Μια μαρτυρία για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών στα Κολυβάτα Λευκάδας την Κυριακή της Αποκριάς του 1944 | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πε, Ιαν 26th, 2017

Μια μαρτυρία για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών στα Κολυβάτα Λευκάδας την Κυριακή της Αποκριάς του 1944

20_kolivata_eklogesΟ εξιστορών τα γεγονότα 93χρονος Λάκης Κολυβάς (Μπερδεμπές)

20 Φλεβάρη του 1944, Κυριακή της Αποκριάς. Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα του Νυδριού. Τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής σε αγαστή συνεργασία με τους ντόπιους συνεργάτες τους επιχειρούν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα χωριά της βορειοκεντρικής Λευκάδας. Γράφει ο Γιώργος Σγουρός στο ημερολόγιό του: «Οι γερμανοί ερχόντουσαν: 1) από Σφακιώτες-Καρυά με αυτοκίνητα και αντικειμενικό σκοπό την Εγκλουβή 2) από Σφακιώτες-Αλέξανδρο πεζοί με αντικειμενικό σκοπό Πλατύστομα Καρυά και 3) πλαισιομένη αυτή η ομάδα από την ομάδα του Καλατζή και του Προδότη Έφεδρου Ανθυπολοχαγού Βάλτρα από το Νιοχώρι, από Βλυχό-Νιοχώρι με αντικειμενικό σκοπό τη Βαυκερή-Εγκλουβή». (Δες εδώ).

γιωργος_κατσαρος_καραγιαννηςΓιώργος Κατσαρός (Καραγιάννης), πιάστηκε στο μπλόκο των Γερμανών και εκτελέσθηκε το 1944 στο Αγρίνιο

Οι Γερμανοί που ήρθαν από τους Σφακιώτες, μετά από μια μικρή στάση στο Σταυρό, όπου βρίσκεται το Δημοτικό Σχολείο Αλεξάνδρου, για να προσανατολιστούν, κατευθύνονται στα Κολυβάτα, τον μικρό οικισμό της Κοινότητας Αλεξάνδρου που ήταν προπύργιο του ΕΑΜ. Στη μπασιά του χωριού, στη θέση «Αχούρια», συλλαμβάνουν ένοπλο στο σπίτι του τον Γιώργο Κατσαρό (Καραγιάννη), υπεύθυνο του εφεδρικού ΕΛΑΣ στην περιοχή Αλεξάνδρου και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Θα εκτελεστεί, αργότερα, την Μεγάλη Παρασκευή του 1944, στην Πλατεία Αγίας Τριάδας στο Αγρίνιο μαζί με τον επίσης Λευκαδίτη Κώστα Κατωπόδη (από το χωριό Καρυά, μόνιμος αξιωματικός, απόστρατος ταγματάρχης και αξιωματικός του ΕΛΑΣ) και 118 άλλους αγωνιστές που κρατούνταν στις φυλακές Αγρινίου. (Δες εδώ).

Κωστας_κατωποδης_καρυαΚώστας Κατωπόδης από την Καρυά, απόστρατος ταγματάρχης, εκτελέσθηκε στο Αγρίνιο το 1944

Στο επόμενο σπίτι, μέσα στο χωριό, οι Γερμανοί θα συλλάβουν μέσα στο σπίτι του Νάνου (Φούρου) τον Γιάννη Κατωπόδη (Τσούλο). Κάποιοι άλλοι εφεδροελασίτες που κοιμόνταν στο σπίτι πρόλαβαν και έφυγαν από το κατώι του σπιτιού. Είχαν αφήσει τα όπλα πίσω από την πόρτα του σπιτιού και με το άνοιγμά της τα κάλυψε το πορτόφυλλο και έτσι δεν τα βρήκανε οι Γερμανοί – ένα μέρος των εφεδροελασιτών βρισκόταν τη μέρα εκείνη στη Βαυκερή με το μόνιμο τμήμα του ΕΛΑΣ υπό τον Πάνο Γιαννούλη που είχε διεκπεραιωθεί από το Ξηρόμερο στη Λευκάδα. Τον Γιάννη Κατωπόδη τον πήραν οι Γερμανοί μαζί τους μέχρι την Εγκλουβή, όπου ήταν ο αντικειμενικός τους σκοπός, και τον άφησαν κατόπιν ελεύθερο. Στα Κολυβάτα οι Γερμανοί απλώνονται στο χωριό. Στο άλλο άκρο του χωριού θα πιάσουν τον Λάκη Κολυβά (Μπερδεμπέ) που πήγαινε για τα πράματά του.

Ας αφήσουμε όμως τον 93χρονο σήμερα μπάρμπα Λάκη να μας διηγηθεί ο ίδιος την ιστορία:

«Επιάσαν τον Καραγιάννη, αλλά δεν ήξερα ότι τον είχαν πιάσει. Πήγαινα για τα πράματα (=ζώα). Με πιάσανε από κάτω από τα σπίτια, τα παλιά, στη Μπούχαλη (σ.σ. συνοικία στα Κολυβάτα όπου έμενε). Τότε κάνανε και τα παιδιά αστεία. Βάζανε ένα σδάβλι -εγώ νόμιζα ότι ήταν τα παιδιά στην αρχή- και κάτι αντίσκηνα ιταλικά. Κι έλεγα ότι είναι τα παιδιά, ο Κώστα-Ρίπας (Κακλαμάνης), ο Γέροντας (Σπύρος Βλάχος) … αυτείνοι. Κανιά βολά μιλάγανε ξένα. Με γυρίζουν πίσω -με πιάσανε ακριβώς στις ελιές, λίγο παραπάνω από τις ελιές στα Πεντεσπιτέικα- και με πάνε μέσα στο καλάμι του Κουκουγιάννη (Γιάννη Βρεττού). Μπαμ ένα τουφέκι πέρα στη Κιάφα. Μου βάλανε το πιστόλι στο κεφάλι. Τι είναι εκειό, μου λέει. Τι ξέρω, λέω εγώ, τι είναι.

Μόνο Γερμανοί ήταν, δεν ήταν μαζί κατσαπλιάδες. Λένε ότι ήταν Αυστριακοί και ότι δεν ήταν έτσι βάρβαροι. Αν ήταν Γερμανοί θα με σκοτώνανε. Είχαν και διερμηνέα μαζί (σ.σ. σύμφωνα και με μια άλλη μαρτυρία που καταγράφει ο Ζώης Κουτσαύτης ο διερμηνέας ήταν ο Μανιάκης που πληροφορούσε το ΕΑΜ για τις κινήσεις των Γερμανών). Κι έπειτα γυρίσαμε όλο το χωριό ν΄ ανοίξουμε τα σπίτια. Δεν μάζεψαν κανένα στην πλατεία. Δεν βρήκανε κανέναν. Εκεί στου Γερόντου το σπίτι δίπλα -πως τον λέγανε…-, του Καρανάσου (Θανάση Βλάχου) το παλιόσπιτο -γιατί με βάλανε και εγώ εχτύπαγα τις πόρτες και τους έλεγα δεν είναι κανένας εδώ, εδώ δεν είναι κανένας…- ήτανε κόσμος μέσα, αλλά εγώ δεν το ήξερα. Εκεί λοιπόν στου Καρανάσου, που ήμουνα σίγουρος ότι δεν είναι κανένας μέσα, έβαλα και ΄γω ζόρι να τη σπάσω την πόρτα. Και πως δεν έσπασε! Μέσα ήταν ο Φαοτάλαρος (σ.σ. Γιώργος Βρεττός, ΕΠΟΝίτης) κι ο Μούστος (Γιώργος Βρεττός – Μπαμπαλούτσος). Ναι… Πως δεν έσπασε η πόρτα δεν ξέρω… Λέω εγώ εδώ δεν είναι κανένας κι άμπονα κι εγώ να τη σπάσουμε.

Από εκεί με κατεβάζουνε στην πλατέα. Μόνο εμένα, οι Γερμανοί ήταν πεντέξι κι ο διερμηνέας. Ώσπου ακούω πέρα από τα αλώνια (σ.σ. πλάτωμα σε ένα ύψωμα στην είσοδο του χωριού) μια σφυριξιά. Με τη σφυριξιά μ΄ αφήσανε και φύγανε. Δεν με ενοχλήσανε καθόλου. Κάνω κι εγώ επάνω στο σοκάκι κι έφυγα κι επήγα στη δουλειά μου (σ.σ. στα γιδοπρόβατα που είχε στους Σκάρους). Κι εκείνη την ημέρα έμαθα ότι είχανε πιάσει πρώτα τον Καραγιάννη…».

Ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του ο Κώστας Κολυβάς (Μπερδεμπές) συμπληρώνει:

«Εγώ ήμουνα στη Βαυκερή. Ήταν παραμονή Αποκριών, το Σάββατο, την άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Συγκεντρωθήκαμε όλο το εφεδρικό ΕΛΑΣ στη Βαυκερή. Είχαν χτυπήσει τα παιδιά, τον Μήτρο και τον Ανδρούτσο. Είχαν πάρει απόφαση να διαλυθούμε, το εφεδρικό ΕΛΑΣ. Και βγαίνει ο Γιαννούλης και λέει: αφού το λέει η οργάνωση, εγώ είμαι απομονωμένος αλλά συμφωνώ. Λένε να φύγουν όλοι οι εφεδρικοί. Όλοι οι Αλεξανδρίτες έφυγαν κι εγώ έμεινα. Δεν φεύγω, λέω, θα κάτσω εδώ. (Ερώτηση από τον αδελφό του: Πού έμεινες εκειό το βράδυ, δεν ήταν στην Βαυκερή οι Γερμανοί; Απάντηση: Στη Βαυκερή, μετά ήρθανε οι Γερμανοί, το πρωί. Από το Νυδρί ήρθανε οι Καλατζαίοι). Λοιπόν, έμεινα εκεί πέρα το βράδυ. Εμείνανε όμως όπως ήτανε και δυο πολυβόλα. Ήταν κι άλλοι.

Κι έρχονται… Ήταν στα Πλατύστομα οι Γερμανοί το πρωί την Κυριακή. Αποκριές. Εμείς πήραμε εντολή να περάσουμε στο Σκάρο. Λιανοψιχάλιζε… Και λέει ο Γιαννούλης θα περάσουμε στο Σκάρο τώρα, αυτή ήταν η εντολή. Παίρνει ο Γιαννούλης κάτου και από κάτω ήταν οι άλλοι (σ.σ. εννοεί τους Καλατζαίους με το Βάλτρα) και ήρθαν αντιμέτωποι. Βάζουν κάτι ριπές ετούτοι εδώ και κάνανε πίσω οι άλλοι. Και στέλνουν ένα σύνδεσμο να περάσουμε το ρέμα που πάει για το Νυδρί. Εκεί κάπου ήταν ένα σύρμα να περάσουμε προς το Σκάρο. Έρχεται ο σύνδεσμος και λέει εσείς θα κάνετε πίσω. Και κάναμε πίσω με τα μουλάρια, ήταν ο Τσέλιος ο μακαρίτης υπεύθυνος, τον σκοτώσανε πέρα στο… και κάνουμε επάνω να πιάσουμε την Ελάτη (σ.σ. συμπληρώνει κάποια πράγματα για την Τζαβέλαινα που δεν είναι του παρόντος και τα παρακάμπτουμε). Ήταν κάποιοι που δεν θέλανε τα μουλάρια, γιατί βαρούσανε οι Γερμανοί. Βγάζει το πιστόλι ο Τσέλιος, θα τα περάσουμε, λέει, πάνω στον Αη Δονάτο να τα κρύψουμε. Πάμε στην Εγκλουβή και το βράδυ πήγα κάτω στην Εξάνθεια και έμεινα. Πήγαμε εκεί σε ένα σπίτι φάγαμε και μετά πάμε με αυτόν που φάγαμε πιο πάνω στο βουνό που έχουνε μια εκκλησιά -Παναγία δεν ξέρω πως λέγεται…- και πήγαμε εκεί πάνω και μείναμε το βράδυ.

Το πρωί χωρίσαμε, εγώ έκανα επάνω να πάω στην Εγκλουβή να δω τι γίνεται. Πάω στην Εγκλουβή, μου λέει εσύ θα κάτσεις εδώ. Τι να κάνω απαντάω, όλοι φύγαμε χθες το βράδυ. Δεν ξέρουνε οι δικοί μου που είμαι, θα πάω. Μωρέ, να μας αφήσεις το όπλο τότε. Μωρέ παιδιά τι λέτε τώρα; Θα σου το στείλουμε το όπλο λέει. Να έχουμε ένα όπλο ακόμα. Οι Γερμανοί είχαν μπει στην Εγλουβή, αλλά δεν πήγανε πάνω στον Αη Δονάτο. Εκεί κάποιον είχαν σκοτώσει… Έναν, δύο δεν θυμάμαι. Επέρασα κάτω και ήρθα. Το άφησα το όπλο και μετά δεν θέλανε να μου το στείλουν. Έκανα αυτό να το λάβω.»

Για το μπλόκο στα Κολυβάτα λέει:

«Όπως ερχότανε οι Γερμανοί οι Μαυροϊνάτες που φύγανε εκείθε πέρα, η ομάδα αυτή που ήτανε στον εφεδρικό, ήρθαν στο χωριό και επάνω στο Μύλο βγάλανε σκοπούς. Και τους είδαν που ερχότανε τους Γερμανούς και ειδοποιήσανε το χωριό. Ξεκινάει κι ο Κόντσολος (παρωνύμιο του Νίκου Δουβίτσα) να έρθει στα Κολυβάτα να ειδοποιήσει ετούτους. Ετούτοι εδώ πλαένανε (κοιμόνταν), αλλά δεν πρόκαμε. Κι ότι ήρθανε στα αλώνια, είχε ανοίξει η γριά Σοφιά το σπίτι (μάνα της Ωραίας του Καραγιάννη), είδανε το φως και μπήκανε μέσα οι Γερμανοί και βρήκανε το όπλο πάνω στο τραπέζι. Μετά πάνε στο χωριό πιάνουν μέσα στου Νάνου το σπίτι τον Γιάννη τον Τσούλο και τον Μανιάρα – ευτυχώς δεν βρήκαν τα όπλα. Αυτούς τους αφήσανε μετά. Τον Τσούλο τον πήρανε μέχρι την Εγκλουβή. Τον Καραγιάννη τον σκοτώσανε στο Αγρίνιο».



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>