Οι Αγρυπνιές, τα κριτσόνια και τα βαζόγαλα πυρσοί… | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Οι Αγρυπνιές, τα κριτσόνια και τα βαζόγαλα πυρσοί…

(Τα Κάλαντα του Λαζάρου και της Μεγάλης Παρασκευής)

καλαθι_λαζαρου

Του Θοδωρή Γεωργάκη (Παποράκη)

ΟΙ ΑΓΡΥΠΝΙΕΣ ΤΑ ΚΡΙΤΣΟΝΙΑ
ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΖΟΓΑΛΑ ΠΥΡΣΟΙ…

Που νάβρει τόπο η καρδιά για να σταθεί μέσα στο ακράταγο μεθύσι της μνήμης παραδομένη, εκείνα τα παντοτινά που αγαπά να τα ιστορήσει! Όλα χτισμένα και σμιλεμένα πάνω σ’ ό,τι μας πονά και μας λογχεύει, ξανοίγουν στο μυαλό έναν υπέροχο κόσμο, που χορδίζει την ψυχή, νεοποιεί τον λογισμό, ανάφτει τις μνήμες, τρέχει αχαλίνωτα σε μέρες ευτυχισμένες, αγγελώνει τη νοσταλγία, ξετυλίγει τον μίτο μια ζωής, που όλο μας οδηγεί να περπατάμε νοερά στα αξεθύμαντα στρατήματά της!!!

Oλα ξεκινούσαν τη Παρασκευή το απόγευμα παραμονή του Λαζάρου. Όταν τελειώναμε το απογευματινό σχολείο, ξεχυνόμαστε στις γειτονιές του χωριού να κόψουμε δενδρολίβανο, πολύχρωμες βιολέτες, αλιφασκιά και εκείνους τους βαθυγάλαζους μπλέ κρίνους, που σαν τους αντικρίζω και σήμερα μου φέρνουν, συνειρμικά, στο μυαλό εκείνη την παιδική ηλικία, που ήταν όλα αστραφτερά, όλα ανέμελα… Με όλα τούτα τα λουλούδια στολίζαμε το καλάθι για να βγούμε την άλλη μέρα το πρωί να πούμε τον Λάζαρο. Ξεκινούσαμε απ’ το μικρό Πινακοχώρι και γυρνούσαμε όλα τα χωριά των Σφακιωτών. Είμαστε σίγουροι πως θα άνοιγαν όλα τα σπίτια, γιατί λέγαμε έναν …άλλο Λάζαρο, απ’ αυτόν που ακούγονταν στα άλλα χωριά! Μια παραλλαγή που μόνο στο μικρό μου χωριό τον λέγαμε και ο οποίος Λάζαρος, σύμφωνα με την μακραίωνη παράδοση και με όσα μας έλεγαν οι παππούδες μας, έρχονταν απ’ το Αιγαίο! Αυτή την παράδοση μου διέσωσε ο παππούλης μου ο Κωσταντής Γεωργάκης (Παποράκης), που γενήθηκε το 1900, και στον οποίο την παρέδωσε ο δικός του παππούλης, ο παπά Στάθης Γεωργάκης, ο οποίος γεννήθηκε στις αρχές του 1800! Προφανώς, μιλώντας για Αιγιοπελαγίτικη προέλευση αυτής της παραλλαγής του Λάζαρου, εννοούσαν την Κρητική προέλευση των κατοίκων του χωριού…

Και η αμοιβή μας; Κατά κανόνα αυγά, τα οποία τοποθετούσαμε στο καλάθι, που είχαμε στρωμένο με άχυρα! Και σα διαβαίναμε απ’ τα Λαζαράτα, όπου είχε ένα μεγάλο εμπορικό ο μπάρμπα Θανάσης ο «Κουβέλης», ένα εμπορικό στο οποίο έβρισκες τα πάντα μέσα, νόμιζες σαν σύγχρονο… σούπερ μάρκετ, με τον μπάρμπα Θανάση με την ποδιά του, αρχοντικό και ευθυτενή σαν… Σκλαβενίτης της εποχής, μας αγόραζε τα αυγά, μάλλον τα … ανταλλάσσαμε με χαλβά και μπισκότα «Ρούλια», για να βρούμε μέσα τις εικόνες με τους ποδοσφαιριστές!!! Αλλά ήταν και …κουβαρντάς ο μπάρμπα Θανάσης, μαζί με τις εμπορικές μας συναλλαγές, δέχονταν να του πούμε τον Λάζαρο και σαν …πελάτες, και τότε ξάνοιγε τον μπεζαχτά και μας έδινε το πανηνταράκι!!!

Τούτη η σπάνια για την Λευκάδα παραλλαγή του Λαζάρου, η οποία τείνει να εξαφανισθεί απ’ το Πινακοχώρι και προκειμένου να διασωθεί γραπτά είναι η ακόλουθη. Για όσους γνωρίζουν ψαλτική, είναι σε ήχο τέταρτο…

Ο ΛΑΖΑΡΟΣ

Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας,
ας πούμε και τον Λάζαρο εδώ στ’ αρχοντικό σας.
Αγαπητοί χριστιανοί κι αδέρφια του Λαζάρου
ακούστε θάμα πούδανε οι κάτοικοι του Άδου.

Τετάρτη μέρα ήτανε η ώρα η πρωία
που ο Λάζαρος επέθανε πέρα στη Βιθανία.
Ήρθαν οι αδερφάδες του η Μάρθα κι η Μαρία,
τον έκλαψαν τον θρήνησαν καθώς είχε και χρεία
και μήνυσαν και του Χριστού να πάει να τον σηκώσει.

Κι ο Κύριος εκάθησε ακόμη δυο ημέρες
να δει τις αδερφάδες του αν είχαν τέτοιο σέβας.
Και το Σαββάτο το πρωί φτάνει στην Βιθανία
όπου τον υποδέχθηκαν η Μάρθα κι η Μαρία.
Κι ο Κύριος εζήτησε που ήτανε θαμμένος,
κι εκείνες τον οδήγησαν απάν’ από το μνήμα.

Κι ο Κύριος εφώναξε με μια φωνή μεγάλη,
έξω να βγαίνεις Λάζαρε για να σε δουν κι άλλοι.
Κι ο Λάζαρος σηκώθηκε με χέρια σταυρωμένα.
Δεν ήταν τετραήμερος, δεν ήταν βρωμισμένος.
Μόν’ ήταν άγιος άνθρωπος και φίλος του Δεσπότη,
όπου τον ακολούθαγε για πάντα στο πλευρό του.

Το απόγευμα του Σαββάτου όλα τα παιδιά … επιστρατευμένα απ’ τον παπα Βαγγέλη τον Χαλικιά, έναν αγαθό και πραγματικό Λευίτη, φτιάχνανε τα βάγια για την επομένη που ήταν η Κυριακή των Βαγιώνε! Αλιφασκιά, δενδρολίβανο, δάφνη και ενδιάμεσα το φύλλο του φοίνικα! Ένα πραγματικά μυρωδάτο φιόρο, που έπρεπε να πάρουν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, ακόμη και για τους ξενητεμένους, το τοποθετούσαν στα εικονίσματα πάνω απ’ τα κρεβάτια , όπου διατηρούνταν μέχρι την άλλη χρονιά… Όμως δεν τέλειωνε εδώ το διακόνημά μας… Φτιάχναμε και την καρβουνόσκονη για το θυμιατό του παπά, αφού δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά καρβουνίδια!!! Παίρναμε τρία-τέσσερα δεμάτια αποκλάδια των αμπελιών, τα καίγαμε και όταν γίνονταν κάρβουνα τα τρίβαμε και βγάζαμε μια υπέροχη καρβουνόσκονη, απίθανη για το θυμιατό του παπά. Και χρειάζονταν ποσότητα με τις τόσες ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος!!!

-Πρέπει τα μεσημέρι να κοιμάστε τώρα, μας έλεγε η μάνα μου. Τα βράδια θα πηγαίνουμε στις Αγρυπνιές. Αγρύπνιες τις λένε αλλού τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδες. Όμως… Αγρυπνιές μας τις παρέδωσαν οι γονείς μας… Αγρυπνιές θα τις λέμε ενόσω ζούμε…

Άρχιζαν την Κυριακή των Βαγιώνε το βράδυ. Μαγεία! Ώρες ολόκληρε νωρίτερα στο προαύλιο της εκκλησίας για παιγνίδι και τα ΚΡΙΤΣΟΝΙΑ με τον εκκωφαντικό θόρυβο!!! ΤΑ ΚΡΙΤΣΟΝΙΑ!!! Το …βεγγαλικό; Σίγουρα, πάντως, το πασχαλιάτικό μας παιγνίδι!!! Χειροποίητο, με υπομονή και δεξιοτεχνία! Ο καθένας έφτιαχνε το δικό του απ’ τους… Χαιρετισμούς ετοιμαζόμαστε ακόμα! Και καλά κρυμμένα, απ΄τους … γονείς μας ανάμεσα στα δεντρολίβανα του προαύλιου της εκκλησίας τα …βαζόγαλα, που είχαμε αυτοσχέδια μετατρέψει σε πυρσούς, για να βλέπουμε, δήθεν, το βράδυ σαν με το τέλειωμα της εκκλησίας θα γυρνούσαμε στο σπίτι, μέσα στο σκοτάδι, αφού ακόμη δεν είχε έρθει το ηλεκτρικό φως στο χωριό!

Μα περισσότερο ήταν τα βεγγαλικά μας, το παιγνίδι μας… Παίρναμε το άδειο κουτί από εκείνο το μοναδικό ζαχαρούχο γάλα «ΒΛΑΧΑΣ» που κυκλοφορούσε τότε, (πόσες φορές δεν ξέκλεψα κάτι… βιαστικές γουλιές, να μη με δει η μάνα μου, γιατί το είχε για την μικρή μου αδερφή), παίρναμε, λοιπόν τα άδεια βάζα, τα βαζόγαλα. Τα καρφώναμε πάνω σε ένα ξύλο, τα γεμίζαμε μετά με άμμο τον οποίο ποτίζαμε πετρέλαιο… Και σαν, μετά το τέλος της εκκλησίας, μέσα στην νύχτα τα ανάβαμε, γέμιζε… λαμπαδηδρόμους με πυρσούς το χωριό…

-Μαρές ξεπατωμένα, μας φώναζαν, στις γειτονιές που γυρνούσαμε οι νοικοκυράδερς, θα μας κάψετε!!!

Που να κρατήσεις όμως το σμάρι… Τον χείμαρρο είκοσι και τριάντα …λαμπαδηδρόμων!!! Άλλοι καιροί, άλλοι χρόνοι, μέσα στην μαγεία του απλοϊκού, του ανεπιτήδευτου, του γνήσιου, που όλα γυρνούσαν και στροβίλιζαν στο μυαλό μας γύρω απ’ το παιγνίδι, ακόμη και λατρευτικές στιγμές, γνωρίζαμε να τις μετατρέπουμε σε ένα ατέλειωτο κομβόι παιγνιδιών και χαράς. Τρέξαμε! Παίξαμε! Ισορροπήσαμε στην ζωή! Παραδοθήκαμε στα χέρια, μετέπειτα του καταναλωτισμού… Ξεχάσαμε, συντριφτήκαμε… Μα να πάλι εδώ, στα γνήσια, στα αμόλευτα, στα τερπόψυχα της φυλής…

Και την Μεγάλη Παρασκευή πάλι γύρο στα χωριά για να πούμε του Χριστού τα Πάθη. Με το ίδιο στόλισμα του καλαθιού. Με τις ίδιες προσδοκίες για τον γλίσχρο… μπουναμά, να ικανοποιήσουμε τις ελάχιστες παιδιάστικες… καταναλωτικές μας ανάγκες… Λίγο χαλβά, ένα μπισκότο, μια ορκέλα για να φτιάξουμε το ΚΡΙΤΣΟΝΙ, λίγο πετρέλαιο, αουί και αυτό ήταν είδος πολυτελείας και το αγόραζαν με το σταγονόμετρο η γονείς μας για τη λάμπα… Ελάχιστα! Μια καλοσύνη σου, μικρό μου χωριό, στο μέγα θαύμα της ζωής που μου επιδαψίλευσες…

Αλλά και για να διασωθούν αυτά τα Κάλαντα των Παθών…

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ

Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί δέντρο δεν ήτανε και δέντρο εφανερώθη.
Η ρίζα ήταν ο Χριστός οι κλώνοι η Παναγία,
τα φύλλα που επέφτανε ήταν η μαρτυρία,
που μαρτυρούσαν κ’ έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έκαμαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
Για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων Βασιλέα.

Κι ο Κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι
να κάμει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της,
τας προσευχά της έκανε για τον μονογενή της.
Φωνή της ήρθε απ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλλου στόμα,
πάψε Κυράμ’ της προσευχές πάψε και τας μετάνοιας.
Το γιό σου τον επιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυρανάνε.

Χαλκιά, χαλκιά φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια,
κι εκείνος ο βαρύθυμος βαρά και φτιάχνει πέντε.
Τα δυο μπήξτε στας χείρας του και τάλλα δυο στους πόδας,
το πέμπτο το φαρμακερό μπήξτε το στην καρδιά του,
να βγάλει αίμα και νερό να πληγωθεί η μαμά του.

Κι η Παναγιά εκίνησε να πάει να βρει το γιό της.
Βγαίνει και πάει μοναχή βλέπει τον Αϊ Γιάννη.
Αϊ Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιού μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και συ τον δάσκαλό σου.

Ποιος έχει στόμα να σου πει, γλώσσα να σου μιλήσει,
ποιος έχει χεροκάλαμο για να σου τονε δείξει.
Βλέπεις εκείνο το γυμνό το παραπονεμένο,
όπου φοράει πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φοράει στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι,
εκείνος είν’ ο γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.

Κι η Παναγιά πλησίασε εκεί κοντά του λέει.
Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου.
Τι να σου πω μανούλα μου, τι να σου μολογήσω.
Το Μέγα Σάββα θα σου πω και θα σου μολογήσω,
που θα σημάνουν οι εκκλησιές, θα ψάλλουν οι παπάδες,
τότε και συ Μανούλα μου θάχεις χαρές μεγάλες…



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>