Η Οδύσσεια ενός κινηματογραφιστή – Μέρος 15ο | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πα, Απρ 15th, 2016

Η Οδύσσεια ενός κινηματογραφιστή – Μέρος 15ο

παλια_κινηματογραφική_μηχανη_2 Η «Οδύσσεια ενός κινηματογραφιστή» είναι η ιστορία του μπάρμπα-Λία του Λάζαρη και του γιου του Θοδωρή, συνεργάτη και συνοδοιπόρου του μπάρμπα-Λία και συγγραφέα του παρόντος πονήματος, που περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά και πολλές αναφορές στην δύσκολη, ιδιαίτερα για την Αριστερά, εποχή εκείνη.

Ο μπάρμπα-Λίας και ο γιος του ο Θοδωρής ήταν οι πρώτοι πλανόδιοι κινηματογραφιστές στην ύπαιθρο, και όχι μόνο, της Λευκάδας.

Συνέχεια από το 14ο Μέρος

Του Θοδωρή Λάζαρη

1968: Μετά τις γιορτές πηγαίνω στην Αθήνα, στην κινηματογραφική εταιρεία «Αφοί Κυριακόπουλοι». Με τον διευθυντή της εταιρείας πάντα συζητούσαμε σε κλίμα οικειότητας και συχνά αναφερόμαστε στην πολιτική κατάσταση. Λέγαμε ότι δεν πάνε καλά οι δουλειές, αλλά ακόμα συζητούσαμε και για τις διώξεις και τα βασανιστήρια. Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη και την ταραχή μου, όταν μπαίνοντας μέσα βλέπω τον διευθυντή με στολή αξιωματικού. Πριν όμως προλάβω ν΄ αρθρώσω λέξη, ο διευθυντής με χτυπά φιλικά στον ώμο και μου λέει: «Μη φοβάσαι, ρε! Ούτ΄ εγώ είμαι με τη Χούντα. Υπάρχουν και έντιμοι αξιωματικοί!»

Μέχρι την Άνοιξη πηγαίνουμε τακτικά στο Ξηρόμερο. Επιλέγουμε κυρίως τα χωριά που έχουν πολλούς αριστερούς. Κι αυτό, για να μην εκθέτουμε τους εαυτούς μας αλλά και τους φίλους μας στους χαφιέδες και τους Τεατζήδες. Φυσικά αποφεύγαμε και ταινίες με Θεοδωράκη, Ειρήνη Παππά, Μελίνα Μερκούρη, Καρούσο, Κατράκη και γενικά έντονα χαρακτηρισμένους. Περιοριζόμαστε σε ταινίες με τον Ξανθόπουλο, τον Βέγγο, τον Κωνσταντάρα…, που και λαϊκή απήχηση είχαν και έμμεσα περνούσαν κάποια προοδευτικά μηνύματα.

Στο Θύριο έρχεται ο χωροφύλακας και μου ζητάει δίσκους του Θεοδωράκη. Του λέω ότι μου τους πήρε η αστυνομία στους Σφακιώτες και την Καρυά. Φεύγοντας ο χωροφύλακας, βάζω το «Άπονη ζωή». Πίσω ο χωροφύλακας! Με παίρνει και με πάει στο Σταθμό· μαζί και ο δίσκος. Βλέποντας ο νωματάρχης ότι ο δίσκος δεν είναι του Θεοδωράκη, με ειρωνεύεται: «Κράτα τους δίσκους σου, γιατί σύντομα θα γίνεται εξουσία και θα χρειαστούν!». «Δεν ξέρεις, όλα γίνονται! Αγάλι αγάλι γίνεται κι η αγουρίδα μέλι!», του απαντώ. Ακούγοντας τη φωνή μου ο αξιωματικός, ο Πανέλης, που βρίσκονταν στο διπλανό γραφείο, απευθύνεται σ΄ εμένα:

-Τι έγινε, ρε Λάζαρη; Πως πάει το Κόμμα;

-Πολύ καλά κύριε Πανέλη· φουντώνει! Έχεις χαιρετισμούς από τον ξάδελφό σου, τον μπάρμπα-Πάνο.

-Έχει πολύ μυαλό κι αυτός σαν εσένα. Γι΄ αυτό γύρισε όλες τις φυλακές κι όλα τα ξερονήσια!

Ο Πανέλης καταγόταν από αριστερή οικογένεια, από την Καρακουνησιά της Άρτας και υπηρετούσε στην Εγκλουβή. Γι΄ αυτό και η γνωριμία μας. Με τον ξάδελφό του ήμαστε φίλοι και αργότερα, με την κατάρρευση του κινηματογράφου, γίναμε και συνεργάτες, ψαρέμποροι.

Μετά τον κινηματογράφο προσπαθούσαμε «να το ρίχνουμε λίγο έξω», για εκτόνωση. Παρέα με λίγους εκλεκτούς φίλους και προοδευτική μουσική… Στο Βλυχό είχα φίλο τον γραμματέα της κοινότητας, τον Αλέκο τον Αρματά. Ένα βράδυ μου προτείνει να πάμε στον Πόρο σ΄ έναν φίλο τον Αντρέα τον Κονιδάρη. Ο Αντρέας φέρνει στο καφενείο που καθόμαστε τον δίσκο «Καταχνιά». Μετά το γλέντι του ζήτησα τον δίσκο να τον βάζω στο πικ-απ. Κι ο Αντρέας συγκινημένος μου λέει: «Εγώ είμαι άρρωστος· σύντομα θα πεθάνω. Κράτησε το δίσκο να με θυμάσαι!». Ο δίσκος δυστυχώς δεν έζησε για πολύ. Τα καλά τελειώνουν γρήγορα! Ένας χωροφύλακας στους Σφακιώτες αργότερα μου τον έσπασε. Μάταια προσπάθησα να τον πείσω ότι και απαγορευμένος δεν ήταν ο δίσκος και -το κυριότερο- ότι είχε μεγάλη συναισθηματική αξία για ΄μένα, ως δώρο αγαπημένου φίλου, που δεν βρισκόταν πια στη ζωή…

Το εργαστήρι επίπλων του Φίλιππου του Φέτση το είχαμε κάμει «γιάφκα». Συχνά τα βράδια μαζευόμαστε εκεί, ακούγαμε Θεοδωράκη, ξένους σταθμούς, Ντόιτσε Βέλε, Φωνή της Αλήθειας, BBC… και βέβαια συζητούσαμε για τα πολιτικά δρώμενα και το πολιτικό μέλλον.

1969: Αρχές του χρόνου είχα γνωρίσει μια ωραία κοπέλα. Ο φίλος μου όμως και μέντροράς μου Ποσειδώνας Λογοθέτης με απέτρεψε από το να προχωρήσω και μου λέει χαρακτηριστικά: «Αν θέλεις σοβαρή σχέση και γυναίκα για σπίτι, αυτή είναι η Γεωργία Γεωργάκη!». Κι εγώ «έριξα τα ξόβεργά μου κι ήλθε το πουλί κοντά μου». Επρόκειτο για την κατοπινή μου γυναίκα. Από τη στιγμή που αποφάσισα να «ρίξω τα ξόβεργά μου», Καρυώτες, Λυγιά, Νικιάνα, Νυδρί έγιναν το κέντρο της δραστηριότητάς μου· η Γεωργία ήταν από τη Λυγιά. Επαφή μαζί της μόνο με κανένα ραβασάκι. Έρωτας πλατωνικός. Μια μέρα με σημείωμά της: «Στείλε να με ζητήσεις σε γάμο, γιατί θέλουν να με παντρέψουν με έναν χωροφύλακα». Κι εγώ την ίδια μέρα στέλνω τον Θεόφιλο τον Λάζαρη, συγγενή μου και συνεργαζόμενο με τον πατέρα της, που είχε αλιευτικό συγκρότημα. Ο πατέρας της, ο μακαρίτης ο Στάθης Γεωργάκης, ένας δίμετρος άντρας, αληθινός θαλασσόλυκος, αρχικά αρνήθηκε. Μπροστά στην επιμονή της Γεωργίας, στην οποία είχε και αδυναμία -μοναχοκόρη, βλέπετε, ανάμεσα σε έξι αγόρια- με ειδοποιεί με ένα ξάδελφό του και γνωστό μου, τον Πέτρο το Λογοθέτη, να πάω να «τα πούμε». Πράγματι πήγα, «τα είπαμε» και τον Σεπτέμβρη έγινε ο επίσημος αρραβώνας. Καλεσμένοι συγγενείς και από τις δύο μεριές και μεγάλο γλέντι. Αξιόλογη κοπέλα η Γεωργία, μορφωμένη, από ευκατάστατη και «δεμένη» οικογένεια. Δικαιολογημένος ο ντόρος…

Τώρα στον κινηματογράφο έχω τη συμπαράσταση και των κουνιάδων μου. Ειδικά ο Φώτης και ο Μηνάς έμαθαν να χειρίζονται τη μηχανή και συχνά με ακολουθούν και στις περιοδείες στα χωριά.

Τέλος του χρόνου, με τη βοήθεια πάλι του φίλου και μέντορά μου Ποσειδώνα Λογοθέτη, βρίσκουμε στη Λυγιά ένα πολύ καλό οικόπεδο, κατάλληλο για μόνιμη κινηματογραφική εγκατάσταση, χειμερινή και θερινή, αλλά και για σπίτι.

1970: Τον Γενάρη αρχίζουμε με εντατικό ρυθμό την οικοδομή, που ολοκληρώνεται τον Σεπτέμβρη. Τα οικοδομικά υλικά τα πήρα από τους συνεργάτες και φίλους, Φώτη Βερύκιο και Πανταζή Κούρτη. Συνεχής φυσικά δραστηριότητα ο κινηματογράφος αλλά και η προετοιμασία του γάμου. Κάνουμε και πολλές κρουαζιέρες σε όλα τα γύρω νησιά με το καΐκι του πεθερού μου, που είναι και ο καπετάνιος στα περισσότερα ταξίδια. Αναπληρωματικός καπετάνιος ο αείμνηστος πρωτότοκος γιος του, ο Παναγιώτης και έπονται τα άλλα αδέλφια. Επιβάτες, εκτός από τους μελλόνυμφους, συγγενείς και από τα δύο σόγια.

Ο γάμος γίνεται τον Μάη στην Κατούνα και το γλέντι στο πατρικό μου σπίτι, στα Λαζαράτα. Κουμπάρος ο αείμνηστος φίλος και σύντροφος Γεράσιμος Καλαφάτης. Με το ίδιο TAXI που πήγα γαμπρός στα Λαζαράτα πήγαμε το απόγευμα στο Άκτιο, στο αεροδρόμιο· είχαμε βγάλει αεροπορικά εισιτήρια για το γαμήλιο ταξίδι στη Ρόδο! Άφραγκοι βεβαίως σε λίγες μέρες γιατί η Γεωργία γέμισε τις βαλίτσες δώρα και για τις δύο οικογένειες. Στα Δωδεκάνησα δεν φορολογούνταν τα εισαγόμενα.

Επιστρέφοντας στη Λευκάδα, εγκατασταθήκαμε στο σπίτι ενός συγγενούς μας· ο ίδιος έμενε στην Αθήνα και μας το παραχώρησε, ώσπου να ολοκληρωθεί η κατασκευή του δικού μας.

Το καλοκαίρι αυτό «παίζαμε» σ΄ ένα οικόπεδο του Κώστα του Παπαδάτου, στη Λυγιά, έξω από το μαγαζί του, όπου «παίζαμε» το χειμώνα.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>