθμό και το ήθος του συγγραφέα, αφήνοντας τον λόγο να αναπνεύσει και το συναίσθημα να ωριμάσει.
Η μουσική και το τραγούδι της Λουκίας Γκαρδιακού λειτουργούν ως εσωτερικός παλμός της αφήγησης, ως δεύτερη φωνή της νοσταλγίας. Το ακορντεόν γίνεται ανάσα λιμανιού, δρόμος μακρινός, καρδιά που σφίγγεται και ξανανοίγει.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο τόπος: Ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Πηγαδησάνων μετατρέπεται σε φυσικό καταφύγιο του παπαδιαμαντικού λόγου. Εκεί όπου η πίστη, η ταπεινότητα, η αγάπη και η σιωπή συνυπάρχουν, ο «Αμερικάνος» επιστρέφει όχι μόνο στον τόπο του, αλλά και στη συλλογική μνήμη. Πρωτοβουλίες όπως αυτή του Πολιτιστικού Συλλόγου Πηγαδησάνων δεν τιμούν απλώς τα Χριστούγεννα… υπενθυμίζουν τι σημαίνει πολιτισμός με ρίζες, μετριοφροσύνη και ουσία.
Ας μου επιτραπούν λίγα λόγια….
Η εισαγωγική εικόνα του έργου (“Τοῦ Δημήτρη τοῦ Μπέρδε τό μαγαζί ὡμοίαζε… μέ βάρκαν…”) δεν είναι απλώς παρομοίωση… είναι σκηνοθεσία. Το παντοπωλείο/καπηλειό γίνεται θαλασσινό σκάφος σε φουρτούνα: άνθρωποι-επιβάτες, φωνές-κύματα, κέρματα-βροχή, κι ο Μπέρδες κυβερνήτης που τρέχει με “τρικυμίαν εἰς τὴν ὄψιν” και “γαλήνην ἐν τῇ καρδίᾳ”. Έτσι, πριν καν μπει ο «ξένος», ο συγγραφέας έχει στήσει το σύμπαν: ο τόπος παραπαίει, αλλά η ζωή συνεχίζει – με αγορές, με βιασύνη, με μικροκέρδη, με νοθευμένα κεράσματα, με την καθημερινή μας ηθική ασάφεια.
Και μέσα σε αυτή τη φουρτούνα, εμφανίζεται ο Αμερικάνος ως “προσωπίδα”: πρόσωπο με “ἐπίχρισμα… εὐζωίας καὶ πολιτισμοῦ”, κάτω από το οποίο κρύβεται η αληθινή καταγωγή. Εδώ ο Παπαδιαμάντης λέει κάτι σκληρό και λεπτό μαζί: η ξενιτιά δεν σε αλλάζει μόνο εξωτερικά… σε κάνει δίγλωσσο στη μνήμη, ξένο στη δική σου ρίζα. Γι’ αυτό η γλώσσα του ήρωα σπάει, ανακατεύει αγγλικά, ιταλικά, κι όμως η ψυχή του καταλαβαίνει πριν καταλάβει η γλώσσα.
Το πιο συγκλονιστικό είναι η ηθική λεπτότητα του κειμένου: ο ήρωας δεν εισβάλλει στη ζωή που άφησε πίσω. Προτιμά να πληρώσει με ένα “ντόλλαρ” δυο παιδιά για δυο λέξεις αλήθειας, να αφουγκραστεί από το σκοτάδι, να γονατίσει στα χαλάσματα της πατρικής εστίας. Εκεί ο Παπαδιαμάντης κάνει τη νοσταλγία πράξη σώματος (γονυκλισία στα κρύα λιθάρια) και την κάνει αθόρυβη — χωρίς ρητορεία, μόνο με ένα “ἐσπόγγισε τοὺς ὀφθαλμούς του”.
Και μετά έρχεται η αντιστροφή-θαύμα: το σπίτι που “δὲν ἔχουμε κανένα” γίνεται κατάφωτον. Η ελπίδα δεν έρχεται με μεγάλα λόγια, έρχεται με φως στο παράθυρο και με ανθρώπους που ξαναβρίσκουν το δικαίωμα να χαρούν “ἐν πάσῃ χαρᾷ καὶ σεμνότητι”.
Γιατί τον «Αμερικάνο» το 2025;
Στο σήμερα, ο «Αμερικάνος» χτυπάει ίσως πιο δυνατά απ’ ό,τι το 1891. Η ξενιτιά δεν είναι “παλιά ιστορία”. Είναι τα παιδιά που έφυγαν για δουλειά, οι γονείς που γερνούν με ένα “πότε θα γυρίσεις;”, τα σπίτια που μένουν μισοκλειστά.
Θαρρώ πως επικράτησε στην επιλογή για να μας θυμίσει ποιοι πραγματικά είμαστε… Με τα λόγια του Παπαδιαμάντη ο Δημήτρης Βερύκιος μας ταρακουνάει. Χτυπάει στο ευαίσθητο σημείο της σύγχρονης αποξένωσης, της υστερίας των φωτεινών επιγραφών και της ψηφιακής μοναξιάς που βαφτίζουμε «επικοινωνία».
Είμαστε η γενιά που πέτυχε τα πάντα, που ταξίδεψε παντού και “δικτυώθηκε” παγκόσμια, αλλά που συχνά νιώθει το κενό να την καταπίνει. Γιατί οι ζωές μας γέμισαν «ξίκικα» (ψεύτικα) «νομίσματα»:
Επιτυχίες που γυαλίζουν στις οθόνες αλλά δεν φέρνουν γαλήνη.
Φιλίες των «likes» που δεν αντέχουν σε μια δύσκολη σιωπή.
Αγάπες που καταναλώνονται γρήγορα, χωρίς να προλάβουν να ριζώσουν.
Λόγια ηχηρά, που ενώ ακούγονται σπουδαία, στερούνται αλήθειας και αντίκρισμα ψυχής.
Κουβαλάμε στις τσέπες μας έναν πλούτο ελλιποβαρή, που ενώ βαραίνει το βήμα μας, δεν μπορεί να εξαγοράσει ούτε μια στιγμή πραγματικού νοήματος.
Η Επιστροφή: Μια Απόφαση Ζωής
Μέσα στον Ιερό Ναό, ο Δημήτρης Βερύκιος μας προκαλεί να πετάξουμε την «προσωπίδα» του ξένου. Μας προσκαλεί να γίνουμε από «μονάδες» ξανά «κοινότητα». Η συγκλονιστική μελωδία από το ακορντεόν της Λουκίας Γκαρδιακού μας θυμίζει ότι η επιστροφή δεν είναι ταξίδι, είναι απόφαση.
Αυτή η βραδιά είναι η στιγμή που:
Θα θυμηθούμε τη δική μας «Μελαχρώ» — εκείνο το κομμάτι μας που περιμένει υπομονετικά να το προσέξουμε.
Θα νιώσουμε το κρύο του σπιτιού που αφήσαμε ακατοίκητο από αγάπη.
Θα αφήσουμε, έστω για μια ώρα, τα «ξίκικα νομίσματα» της ζωής μας στην άκρη.
Αυτή η συνάντηση δεν είναι μόνο «πολιτισμός». Είναι μια ανάσα αλήθειας. Δεν έχει σημασία αν θα συγκινηθούμε. Σημασία έχει αν θα νιώσουμε, έστω και για λίγο, το βάρος της ύπαρξής μας.
Εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία σε αυτή τη σπουδαία πρωτοβουλία. Όχι μόνο για την καλλιτεχνική της αρτιότητα -όλα το υπόσχονται- αλλά γιατί τέτοιες στιγμές λειτουργούν ως αντίβαρο στη ξηρασία των καιρών μας. Καλή επιτυχία και θερμά συγχαρητήρια στον Πολιτιστικό Σύλλογο Πηγαδησάνων που επιμένει να προσφέρει ένα πνευματικό αντίδωρο και να θυμίζει πως ο πολιτισμός είναι η μόνη πατρίδα που δεν μας προδίδει ποτέ.










































































