Πορτραίτα αγωνιστών: Γιώργης Κατσαρός (Καραγιάννης)
Ο Γιώργης Κατσαρός (Καραγιάννης) γεννήθηκε το 1900 στον οικισμό Κολυβάτα της πρώην κοινότητας Αλεξάνδρου. Τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο και το Σχολαρχείο (παλιότερα τριετές προγυμνασιακό σχολείο της μέσης εκπαίδευσης). Παντρεύτηκε την Πανωραία ή Ωραία όπως τη φώναζαν και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: το Χρήστο (παντρεμένος με τη Μαριώ, που έζησε για χρόνια μετανάστης στη Γερμανία ), τη Γιαννούλα (παντρεμένη με τον Αριστείδη Σούνδια), το Φώτη (παντρεύτηκε στα Πλατύστομα και πέθανε το 1981 από ανίατη αρρώστια) και τη Στρατούλα (παντρεμένη με το Μήτσο Βλάχο ή Γέροντα).
Ο Γιώργης Κατσαρός ήταν στρατιωτικός υπεύθυνος του εφεδρικού ΕΛΑΣ στην περιοχή Αλεξάνδρου και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Το Φλεβάρη του 1944 πιάστηκε, ενώ κοιμόνταν στο σπίτι του -βρίσκεται στην είσοδο του χωριού, στην τοποθεσία Αχούρια, κοντά στα Κολυβιάτικα Αλώνια- έχοντας δίπλα το όπλο του, από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους που έκαναν μπλόκο στο χωριό. Λιγοστά τα μέτρα ασφαλείας που έπαιρνε τότε το εφεδρικό ΕΛΑΣ, οι περισσότεροι από τους αγωνιστές που το απάρτιζαν συνήθιζαν να κάνουν κανονική ζωή και να κοιμούνται τα βράδια στα σπίτια τους, αν δεν υπήρχαν πληροφορίες για κινήσεις γερμανικών στρατευμάτων ή συνεργατών τους.
Για καλή τύχη σώθηκαν την ίδια μέρα κάποιοι άλλοι συγχωριανοί μας εφεδροελασίτες -ίσως και όλο το χωριό από ενδεχόμενα αντίποινα των Γερμανών- που κοιμόνταν μέσα στο χωριό στο σπίτι του Φούρου (Νάνου) και οι οποίοι ακούγοντας τη φασαρία από τη σύλληψη του Καραγιάννη, ξύπνησαν κατέβηκαν από τον καταρράχτη του σπιτιού και διέφυγαν από το κατώι. Στη σαστιμάρα τους όμως άφησαν τα όπλα τους πίσω από την πόρτα του σπιτιού που ευτυχώς δεν ανεβρέθηκαν από τους Γερμανούς όταν μπήκαν στο σπίτι.
Ο Γιώργης Κατσαρός μεταφέρθηκε από τους Γερμανούς στο Αγρίνιο. Εκεί βασανίστηκε απάνθρωπα -εφτά φορές τον κρέμασαν- για να προδώσει και να γραφτεί στα τάγματα ασφαλείας. Αρνήθηκε όμως κάθε συνεργασία και έτσι στις 14 Απριλίου του 1944 (Μεγάλη Παρασκευή) τον σκότωσαν στην πλατεία της Αγίας Τριάδας, την κεντρική πλατεία Αγρινίου, μαζί με τον επίσης Λευκαδίτη Κώστα Κατωπόδη (από το χωριό Καρυά, μόνιμος αξιωματικός, απόστρατος ταγματάρχης και αξιωματικός του ΕΛΑΣ) και 118 άλλους αγωνιστές που κρατούνταν στις φυλακές Αγρινίου. Τους τρεις απ” αυτούς τους κρέμασαν στην πλατεία Μπέλλου (σημερινή πλατεία Δημοκρατίας) και τους άλλους, μαζί και το Γιώργη Κατσαρό, τους εκτέλεσαν με τουφεκισμό στην Αγία Τριάδα. Είχε προηγηθεί στις 9 του μήνα ενέδρα των ανταρτών του ΕΛΑΣ σε σημείο μεταξύ των χωριών Σταμνάς και Αγγελοκάστρου όπου έγινε ανατίναξη της αμαξοστοιχίας που κινούνταν από Κρυονέρι προς Αγρίνιο και μετέφερε πολεμικό υλικό και καύσιμα, συνοδευμένη από Γερμανούς στρατιώτες, με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς. Για το λόγο αυτό οι Γερμανοί αποφάσισαν και εκτέλεσαν τους 120 πατριώτες. Ας μείνει αιώνια η μνήμη τους, φωτεινό παράδειγμα για τις επόμενες γεννιές…
Ο Γιώργης Καραγιάννης άφησε πίσω του τέσσερα ανήλικα παιδιά -το μεγαλύτερο ήταν 14 και το μικρότερο 4 χρονών- και η γυναίκα του η θειά Ωραία πάλεψε σκληρά για να τα μεγαλώσει, μιας και δεν δικαιούταν σύνταξη για τον άνδρα της γιατί «τυγχάνων ΕΛΑΣίτης» δεν προβλέπονταν κάτι τέτοιο.
———————————————————————————————————————–
Ένα χρόνο μετά έγραφε η Αγρινιώτικη εφημερίδα της εποχής εκείνης «Φωνή του λαού» για την εκτέλεση των πατριωτών (Πηγή: Εφημερίδα «Η Νέα Εποχή» – Εφημερίδα του Αγρινίου στο διαδίκτυο).
«… Στις φυλακές της Αγίας Τριάδας:
Το βράδυ της Μεγ. Πέμπτης, λέει ο κρατούμενος Θαν. Καλ… η φρουρά των φυλακών της Αγ. Τριάδας δυνάμωσε αρκετά. Από μέρες διαδίδονταν πως για το σαμποτάζ της Σταμνάς θα εκτελούνταν σ” αντίποινα 160 κρατούμενοι ή 120. Μας καθησύχαζαν όμως απ” έξω κι΄ είχαμε πιστέψει πως θα γλυτώναμε. Τα ξαφνικά αυτά μέτρα άρχισαν να μας ανησυχούν. Κρύος ιδρώτας μας περιέλουσε όλους, όταν αργότερα τη νύχτα ακούσαμε δίπλα στις φυλακές τα γκαπ-γκουπ των σκαφτιάδων που έσκαφταν. «Φτιάχνουν λάκκους», διαδόθηκε σαν αστραπή ανάμεσα μας.
Ύστερα από λίγο ο γδούπος των τσαπιών απομακρύνθηκε. Το έδαφος μπροστά στις φυλακές ήταν σκληρό και άρχισαν να φτιάχνουν τους λάκκους στο χωράφι του Σούλου.
Πέσαμε να κοιμηθούμε. Οι πιο θαρραλέοι φώναζαν πως δεν είναι τίποτα. Στοιβαγμένοι μέσα στους απαίσιους θαλάμους της φυλακής κρατούσαμε όλοι την ανάσα μας, 450 άνθρωποι κλεισμένοι σ” ένα κλουβί. Πόσοι από μας θα ζούσαν αύριο; Πόσους θα εκτελούσαν; Ποιους;
Με τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στο σκοτάδι, 450 άνθρωποι ζούσαμε με το απαίσιο αίσθημα της επιθανάτιας αγωνίας. Είμασταν όλοι γεροί. Υγιείς, ζωντανοί άνθρωποι. Όμως κανένας μας δεν μπορούσε ν” αντιδράσει στο θάνατο που έρχονταν, που έμπαινε μέσα μας με τους υπόκωφους γδούπους των τσαπιών που έσκαβαν τους λάκκους μας τη νύχτα.
Στις 4.45 το πρωί ο Γερμανός αρχιφύλακας λοχίας Καρλ Βέρνερ με τη φρουρά των τσολιάδων μπήκε στη φυλακή και φώναξε τρία ονόματα. Αναστασιάδης, Σαλάκος, Σούλος. Προχώρησαν παλικαρίσια. Καμμιά λιποψυχία.
«Γεια σας, παιδιά. Χαιρετισμούς στους δικούς μας. θα νικήσουμε», ήταν τα τελευταία τους λόγια.
Με σπρωξίματα οι τσολιάδες τους έσπρωξαν σ΄ ένα αυτοκίνητο και τους πήραν. Σε λίγο γύρισε ο αρχιφύλακας των τσολιάδων και διέταξε τους κρατούμενους να ντυθούν όλοι και νάναι έτοιμοι. Προηγούμενα τους είχε διατάξει να γδυθούν όλοι και να μείνουν με τα εσωτερικά παντελόνια. Στις 6 π.μ. κατέφτασε πάλιν ο λοχίας Βέρνερ με τη φρουρά των τσολιάδων και διέταξε όλους να κατεβούν στο προαύλιο και να μπουν στη γραμμή. Εκεί ήταν δύο αξιωματικοί των SS και ο υπολοχαγός των τσολιάδων Μπλέσσας, σύνδεσμος των Γερμανών.
Ο ένας Γερμανός αξιωματικός άρχισε να φωνάζει τον κατάλογο και μόλις συμπληρώθηκε η πρώτη δεκάδα ο τσολιάς υπολοχαγός διέταξε απόσπασμα τσολιάδων να τους πάνε «εκεί!! που ξέρουν… » Και συνεχίστηκε η εκφώνηση των ονομάτων. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν οι πυροβολισμοί. Το απόσπασμα ξαναγύρισε για να παραλάβει τη δεύτερη δεκάδα και ούτω καθεξής. Ο τσολιάς υπολοχαγός τους έκανε με μια σατανική απάθεια παρατηρήσεις γιατί αργούσαν: Κύτταξα τους συγκρατούμενούς μου. Ήταν όλοι κάτωχροι. Μέσα στα μάτια τους όμως άστραφτε η αποφασιστικότητα και ένα θανάσιμο μίσος ανάμικτο με αηδιαστική περιφρόνηση για τους προδότες. Άμα τελείωσε η εκτέλεση διέταξαν τους υπολοίπους να μπουν μέσα στη φυλακή. Οι Γερμανοί και ο τσολιάς υπολοχαγός αφού επιθεώρησαν τον ομαδικό τάφο, όπου κείτονταν 117 κουφάρια παλικαριών και μια γυναίκα, η Κατίνα Χατζάρα, γύρισαν στις φυλακές όπου ο τσολιάς υπολοχαγός μίλησε στους κρατουμένους εξυμνώντας το έργο των Γερμανών!!! και των τσολιάδων!!!
Ύστερα από κάμποση ώρα ακούσαμε απ” έξω τους θρήνους των πρώτων συγγενών που κατάφθαναν και μάθαιναν την εκτέλεση των δικών τους. Οι τσολιάδες τους απαγόρευαν με τη ξιφολόγχη να πλησιάσουν…».
Σημειώνουμε τέλος ότι η εκτέλεση των 120 πατριωτών στο Αγρίνιο έμπνευσε το Γιάννη Ρίτσο για να γράψει το ποίημα Αναστάσιμο Μνημόσυνο .